Σάββατο 31 Μαρτίου 2012

ΕΑΡΙΝΟ


ANTONIO MACHADO


ΕΑΡΙΝΟ


Νεφέλες, ήλιος, σπίτια και λιβάδι ανακατεύουν
στο λόφο επάνω την ουσία τους. Και καταφτάνει
καλή η άνοιξη, σ’ αυτόν τον κρύο κάμπο εδώ να βάνει
τη χάρη που μες στα ποτάμια οι κλαίουσες γυρεύουν.

Του κάμπου οι δρόμοι στα νερά του ρέματος τελεύουν·
κι εκεί, τη δροσερή αγκαλιά ο έρωτας λημέρι κάνει.
Για σένα τα χωράφια βάλαν πλουμιστό φουστάνι,
αθέατη συντρόφισσα, που σε κρυφοζηλεύουν.

Της ομιλίας το άρωμα στον άνεμο έχεις φέρει;
Κι αυτή την πρώτην άσπρη μαργαρίτα μού δωρίζεις;
Εδώ είσαι; Πλάι μου; Κι αχ, πώς αισθάνομαι στο χέρι

διπλό παλμό να σφύζει! Την καρδιά μου εσύ ορίζεις,
και στα μελίγγια με κουφαίνει η σκέψη πως παρτέρι
εγίνης, και ανασταίνεις εκ νεκρών, καθώς ανθίζεις.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΑΔΡΙΑΝΑ ΒΑΡΕΛΑ



Ανάρτησή μου στο γιουτιούμπ

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ADRIANA VARELA


FRUTA AMARGA


¡Corazón!
En aquella noche larga
maduró la fruta amarga
de esta enorme soledad.
¡Corazón!
¿En las nubes de qué cielo
la tristeza de tu vuelo
sin consuelo vagará?

Bien lo se...
¡Aquel frío alucinante
de un instante, me cegó!
Fue en un viento de locura,
sin ternura, sin perdón.
Fue en el grito enronquecido
de un amor enloquecido
de dolor.

Eras la luz de sol
y la canción feliz
y la llovizna gris
en mi ventana.
Eras remanso fiel
y duende soñador
y jazminero en flor
y eras mañana.
Suave murmullo...
Viento de loma...
Cálido arrullo de la paloma.
Ya no serás jamás aroma de rosal,
frescor de manantial en mi destino.
Sólo serás la voz que me haga recordar
que en un instante atroz te hice llorar.

¡Ya no estás!
Y el recuerdo es un espejo
que refleja desde lejos
tu tristeza y mi maldad.
¡Ya no estas!
Y tu ausencia que se alarga
tiene gusto a fruta amarga,
a castigo y soledad.
¡Corazón!
Una nube puso un velo
sobre el cielo de los dos.
Y una nube solamente
de repente me perdió.
¡Una nube sin sentido,
sin clemencia, sin olvido,
sin perdón!



Στίχοι: Homero Manzi.
Μουσική: Hugo Gutiérrez.
Τάνγκο του 1944.

ΜΟΝΟ ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΠΕΡΑΣΕ


ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΕΤΡΑΤΟΣ


Από «ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΜΕΣΙΣΤΙΑ»


Είπε ναι
Κολλήσανε στο δέρμα μου
χίλιες φολίδες σιωπή

Ένα ανοιχτό διάστημα
έφτυσε απάνω μου οργισμένο
χίλια άστρα

Δεν έχω να ζητήσω τίποτα για σας

Η ζωή μου μόνο
έκατσε να ξεκουραστεί
στο ίδιο παγκάκι στο σταθμό
μαζί σας

Ύστερα
μόνο το τρένο πέρασε

EL GATO MONTÉS



Ανάρτησή μου στο γιουτιούμπ

ΠΑΙΖΕΙ Η ORQUESTA MANUELO MONTEZ: EL GATO MONTÉS


Μουσική: Manuel Penella

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΩΝ ΕΒΔΟΜΗΚΟΝΤΑ


ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ (1901-1998)


Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΩΝ ΕΒΔΟΜΗΚΟΝΤΑ


Τούτ’ οι περίσκεπτοι, κρυφά τόσο υπερήφανοι Ιουδαίοι
του βασιλέως καλεσμένοι, υποχωρητικοί,
πώς δέχτηκαν τα ιερά βιβλία τους,
το διαλεχτό, ξεχωριστό τους λόγοι,
την πνευματική οικοδομή του παιδειμένου έθνους των
να παραδώσουν σε ειδωλολάτρες;
Αντιπρόσωποι αυτοί του περιούσιου λαού,
του μόνου αληθινού Θεού οι αγαπητοί,
πώς δέχτηκαν να πλάσουν σ’ άλλη γλώσσα
τη λαλιά τους;
      Αλεξάνδρεια των Πτολεμαίων
κι’ η γλώσσα η Ελληνική, μοναδική,
στην έξοχη ακμή της, εκείνη
που στην έντασή της, παίρνει μιά λάμψη
τραγική σχεδόν, καθώς πάει ν’ αποδείξει, ίσως
τι σημαίνει η απεριόριστη ελευθερία.

