ΤΕΥΚΡΟΣ ΑΝΘΙΑΣ
"ΕΚΕΙΝΗ ΔΕΝ ΑΠΗΝΤΗΣΕΝ..."
Αλήτικη ζωή! δε σε βαρέθηκα,
μ΄ όλο που μ΄ έκανες ερείπιο.
(Γελώ και καμαρώνω, εδώ που βρέθηκα,
το παντελόνι μου το τρύπιο).
Κοιτάζω το σακάκι μου το νόστιμο,
και το θρηνώ, χωρίς αιτία.
(Το κλάημα μου προσφέρεται σαν πρόστιμο
για την αθλία μου αλητεία).
Κρατώ ένα μικρουλάκι ξεροκόμματο,
και μες στο δρόμο το σπαράζω.
Κινούμαι βλακωδώς, καθώς αυτόματο,
και με τον κόσμο διασκεδάζω.
Ιδού! κάποια μαντάμ κρατάει τη τσάντα της
κι ενώ με βλέπει, χαχανίζει.
Και γνέφει στον ηλίθιο τον άντρα της,
που κάπου εκεί κάτι ψωνίζει.
Γιατί, παρακαλώ, μαντάμ, γελάσατε;
Πως είμαι αλήτης σιωπηλός;
Αχ! φαίνεται ποτέ σας δεν πεινάσατε...
...Με συγχωρείτε... είμαι τρελός...
«Εκείνη δεν απήντησεν...», ως έγραψε
μια συγγραφεύς ρομαντική.
Γελούσε, ναι, γελούσε και δεν έπαψε,
ώσπου τραβήχτηκα από κεί.
Αλήτικη ζωή! δε σε βαρέθηκα,
μ΄ όλο που μ΄ έκανες ερείπιο.
(Γελώ και καμαρώνω, εδώ που βρέθηκα,
το παντελόνι μου το τρύπιο).
Από το βιβλίο: Τεύκος Ανθίας, "Τα σφυρίγματα του αλήτη", Αθήνα 1929, σελ. 61-62.