Σάββατο 31 Μαΐου 2008
ΜΕΣ ΣΤΩΝ ΗΧΩΝ ΤΟ ΠΑΝΔΑΙΜΟΝΙΟ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
Η ΤΑΜΜΟΥΡΡΙΑΤΑ ΤΗΣ ΛΑΤΡΕΜΕΝΗΣ ΓΑΜΠΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ ΜΑΡΤΗ
Του σανδαλιού τα πέτσινα καλώδια
σε ρόμβους σάρκας τέμνουνε τη γάμπα·
τα δάχτυλά μου, σκλαβωμένα βόδια,
χιμούν να πιούν το φως που χύνει η λάμπα
στα κορφοβούνια απάνω των γονάτων,
εκεί που λιώνουν και γκρεμιούνται οι πόθοι.
Οι νόθοι έκγονοι των Αθανάτων
με στριμώχνουνε και πάλι, δίχως Γνώθι
σαυτόν, προ των πυλών του τετραγώνου
νου, ξέφρενος τα φρένα μου να σπάσω.
(Μα, αν πιάσω αγώνα ως νά ’τανε περί όνου
σκιάς, μεμιάς θε να βρεθώ στον άσο...)
........................................
Κιννάβαρι και λούστρο των ονύχων
μου ορίσανε μια πορφυρήν αρένα,
που ξεθωριάστηκε όμως μες στων ήχων
το πανδαιμόνιο, που ολοένα εγέννα
η γέενα που ’χει για μονιά του ο όφις
της Γένεσης: το φρόνιμον θηρίον.
Από τη γάμπα, εν σκότεσι και ζόφοις,
κατέληξα των μύχιων μαρτυρίων
να γίνω μάρτυς έναν Μάρτη ξένο
στου έαρος τη γκάμα. Με μια ρομβο-
ειδή ειδή εξόριστος πια ξαίνω
μαλλί σ’ ενός των καλωδίων της κόμβο.
ΤΟ ΕΤΕΡΟΝ
FEDERICO GARCÍA LORCA
ΚΑΣΙΔΑ ΤΟΥ ΧΕΡΙΟΥ ΠΟΥ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ
Άλλο δεν ποθώ παρά ένα χέρι –
χέρι λαβωμένο, εάν υπάρχει.
Άλλο δεν ποθώ παρά ένα χέρι –
χίλιες νύχτες κάνω δίχως κλίνη.
Θά ’τανε χλωμό κρινάκι ασβέστινο,
θά ’ταν περιστέρι που το δέσαν στην καρδιά μου,
φύλακας θε νά ’ταν, που τη νύχτα της μετάστασής μου,
στο φεγγάρι θ’ απαγόρευε εντελώς την είσοδο.
Άλλο δεν ποθώ παρά το χέρι εκείνο
για το καθημερινό το λάδι μου και τ’ ασπροσέντονο του ρόγχου.
Άλλον δεν ποθώ παρά το χέρι εκείνο,
ένα να ’χω του θανάτου μου φτερό κι ελόγου μου.
Όλα τ’ άλλα, ναι, περνούν… διαβήκαν:
κοκκινάδα ανώνυμη πια και άστρο ξέσβηστο.
Όλα τ’ άλλα, ναι, είναι το έτερον: θλιμμένος άνεμος
που φυσάει όποτε τα φύλλα φεύγουν και πετάνε κατά σμήνη.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Πέμπτη 22 Μαΐου 2008
ΚΛΕΙΣΤΟ ΓΙΑ ΛΙΓΕΣ ΗΜΕΡΕΣ
ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΜΗΝΑ ΤΟ "ΑΛΩΝΑΚΙ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ" ΘΑ ΜΕΙΝΕΙ ΚΛΕΙΣΤΟ.
Θα σας κρατάει συντροφιά η εικονιζόμενη κ. Αλμουδένα Φερνάντες, παλιά και πιστή φίλη του ιστολογίου.
ΚΕΒΕΔΟ ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΠΑΛΙ
FRANCISCO DE QUEVEDO
ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΥΡΓΟ
Αποσυρμένος στη γαλήνη της ερήμου,
εδώ, με λίγα, μα σοφά κιτάπια μένω.
Να ζω με τους νεκρούς και να μιλώ επιμένω
μαζί τους, με το στόμα που ’χω στην ψυχή μου.
Οι τεθνεώτες –καταδεχτικοί– δικοί μου
είναι άνθρωποι. Όχι πως εγώ τους ανασταίνω,
μα με τις αντιστίξεις της σιωπής τους μπαίνω
σ’ ένα όνειρο: πως ζωντανοί είναι στη ζωή μου.
Ψυχές μεγάλες, που μας στέρησε η κακία
του Χάρου, ο τιμητής ο Χρόνος τις διαθέτει
ελεύθερες να τις χαρούμε στα βιβλία.
Αγύριστος κι αν είν’ ο ρους, όπου ώρες και έτη
κυλάνε, πάντα αφήνει πίσω του σοφία,
καλοί να ζούμε καγαθοί με τη μελέτη.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΧΟΑΝΑ ΧΙΜΕΝΕΘ
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η JOHANA JIMÉNEZ
LA ZARZAMORA
En en café de Levante entre palmas y alegrías,
cantaba la zarzamora;
se lo pusieron de mote porque dicen que tenia
los ojos como la mora.
Le hablo primero a un tratante, y olé,
y luego fue de un Marques
que la lleno de brillantes, y olé,
de la cabeza a los pies.
Decía la gente que si era de hielo,
que si de los hombres se estaba burlando,
hasta que una noche, con rabia de celos,
a la zarzamora pillaron llorando.
¿Que tiene la zarzamora
que a todas horas
llora que llora por los rincones,
ella que siempre reía
y presumía de que partía los corazones?
De un querer hizo la prueba
y un cariño conoció
que la trae y que la lleva
por la calle del dolor.
Los flamencos del colmado
la vigilan a deshora
porque se han empestillado
en saber del querer desgraciado
que embrujo a la zarzamora.
Cuando Sonaban las doce una copla de agonía
lloraba la zarzamora,
mas nadie daba razones ni el intríngulis sabia
de aquella pena traidora.
Pero una noche al levante, y olé,
fue a buscarla una mujer;
cuando la tuvo delante, y olé,
se dijeron no se que.
De aquello que hablaron ninguno ha sabido
mas la zarzamora lo dijo llorando
en una coplilla que pronto ha corrido
y que ya la gente la va publicando.
¿Que tiene la zarzamora
que a todas horas
llora que llora por los rincones,
ella que siempre reía
y presumía de que partía los corazones?
Lleva anillo de casado,
me vinieron a decir,
pero ya lo había besado
y era tarde para mi.
Que publiquen mi pecado
y el pesar que me devora
y que todos me den de lado
al saber del querer desgraciado
que embrujo a la zarzamora.
ΛΑΡΚΙΝ!
PHILIP LARKIN (1922-1985)
BREADFRUIT
Boys dream of native girls who bring breadfruit,
Whatever they are,
As bribes to teach them how to execute
Sixteen sexual positions on the sand;
This makes them join (the boys) the tennis club,
Jive at the Mecca, use deodorants, and
On Saturdays squire ex-schoolgirls to the pub
By private car.
Such uncorrected visions end in church
Or registrar:
A mortgaged semi- with a silver birch;
Nippers; the widowed mum; having to scheme
With money; illness; age. So absolute
Maturity falls, when old men sit and dream
Of naked native girls who bring breadfruit
Whatever they are.
Η εικονιζόμενη κ. Antonella Mosetti είναι η αποστολέας αυτού του ποιήματος.
MAURICE MAETERLINCK (1862-1949)
ΔΕΗΣΗ
Κύριε, την άθλια μου γνωρίζεις μοίρα!
Κοίταξε τι σου φέρνω από ’δώ κάτου,
Σου φέρνω από της γης τ’ άνθη τα στείρα,
Κ’ ήλιο σου φέρνω σε στιγμή θανάτου.
Την τόση κούρασή μου κοίτα επίσης,
Τη μαύρη αυγή, το σβησμένο φεγγάρι,
Έλα τη μοναξιά μου να γεμίσεις
Με τη δική σου δόξα και τη χάρη.
Κάμε ν’ ανοίξει ο δρόμος σου μπροστά μου,
Φώτισε, Κύριε, την ψυχή που σιγολυώνει,
Γιατί έχω τόση θλίψη, που η χαρά μου
Μοιάζει σα χλόη που σκέπασε το χιόνι.
Μετάφραση: Μηνάς Δημάκης.
Η ΕΓΚΑΥΣΤΙΚΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΨΑΛΗΣ
[ΚΑΠΟΥ ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ...]
Κάπου στο βάθος σκοτεινή ουλή το άλλοτε ποτάμι
σημάδι πως η μνήμη κατέβαινε ώς τη θάλασσα
σκοτεινό ποτάμι το χειμώνα παραμίλημα
σκοτεινότερα φυλλώματα στο πλήρωμα των αισθήσεων
τα υπολείμματα των χρόνων μας, στουπιά, κατράμια,
σάπια ξύλα με το λιγοστό κιννάβαρι των ποντοπόρων
στην παραλία του μεγάλου κόσμου ούτ’ ένα σκάφος.
Ήσουν εκεί με το αίμα και τη λεπτομέρεια
τα μεγάλα μάτια να βαθαίνουν, άδειες μνήμες
αδειάζοντας το φως του κόσμου, το παρόν
επιστρέφοντας στον κόσμο σκοτεινότερη κατάφαση·
ήταν τα πρώτα επιτύμβια, προσηλωμένα
η εγκαυστική του χρόνου όταν ο έρωτας ξαναγυρνά
ανύμφευτος, στα βλέφαρα σκοτωμένο φως
τόσο λευκό που μαύρισε η σελίδα
τυφλό τοπίο στην τυραννία των εποχών.