Η γλώσσα η Ελληνική,
στην αυστηρή ομορφιά της και στην ορθή οξύτητά της,
η θαυμάσια γλώσσα, αυτή
είχε γοητέψει τους ιερούς Εβραίους
και δέχτηκαν, περίπου τρεις αιώνες π.Χ.
να φανερώσουν εκείνη την αναμονή,
όπου, μοιραία πιά, δεν θα επαληθεύονταν δική τους.



Από το βιβλίο: «Τα ποιήματα της Ζωής Καρέλλη», τόμος δεύτερος (1955-1973), Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2000, σελ. 171.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΣΕΡΤΖΙΟ ΜΠΡΟΥΝΙ



Ανάρτησή μου στο γιουτιούμπ

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο SERGIO BRUNI


GUAPPARIA


Scetáteve, guagliune 'e malavita...
ca è 'ntussecosa assaje 'sta serenata:
Io sóngo 'o 'nnammurato 'e Margarita
Ch'è 'a femmena cchiù bella d''a 'Nfrascata!
Ll'aggio purtato 'o capo cuncertino,
p''o sfizio 'e mme fá sèntere 'e cantá...
Mm'aggio bevuto nu bicchiere 'e vino
pecché, stanotte, 'a voglio 'ntussecá...
Scetáteve guagliune 'e malavita!...

E' accumparuta 'a luna a ll'intrasatto,
pe' lle dá 'o sfizio 'e mme vedé distrutto...
Pe' chello che 'sta fémmena mm'ha fatto,
vurría ch''a luna se vestesse 'e lutto!...
Quanno se ne venette â parta mia,
ero 'o cchiù guappo 'e vascio â Sanitá...
Mo, ch'aggio perzo tutt''a guapparía,
cacciatemmenne 'a dint''a suggitá!...
Scetáteve guagliune 'e malavita!...

Sunate, giuvinò', vuttàte 'e mmane,
nun v'abbelite, ca stó' buono 'e voce!
I' mme fido 'e cantá fino a dimane...
e metto 'ncroce a chi...mm'ha miso 'ncroce...
Pecché nun va cchiù a tiempo 'o mandulino?
Pecché 'a chitarra nun se fa sentí?
Ma comme? chiagne tutt''o cuncertino,
addó' ch'avess''a chiagnere sul'i'...
Chiágnono sti guagliune 'e malavita!...



Στίχοι: Libero Bovio.
Μουσική: Rodolfo Falvo.

ΑΠΟΛΛΙΝΑΙΡ!


GUILLAUME APOLLINAIRE


ALLONS PLUS VITE


Et le soir vient et les lys meurent
Regarde ma douleur beau ciel qui me l’envoies
Une nuit de mélancolie

Enfant souris ô sœur écoute
Pauvres marchez sur la grand-route
Ô menteuse forêt qui surgis à ma voix
Les flammes qui brûlent les âmes

Sur le boulevard de Grenelle
Les ouvriers et les patrons
Arbres de mai cette dentelle
Ne fais donc pas le fanfaron
Allons plus vite nom de Dieu
Allons plus vite

Tous les poteaux télégraphiques
Viennent là-bas le long du quai
Sur son sein notre République
A mis ce bouquet de muguet
Qui poussait dru le long du quai
Allons plus vite nom de Dieu
Allons plus vite

La bouche en cœur Pauline honteuse
Les ouvriers et les patrons
Oui-dà oui-dà belle endormeuse
Ton frère
Allons plus vite nom de Dieu
Allons plus vite

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΡΟΣΑΝΑ ΦΟΝΤΑΝ



ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ROXANA FONTÁN: SIN PALABRAS

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

ΛΙΜΝΕΣ


FEDERICO GARCÍA LORCA


ΛΙΜΝΕΣ


Κυπαρίσι
(Νερό που βάλτωσε.)

Λεύκα
(Νερό σαν κρύσταλλο.)

Λυγαριά
(Νερό άπατο, βαθύ.)

Καρδιά
(Νερό, των ματιών νερό.)



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΡΟΖΑ ΜΠΑΛΙΣΤΡΕΡΙ



Ανάρτησή μου στο γιουτιούμπ

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ROSA BALISTRERI


GUARDA CHI VITA FA LU ZAPPATURI


Guarda chı vita chı fa lu zappatùri
ca notte e jornu suda e 'un havi locu...
parti di notti e poi torna vıntùri,
di 'n mernu all'acqua e di 'stati a lu focu...

Di tanti regni nun ci resta 'na spica
lu so travagghiu 'ngrassa li patruna
po' vidi ca lu ventu s'affatica
li so picciotti chiàncinu dijùna...

E pensa cu la menti scujtata
l'hamu a canciari 'sta sorti mischina,
e pensa cu la menti scujtata
l'hamu a canciari 'sta sorti mischina...



Στίχοι: Giuseppe "Peppi" Ganduscio.


****************************


Versione italiana


GUARDA CHE VITA FA LO ZAPPATORE

Guarda che vita fa lo zappatore,
che notte e giorno suda e non ha pace,
parte di notte e torna all'imbrunire
d'inverno all'acqua e d'estate al fuoco...

