JORGE LUIS BORGES
Η
ΚΛΕΨΑΜΜΙΑ
Το
ξέρουμε ότι με τον ίσκιο τον σκληρό μετριέται,
τον
ίσκιο που μια ράβδος ρίχνει μέρα μεσημέρι,
μα
και με το νερό που πάντα το ποτάμι φέρει,
και
που είδε ο Ηράκλειτος το μάνιασμά μας να κοιτιέται.
Ο
χρόνος, ναι – γιατί στον χρόνο και στην ειμαρμένη
και
οι δυό τους κάνουν την εμφάνισή τους: ασταθμήτως
η
σκιά η αβαρής η ημερησία, και η ροή ανεκκλήτως,
που
στέλνει το νερό να παίρνει την πεπατημένη.
Το
ξέρουμε. Αλλά στην έρημο άλλην αποκτάει
ουσία
ο χρόνος: τρυφερή και ασήκωτην ουσία,
που
μοιάζει νά ’ναι μια επινοημένη παρουσία,
και
υπάρχει εκεί, τον χρόνο των νεκρών για να μετράει.
Έτσι
προέκυψε το αλληγορικό εργαλείο
που
συναντάμε νά ’ναι ή χαραγμένο σε βιβλία
ή
το κομμάτι εκείνο που απ’ τα παλαιοπωλεία
θα
λάβει ο μαύρος κόσμος δώρο, δίπλα σ’ ένα λείο
πιονάκι
του σκακιού αζευγάρωτο, μα και στη σπάθη
την
άνεργη, στο τηλεσκόπιο πια το θαμπωμένο,
ή
στο τσιμπούκι που ’ναι από το όπιο φαγωμένο,
στη
σκόνη που της τύχης και του τίποτα τα πάθη
σκεπάζει.
Ποιός δεν στάθηκε ποτέ αποχαζεμένος
μπροστά
σε τούτο το αυστηρό όργανο που πάει και βάνει
του
Θεού η δεξϊά να συνοδεύει το δρεπάνι
που
η χειρ του Ντύρερ χάραξε βαθιά και επισταμένως;
Από
την τρύπια κορυφή του ο ανεστραμμένος κώνος
την
άμμο του να πέφτει αφήνει, κι είναι οι κόκκοι οι γκρίζοι
χρυσός
κλιμακωτός, που απλώνεται για να γεμίζει
το
κοίλο κρύσταλλο που σύμπαν του έχει κάνει ο χρόνος.
Ωραίο
είναι να κοιτάς τη μυστική πότε θ’ αδειάσει
την
άμμο, που έτσι, καθώς πέφτει, συνεχώς γλιστράει
επάνω
στον σωρό που έχει ήδη κάμει, για να πάει
στο
τέλος γρήγορα, με ανθρώπινη τελείως βιάση.
Των
αιωνίων κύκλων ίδια είναι η άμμος, και ούτε
ποτέ
η ιστορία ελλείψεις γνώρισε άμμου να έχει:
γι’
αυτό και κάτω απ’ τις χαρές σου και τις λύπες τρέχει
η
αιωνιότης, και άτρωτη βουτά, βυθίζεται, αβυσσούται.
Την
πτώση τούτη τίποτα δεν δύναται να κόψει.
Εγώ
αιμορραγώ, όχι το γυαλί. Η τελετουργία
της
μεταγγίσεως στο άπειρο χωρεί – ιεροτελεστία
που
η ζωή μας έχει και την άμμο της υπόψη.
Στης
άμμου τις στιγμές –πιστεύω– νιώθω τις συνήθεις
ροές
του συμπαντείου χρόνου: είναι ιστορίας πλήμμη
που
φυλακίζει μέσα στους καθρέφτες της τη μνήμη
ή
ό,τι έχει ο μαγεμένος πνίξει ποταμός της Λήθης.
Τα
σύννεφα καπνού και οι γλώσσες της φωτιάς, και ακόμη
η
Ρώμη με την Καρχηδόνα στων μαχών τη δίνη,
ο
Σίμων Μάγος και τα εφτά τα πόδια γης που δίνει
ο
Σάξονας στον Νορβηγό, όπως λένε χίλιοι τόμοι –
τα
πάντα παρασύρονται, και χάνεται στην κοίλη
φωλιά
το νήμα το λεπτό της μετρημένης άμμου.
Δεν
ξέρω να σωθώ απ’ ό,τι γίνεται μπροστά μου –
τυχαίος
είμαι: σύμπτωμα του χρόνου και εύθραυστη ύλη.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.