Από το βιβλίο: Διονύσης Καψάλης, «Ακόμη μια φορά», Άγρα, Αθήνα 1986, σελ. 10.
Τετάρτη 21 Μαΐου 2008
ΚΑΙ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ ΣΗΜΕΡΑ!
CHARLES BAUBELAIRE
LA CHEVELURE
Ô toison, moutonnant jusque sur l'encolure !
Ô boucles ! Ô parfum chargé de nonchaloir !
Extase ! Pour peupler ce soir l'alcôve obscure
Des souvenirs dormant dans cette chevelure,
Je la veux agiter dans l'air comme un mouchoir !
La langoureuse Asie et la brûlante Afrique,
Tout un monde lointain, absent, presque défunt,
Vit dans tes profondeurs, forêt aromatique !
Comme d'autres esprits voguent sur la musique,
Le mien, ô mon amour ! nage sur ton parfum.
J'irai là-bas où l'arbre et l'homme, pleins de sève,
Se pâment longuement sous l'ardeur des climats ;
Fortes tresses, soyez la houle qui m'enlève !
Tu contiens, mer d'ébène, un éblouissant rêve
De voiles, de rameurs, de flammes et de mâts :
Un port retentissant où mon âme peut boire
A grands flots le parfum, le son et la couleur ;
Où les vaisseaux, glissant dans l'or et dans la moire,
Ouvrent leurs vastes bras pour embrasser la gloire
D'un ciel pur où frémit l'éternelle chaleur.
Je plongerai ma tête amoureuse d'ivresse
Dans ce noir océan où l'autre est enfermé ;
Et mon esprit subtil que le roulis caresse
Saura vous retrouver, ô féconde paresse,
Infinis bercements du loisir embaumé !
Cheveux bleus, pavillon de ténèbres tendues,
Vous me rendez l'azur du ciel immense et rond ;
Sur les bords duvetés de vos mèches tordues
Je m'enivre ardemment des senteurs confondues
De l'huile de coco, du musc et du goudron.
Longtemps ! toujours ! ma main dans ta crinière lourde
Sèmera le rubis, la perle et le saphir,
Afin qu'à mon désir tu ne sois jamais sourde !
N'es-tu pas l'oasis où je rêve, et la gourde
Où je hume à longs traits le vin du souvenir ?
ΕΝΑΣ ΨΑΛΜΟΣ ΤΟΥ ΚΕΒΕΔΟ
FRANCISCO DE QUEVEDO
ΦΟΒΕ, ΕΛΑ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ, ΦΟΒΕ ΤΩΝ ΣΟΦΩΝ
Φόβε, έλα, των γενναίων, φόβε των σοφών!
Με στοναχές θα κατεβεί, με οργή θα πάει η
ψυχή μου κάτω στις σκιές, όπου ξεδιψάει
με το νερό της λησμονιάς το παρελθόν.
Οι Κούριοι, οι Φάβιοι, οι Δέκιοι με οργή σχεδόν
παρόμοια εκατεβήκαν – Μοίρα το ζητάει,
που μας βασκαίνει! Μα, αν θες, φόβε, μες στα χάη
να σε τιμάει έ ν α ς, βγάλε με έξω απ’ το παρόν
κι από τους πόνους! Με θερμά κοιτάζω δάκρυα
τους μαύρους κύκλους, που ωσάν θάλασσες λυσσάνε
το είναι μου να καταπιούν. Της φύσης κύμα
είναι όμως... νομοτέλεια είναι. Απ’ τη μι’ άκρη
του βίου μου ώς την άλλη, σήμερα ξοφλάνε
τα χρέη μου. Με προσμένει ορθάνοιχτο το μνήμα.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
ΑΠΟΛΛΙΝΑΙΡ!
GUILLAUME APOLLINAIRE
UN SOIR D’ÉTÉ
Le Rhin
Qui coule
Un train
Qui roule
Des nixes blanches
Sont en prière
Dans la bruyère
Toutes les filles
À la fontaine
J'ai tant de peine
J'ai tant d'amour
Dit la plus belle
Qu'il soit fidèle
Et moi je l'aime
Dit sa marraine
J'ai la migraine
À la fontaine
J'ai tant de haine
Το ποίημα μάς το ζήτησε η φίλη του ιστολογίου κ. Alejandra Martinez.
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΛΟΥΤΣΙΑΝΟ ΤΑΓΙΟΛΙ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο LUCIANO TAJOLI
MUNASTERIO 'E SANTA CHIARA
Dimane?...Ma vurría partí stasera!
Luntano, no...nun ce resisto cchiù!
Dice che c'è rimasto sulo 'o mare,
che è 'o stesso 'e primma...chillu mare blu!
Munasterio 'e Santa Chiara...
tengo 'o core scuro scuro...
Ma pecché, pecché ogne sera,
penzo a Napule comm'era,
penzo a Napule comm'è?!
Funtanella 'e Capemonte,
chistu core mme se schianta,
quanno sento 'e dí da 'a gente
ca s'è fatto malamente
stu paese...ma pecché?
No...nun è overo...
no...nun ce créro...
E moro cu 'sta smania 'e turná a Napule...
Ma ch'aggi''a fá?...
Mme fa paura 'e ce turná!
Paura?...Sí...Si fosse tutto overo?
Si 'a gente avesse ditto 'a veritá?
Tutt''a ricchezza 'e Napule...era 'o core!
dice ch'ha perzo pure chillu llá!
Munasterio 'e Santa Chiara...
'Nchiuse dint'a quatto mura,
quanta femmene sincere,
si perdévano ll'ammore,
se spusavano a Gesù!
Funtanella 'e Capemonte...
mo, si pèrdono n'amante,
giá ne tènono ati ciento...
ca, na femmena 'nnucente,
dice 'a gente, nun c'è cchiù!
No...nun è overo...
No...nun ce crero...
E moro pe' 'sta smania 'e turná a Napule!
Ma ch'aggi''a fá...
Mme fa paura 'e ce turná!
Munasterio 'e Santa Chiara...
Tengo 'o core scuro scuro...
Ma pecché, pecché ogne sera,
penzo a Napule comm'era
penzo a Napule comm'è?!...
ΤΑ ΑΝΑΠΟΔΑ
LOUISE LABÉ (1526-1566)
ΣΟΝΕΤΤΟ VIII
Ζω και πεθαίνω· φλέγομαι και σβύνω αντάμα·
παραζεσταίνομαι, ενώ ρίγος με κρατά·
σκληρή η ζωή, μα ξι απαλή μου είν’ αρκετά
κι’ έχω λαχτάρες και χαρές περίεργο κράμα.
Την ίδιαν ώρα οπού γελώ, ξεσπώ στο κλάμα,
και μες στο κέφι βάσανα νοιώθω φριχτά·
χάνω ό,τι ωραίο, μα και για πάντα αυτό κρατά·
την ίδια ώρα μαραίνομαι κι’ ανθίζω αντάμα.
Με τέτοια αστάθεια ο Έρωτας με περιβάλλει·
κι όταν τη θλίψη μου θαρρώ για πιο μεγάλη,
δίχως να το σκεφτώ, είμαι έξω απ’ την οδύνη.
Κι’ όταν πάλι είμαι σίγουρη για τη χαρά μου
και πως στην ώρα βρίσκομαι την πιο γλυκειά μου,
στην πρώτη μου τη συμφορά με παραδίνει.
Μετάφραση: Κούλης Αλέπης.
ΤΗΣ ΜΙΜΗΣΗΣ ΤΟΥ ΔΕΝΤΡΟΥ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΗΣ
[ΠΑΛΙ ΜΙΜΕΙΣΑΙ ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ]
Πάλι μιμείσαι το δέντρο·
στην αρχή μήτε που το σκέφτεσαι καν,
μετά βγάζεις απ’ τα φυλλοκάρδια
τον μαύρο άνεμο, τα άσπρα φτερά
στον ύπνο σου θα μπαίνουν ρίζες,
χτυπάνε πάνω στ’ άσπρα σύννεφα,
πέφτουν σαν απαλή βροχή στη νύχτα,
είναι τόσα τα πουλιά που κούρνιασαν νωρίς
είναι τόσοι οι κήποι που ξαγρύπνησαν
κι όσες ρίζες διψάσανε
ακούνε τη φωνή τους μέσα τους
κι όσες ξεδίψασαν,
αυτές συχωρεθήκαν.
Από το βιβλίο: Γιώργος Γεωργούσης, «Ελεγεία και φούγκα του ξένου και της λευκής», Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2008, σελ. 32.
Τρίτη 20 Μαΐου 2008
Ο ΝΤΙΝΟ ΒΑΛΛΕ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΤΟ "ΝΑΥΤΑΚΙ"
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο DINO VALLE
'O MARENARIELLO
Oje né', fa' priesto viene!
nun mme fá spantecá...
ca pure 'a rezza vène
ch'a mare stó' a mená...
Méh, stienne sti bbraccelle,
ajutame a tirá...
ca stu marenariello
te vò' sempe abbracciá.
Vicin'ô mare,
facimmo 'ammore,
a core a core,
pe' nce spassá...
Só' marenaro
e tiro 'a rezza:
ma, p''allerezza,
stóngo a murí...
Vide ca sbatte ll'onna
comm'a stu core ccá;
de lacreme te 'nfonne
ca 'o faje annammurá...
Viene, 'nterr'a 'sta rena
nce avimm''a recrijá;
che scenne la serena...
io po' stóngo a cantá.