Di tanti covoni non gli rimane una spiga,
il suo lavoro ingrassa i padroni,
poi vede che invano s'affatica,
i suoi bambini piangono digiuni...

E pensa con mente inquieta
dobbiamo cambiare questo misero destino,
e pensa con mente inquieta
dobbiamo cambiare questo misero destino...

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΓΙΑ ΟΛΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ


OCTAVIO PAZ


Η ΒΡΥΣΗ


Το μεσημέρι σηκώνει εν πτήσει τον κόσμο.
Οι πέτρες, εκεί που σαρώνει ο άνεμος ό,τι γράφει ο χρόνος στα τυφλά,
οι πύργοι που σκύβουν το κεφάλι τους σαν πέφτει σούρουπο,
το πλοίο που αιώνες πριν εξώκειλε στα βράχια, η χρυσή εκκλησία που
  τρεκλίζει με το βάρος κάποιου ξύλινου σταυρού,
οι πλατείες που κάνουν τον στρατό που θ’ αυλισθεί εκεί να νιώθει έκθετος,
  εντελώς ανυπεράσπιστος,
το φρούριο που κλίνει το γόνυ πριν να εισβάλει το φως απ’ των λοφίσκων
  τους πρόποδες,
τα πάρκα με ψίθυρους συλλαβιστούς από φτελιές και λεύκες εν χορώ,
οι κίονες και οι αψίδες στο μέτρο ακριβώς της δόξας,
το μουράγιο που κοιμώμενο ανοίγεται στον ήλιο, στον ίδιο του τον εαυτό
  πεσμένο πάνω, στην ίδια του επάνω σωριασμένο την έπαρση,
η γωνιά που πάνε και μαζεύονται όλοι οι μισάνθρωποι των προαστίων:
  το πεύκο και η ιτιά,
οι αγορές κάτω από τα πυκνά πυρά των ουρλιαχτών,
ο τοίχος στη μέση του δρόμου, που κανείς δεν ξέρει ποιός μα ούτε και
  για ποιό λόγο τον έχτισε, τοίχος από πέτρες όλες τους ζώσες,
ό,τι έχει δεθεί με το χώμα από αγάπη για την ερωτευμένη ύλη σπάει τα
  δεσμά,
και ανεβαίνει διαβαίνοντας από τα χέρια ανάμεσα αυτής εδώ της ώρας.

Ο κόσμος εγείρεται ο παλιός των λίθων, ίπταται, πετάει.
Λαοί φαλαινών και δελφινιών περνούν από τα ουράνια εξαπολύοντας
  ο μεν στον δε μεγάλους κλάδους δόξας·
τα λίθινα κορμιά, από την αργή συρμένα λαίλαπα της κάψας, σταλάζουν
  φως και με χαρά λαμπρύνονται ανάμεσα στα σύννεφα.
Τις αλυσίδες της πετάει στον ποταμό η πόλη αδειάζοντας ολόκληρη
απ’ το φορτίο του αίματος, απ’ το φορτίο του χρόνου, και μένει έπειτα
  νά ’ναι
Κάρβουνο ολοζώντανο και ήλιος εν ταυτώ στο μάτι ενός κυκλώνα.
Και τώρα τη λικνίζει το παρόν.

Τα πάντα είναι παρουσία, οι αιώνες όλοι είναι τούτο το Παρόν.
Ευδαίμων ο οφθαλμός που πια δεν βλέπει, μιας και τα πάντα εδώ είναι
  παρουσία, και ενώ η ίδια του η όραση βγήκε έξω από το μάτι που
  κοιτάζει!
Βυθίζεται το χέρι, αδράχνει τη λαμπρότητα, το ηλιόψαρο, τη φλόγα
  συλλαμβάνει μέσα απ’ όλες του γαλάζιου τις πτυχές, το φως που
  λικνίζεται μες στη φωτιά της μέρας!
Το δε κύμα μέγα επανακάμπτει και με ρίχνει κάτω, σκορπίζει στον αέρα
  τραπέζι και χαρτιά και με κρατάει να αιωρούμαι από τη χαίτη του,
μουσική που κόπηκε στη διαπασών της, φως που δεν σαλεύει καν το
  βλέφαρο, που ούτε υποχωρεί μα και ούτε προχωράει.
Τα πάντα είναι παρόν, κάτοπτρα χωρίς επιστροφή: ούτε σκιά υπάρχει,
  ούτε πλευρά θαμπή, και οφθαλμός το παν,
παρουσία το παν, και είμαι πανταχού παρών για να βλέπω καλύτερα,
  για να κλαίω καλύτερα, και σβήνομαι
και πέφτω εντός μου και βγαίνω από μέσα μου και ανεβαίνω στη
  φωτοβολίδα και κατεβαίνω στη λάμψη της ακμής του τσεκουριού,
γιατί η μεγάλη σφαίρα, η μεγάλη και πυρακτωμένη μπάλλα του χρόνου,
ο καρπός εκείνος που συνάζει όλους τους χυμούς της ιστορίας, η
  παρουσία, το παρόν, ναι, ανατινάζεται
σαν τον καθρέφτη που ’σπασε το μεσημέρι, σαν μεσημέρι που ’σπασε
  πέφτοντας στη θάλασσα και στ’ αλάτι της.

