FEDERICO GARCIA LORCA
ΦΩΣ
Εἶναι ἠ ὥρα ἡ μυστικὴ ποὺ νιώθεις, ὅταν
σουρουπώνει.
Τὸ φῶς εἶναι ξανθὸ καὶ τὸ βουνὸ αἱμορραγεῖ,
ὅσο
ἐγὼ στὸ δρόμο προχωρῶ μὰ ἡττημένου ἀέρα —
τὸ
μέτωπό μου χαμηλὰ καὶ κόκκινη ἡ καρδιά μου.
Ὁ
ποιητὴς εἶν᾽ ἕνας ἴσκιος φωτεινὸς ποὺ πάει·
τὸν ἄνθρωπο
μὲ τὸν Θεὸ γυρεύει νὰ συνδέσει,
χωρὶς
νὰ νιώθει πὼς στὸ μπλὲ εἶν᾽ ἕνα Ὄνειρο ποὺ
ζεῖ, ὅπως
καὶ ἡ
Γῆ εἶν᾽ ἕνα ὄνειρο ποὺ ἐδῶ καὶ χρόνια ἔχει πεθάνει.
Τὸ μπλὲ
ποὺ βλέπουμε ἔχει ἐντός του μιὰ μεγάλη θλίψη —
ποτὲ δὲν
θὰ μᾶς φανερώσει ποῦ ᾽ναι τ᾽ οὐρανοῦ ἡ ἄκρη.
Καὶ ὁ
Θεὸς μιὰ θλίψη παντοδύναμη ἐν ὑψίστοις εἶναι,
μὰ δὲν
μπορεῖς γι᾽ αὐτὴν νὰ πεῖς ποτὲ οὔτε κὰν μιὰ λέξη.
Τὸ
μυστικὸ τῶν πάντων δὲν ὑφίσταται. Τ᾽ ἀστέρια
εἶναι
ψυχὲς ποὺ ἐπόθησαν ν᾽ ἀνέβουν στὸ μυστήριο.
Τοῦ
μυστηρίου ἡ οὐσία φῶς τὶς ἔκαμε ἀπὸ πέτρα,
μὰ δὲν
τὶς ἄφησε καὶ στὴν Εἰρήνη του νὰ εἰσδύσουν.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.