Vicin'ô mare,
facimmo 'ammore,
a core a core,
pe' nce spassá...
Só' marenaro
e tiro 'a rezza:
ma, p''allerezza,
stóngo a murí...
Oje né', io tiro 'a rezza
e tu statte a guardá...
li pisce, p''a prijezza,
comme stanno a zumpá!...
E vide, pure 'e stelle
tu faje annammurá...
ca stu marenariello,
tu faje suspirá...
Vicin'ô mare,
facimmo 'ammore,
a core a core,
pe' nce spassá...
Só' marenaro
e tiro 'a rezza:
ma, p''allerezza,
stóngo a murí...
Στίχοι: Gennaro Ottaviano.
Μουσική: Salvatore Gambardella.
Τραγούδι του 1893.
ΛΕΣΣΙΝΓΚ!
GOTTHOLD EPHRAIM LESSING (1729-1781)
DER ÜBER UNS
Hans Steffen stieg bei Dämmerung
(und kaum konnt er vor Näschigkeit die Dämmerung erwarten)
in seines Edelmannes Garten
und plünderte den besten Apfelbaum.
Johann und Hanne konnten kaum
vor Liebesglut die Dämmerung erwarten
und schlichen sich in ebendiesen Garten
von ungefähr an ebendiesen Apfelbaum.
Hans Steffen, der im Winkel oben saß
und fleißig brach und aß,
ward mäuschenstill vor Wartung böser Dinge,
daß seine Näscherei ihm diesmal schlecht gelinge.
Doch bald vernahm er unten Dinge,
worüber er der Furcht vergaß
und immer sachter weiteraß.
Johann warf Hannen in das Gras.
"O pfui!, rief Hanne, welcher Spaß!
Nicht doch, Johann! - Ei was?
O schäme dich! - Ein andermal - o laß -
O schäme dich! Hier ist es naß." -
"Naß oder nicht; was schadet das?
Es ist ja reines Gras."
Wie dies Gespräche weiterlief,
das weiß ich nicht. Wer braucht's zu wissen?
Sie stunden wieder auf, und Hanne seufzte tief:
"So, schöner Herr, heißt das bloß küssen?
Das Männerherz! Kein einzger hat Gewissen.
Sie könnten es uns so versüßen.
Wie grausam aber müssen
wir armen Mädchen öfters dafür büßen!
Wenn nun auch mir ein Unglück widerfährt! -
Ein Kind - ich zittre. - Wer ernährt
mir denn das Kind? Kannst Du es mir ernähren?"
"Ich?", sprach Johann, "die Zeit mag's lehren.
Doch wird's auch nicht von mir ernährt:
Der über uns wird schon ernähren;
dem über uns vertrau."
'Dem über uns.' Dies hörte Steffen.
'Was', dachte er, 'will das Pack mich äffen?
Der über Ihnen? Ei, wie schlau!'
"Nein!", schrie er, "laßt euch andere Hoffnung laben!
Der über euch ist nicht so toll.
Wenn ich ein Bankbein nähren soll,
so will ich es auch selbst gedrechselt haben."
Wer hier erschrak und aus dem Garten rann,
das waren Hanne und Johann.
Doch gaben bei dem Edelmann
sie auch den Apfeldieb wohl an?
Ich glaube nicht, daß sie's getan.
Το ποίημα μάς το έστειλε η φίλη του μπλογκ κ. Lorella Cuccarini.
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΖΑΚΛΙΝ ΣΙΓΚΩ
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η JACQUELIN SIGAUT
TANGO Y MUGRE
Quiero un tango que cuente nuestra historia
sin la máscara idiota del consuelo,
sin miserias debajo de la alfombra
ni esa voz en la sombra de lamento ritual.
Quiero un tango con otra poesía
que se meta en las frágiles derrotas
que me hable de infiernos y de abismos,
poesía sin lirismo, despiadada y fatal.
Un tango que explote metiéndose en la mugre,
que me hable del hambre de un tiempo que se pudre.
De gente sin nada que duerme en la vereda,
de sueños que emigran y sueños que se quedan.
De bronca en las plazas, memoria en las heridas,
de historia que llama y se mete en la vida.
Un tango de palabra entrometida,
tormenta en la sonrisa por venir.
Cómo hacer nuevos tangos en la hora
en que todos perdimos la inocencia
cómo hallar esa justa melodía,
esa indócil poesía que se grabe en la piel.
Quiero un tango procaz y enamorado
con palabras que miren a los ojos,
cien preguntas y ninguna respuesta
y el dolor que nos resta como verso más cruel.
Μουσική: José Teixidó.
Στίχοι: Raimundo Rosales.
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
JEAN-GEORGES LOSSIER (1911-2004)
[ΣΤΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΤΗΣ ΑΜΜΟΥ ΠΡΟΣ ΤΗ ΔΥΣΗ]
Στο καταφύγιο της άμμου προς τη δύση
Θυμάσαι νυχτερινούς ποταμούς
Ουρανούς που περιπλανάται η σελήνη
Κι ομίχλες ονείρων κάτω απ’ τη βροχή.
Άστρα κοιμούνται μέσα στην κρήνη
Στον ορίζοντα ρούχα απλωμένα
Δεν ακούγεται παρά η μουσική
Που περνάει και σβήνει...
Λυτρωμένη από τον άργιλο
Η ζέστη όσο ποτέ ακτινοβολεί
Άφησε τη ζωή σου μέσα στην άγρια χλόη
Στο άδυτο του σπιτιού κλεισμένο στον εαυτό σου
Ο Θεός θα σε δει.
Μετάφραση: Βικτωρία Θεοδώρου.
Από το βιβλίο: «Σύγχρονοι ποιητές της γαλλόφωνης Ελβετίας» μετάφραση: Βικτωρία Θεοδώρου, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1999, σελ. 47.
ΙΠΑΝΕΜΑ
ΤΑΣΟΣ ΔΕΝΕΓΡΗΣ
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ BOSSA NOVA
Με κύκλους προχωρείς
Κατεβαίνεις
Ελικοειδώς
Υπερίπτασαι και η πόλη
Δε σε χωρά
Κι ούτε πόλη καμιά
Να δεχτεί μπορεί την αρμονία σου.
Το φόρεμά σου λαχανί
Τα δάχτυλά σου εξαρθρωμένα
Φτερά παγωνιού
Η θερμοκρασία σου 21.
Προστάτεψε τον εαυτό σου
Και μη πεθάνεις ποτέ
Γυναίκα της Ιπανέμα
Πνεύμα του αέρα.
23 Νοεμβρίου 1969
Από το βιβλίο: Τάσος Δενέγρης, «Το αίμα του λύκου», Εγνατία, Θεσσαλονίκη 1978, σελ. 19.
Δευτέρα 19 Μαΐου 2008
Η ΙΝΤΙΛ ΜΠΙΡΕΤ ΕΡΜΗΝΕΥΕΙ ΕΝΑ ΝΥΚΤΕΡΙΝΟ ΤΟΥ ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΥ ΣΟΠΕΝ
Chopin Nocturne in E flat major Op. 9 no. 2.
ΑΠΕΒΙΩΣΕ Ο ΜΗΤΣΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΜΗΤΣΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ (Αμαλιάδα 1924 - Αθήνα 2008)
Μια πολύ μεγάλη μορφή των ελληνικών γραμμάτων, ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, απεβίωσε σήμερα το πρωί. Στο τεράστιο έργο του σημαντικότατο μέρος καταλαμβάνουν οι μεταφράσεις. Ελάχιστος φόρος τιμής στη μνήμη του έστω το ακόλουθο μετάφρασμα από τα ποιήματα του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκη.
ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ
Σ’ ΕΣΑΣ
Σ’ εσάς, που το ένα όργιο το αλλάζετε με τ’ άλλο,
σε σας με τις μπανιέρες σας και το ζεστό γουότερκλοζ!
Ντροπή σας τους υποψήφιους για το μετάλλιο του Γεωργίου
στις στήλες να τους αναζητάτε των εφημερίδων!
Εσείς οι ατάλαντοι, οι πολλοί, που άλλο
στο νου δεν έχετε παρά να φάτε τον περίδρομο
ξέρετε τάχα; Τώρα, τούτ’ τη στιγμή,
τα πόδια του ανθυπολοχαγού Πετρώφ
θρύψαλα τά ’κανε η μπόμπα.
Τί θά ’λεε άραγε, στο μακελειό καθώς τον πάνε
Και χάμω στάζουνε οι πληγές του, τί θα πει
Με τη μπριζόλα σας στο στόμα σαν σας δει
Με τί λαγνεία τραγουδάτε στίχους του Σεβεριάνιν!
Λούκουλοι, γκομενιάρηδες, για σας
στράφι να πάει η ζωή του;
Εγώ χίλιες φορές καλύτερα χυμό ανανά
στα μπαρ τις πόρνες να σερβίρω!
Μετάφραση: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος.
Από το βιβλίο: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, «Ο Μαγιακόφσκι: Τα εύκολα και τα δύσκολα», Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000, σελ. 98.
ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΡΕΪΝΑΛΔΟ ΑΡΕΝΑΣ ΣΗΜΕΡΑ - ΠΡΟΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΕΝΑ ΚΑΤΟΠΙΝ ΠΑΡΑΚΛΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΜΕΝΑΝΔΡΟΥ
REINALDO ARENAS
DE MODO QUE CERVANTES ERA MANCO
De modo que Cervantes era manco;
sordo, Beethoven; Villon, ladrón;
Góngora de tan loco andaba en zanco.
¿Y Proust? Desde luego, maricón.
Negrero, sí, fue Don Nicolás Tanco,
y Virginia se suprimió de un zambullón,
Lautrémont murió aterido en algún banco.