Πιάνω την πέτρα και δεν απαντά, αδράχνω τη φλόγα και ουδόλως με
  καίει – τί να κρύβει άραγε η παρουσία ετούτη;
Τίποτα δεν υπάρχει από πίσω, οι ρίζες έχουν ξεραθεί, τα θεμέλια
  είναι σαθρά,
Ένα χαστούκι αρκεί, και όλο αυτό το μεγαλείο κατεδαφίζεται.
Και ποιός θα ρθεί ν’ αναλάβει το μεγαλείο, όταν κανείς δεν αναλαμβάνει
  την αμηχανία;
Εισδύω στην κενότητά μου: δεν απαντώ, δεν κοιτώ το πρόσωπό μου,
Και χάνω και την όψη μου, αφού απώλεσα ήδη και ψυχή και σώμα.
Η ζωή μου περνά μπρος απ’ τα μάτια μου, κι ούτε καν μιά πράξη μου
  δεν αναγνωρίζει για δική μου:
και η έκσταση νά ’χεις κάνει τον θάνατο ν’ αναπηδήσει με μόλις ένα
  άγγιγμα μικρό φτερών εικόνας;...
και ή μακρά νύχτα που διάβηκε λαξεύοντας της αστραπής το αιφνίδιο
  σώμα;...
και η νύχτα της αγάπης – γέφυρα αιωρούμενη υπεράνω της ενθάδε
  ζωής και της επέκεινα;

Δεν πονάει το αρχαίο τραύμα, ούτε καίει το παλιό το έγκαυμα, είναι
  μιά πληγή σχεδόν σβησμένη
ο τόπος του αποχωρισμού, ο τόπος του ξεριζωμού, το στόμα απ’ όπου
  ζωή και θάνατος μιλούν στον ύπνο τους είναι πληγή αθέατη.
Δεν θά ’δινα τη ζωή για τη ζωή μου: άλλη είναι εμένα η αληθινή μου
  ιστορία.

Η πόλη ακολουθεί επί ποδός.
Φρικιά πανέμορφη στο φως.,
ο ήλιος αναπαύεται πάνω στην ειρηνική δεξιά της.
Οι πίδακες των πηγών πηδούν ψηλότερα και είναι τώρα πια πιο άσπροι.
Τα πάντα εγείρονται προκειμένου να πέσουν καλύτερα.
Και ο πεσμένος κάτω από τον πέλεκυ της έκστασής του, ναι, σηκώνεται,
  κι αυτός.
Απ’ το σχισμένο μέτωπό του ένα τελευταίο πουλί τινάζεται.
Είν’ ο σωσίας του,
ο νέος που κάθε εκατό χρόνια γυρνάει για ν’ αρθρώσει κάτι λέξεις,
  πάντοτε τις ίδιες,
ο διάφανος κίονας που τη μια στιγμή σκουραίνει και την άλλη αστράφτει,
και προβαίνει γοργά με το χέρι της μοίρας που πάντοτε γράφει.
Στο κέντρο της πλατείας η σπασμένη κεφαλή του ποιητή είναι βρύση.
Και η βρύση αυτή εκεί τραγουδάει για όλο τον κόσμο.


        Αβινιόν 1950



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


******************************


FUENTE


El mediodía alza en vilo al mundo.
Y las piedras donde el viento borra lo que a ciegas escribe
  el tiempo,
las torres que al caer la tarde inclinan la frente,
la nave que hace siglos encalló en la roca, la iglesia de oro que
  tiembla al peso de una cruz de palo,
las plazas donde si un ejército acampa se siente desamparado y
  sin defensa,
el Fuerte que hinca la rodilla ante la luz que irrumpe por la loma,
los parques y el corro cuchicheante de los olmos y los álamos,
las columnas y los arcos a la medida exacta de la gloria,
la muralla que abierta al sol dormita, echada sobre sí misma, sobre
  su propia hosquedad desplomada,
el rincón visitado sólo por los misántropos que rondan las afueras:
  el pino y el sauce,
los mercados bajo el fuego graneado de los gritos,
el muro a media calle, que nadie sabe quién edificó ni con qué
  fin, el desollado, el muro en piedra viva,
todo lo atado al suelo por amor de materia enamorada, rompe
  amarras
y asciende radiante entre las manos intangibles de esta hora.

El viejo mundo de las piedras se levanta y vuela.
Es un pueblo de ballenas y delfines que retozan en pleno cielo,
  arrojándose grandes chorros de gloria;
y los cuerpos de piedras, arrastrados por el lento huracán de calor,
escurren luz y entre las nubes relucen, gozosos.
La ciudad lanza sus cadenas al río y vacía de sí misma,
de su carga de sangre, de su carga de tiempo, reposa
hecha un ascua, hecha un sol en el centro del torbellino.
El presente la mece.

