Ο ΣΕΦΕΡΗΣ ΤΟ 1965
PABLO NERUDA
ΤΟ ΡΟΔΟ
Ἀπὸ ρόδο ἴσαμε ἄλλο ρόδο
εἶχε τόσους ροδῶνες ἀπόσταση,
ποὺ ἐπῆγα ἀπὸ τὴ μία ζωὴ στὴν ἄλλη
χωρὶς κὰν νὰ νοιαστῶ γιὰ τὴν παραφορά,
καὶ ὅταν ἦταν ἀργά, καὶ ἀπὸ ἔρωτα
νεκρὸς τὸ δίχως ἄλλο ἐγώ, ἀποχαιρέτησα
ὅλη μου τὴ θλιβερή ἀκεραιότητα.
Μὰ ἐκεῖνο ἐγύρισα νὰ βρῶ τὸ ἄρωμα,
τοῦ πόνου τὸ κόκκινο ρόδο
ἢ τὸ κίτρινο τῆς λήθης
ἢ τὸ πάλλευκο τῆς λύπης
ἢ τὸ ἀσυνήθιστο γαλάζιο ρόδο·
ἀσφαλῶς καὶ εἶναι μάταιο
στῆς ἄνοιξης τὴ χώρα νὰ ἐπιστρέφεις·
καὶ ἦταν μάλιστα τόσο ἀργά, ποὺ ἔπεφταν
τ᾽ ἀστέρια στὸ δρόμο,
κι ἐγὼ ἐστάθηκα γιὰ νὰ συνάξω
τοῦ νυχτερινοῦ σταριοῦ ὅλη τὴ λάμψη.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
PABLO NERUDA
ΠΟΤΕ ΠΙΑ
Δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ξαναγυρίσουν πιὰ
οὔτε οἱ προσωπογραφίες οὔτε οἱ μονάρχες,
κι οὔτε θὰ μποροῦσε πιὰ ν᾽ ἀνθίσει
ἡ ἄνοιξη ἡ ἀπολυταρχική·
τὸ μάθημα τοῦτο μᾶς τό ᾽μαθε ὁ θάνατος,
γι᾽ αὐτὸ κι ἐμεῖς σηκώσαμε κεφάλι.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι, ἔτσι, φωτεινὴ καὶ λάμπει,
κι ἂς ἔρχεται ὣς ἐμᾶς ἀπὸ τὴ μαύρη νύχτα.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
ALIRO OYARZÚN (1896-1923)
ΤΟ ΚΙΤΡΙΝΟ ΚΑΡΑΒΙ
Ἀπὸ τὶς πεισματάρες θάλασσες ποὺ ἔρχεται
πλέει τώρα τὸ κίτρινο καράβι.
Στὰ μαῦρα του πανιά,
στὸ ἄλμπουρό του τυλίγεται τὸ παραλήρημα.
Ναυτικὸς πικρόχολος πηγαίνει
πάνω ἀπὸ τὴ γέφυρα: ἡ ἄβυσσος ποὺ κρώζει.
Στὸν νεκρὸ οὐρανὸ ἔχουνε πέσει
σὲ λήθαργο τὰ νικημένα ἀστέρια.
Στοῦ φόβου τὴ θάλασσα
κουράζονται νὰ χορεύουν τὰ σημάδια,
καὶ ἀπὸ τὸν ἄρρωστο ἄνεμο
ἀκούγονται ξινοὶ οἱ πανάρχαιοι ὕμνοι.
Ὤ, ἄθεο ἐσὺ σκαρὶ
ποὺ κάτι σχέδια σὲ κυβερνᾶνε λοξά,
πλεούμενο φιδίσιο, ἀργοκίνητο
στὴν ἀρκτικὴ τὴ θάλασσα τῆς πλήξης!
Ἂχ ὀκνηρία αἰώνια, ἂχ βαρεμάρα
τῆς ἐπίμονης κίτρινης καραβέλας!
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
OVIDIO ORTEGA
PARÁBOLA DE LA MIGRAÑA
El oído. La sien. El ojo.
El cántaro agobiado por el agua
y su presión de arteria.
Tambores muy adentro.
Tambores en el hueso de la fruta
filtrando desde dentro la descarga
rumbo a la superficie mojada por el fuego.
Llevar bajo la cera del semblante
un coral rojo, un rojo candelabro
de venas palpitantes. Solución:
ceder el pensamiento por un rato.
Pero tampoco el sueño.
Sus turbulencias viajan por el agua
y alcanzan la otra orilla
del cántaro apacible
con la celeridad de cualquier ruido.
Basta una sola onda
—el desliz de la manta—
para volver al punto de partida
y prolongar el fin.