Ay de mí, también Shakespeare era maricón.
También Leonardo y Federico García,
Whitman, Miguel Ángel y Petronio,
Gide, Genet y Visconti, las fatales.
Ésta es, señores, la breve biografía
(¡vaya, olvidé mencionar a san Antonio!)
de quienes son del arte sólidos puntuales.
(La Habana, 1971)
Το ποίημα μου το έχει στείλει από καιρό η εικονιζόμενη κ. Jessica Alba, μαζί με το δημοσιευόμενο εδώ wall paper (κάν'τε κλικ απάνω του και θα δείτε καλύτερα!).
ΧΟΥΣ ΕΣΜΕΝ
FRANCISCO DE QUEVEDO
ΧΩΡΙΣ ΠΕΝΙΑ ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ, ΑΛΗΘΕΙΑ, Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΝΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ;
Χωρίς πενία τί πράγμα, αλήθεια, η αλήθεια να σημαίνει
στον εύθραυστό μας τούτονε το βίο που όλο σπάζει;
Απ’ όλες τις παγίδες, που μας ζώνουν, δύο ας λογιάζει
ο νους κακές: τιμές και πλούτη. Ο χρόνος μας δεν μένει
ποτέ του στάσιμος· κυλάει προς τα μπρος και αυξαίνει
τις ώρες που χωρίς σκοπό δραπέτευσαν. Μαράζι
τους πόθους μας τυραννικό τους τρώει, και η η Μοίρα βάζει
τις πράξεις μας μια μαύρη αδυναμία να μοιραίνει.
Ούτε είδαμε και μήτε ακούσαμε πως ζωντανή
θανή είν’ η ζωή μας. Ή νογάμε τάχα πως η υγεία
είν’ πόλεμος που τρέφεται με αρρώστιες; Τί τρανή
αστοχασιά, αυταπάτη και –αν μη τι άλλο και– βλακεία
μας δέρνει! Θά ’ρθει η μέρα, πάντως, όπου θα φανεί
πως χους εσμέν και προ κηδείας... Πλην, οποία ακηδία!...
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
ΩΝΤΕΝ
W.H. AUDEN
MUSÉE DES BEAUX ARTS
About suffering they were never wrong,
The Old Masters; how well, they understood
Its human position; how it takes place
While someone else is eating or opening a window or just walking dully along;
How, when the aged are reverently, passionately waiting
For the miraculous birth, there always must be
Children who did not specially want it to happen, skating
On a pond at the edge of the wood:
They never forgot
That even the dreadful martyrdom must run its course
Anyhow in a corner, some untidy spot
Where the dogs go on with their doggy life and the torturer's horse
Scratches its innocent behind on a tree.
In Breughel's Icarus, for instance: how everything turns away
Quite leisurely from the disaster; the ploughman may
Have heard the splash, the forsaken cry,
But for him it was not an important failure; the sun shone
As it had to on the white legs disappearing into the green
Water; and the expensive delicate ship that must have seen
Something amazing, a boy falling out of the sky,
had somewhere to get to and sailed calmly on.
Και το ποίημα και ο πίνακας μάς ήρθαν με την ευγενική φροντίδα της κ. Jessica Alba, φίλης του ιστολογίου.
ΕΡΙΚ ΣΑΤΙ
ERIK SATIE: Gnossiene Nr. 1. Στο πιάνο ο Ahmet Buyukkafali.
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΚΛΑΟΥΝΤΙΟ ΒΙΛΛΑ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ CLAUDIO VILLA
’NA GITA A LI CASTELLI
Guarda che sole
ch'è sortito Nannì
che profumo de rose
de garofani e pansè.
Come tutto un paradiso
li Castelli so' accosì.
Guarda Frascati
ch'è tutto un sorriso
'na delizia, n'amore,
'na bellezza da incanta'.
Lo vedi, ecco Marino
la sagra c'è dell'uva
fontane che danno vino
quant'abbondanza c'è.
Appresso vi è Genzano
cor pittoresco Albano
su viett'a diverti'
Nannì Nannì.
Là c'è l'Ariccia
più giù c'è Castello
ch'è davvero un goiello
co' quel lago da incanta'.
E de fravole 'n profumo
solo a Nemi poi senti'.
Sotto quel lago
un mistero ce sta
de Tibberio le navi
con l'antica civiltà.
So meyo de la sciampagna
li vini de 'ste vigne
ce fanno la cuccagna
dar tempo de Noè.
Li prati a tutto spiano
so' frutte, vigne e grano
s'annamo a mette lì
Nannì, Nannì.
È sera e già le stelle
te fanno un manto d'oro
e le velletranelle
se mettono a canta'
se sente 'no stornello
risponde un ritornello
che coro vie' a senti'
Nannì, Nannì.
Τραγούδι του 1958.
ΤΟ ΙΔΙΟ ΠΟΘΟΥΝ ΚΑΤΑ ΒΑΘΟΣ
REINALDO ARENAS
VOCES
Nosotros vinimos por el aire
Nosotros vinimos por el mar
Nosotros llegamos amarrados a la cámara de un auto
Nosotros llegamos sujetos a la rueda de un avión
Nosotros salimos conjurando tiburones y guardacostas
Nosotros salimos taladrando un túnel en el aire
Nosotros salimos agarrados a la cola de un cometa
Nosotros llegamos a nado, vomitando la bilis,
soltando el bofe,
los huesos al sol, deshidratados,
descarnado el corazón.
Sí, sin duda somos los más dichosos
– los afortunados.
Los demás yacen sin tiempo bajo el mar
o condenan nuestra fuga
mientras secreta y desesperadamente desean partir.
*********************
ΦΩΝΕΣ
Εμείς ήρθαμε από τον αέρα
Εμείς ήρθαμε από τη θάλασσα
Εμείς φτάσαμε δεμένοι στην καμπίνα ενός αμαξιού
Εμείς φτάσαμε εξαρτώμενοι από τη ρόδα ενός αεροπλάνου
Εμείς φύγαμε ξορκίζοντας φαγκριά και ακτοφύλακες
Εμείς φύγαμε ανοίγοντας τούνελ στον αέρα
Εμείς φύγαμε κρεμασμένοι από την ουρά ενός κομήτη
Εμείς φτάσαμε κολυμπώντας, χολή ξερνώντας,
με τον πνεύμονα να εκρήγνυται,
κόκαλα στον ήλιο, αφυδατωμένοι,
και την καρδιά ξεψαχνισμένη.
Ναι, δίχως καμιά αμφιβολία εμείς είμαστε οι ευνοημένοι
– οι τυχεροί.
Οι υπόλοιποι αναπαύονται άχρονα κάτω απ’ την επιφάνεια της θάλασσας
ή καταριούνται τη φυγή μας
ενώ μυστικά και ανέλπιδα και αυτοί τη φυγή ποθούνε.
Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη.
ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ
ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ
[ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΟΥ ΘΑ ΕΠΙΖΗΣΟΥΝ]
Τα ποιήματά μου θα επιζήσουν
Του χεριού μου που τα γράφει
Είναι πιο δυνατά απ’ το χέρι μου που τρέμει
Κάθε φορά που εκτελεί τις εντολές τους
Τα ποιήματά μου με ποιούν δεν τα ποιώ
Το πρόσωπό μου αδιάκοπα αλλάζουν
Λες κι είναι ζύμη και με πλάθουν
Τα μόνα ποιήματα που ποίησα εγώ
Τα μόνα που ήταν πιο αδύναμα από μένα
Είναι όσα τόλμησα να σκίσω ή να μη γράψω.
Από το βιβλίο: Αργύρης Χιόνης, «Τύποι ήλων», Εγνατία, Θεσσαλονίκη 1978, σελ. 52.
Κυριακή 18 Μαΐου 2008
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΓΚΑΜΠΡΙΕΛΛΑ ΦΕΡΡΙ
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η GABRIELLA FERRI
CHITARRA ROMANA
Sotto un manto di stelle
Roma bella mi appare
solitario il mio cuor
disilluso d'amor
va nell'ombra a cantar...
Una muta fontana
a un balcone lassu'
O chitarra romana
accompagnami tu
Suona suona mia chitarra
lascia piangere il mio cuore
senza casa e senza amore
mi rimani solo tu
Se la voce e' un po' velata
accompagnami in sordina
la mia bella fornarina
al balcone non c'e' piu'
Suona suona mia chitarra
lascia piangere il mio cuore
senza casa e senza amore
mi rimani solo tu
Se la voce e' un po' velata
accompagnami in sordina
la mia bella fornarina
al balcone non c'e' piu'
O chitarra romana
accompagnami tu…
ΜΠΕΡΝΣ!
ROBERT BURNS (1759-1796)
FAREWELL THOU STREAM
Farewell, thou stream that winding flows
Around Eliza's dwelling;
O mem'ry! spare the cruel thoes
Within my bosom swelling.
Condemn'd to drag a hopeless chain
And yet in secret languish;
To feel a fire in every vein,
Nor dare disclose my anguish.
Love's veriest wretch, unseen, unknown,
I fain my griefs would cover;
The bursting sigh, th' unweeting groan,
Betray the hapless lover.
I know thou doom'st me to despair,
Nor wilt, nor canst relieve me;
But, O Eliza, hear one prayer-
For pity's sake forgive me!
The music of thy voice I heard,
Nor wist while it enslav'd me;
I saw thine eyes, yet nothing fear'd,
Till fears no more had sav'd me:
Th' unwary sailor thus, aghast
The wheeling torrent viewing,
'Mid circling horrors sinks at last,
In overwhelming ruin.
Το ποίημα μάς εστάλη από τη νέα φίλη του ιστολογίου κ. Angel Dark.