Todo es presencia, todos los siglos son este Presente.
¡Ojo feliz que ya no mira porque todo es presencia y su propia
  visión fuera de sí lo mira!
¡Hunde la mano, coge el fulgor, el pez solar, la llama entre lo azul,
el canto que se mece en el fuego del día!
Y la gran ola vuelve y me derriba, echa a volar la mesa y los papeles
  y en lo alto de su cresta me suspende,
música detenida en su más, luz que no pestañea, ni cede, ni avanza.
Todo es presente, espejo sin revés: no hay sombra, no hay lado opaco,
  todo es ojo,
todo es presencia, estoy presente en todas partes y para ver mejor,
  para mejor arder, me apago
y caigo en mí y salgo de mí y subo hasta el cohete y bajo hasta el
  hachazo
porque la gran esfera, la gran bola de tiempo incandescente,
el fruto que acumula todos los jugos de la historia, la presencia,
  el presente, estalla
como un espejo roto al mediodía, como un mediodía roto contra
  el mar y la sal.

Toco la piedra y no contesta, cojo la llama y no me quema, ¿qué
  esconde esta presencia?
No hay nada atrás, las raíces están quemadas, podridos los cimientos,
basta un manotazo para echar abajo esta grandeza.
¿Y quién asume la grandeza si nadie asume el desamparo?
Penetro en mi oquedad: yo no respondo, no me doy la cara,
perdí el rostro después de haber perdido cuerpo y alma.
Y mi vida desfila ante mis ojos sin que uno solo de mis actos
  lo reconozca mío:
¿y el delirio de hacer saltar la muerte con el apenas golpe de alas
  de una imagen
y la larga noche pasada en esculpir el instantáneo cuerpo del
  relámpago
y la noche de amor puente colgante entre esta vida y la otra?

No duele la antigua herida, no arde la vieja quemadura, es una
cicatriz casi borrada
el sitio de la separación, el lugar del desarraigo, la boca por
  donde hablan en sueños la muerte y la vida
es una cicatriz invisible.
Yo no daría la vida por mi vida: es otra mi verdadera historia.

La ciudad sigue en pie.
Tiembla en la luz, hermosa.
Se posa el sol en su diestra pacífica.
Son más altos, más blancos, los chorros de las fuentes.
Todo se pone en pie para caer mejor.
Y el caído bajo el hacha de su propio delirio se levanta.
Malherido, de su frente hendida brota un último pájaro.
Es el doble de sí mismo,
el joven que cada cien años vuelve a decir unas palabras, siempre
  las mismas,
la columna transparente que un instante se obscurece y otro
  según avanza la veloz escritura del destino.
En el centro de la plaza la rota cabeza del poeta es una fuente.


        Aviñón 1950

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΜΑΡΙΑ ΤΕΡΕΣΑ ΒΕΡΑ



Ανάρτησή μου στο γιουτιούμπ

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η MARÍA TERESA VERA


SOBRE UNA TUMBA UNA RUMBA


Enterrador, te suplico
que por mi bien cantes mucho
al recibir los despojos
de la que fue mis amores,

y en el lugar que repose
en vez de lucidas flores
siembra una mata de abrojos
para no olvidar quien era.

No la llores,
no la llores,
que fuera gran bandolera
enterrador no la llores...

Luego, en lugar de rezar,
por su descanso un requiem,
ruega que vaya al infierno
y que el diablo le haga bien,

y en el mármol de su tumba
de torva recordación
pondremos esta inscripción
"Es la copia de una rumba"

No la llores,
no la llores,
que fuera gran bandolera
enterrador no la llores...

No la llores más
su lengua la mató
a esa conversadora,
enterrador no la llores

No la llores,
no la llores,
que fuera gran bandolera
enterrador no la llores...

No la llores más
que ya me la
que fuera gran bandolera
enterrador no la llores

No la llores, no la llores
que fuera gran bandolera
enterrador no la llores
No la llores,
no la llores,
que fuera gran bandolera
enterrador no la llores...

No la llores más
ni la sientas más,
que fue la gran bandolera
enterrador, no la llores

No la llores,
no la llores,
que fuera gran bandolera
enterrador no la llores...

ΤΟΛΕΔΟ


ΕΦΗ ΑΙΛΙΑΝΟΥ (1924-1993)


ΤΟΛΕΔΟ


Κίτρινα βράχια και τειχιά κ’ ερειπωμένες πύλες,
παλάτια που εγκρεμίστηκαν... Μες στον τεφρόν αγέρα
καμπάνες αλαλάζουνε, μπουρνούζια κυματίζουν,
και στο πλατύ λιθόστρωτο τα βήματα αντηχούνε
εκείνων που εποντίστηκαν στην άβυσσο του χρόνου.

Κυλάει, κυλάει ο ποταμός ο Τάγος τα νερά του
κ’ η πόλη καθρεφτίζεται, στην πάχνη κυματίζει.
Τάχα είναι; Τάχα ήτανε; Κ’ εσύ ανασαίνεις τάχα;
Όλα θολό είναι σκηνικό που το φυσάς και σβήνει·
όλα είναι απάτη κι όνειρο, ένα τίποτα, μια τέφρα.

