Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

ΧΡΥΣΑΦΕΝΙΑ


PAUL ELUARD

ΧΡΥΣΑΦΕΝΙΑ

Τα υγρά σεντόνια του Νοέμβρη
Για πάντα με σαβάνωσαν
Μέσ' από τα δάχτυλά μου κυλάει ο χρόνος
Στην τροχιά η γη γυρίζει των ματιών μου

Πού νά 'ναι το αχνό χαμόγελο
Που άρχισε μια μέρα του Μάη
Αν όχι στο στόμα των νεκρών
Παρ' όλο τον πόνο των ζώντων

Πού είναι το γράμμα το αναπάντητο
Και των λέξεων η σκόνη
Αυτή η εμπιστοσύνη στη ζωή
Που γίνεται μεμιάς σιωπή

Αρνούμαι τα δάκρυα το φως τους
Τα μάτια μου δεν είναι πλέον του κόσμου τούτου
Έχω περάσει ό,τι έχει περάσει
Ίσκιος μέσα στο σκοτάδι είμαι

Της αταξίας είμαι ο σπόρος.

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.




ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΑ


ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΡΕΝΕ ΣΑΡ




RENÉ CHAR


LES DENTELLES DE MONTMIRAIL

Au sommet du mont, parmi les cailloux, les trompettes de terre cuite des hommes des vieilles gelées blanches pépiaient comme de petits aigles.

Pour une douleur drue, s'il y a douleur.

La poésie vit d'insomnie perpétuelle.

Il semble que ce soii le ciel qui ait le dernier mot. Mais il le prononce à voix si basse que nul ne l'entend jamais.

Il n'y a pas de repli; seulement une patience millénaire sur laquelle nous sommes appuyés.

Dormez, désespérés, c'est bientôt jour, un jour d'hiver.

Nous n'avons qu'une ressource avec la mort : faire de l'art avant elle.

La réalité ne peut être franchie que soulevée.

Aux époques de détresse et d'improvisation, quelques-uns ne sont tués que pour une nuit et les autres pour l'éternité : un chant d'alouette des entrailles.

La quête d'un frère signifie presque toujours la recherche d'un être, notre égal, à qui nous désirons offrir des transcendances dont nous finissons à peine de dégauchir les signes.

Le probe tombeau : une meule de blé. Le grain au pain, la paille pour le fumier.

Ne regardez qu'une fois la vague jeter l'ancre dans la mer.

L'imaginaire n'est pas pur: il ne fait qu'aller.

Les grands ne se perpétuent que par les grands. On oublie. La mesure seule est blessée.

Qu'est-ce qu'un nageur qui ne saurait se glisser entièrement sous les eaux?

Avec des poings pour frapper, ils firent de pauvres mains pour travailler.

Les pluies sauvages favorisent les passants profonds.

L'essentiel est ce qui nous escorte, en temps voulu, en allongeant la route. C'est aussi une lampe sans regard, dans la fumée.

L'écriture d'un bleu fanal, pressée, dentelée, intrépide, du Ventoux alors enfant, courait toujours sur l'horizon de Montmirail qu'à tout moment notre amour m'apportait, m'enlevait.

Des débris de rois d'une inexpugnable férocité.

Les nuages ont des desseins aussi fermés que ceux des hommes.

Ce n'est pas l'estomac qui réclame la soupe bien chaude, c'est le cœur.

Sommeil sur la plaie pareil à du sel.

Une ingérence innommable a ôté aux choses, aux circonstances, aux êtres, leur hasard d'auréole. Il n'y a d'avènement pour nous qu'à partir de cette auréole. F.lle n'immunise pas.

Cette neige, nous l'aimions, elle n'avait pas de chemin, elle découvrait notre faim.




Ανάγνωση του ποιήματος εδώ  


Τετάρτη 29 Απριλίου 2020

ΕΤΟΙΜΗ ΓΙΑ ΦΙΛΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΑ


PAUL ELUARD

ΕΤΟΙΜΗ ΓΙΑ ΦΙΛΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΑ

Δεν μπορώ ο καημένος να ζω μες στην άγνοια
Μου χρειάζεται να βλέπω ν' ακούω και να καταχρώμαι
Να σ' ακούω γυμνή και να σε βλέπω γυμνή
Των θωπειών σου να κάνω κατάχρηση

Ευτυχώς ή δυστυχώς
Το μυστικό σου εγώ από στήθους το ξέρω
Της πύλες της αυτοκρατορίας σου όλες
Και των ματιών και των χεριών
Του στήθους και του στόματός σου όπου όλες λειώνουν οι γλώσσες

Ανοιχτή και του χρόνου η πύλη στα πόδια σου ανάμεσα
Των θερινών νυκτών το άνθος στου κεραυνού τα χείλη
Στο κατώφλι του τοπίου που γελάει και κλαίει το άνθος
Και διατηρείς εκείνη τη χλομάδα του νεκρού μαργαριταριού
Και δίνεις την καρδιά σου τα πόδια σου τελείως ανοίγοντας

Είσαι σαν τη θάλασσα νανουρίζεις τ' αστέρια
Είσαι ο λειμώνας του έρωτα ενώνεις και χωρίζεις
Τους εραστές και τους παράφρονες
Είσαι η πείνα το ψωμί η δίψα η μέθη η κορυφαία

Και του ονείρου ο τελευταίος γάμος με την αρετή.

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.




ΤΕΤΟΙΕΣ ΜΕΡΕΣ ΤΟ 2004


ΤΕΤΟΙΕΣ ΜΕΡΕΣ ΤΟ 2004

ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΑ



ΒΕΛΟΣ



FEDERICO GARCÍA LORCA


ΒΕΛΟΣ

Η θάλασσα στα μπλε και τραγουδάει.