ΚΑΗΚΕ
VASKO POPA (1922-1991)
ΤΟΥ ΙΧΝΕΥΤΗ
Κάποιος μπαίνει δίχως να χτυπήσει
Μπαίνει σε κάποιου τό ’να αυτί
Και του βγαίνει απ’ τ’ άλλο
Μπαίνει με βήμα σπίρτου
Βήμα αναμμένου σπίρτου
Μες στο κεφάλι γυρνοβολάει
Είν’ ο μάγκας
Κάποιος μπαίνει δίχως να χτυπήσει
Μπαίνει σε κάποιου τό ’να αυτί
Και δεν του βγαίνει απ’ τ’ άλλο
Αυτός κάηκε
Από το βιβλίο: Βάσκο Πόπα, «Ποιήματα», μετάφραση Έλλη Σκοπετέα, Κέδρος, Αθήνα 1979, σελ. 30.
ΟΛΑ ΧΑΝΟΝΤΑΙ
ΝΙΚΟΣ ΚΑΧΤΙΤΣΗΣ (1926-1970)
ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΣΤΙΓΜΗΣ
Είν’ έξοχη η στιγμή
όταν ανοίγεις
το κουτί της φαντασίας σου
και ξεχειλίζουν αρώματα
μεθυστικά
θυμίζοντάς σου
την από καιρό χαμένη βεντάλια της Πενθεσίλειας
που βρέθηκε απροσδόκητα ένα απόγευμα
σε κάποιο βελουδένιο κήπο…
Μα γρήγορα τα μάτια σου εξαντλούνται,
μια στιγμή ήταν αυτό, τίποτα παραπάνω,
και μονομιάς
όλα χάνονται:
οι ταινίες
τα γράμματα
τα ξηραμένα άνθη.
Από το βιβλίο: Νίκος Καχτίτσης, «Τρωτό σημείο 1949», Εγνατία, Θεσσαλονίκη 1979, σελ. 22.
Σάββατο 17 Μαΐου 2008
ΚΕΒΕΔΟ ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΣ
FRANCISCO DE QUEVEDO
ΝΑ ΚΛΑΙΣ ΜΕΤΑΝΙΩΜΕΝΟΣ ΓΙΑ Τ’ ΟΤΙ Σ’ ΕΧΕΙ ΤΟΣΟ Η ΖΩΗ ΕΞΑΠΑΤΗΣΕΙ
Γλιστράει αργά και ανεπαισθήτως φεύγει η μέρα,
ενώ η ώρα η μυστική του μισεμού σιμώνει
ντυμένη με σιωπή μεν, που όμως μου δηλώνει
τα χρόνια που ’χω φάει απά’ στης γης την ξέρα.
Νέα ζωή και φλογερή, της νιότης: μια φλογέρα
τονίζει τη γλυκιάν ακμή της. Μα σεντόνι
τη σαβανώνει χειμωνιάτικο: το χιόνι
του χρόνου… η απαίσια, η μαύρη κι άραχλη φοβέρα.
Δεν τ’ άκουγα που εκύλαγαν –βουβά…– τα χρόνια·
τα βλέπω τώρα που έφυγαν. Μια βουή απ’ έξω
σκεπάζει το χαμό μου (δίχως καν συμπόνια)
με χάχανα! Τους πόθους βάλθηκα ν’ αρμέξω,
και πήρα πόνους και λυγμούς και καταφρόνια.
Τί κρίμα… – Το κακό, που θά ’ρθει, θαν τ’ αντέξω;…
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
ΘΕΡΒΑΝΤΕΣ!
MIGUEL DE CERVANTES
MARINERO SOY DE AMOR
Marinero soy de amor
y en su piélago profundo
navego sin esperanza
de llegar a puerto alguno.
Siguiendo voy a una estrella
que desde lejos descubro,
más bella y resplandeciente
que cuantas vio Palinuro.
Yo no sé adónde me guía
y, así, navego confuso,
el alma a mirarla atenta,
cuidadosa y con descuido.
Recatos impertinentes,
honestidad contra el uso,
son nubes que me la encubren
cuando más verla procuro.
¡ Oh clara y luciente estrella
en cuya lumbre me apuro !
Al punto que te me encubras,
será de mi muerte el punto.
Το χειρόγραφο και το ποίημα μάς τα έστειλε η παλιά φιλόκαλη φίλη του ιστολογίου κ. Tasha de Vasconcelos.
Ο ΕΡΝΣΤ ΜΠΟΥΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΜΠΡΕΧΤ ΚΑΙ ΒΑΪΛ
BERTOLT BRECHT
DIE MORITAT VON MACKIE MESSER
1. Und der Haifisch, der hat Zahne
Und die tragt er im Gesicht
Und MacHeath, der hat ein Messer
Doch das Messer sieht man nicht.
2. Ach, es sind des Haifischs Flossen
Rot, wenn dieser Blut vergiesst!
Mackie Messer tragt 'n Handschuh
Drauf man keine Untat liest.
3. An der Themse gruem Wasser
Fallen plotzlich Leute um!
Es ist weder Pest noch Cholera
Doch es heist: MacHeath geht um.
4. An 'nem schonen blauen Sonntag
Liegt ein toter Mann am Strand
Und ein Mensch geht um die Ecke
Den man Mackie Messer nannt.
5. Und Schmul Meier bleibt verschwunden
Und so mancher reiche Mann
Und sein Geld hat Mackie Messer
Dem man nichts beweisen kann.
6. Jenny Fowler ward gefunden
Mit 'nem Messer in der Brust
Und am Kai geht Mackie Messer
Der von allem nichts gewusst.
7. Wo ist Alfons Glite, der Fuhrherr?
Kommt das je ans Sonnenlicht?
Wer es immer wissen konnte
Mackie Messer weiss; es nicht.
8. Und das grosse Feuer in Soho
Sieben Kinder und ein Greis
In der Menge Mackie Messer, den
Man nicht fragt und der nix weiss.
9. Und die minderjahrige Witwe
Deren Namen jeder weiss;
Wachte auf und war geschandet
Mackie, welches war dein Preis?
10. Und die Fische, sie verschwinden,
Doch zum Kummer des Gerichts
Man zitiert am End den Haifisch,
Doch der Haifisch weiss von nichts
11. Und er kann sich nicht erinnern
Und man kann nicht an ihn ran,
Denn ein Haifisch ist kein Haifisch
Wenn man nicht beweisen kann.
Τραγουδάει ο Ernst Busch. Από το θεατρικό έργο του Bertolt Brecht «Dreigroschenoper». H μουσική είναι του Kurt Weill.
ΜΕ ΔΟΝΤΙΑ ΣΠΛΑΧΝΙΚΑ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ (1956)
Ο ΛΥΚΟΣ
Άκουσα νύχτα το τραγούδι της φάρας
σαν θρήνο φάλαινας ριγμένης στο δρόμο
κι όπως ο λύκος απ’ την αγέλη ξεκόβει
και φέρνει βόλτα μονάχος το θήραμα
με δόντια στον αγέρα σπλαχνικά
το σηκώνει και γυρνάει το κεφάλι στον ουρανό
ανοίγει η τρέλα την πόρτα στ’ αυγά μου
δαγκώνει τη θάλασσα και γελάει.
Από το βιβλίο: Γιώργος Κακουλίδης, «Μουσουλμάνος δρόμος», Άγρα, Αθήνα 1983, σελ. 9.
ΜΕ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ, ΟΠΛΑ ΚΑΙ ΣΠΑΘΙΑ
ΗΡΩΕΣ
Ήρωες άπαρτα βουνά
ήρωες με δώδεκα ζωές
κάστρα του Ολύμπου
και του Παρνασσού φαντάσματα
ήρωες μες τα χαλάσματα
Αέρας στις κορυφές
μαύρο φεγγάρι στις καρδιές
στα πιο μεγάλα μας τα κατορθώματα
μες στις πέτρες και τα χώματα
Αίματα κόκκινο νερό
αίματα ποτάμι βουερό
πυρ στην Αλαμάνα
καίει φωτιά στον Γοργοπόταμο
καίει φωτιά στον Γοργοπόταμο
Εμπρός αδέρφια εμπρός
είναι μαζί μας και ο λαός
έλα και πάρ' τη μόνος σου τη Λευτεριά
με τραγούδια, όπλα και σπαθιά!
Παρασκευή 16 Μαΐου 2008
ΙΒΑΝ ΓΚΟΛ!
IVAN GOLL (1891-1950)
[AUS ALLEN POREN STRÖMT MIR DIE LIEBE]
Aus allen Poren strömt mir die Liebe.
Meine Muskeln sind gespeist von deiner Liebe.
Ich habe nur rote Blutkörperchen vor lauter Liebe.
Mein Haar ist gelockt von der Liebe.
In allen Zungen singe ich, daß ich dich liebe.
Ich singe Liebe.
Wenn ich schweige, das ist Liebe.
Ich denke nur, daß ich dich liebe.
Tanzen muß ich immer aus Liebe.
Bin ich krank vor Liebe?
Oder gesund aus Liebe?
Ich lebe nicht, ich liebe.
Ich kann nicht sterben, weil ich dich liebe.
Μετά από πολύ καιρό μάς έστειλε ποίημα η φίλη μας κ. Ines Sastre, το οποίο και "κρεμάμε".
Ο ΚΟΣΜΟΣ Μ' ΑΠΑΡΝΗΣΤΗΚΕ
ΑΝΕΣΤΟΣ ΔΕΛΙΑΣ ή ΑΡΤΕΜΗΣ
Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΠΡΕΖΑΚΙΑ
Απ’ τον καιρό που άρχισα την πρέζα να φουμάρω
ο κόσμος μ' απαρνήστηκε δεν ξέρω τί να κάνω.