Και μόνο η σκιά γαντζώθηκε του απόκοσμου ζωγράφου
στην πόλη και στους ώμους σου και ζει και βασιλεύει·
τι ο βράχος κάστρο εγίνηκε για να τον κλείσει ακέριον
στα τείχη που ακατάβλητα φρουρούν την αιωνιότη.



Από το βιβλίο: «Τα ποιήματα της Έφης Αιλιανού», τόμος πρώτος (1952-1973), Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1989, σελ. 259.

Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΝΟΥΟΒΑ ΚΟΜΠΑΝΙΑ ΝΤΙ ΚΑΝΤΟ ΠΟΠΟΛΑΡΕ



Ανάρτησή μου στο γιουτιούμπ

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η NUOVA COMPAGNIA DI CANTO POPOLARE


ALLA MONTEMARANESE


Ah na nà nun avimmo comme fa',
e s'è rotta la ciaramella nce mettimmo la semmenzella,
e s'è rotto lu clarino nce mettimmo la puntina,
e 'a jatta de zì prevete ha fatto tre mucille,
e l'ha fatte curiuse n'uocchio apierto e n'ato 'nchiuso.
E n'avimmo comme fa',
ì' nun bevo mai vino a lu barile la matina,
ì' nun magno mai pane sette forme la settimana,
e muglierema dint''o litto e nun 'a pozzo cchiù tucca',
e 'a jatta de zì prevete ha fatto tre mucille,
e l'ha fatte curiuse n'uocchio apierto e n'ato 'nchiuso..
Nun vulimmo fatica',nun vulimmo fatica'.
Ah cumpa' zì 'ntònio ha fatto 'a fessaria,
ha pigliata 'a guagliuncella e l'ha purtata 'a massaria.
Ah cumpa' zì ntònio 'o mazzamauriello,
ha pigliat''o guagliunciello e uè l'ha fatt''o serviziello.
E si soreta è cchiù bellella lasso a te e piglio a ella.
Nun vulimmo fatica',nun vulimmo fatica'.
E 'o riavulo schizzicheia e 'o 'nnammurato s'arrecrea,
E 'a vecchia quanno è vecchia s'arruvina la cufecchia,
e 'o viecchio quanno è vecchio s'arruvina lu cupierchio,
ì' vulevo nu vasillo e nun me l'hè vuluto da'...

ΧΟΣΕ ΜΑΡΙΑ ΙΝΟΧΟΣΑ!




JOSÉ MARIA HINOJOSA (1904-1936)


NUESTRO AMOR


Nuestros cabellos flotan en la curva del aire
y en la curva del agua flota un barco pirata
que lleva en su cubierta entre cercos de brea
tus miradas de ámbar y el ámbar de tus manos.

Nuestros cabellos flotan en aire enrojecido
mientras su cuerpo pende hecha color su carne
de los siete colores tendidos en un arco
sobre el cielo de hule herido por sus ojos.

¿Por qué siempre rehuyes el encerrar tu carne
en mi carne cuajada de flores y de heridas
abiertas con puñales en madrugadas blancas
llegadas del desierto entre nubes de polvo?

Nuestros cabellos flotan en la curva del aire
envueltos entre ráfagas de crímenes violentos
y manos inocentes quieren lavar la sangre
derramada en la tierra por el primer amor.



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Isabeli Fontana.

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

ΟΠΩΣ Σ’ ΕΧΩ ΦΑΝΤΑΣΤΕΙ


PAUL ELUARD


ΟΠΩΣ Σ’ ΕΧΩ ΦΑΝΤΑΣΤΕΙ


Το μεγάλο ευχαριστώ που οφείλω στη ζωή
Όχι στη δική μου στη ζωή εν γένει είναι
Επειδή είσαι μέχρι τρέλας γυναίκα ολάκερη
Και τίποτα δεν μπόρεσε να σε χωρέσει μόνο μέσα σου
Κοιμήσου παιδική μου ηλικία χρυσή μου εμπιστοσύνη
Στ’ αχυρόστρωμά μας όπου μόνο την καρδιά μας έχουμε
Χαθείτε δυστυχίες με τις ανθρώπινες όψεις
Δίπλα σου αγρυπνώ και πως είμαι εσύ ονειρεύομαι

Σημαίνει να είμαι σοβαρός
Χωρίς να έχω τίποτα μάθει
Αν φωτιζόταν με λογικά η κεφαλή μου
Θά ’μουν άνθρωπος που έχει άδικο
Να φιλώ με μεθάει λίγο πιο πολύ απ’ όσο δεν πρέπει
Στο μέλλον ανήκω και όρια δεν έχει τίποτα
Εσύ στον ύπνο δοσμένη κι εγώ άυπνος
Αξεχώριστα μοιραζόμαστε περιθώρια
Καρπών ανθέων καρπών καλυμμένων με άνθη
Και ήλιου μπερδεμένου στις νύχτες