(Αχ, καημένο
κεφαλόβρυσο.)
Ο ουρανός στα μπλε, και τραγουδάει.

(Αχ, καημένο
αστράκι που ’χεις
τη μαμά σου χάσει.)
Ο Θεός στον δικό του τόνο τραγουδάει.

(Αχ, καημένη θάλασσα!
Αχ, καημένο κεφαλόβρυσο!)



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.



Τρίτη 28 Απριλίου 2020

Ο ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΟΣ ΚΟΥΒΑΣ



RENÉ CHAR


Ο ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΟΣ ΚΟΥΒΑΣ

– Την ακούω να βογκάει από χαρά, όσο
Την κρατάει μες στα σιδερένια του τοιχώματα,
Και δίχως να τη σφίγγει όσο χορεύει,
Την κόρη την αγαπητή που εκούτσαινε,
Το νέο νερό που επιτρέπει η νύχτα,
Το ξέρεις σε ποιόν, πηγάδι φορτωμένο χρόνια;

– Όποιος κράταγε τη μέση
Στην πορεία του τρεκλίζοντας
Έχει διαζευχθεί τον θησαυρό του.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.



Η ΚΛΕΨΑΜΜΙΑ



JORGE LUIS BORGES


Η ΚΛΕΨΑΜΜΙΑ

Το ξέρουμε ότι με τον ίσκιο τον σκληρό μετριέται,
τον ίσκιο που μια ράβδος ρίχνει μέρα μεσημέρι,
μα και με το νερό που πάντα το ποτάμι φέρει,
και που είδε ο Ηράκλειτος το μάνιασμά μας να κοιτιέται.

Ο χρόνος, ναι – γιατί στον χρόνο και στην ειμαρμένη
και οι δυό τους κάνουν την εμφάνισή τους: ασταθμήτως
η σκιά η αβαρής η ημερησία, και η ροή ανεκκλήτως,
που στέλνει το νερό να παίρνει την πεπατημένη.

Το ξέρουμε. Αλλά στην έρημο άλλην αποκτάει
ουσία ο χρόνος: τρυφερή και ασήκωτην ουσία,
που μοιάζει νά ’ναι μια επινοημένη παρουσία,
και υπάρχει εκεί, τον χρόνο των νεκρών για να μετράει.

Έτσι προέκυψε το αλληγορικό εργαλείο
που συναντάμε νά ’ναι ή χαραγμένο σε βιβλία
ή το κομμάτι εκείνο που απ’ τα παλαιοπωλεία
θα λάβει ο μαύρος κόσμος δώρο, δίπλα σ’ ένα λείο

πιονάκι του σκακιού αζευγάρωτο, μα και στη σπάθη
την άνεργη, στο τηλεσκόπιο πια το θαμπωμένο,
ή στο τσιμπούκι που ’ναι από το όπιο φαγωμένο,
στη σκόνη που της τύχης και του τίποτα τα πάθη

σκεπάζει. Ποιός δεν στάθηκε ποτέ αποχαζεμένος
μπροστά σε τούτο το αυστηρό όργανο που πάει και βάνει
του Θεού η δεξϊά να συνοδεύει το δρεπάνι
που η χειρ του Ντύρερ χάραξε βαθιά και επισταμένως;

Από την τρύπια κορυφή του ο ανεστραμμένος κώνος
την άμμο του να πέφτει αφήνει, κι είναι οι κόκκοι οι γκρίζοι
χρυσός κλιμακωτός, που απλώνεται για να γεμίζει
το κοίλο κρύσταλλο που σύμπαν του έχει κάνει ο χρόνος.

Ωραίο είναι να κοιτάς τη μυστική πότε θ’ αδειάσει
την άμμο, που έτσι, καθώς πέφτει, συνεχώς γλιστράει
επάνω στον σωρό που έχει ήδη κάμει, για να πάει
στο τέλος γρήγορα, με ανθρώπινη τελείως βιάση.

Των αιωνίων κύκλων ίδια είναι η άμμος, και ούτε
ποτέ η ιστορία ελλείψεις γνώρισε άμμου να έχει:
γι’ αυτό και κάτω απ’ τις χαρές σου και τις λύπες τρέχει
η αιωνιότης, και άτρωτη βουτά, βυθίζεται, αβυσσούται.

Την πτώση τούτη τίποτα δεν δύναται να κόψει.
Εγώ αιμορραγώ, όχι το γυαλί. Η τελετουργία
της μεταγγίσεως στο άπειρο χωρεί – ιεροτελεστία
που η ζωή μας έχει και την άμμο της υπόψη.

Στης άμμου τις στιγμές –πιστεύω– νιώθω τις συνήθεις
ροές του συμπαντείου χρόνου: είναι ιστορίας πλήμμη
που φυλακίζει μέσα στους καθρέφτες της τη μνήμη
ή ό,τι έχει ο μαγεμένος πνίξει ποταμός της Λήθης.

Τα σύννεφα καπνού και οι γλώσσες της φωτιάς, και ακόμη
η Ρώμη με την Καρχηδόνα στων μαχών τη δίνη,
ο Σίμων Μάγος και τα εφτά τα πόδια γης που δίνει
ο Σάξονας στον Νορβηγό, όπως λένε χίλιοι τόμοι –

τα πάντα παρασύρονται, και χάνεται στην κοίλη
φωλιά το νήμα το λεπτό της μετρημένης άμμου.
Δεν ξέρω να σωθώ απ’ ό,τι γίνεται μπροστά μου –
τυχαίος είμαι: σύμπτωμα του χρόνου και εύθραυστη ύλη.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.