Όπου σταθώ κι όπου βρεθώ ο κόσμος με πειράζει
και η ψυχή μου δεν κρατά πρέζα να με φωνάζει.
Απ’ τη μυτιά που τράβαγα άρχισα και βελόνι
και το κορμί μου άρχισε σιγά-σιγά να λυώνει.
Τίποτα δε μ’ απόμεινε στο κόσμο για να κάνω
αφού η πρέζα μ’ έκανε στους δρόμους ν’ αποθάνω.
Στίχοι, μουσική, ερμηνεία: Ανέστης Δελιάς ή Αρτέμης.
ΣΤΗΝ ΤΡΕΛΑ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ ΜΟΥ ΦΥΣΗΣ
REINALDO ARENAS (1943-1990)
DOS PATRIAS TENGO YO : CUBA Y LA NOCHE
Dos patrias tengo yo: Cuba y la noche,
sumidas ambas en un solo abismo.
Cuba o la noche (porque son lo mismo)
me otorgan siempre el mismo reproche:
"En el extranjero, de espectros fantoche,
hasta tu propio espanto es un espejismo,
rueda extraviada de un extraño coche
que se precipita en un cataclismo
donde respirar es en sí un derroche,
el sol no se enciende y sería cinismo
que el tiempo vivieras para la hermosura".
Si ésa es la patria (la patria, la noche)
que nos han legado siglos de egoísmo,
yo otra patria espero, la de mi locura.
(Nueva York, 1986)
************************
ΔΥΟ ΠΑΤΡΙΔΕΣ ΕΧΩ ΕΓΩ: ΤΗΝ ΚΟΥΒΑ ΚΑΙ ΤΗ ΝΥΧΤΑ
Δυο πατρίδες έχω εγώ: την Κούβα και τη νύχτα,
υποταγμένες και οι δυο στην ίδια κόλαση.
Κούβα ίσον νύχτα –και πού μια όαση;–
απ’ της κατηγορίας τους δε σώζομαι τα δίχτυα:
«Μακριά από την πατρίδα, τρελός με οπτασίες,
ως και ο θυμός σου με πλάνη μοιάζει,
καθώς και με ρόδα που το δρόμο χαράζει
και στον κατακλυσμό τραβά δίχως υποψίες.
Η προσπάθεια ν’ αναπνεύσεις μάταιος κόπος,
ο ήλιος λάμπα παραμένει σβηστή
και κυνικός θα γίνεις το ωραίο αν θες να ζήσεις.»
Αν τέτοια είναι η πατρίδα –το σκότος όπως–
οι αιώνες ενός κόσμου φταίνε εγωιστή,
μα εγώ ελπίζω μοναχά στην τρέλα της δικής μου φύσης.
(Νέα Υοόρκη, 1986)
Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη.
ΩΣΤΟΣΟ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΣ
ΟΙ ΜΥΡΟΥΔΙΕΣ
Μεγάλες, τεράστιες πέτρες
που ανοίγουνε θεόρατες τρύπες
στα όνειρα των ποιητών
Ωστόσο·
χαραμάδες θυμίζουνε που μπάζουν
τις μυρουδιές κάτω απ’ τις πόρτες
των μαγεριών του κόσμου
Από το βιβλίο: Γιώργος Χουλιάρας, «Η άλλη γλώσσα», ύψιλον / βιβλία, Αθήνα 1981, σελ. 44.
Πέμπτη 15 Μαΐου 2008
"ΜΙΚΡΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ": ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΑΤΑΟΥΑΛΠΑ ΓΙΟΥΠΑΝΚΙ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ATAHUALPA YUPANQUI
PREGUNTITAS SOBRE DIOS
Un dia yo pregunté:
Abuelo, donde esta Dios ?
Mi abuelo se puso triste,
y nada me respondió.
Mi abuelo murió en los campos,
sin rezo ni confesión.
Y lo enterraron los indios
flauta de caña y tambor.
Al tiempo yo pregunte:
Padre, que sabes de Dios ?
Mi padre se puso serio
y nada me respondió.
Mi padre murió en la mina
sin doctor ni protección.
Color de sangre minera
tiene el oro del patrón !
Mi hermano vive en los montes
y no conoce una flor.
Sudor, malaria, serpientes,
es la vida del leñador.
Y que nadie le pregunte
si sabe donde esta Dios.
Por su casa no ha pasado
tan importante señor.
Yo canto por los caminos,
y cuando estoy en prisión
oigo las voces del pueblo
que canta mejor que yo.
Hay un asunto en la tierra
más importante que Dios,
y es que nadie escupa sangre
para que otro viva mejor.
Que Dios vela por los pobres ?
Tal vez si, y tal vez no .
Pero es seguro que almuerza
en la mesa del patrón.
ΚΟΡΜΠΙΕΡ!
TRISTAN CORBIÈRE (1845-1875)
A L’ÉTERNEL MADAME
Mannequin idéal, tête-de-turc du leurre,
Eternel Féminin ! ... repasse tes fichus ;
Et viens sur mes genoux, quand je marquerai l'heure,
Me montrer comme on fait chez vous, anges déchus.
Sois pire, et fais pour nous la joie à la malheure,
Piaffe d'un pied léger dans les sentiers ardus.
Damne-toi, pure idole ! et ris ! et chante ! et pleure,
Amante ! Et meurs d'amour !... à nos moments perdus.
Fille de marbre ! en rut ! sois folâtre !... et pensive.
Maîtresse, chair de moi ! fais-toi vierge et lascive...
Féroce, sainte, et bête, en me cherchant un coeur...
Sois femelle de l'homme, et sers de Muse, ô femme,
Quand le poète brame en Ame, en Lame, en Flamme !
Puis - quand il ronflera - viens baiser ton vainqueur.
Η ΑΠΟΛΥΣΗ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο IVAN DELLA MEA
O CARA MOGLIE
O cara moglie stasera ti prego
di' a mio figlio che vada a dormire
perché le cose che io ho da dire
non sono cose che deve sentir.
Proprio stamane là sul lavoro
con il sorriso del capo sezione
mi è arrivata la liquidazione,
mi han licenziato senza pietà.
E la ragione è perché ho scioperato
per la difesa dei nostri diritti,
per la difesa del mio sindacato,
del mio lavoro e della libertà.
Quando la lotta è di tutti e per tutti
il tuo padrone vedrai cederà,
se invece vince è perché i crumiri
gli dan la forza che lui non ha.
Questo si è visto davanti ai cancelli,
noi si chiamava i compagni alla lotta
ecco il padrone fa un cenno una mossa
e un dopo l'altro cominciano a entrar.
O cara moglie dovevi vederli
venire avanti curvati e piegati
noi a gridare: Crumiri venduti!,
e loro dritti senza guardar.
Quei poveretti facevano pena
ma dietro a loro là sul portone
rideva allegro il porco padrone,
li ho maledetti senza pietà.
O cara moglie io prima ho sbagliato,
di' a mio figlio che venga a sentire
che ha da capire che cosa vuol dire
lottare per la libertà,
Che ha da capire che cosa vuol dire
lottare per la libertà.
Τραγούδι του 1966.
ΑΝΤΙΟ
SALVATORE QUASIMODO
ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ
«Γλυκύτατη μητέρα, είναι η ώρα που κατεβαίνουν οι ομίχλες,
ο Ναβίλιο χτυπά ανάκατα στα φράγματα,
τα δέντρα φουσκώνουν απ' το νερό, καίγονται απ' το χιόνι·
δεν είμαι θλιμμένος στο Βορρά: δεν είμαι
και σε γαλήνη με τον εαυτό μου, μα δεν περιμένω
συγγνώμη από κανέναν, πολλοί μου έδωσαν δάκρυα
σαν άνθρωπος με άνθρωπο. Ξέρω ότι δεν είσαι καλά, ότι ζεις
σαν όλες τις μανάδες των ποιητών, φτωχή
και σωστή στο μέτρο της αγάπης
για τα ξενιτεμένα παιδιά σου. Σήμερα είμαι εγώ
που σου γράφω.» Επιτέλους, θα πεις, δυο λόγια
από 'κείνο το αγόρι που 'φυγε μια νύχτα με μια κοντή κάπα
και μερικούς στίχους στην τσέπη. Φτωχό, σχεδόν έτοιμο για κατορθώματα,
θα το σκοτώσουν καμιά μέρα σε κανένα μέρος.
«Αλήθεια, θυμάμαι, ήταν σ' εκείνο το γκρίζο σταθμό
των αργών τρένων που μετέφεραν αμύγδαλα και πορτοκάλια,
στις εκβολές του Ιμέρα, το ποτάμι ήταν γεμάτο καρακάξες,
άλατα, ευκαλύπτους. Μα τώρα σ' ευχαριστώ,
αυτό θέλω, για το σαρκασμό που έβαλες
στα χείλη μου, μειλίχιο σαν το δικό σου.
Εκείνο το χαμόγελο μ' έσωσε από πόνους και κλάματα.
Και δεν ενδιαφέρει αν τώρα έχω ένα δάκρυ για σένα,
και για όλους εκείνους που σαν κι εσένα περιμένουν,
και δεν ξέρουν τί πράγμα. Αχ, ευγενικέ θάνατε,
μην αγγίξεις το ρολόι της κουζίνας που χτυπά πάνω στον τοίχο,
όλα τα παιδικά μου χρόνια πέρασαν πάνω στο σμάλτο
της δικής του πλάκας, πάνω σ' εκείνα τα ζωγραφισμένα λουλούδια:
μην αγγίξεις τα χέρια, την καρδιά των ηλικιωμένων.