Λες κι η νύχτα
Είταν των χρωμάτων το χώμα
Λες κι η χλόη και το φθινόπωρο
Γεννήθηκαν απ’ όση πάχνη είχε στα κλαριά παγώσει
Λες κι αυτοί οι ζωντανοί οργανισμοί που τους λένε
Άλας της γης και φως εν τη σκοτία
Δεν μπόραγαν να γίνουν κάτι άλλο αντίθετο
Νά ’χαν κοιλιά σεβάσμια
Στήθη κόσμια αξιαγάπητα εξυπηρετικά
Κι αυτά τα χέρια τα ακάματα στων θωπειών το έργο
Όπου είσαι ζω έζησα θα ζήσω
Πλάθω σε έπλασα και θα σε μεταμορφώσω

Από σένα ωστόσο είμαι πάντα παιδί χωρίς ίσκιο
Και όπως σ’ έχω φανταστεί



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΑΛΒΕΡΤΟ ΚΑΣΤΙΓΙΟ



Ανάρτησή μου στο γιουτιούμπ

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ALBERTO CASTILLO


Y AL FINAL EN EL CAFÉ


Oigo el silbar incitante,
que llega desde la esquina,
mis amigos son que llaman
y esperan que me decida.
Esta noche voy con ellos,
y cuando llegue al umbral,
siento una voz que me llama,
unos labios temblorosos
que tiernos, dicen: !papá!

No me esperes Bengolea,
perdoname amigo Andrade,
son dos brazos temblorosos
y unos labios cariñosos,
los que impiden mi escapada.
Se acabaron esas noches,
que nos vieron a los tres,
noches de juerga corrida,
y al final en el café.

Es una voz balbuceante,
que se ha metido en mi vida,
es su voz que me reclama,
la que impide mi partida.
Salgan solos mis amigos,
no me vayan a esperar,
que hoy Rivera ha claudicado
y al silbido de la cita
ya no puede contestar.



Στίχοι: Francisco Giacone.
Μουσική: Tino Rodríguez.
Τάνγκο του 1944.

Κυριακή 25 Μαρτίου 2012

ΕΙΝΑΙ ΔΥΣΚΟΛΑ ΤΑ (ΜΠΙΠ ΤΑ) ΕΛΛΗΝΙΚΑ


Μου το έστειλε ο φίλος μου ο Χρήστος Γκουτζαμάνης και αξίζει να το δούμε:

Τηλεφωνικό ρεπορτάζ της δημοσιογράφου του ραδιοφωνικού σταθμού Real FM Νάντιας Αλεξίου από τον χώρο της παρελάσεως της 25ης Μαρτίου στην Αθήνα:
"Είναι η πρώτη φορά που σε παρέλαση δεν παρελαύνουν οι ανάπηροι και οι πεσόντες του πολέμου".

Ρε μπας και νόμιζε ότι πεσόντες σημαίνει
σκοντάψαντες, που κάποιος τους έδωσε χείρα βοηθείας και ξανασηκώθηκαν;

Έρρωσο!

Χρήστος Γκουτζαμάνης


**********************

Τί να σου πώ, Χρήστο; Είναι υπέροχο!

ΟΙ ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΗΔΕΣ Κ' ΟΙ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΟΙ


ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ


ΤΕΛΕΣΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ


Νενανώ τα συστατικά των ουράνιων ήχων
ένα μακρόπνοο τερερέ στην άκαπνη συντέλεια
γοργά και δίγοργα και τρίγοργα
νε νε... νε νε / μηχανισμός απολαύσεως /
ένα τερερέ δίπλα-δίπλα στο Οκτωήχι της τουρκοκρατίας
πλαταίνοντας τις ολονυχτίες τέρπει τερερέ τα χριστεπώνυμα
νανα... νανά, άγια... Δόκα και Νυν εννεάσημος ο μάχιμος
  ρυθμός εκείθε
νε νε... νε νε / χορίαμβος-νηρηίδα /
ο μείζων και ο ελάχιστος η πεταστή χειρονομούμενη
το παλαιό πολυσύλλαβο απήχημα
μ’ όλα τούτα βγήκαν οι Παπαφλέσσηδες κ’ οι Κολοκοτρωναίοι.



Από τη συλλογή: «Φαρέτριον», 1981.
Από το βιβλίο: Νίκος Καρούζος, «Τα ποιήματα, Β΄, (1979-1991)», Ίκαρος, Αθήνα 1994, σελ. 202.

ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ



ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ


ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ


Άκου ρε γιε της καλογριάς,
ο φίλος σου είμαι ο Πανουργιάς
και το δεξί σου χέρι
κι εκείνος που καλύτερα
απ' ολουνούς σε ξέρει.

Λένε πως παίζεις με χανουμάκια,
με τουρκοπούλες και καλογριές
και σ' αραδιάζουνε βρισιές.
Πως μπαινοβγαίνεις στους μαχαλάδες,
με ντερβισάδες στήνεις χορό
και με ρωτάν και τί να πω;

Λένε πως έχεις αλισβερίσι,
μ' Αλή Πασάδες κάνεις χωριό
και σε ρωτάω τί να τους πω.

Πες τους ρε φίλε Πανουργιά,
(ορέ) έχω εις στον πούτσον μου βιολιά,
έχω και τουμπερλέκια
κι όπως γουστάρω τα βαρώ
και σπάω τα ζεμπερέκια.