Μα μήπως απαντά κανείς; Ω συμπονετικέ θάνατε,
ντροπαλέ θάνατε. Αντίο, αγαπημένη, αντίο γλυκύτατή μου μάνα.»
Μετάφραση: Γητεύτρια.
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
ΠΑΝΟΣ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ
ΠΟΙΗΜΑ 1975
Στην πόλη αυτή δεν έχει φίλους
Βιομηχανίες λιβανίζονται αστικά τρέχουν
Πασοκτσήδες κλαίγονται στα σινεμά
Αν δεν σου φτάνουν τα γεγονότα πήγαινε
Πιάσε καρέκλα στα προξενεία
Θα βρέξει ειδήσεις στις εννιά
Βαστάει η Πορτογαλία
Ανθρωπιστές ξεσκίζονται στο κλάμα
Οι δημοκράτες συσπειρώνονται
Στον ταραγμένο ύπνο τους κάνουν παρέλαση
Κονσερβοκούτια
Σ’ αυτή τη φάση είμαι ένας ψηφοφόρος
Μισθοφορώ την επιστήμη διακονώ αρχίδια.
Από το βιβλίο: Πάνος Θεοδωρίδης, «Προσπέκτους», Εγνατία, Θεσσαλονίκη 1977, σελ. 15.
Τετάρτη 14 Μαΐου 2008
ΚΑΙ Ο ΚΕΒΕΔΟ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΧΑΡΙΣΜΕΝΟΣ ΣΤΗΝ "ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΙΣΣΑ"
FRANCISCO DE QUEVEDO
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΙ ΑΦ’ ΕΝΟΣ ΠΟΣΟ ΠΛΑΝΕΡΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΠΟΘΟΙ ΜΑΣ ΚΑΙ ΑΦ’ ΕΤΕΡΟΥ ΠΟΣΟ ΕΥΤΥΧΗΣ ΕΙΝΑΙ ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΕΚΠΛΗΡΩΝΕΙ
Αν άφηνα στους φόβους να με δώσει με όση
κακομυαλιά η καρδιά μου μ’ έδωσε σφαχτάρι
στους πόθους, τρόπαια θά ’χα καταγάγει χάρη
και μόνο στ’ ότι στους καημούς δεν θά ’χα ενδώσει.
Στην τύχη μέσα εγώ την ατυχία έχω βιώσει·
τους λόγους μου το παραλήρημα έχει πάρει·
τους έρωτές μου η Μοίρα εβάλθη να κοντράρει:
να τους δηώσει, έως να με αποκαρδιώσει.
Βαρύ νταμάχι μού ’φαε την γλυκιά πενία,
τη σχόλη, τη γαλήνη· ο πλούτος μια χιλιάδα
εφιάλτες μού ’χει κάθε νύχτα ακολουθία.
Χρυσάφι κι έγνοιες μού φρουρούνε τη γκαβάδα,
για ν’ αγνοώ πώς είναι η γενναιοδωρία
της Φύσεως, όταν –ναι! – επαινεί τη φρονιμάδα.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
ΠΕΣΣΟΑ!
FERNANDO PESSOA
QUANDO ESTOU SÓ RECONHEÇO
Quando estou só reconheço
Se por momentos me esqueço
Que existo entre outros que são
Como eu sós, salvo que estão
Alheados desde o começo.
E se sinto quanto estou
Verdadeiramente só,
Sinto-me livre mas triste.
Vou livre para onde vou,
Mas onde vou nada existe.
Creio contudo que a vida
Devidamente entendida
É toda assim, toda assim.
Por isso passo por mim
Como por cousa esquecida.
Μας το έστειλε η φίλη του μπλογκ κ. Belen Rodriguez.
Ο ΤΙΤΟ ΓΚΟΜΠΙ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΡΟΣΣΙΝΙ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο TITO GOBBI
GIOACCHINO ROSSINI: IL BARBIERE DI SIVIGLIA
LARGO AL FACTOTUM DELLA CITTÀ
La ran la lera, la ran la la.
La ran la lera, la ran la la.
Largo al factotum
della città,
largo!
La ran la, la ran la,
la ran la, la!
Presto a bottega
che l'alba è già, presto!
La ran la, la ran la,
la ran la, la.
Ah, che bel vivere,
che bel piacere,
per un barbiere di qualità,
di qualità!
Ah, bravo, Figaro,
bravo, bravissimo; bravo!
La ran la, la ran la,
la ran la, la.
fortunatissimo per verità!
La ran la, la ran la,
la ran la, la.
Pronto a far tutto,
la notte, il giorno
sempre d'intorno in giro sta.
Miglior cuccagna per un barbiere,
vita più nobile, no, non si dà.
La, la ran la,
la ran la, la ran la.
Rasori e pettini,
lancette e forbici,
al mio comando tutto qui sta.
V'è la risorsa poi del mestiere
colla donnetta, col cavaliere.
Ah, che bel vivere,
che bel piacere
che bel piacere
per un barbiere di qualità,
di qualità
Tutti mi chiedono,
tutti mi vogliono,
donne, ragazzi,
vecchi, fanciulle.
Qua la parrucca...
Presto la barba...
Qua la sanguigna,
presto il biglietto!
Figaro, Figaro, Figaro, Figaro!
Ahimè!, ahimè! Che furia!
Ahimè!
Che folla!
Uno alla volta, per carità!
Figaro! Son qua
Ehi Figaro! Son qua.
Figaro qua, Figaro là,
Figaro qua, Figaro là,
Figaro su, Figaro giù,
Figaro su, Figaro giù!
Pronto prontissimo
son come il fulmine,
sono il factotum della città,
della città!
Ah, bravo Figaro,
bravo, bravissimo!
A te fortuna, a te fortuna,
a te fortuna
non mancherà.
La, la ran la, la ran la, la ran.
A te fortuna, a te fortuna,
a te fortuna
non mancherà!
Sono il factotum de la città!
Σκηνή από την ταινία "Ο κουρέας της Σεβίλλης" του 1946.
ΤΗΝ ΤΥΛΙΞΕ ΜΙΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΗ
W.B. YEATS (1865-1939)
A CRAZED GIRL
That crazed girl improvising her music.
Her poetry, dancing upon the shore,
Her soul in division from itself
Climbing, falling She knew not where,
Hiding amid the cargo of a steamship,
Her knee-cap broken, that girl I declare
A beautiful lofty thing, or a thing
Heroically lost, heroically found.
No matter what disaster occurred
She stood in desperate music wound,
Wound, wound, and she made in her triumph
Where the bales and the baskets lay
No common intelligible sound
But sang, 'O sea-starved, hungry sea.'
****************************
ΤΡΕΛΟ ΚΟΡΙΤΣΙ
Εκείνο το τρελό κορίτσι που αυτοσχεδιάζει τη μουσική του,
την ποίησή του, χορεύοντας στην ακροθαλασσιά
με την ψυχή του τώρα διχασμένη
και σκαρφαλώνει, πέφτει, δίχως να ξέρει πού
και κρύβεται σ’ ενός ατμόπλοιου τ’ αμπάρι
με γόνατο σπασμένο, η κόρη αυτή, δηλώνω εγώ,
είναι κάτι ωραίο και υψηλό, κάτι
ηρωικά χαμένο που ηρωικά έχει βρεθεί.
Δεν έχει σημασία ποια συμφορά τη βρήκε·
την τύλιξε μια μουσική απελπισμένη
και τυλιγμένη, τυλιγμένη, μες στο θρίαμβό της
εκεί που στοίβαζαν δεμάτια και καλάθια
έβγαλε μια φωνή παράξενη, τραγουδιστή:
«Ω θάλασσα που θάλασσα ποθείς, θάλασσα πεινασμένη».
Μετάφραση: Σπύρος Ηλιόπουλος.
Από το βιβλίο: W.B. YEATS, «Ποιήματα», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1999, σελ. 38.
ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΡΙΔΙΟ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΑΘΑΝΑΣΙΑ
ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ (1926)
ΤΗΝ ΕΥΝΟΙΑ ΣΟΥ ΜΟΥ ΧΑΡΙΣΕΣ
Την εύνοιά σου μου χάρισες ουρανία
Μ’ αγάπησαν.
Μ’ αγάπησαν περισσότερο
παρά που εκτίμησαν τα έργα
και τη θνητή μουσική μου,
δίκαια με κατάταξαν, ας είναι ευλογημένοι.
Με ζέσταναν με της καρδιάς τα χέρια
δεν μού ’στειλαν τα προσκυνήματά τους
μαζί με φθόνο
για το μερίδιό μου στην αθανασία.
Μ’ αγκάλιασαν με τη ματιά τους,
αείμνηστοι μού ’στειλαν αρώματα διαρκή,
αυτό ζητούσα –
Κι η φωνή μου είναι δικό τους δώρο.
Από την ποιητική συλλογή «Ουρανία», Κέδρος, Αθήνα 1978.
Από το βιβλίο: Βικτωρία Θεοδώρου, «Ποιήματα», Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2008, σελ. 176-177.
Τρίτη 13 Μαΐου 2008
Ο ΓΙΟΥΡΗ ΜΟΡΦΕΣΗ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΤΑ "ΜΑΥΡΑ ΜΑΤΙΑ": ΡΩΣΣΙΚΟ ΤΑΝΓΚΟ ΤΟΥ 1930.
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΡΟΣΙΤΑ ΦΟΡΝΕΣ
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ROSITA FORNES
LA ZARZAMORA
En en café de Levante entre palmas y alegrías,
cantaba la zarzamora;
se lo pusieron de mote porque dicen que tenia
los ojos como la mora.
Le hablo primero a un tratante, y olé,
y luego fue de un Marques
que la lleno de brillantes, y olé,
de la cabeza a los pies.
Decía la gente que si era de hielo,
que si de los hombres se estaba burlando,
hasta que una noche, con rabia de celos,
a la zarzamora pillaron llorando.
¿Que tiene la zarzamora
que a todas horas
llora que llora por los rincones,
ella que siempre reía
y presumía de que partía los corazones?
De un querer hizo la prueba
y un cariño conoció
que la trae y que la lleva
por la calle del dolor.
Los flamencos del colmado
la vigilan a deshora
porque se han empestillado
en saber del querer desgraciado
que embrujo a la zarzamora.
Cuando Sonaban las doce una copla de agonía
lloraba la zarzamora,
mas nadie daba razones ni el intríngulis sabia
de aquella pena traidora.
Pero una noche al levante, y olé,
fue a buscarla una mujer;
cuando la tuvo delante, y olé,
se dijeron no se que.
De aquello que hablaron ninguno ha sabido
mas la zarzamora lo dijo llorando
en una coplilla que pronto ha corrido
y que ya la gente la va publicando.
¿Que tiene la zarzamora
que a todas horas
llora que llora por los rincones,
ella que siempre reía
y presumía de que partía los corazones?
Lleva anillo de casado,
me vinieron a decir,
pero ya lo había besado
y era tarde para mi.
Que publiquen mi pecado
y el pesar que me devora
y que todos me den de lado
al saber del querer desgraciado
que embrujo a la zarzamora.
Σκηνή από την ταινία "Mujeres de teatro" (1951).
ΑΚΙΝΗΣΙΑ
FRANCISCO DE QUEVEDO
ΑΜΕΡΙΜΝΗΣΙΑ ΚΑΙ ΤΥΡΒΗ ΤΟΥ ΒΙΟΥ, ΠΡΟΤΟΥ ΕΡΘΕΙ ΑΠΡΟΣΚΛΗΤΟΣ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
Ταξίδι σύντομο οπού βγαίνεις η ζωή μας,
και ζωντανός ο θάνατος μαζί μας από πλάι –
εκεί όπου εκατοικούσε χτες, ε κ ε ί θα πάει
ο βίος μας να θαφτεί: στο εύθραυστο κορμί μας.
Το τίποτα, που ον υπήρξεν, η θανή μας
εκ νέου στο τίποτα το φέρνει και στα χάη
το σφεντονάει της λήθης. Μα –ώ!– τί μας κινάει
κινούμενη άμμο νά ’χουμε για βιωτή μας;...
Η ζωή από σκέψη απατηλήν οδηγημένη
κι από τυφλές κι ευφάνταστες ελπίδες, μνήμα
θ’ ανοίξει, για να μπει, στον τόπο όπου ήδη μένει.
Και ωσάν αυτόν που, ενώ κοιμάται, με το κύμα
μετριέται, ιδού η ζωή μας πώς, μικρή και ξένη,
στο τέρμα φτάνει, δίχως καν να κάνει βήμα.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
ΜΟΝΤΑΛΕ!
EUGENIO MONTALE
LA VITA IN PROSA
Il fatto è che la vita non si spiega
né con la biologia
né con la teologia.
La vita è molto lunga
anche quando è corta
come quella della farfalla -
la vita è sempre prodiga
anche quando la terra non produce nulla.
Furibonda è la lotta che si fa
per renderla inutile e impossibile.
Non resta che il pescaggio nell'inconscio
l'ultima farsa del nostro moribondo teatro.
Manderei ai lavori forzati o alla forca
chi la professa o la subisce. È chiaro che l'ignaro
è più che sufficiente per abbuiare il buio.
Το ποίημα μάς το συστήνει η φίλη του ιστολογίου κ. Alessandra Ambrosio.
ΚΟΡΗ ΚΟΡΥΦΑΙΟΥ ΘΥΜΟΥ
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
ΩΔΗ ΣΤΗ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ
Βγήκες από τα σωθικά της βροντής
Ανατριχιάζοντας μες στα μετανιωμένα σύννεφα
Πέτρα πικρή, δοκιμασμένη, αγέρωχη
Ζήτησες πρωτομάρτυρα τον ήλιο
Για ν’ αντικρ;iσετε μαζί τη ριψοκίνδυνη αίγλη
Ν’ ανοιχτείτε με μια σταυροφόρο ηχώ στο πέλαγος
Θαλασσοξυπνημένη, αγέρωχη
Όρθωσες ένα στήθος βράχου
Κατάστιχτου απ’ την έμπνευση της όστριας
Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η οδύνη
Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η ελπίδα
Με φωτιά με λάβα με καπνούς
Με λόγια που προσηλυτίζουν το άπειρο
Γέννησες τη φωνή της μέρας
Έστησες ψηλά
Στην πράσινη και ρόδινη αιθεροβασία
Τις καμπάνες που χτυπάει ο ψηλορείτης νους
Δοξολογώντας τα πουλιά στο φως του μεσαυγούστου
Πλάι από ρόχθους, πλάι από καημούς αφρών
Μέσ’ από τις ευχαριστίες του ύπνου
Όταν η νύχτα γύριζε τις ερημιές των άστρων
Ψάχνοντας για το μαρτυρίκι της αυγής,
Ένιωσες τη χαρά της γέννησης
Πήδησες μες στον κόσμο πρώτη
Πορφυρογέννητη, αναδυομένη
Έστειλες ώς τους μακρινούς ορίζοντες
Την ευχή που μεγάλωσε στις αγρυπνίες του πόντου
Για να χαϊδέψει τα μαλλιά της πέμπτης πρωινής.
Ρήγισσα των παλμών και των φτερών του Αιγαίου
Βρήκες με λόγια που προσηλυτίζουν το άπειρο
Με φωτιά με λάβα με καπνούς
Τις μεγάλες γραμμές του πεπρωμένου σου
Τώρα μπροστά σου ανοίγεται η δικαιοσύνη
Τα μελανά βουνά πλέουν στη λάμψη
Πόθοι ετοιμάζουν τον κρατήρα τους
Στην παιδεμένη χώρα της καρδιάς
Κι από τον μόχθο της ελπίδας νέα γη ετοιμάζεται
Για να βαδίσει εκεί με αετούς και λάβαρα
Ένα πρωί γεμάτο ιριδισμούς
Η φυλή που ζωντανεύει τα όνειρα
Η φυλή που τραγουδάει στην αγκαλιά του ήλιου.
Ώ κόρη κορυφαίου θυμού
Γυμνή αναδυομένη
Άνοιξε τις λαμπρές πύλες του ανθρώπου
Να ευωδιάσει ο τόπος από την υγεία
Σε χιλιάδες χρώματα ν’ αναβλαστήσει το αίσθημα
Φτεροκοπώντας ανοιχτά
Και να φυσήξει από παντού η ελευθερία
Άστραψε μες στο κήρυγμα του ανέμου
Την καινούρια και παντοτινή ομορφιά
Όταν ο ήλιος των τριών ωρών υψώνεται
Πάνγλαυκος παίζοντας το αρμόνιο της Δημιουργίας.
Από την ποιητική συλλογή «Προσανατολισμοί» (1940).
Από το βιβλίο: Οδυσσέας Ελύτης, «Ποίηση», Ίκαρος, Αθήνα, 2002, σελ. 56-57.
Δευτέρα 12 Μαΐου 2008
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΙΜΠΕΡΙΟ ΑΡΧΕΝΤΙΝΑ
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η IMPERIO AGENTINA
ÉCHALE GUINDAS AL PAVO
Huyendo de los civiles,
Un gitano del Perchel,
Sin cálculo ni combina,
¡Que donde vino a caer!
En un corral de gallinas,
¿Y qué es lo que allí encontró?,
Pues una pavita fina
Que a un pavo le hacía el amor.
Saltó la tapia el gitano,
Con muchísimo talento
Y cuando se vino a dar cuenta,
Con un saco estaba dentro.
A los dos los cogió,
Con los dos se najó,
Y el gitano a su gitana
De esta manera le habló:
Échale guindas al pavo,
Échale guindas al pavo,
Que yo le echaré a la pava,
Azúcar, canela y clavo,
Que yo le echaré a la pava,
Azúcar, canela y clavo.
Estaba ya el pavo asao,
La pava en el asador
Y llamaron a la puerta,
Verá usted lo que pasó
Entró un civil con bigote,
¡Ozú, que miedo, chavo!
Se echó el fusil a la cara
Y de esta manera habló:
A ver donde está ese pavo,
a ver donde está esa pava
porque tiene mucha guasa
Que yo no pruebe ni un ala.
Con los dos se sentó,
Con los dos trajeló
Y el gitano a la gitana
De esta manera le habló:
Échale guindas al pavo,
Échale guindas al pavo,
Que yo le echaré a la pava,
Azúcar, canela y clavo,
Que yo le echaré a la pava,
Azúcar, canela y clavo.
ΤΙ ΘΑ ΕΙΠΕΙΣ;
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΛΑΣ
ΜΕΤΑΞΥ ΠΟΡΟΥ ΚΑΙ VILLA SEURAT
Ερέβη ζοφώνουν τα δέντρα τα όρη τους κλώνους τους λωτούς
την αρχή και το τέλος των πάντων
διατηρείται ένα φως, το γοητεύει η θύμηση
μα η κατεύθυνση των ακτίνων μού μένει άγνωστη
πού είναι τα πόδια σου και πού το κεφάλι σου
η πηγή της λαμπηδόνας, η θέση του γερμού
το πρώτο κείμενο της ιεράς βίβλου;
Ποιός θα εκφωνήσει τον καλύτερο λόγο αυτού του αιώνα
αύριο όταν ξυπνήσουμε τι θα ειπείς;