Όταν γυρίσω θα τους γαμήσω
και αν αργήσω δώσ' τους κι αυτό,
είναι τ' αρχίδια μου τα δυό.

Όπως σ’ τα λέω να τους τα γράψεις,
όπως σ’ τα λέω να τους τα πεις,
Καραϊσκάκης σεβνταλής,
Καραϊσκάκης μπεσαλής.

Καραϊσκάκης γεια χαρά,
γεια σου ρε γέρο του Μωριά
και γεια που σ' αγαπάνε.
Γεια τους που δε λυγίζουνε
και που δεν προσκυνάνε.

Λένε για μένα τα καρακόλια,
άκου τί λένε να μη γαμή-,
μίλα κι εσύ ρε Θοδωρή.

Όπως τα λέμε να τους τα γράψεις,
όπως τα λέμε να τους τα πεις,
Καραϊσκάκης, Θοδωρής.

Όπως τα λέμε να τους τα γράψεις,
όπως τα λέμε να τους τα πεις,
Κολοκοτρώνης και Γιωργής,
Καραϊσκάκης, Θοδωρής.

Γεια σου ρε Ανδρούτσο, γεια χαρά,
γεια σας παιδιά μου αητόπουλα,
που 'χετε αητό πατέρα
κι όποιος δε με κατάλαβε,
τότε ας μας κάνει αέρα.

Όπως τα λέμε να τους τα γράψεις,
όπως τα λέμε να τους τα πεις,
Ανδρούτσος, Γιώργης, Θοδωρής.

Έτσι μου είπαν να σας τα γράψω,
έτσι μου είπαν λόγω τιμής,
Ανδρούτσος, Γιώργης, Θοδωρής.

Έτσι μου είπαν να σας τα γράψω,
έτσι μου είπαν λόγω τιμής,
μαζί τους είμαστε κι εμείς
μαζί σας είμαστε κι εμείς.



Στίχοι & μουσική: Νίκος Καλογερόπουλος.

ΒΕΛΟΣ ΛΥΓΕΡΟ


Το μετάφρασμα αφιερώνεται στον Γιώργο Μίχο

OCTAVIO PAZ


ΤΟ ΠΟΥΛΙ


Σιωπή με αγέρα, με φως και με ουρανούς.
Στη διάφανη σιωπή
η μέρα αναπαυόταν μέσα:
η διαύγεια του διαστήματος
η διαύγεια είταν της σιωπής.
Το φως το ασάλευτο των ουρανών κατεύναζε
το θέριεμα της χλόης.
Τα γήινα ζωύφια, ανάμεσα στις πέτρες,
κάτω από φως ολόιδιο, είσαν κι εκείνα πέτρες.
Ο χρόνος στο λεπτό εχόρταινε.
Στην απορροφημένη σιγαλιά
το μεσημέρι έλυωνε ακαταπαύστως.

Ένα πουλί ελάλησε τότε, βέλος λυγερό.
Μαλαματένιο στήθος λαβωμένο εδόνησε τον ουρανό,
σαλέψανε τα φύλλα,
τα χορταράκια ξύπνησαν...
Κι εγώ ένιωσα τον θάνατο πως είναι βέλος
που κανείς δεν ξέρει ποιός το ρίχνει
και πως μ’ έν’ άνοιξε-κλείσε των ματιών πεθαίνουμε.



Μετάφραση Γιώργος Κεντρωτής.



************************


EL PÁJARO


Un silencio de aire, luz y cielo.
En el silencio transparente
el día reposaba:
la transparencia del espacio
era la transparencia del silencio.
La inmóvil luz del cielo sosegaba
el crecimiento de las yerbas.
Los bichos de la tierra, entre las piedras,
bajo la luz idéntica, eran piedras.
El tiempo en el minuto se saciaba.
En la quietud absorta
se consumaba el mediodía.

Y un pájaro cantó, delgada flecha.
Pecho de plata herido vibró el cielo,
se movieron las hojas,
las yerbas despertaron...
Y sentí que la muerte era una flecha
que no se sabe quién dispara
y en un abrir los ojos nos morimos.

ΡΑΦΑΕΛ ΓΚΙΓΙΕΝ!


RAFAEL GUILLÉN (1933)


PRONUNCIO AMOR


Vengo de no saber de dónde vengo
para decir amor, sencillamente.
Para pensar amor, sobre la frente
sostengo qué sé yo lo que sostengo.

Para no detener lo que detengo
siembro en surcos y versos mi simiente.
Para poder subir, contra corriente,
tengo sujeto aquí, no sé qué tengo.

Venir es un recuerdo, si se llega.
Pensar es una huida, si se toca.
Sembrar es una historia, si se siega.

Sólo acierta en amor quien se equivoca
y entrega mucho más de lo que entrega.
Después, toda esperanza será poca.

Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

ΓΡΙΑ ΚΟΡΑΚΟΖΩΗΤΗ, ΦΤΙΑΣΙΔΩΜΕΝΗ, ΚΑΚΟΣΤΟΛΙΣΤΗ


FRANCISCO DE QUEVEDO


ΓΡΙΑ ΚΟΡΑΚΟΖΩΗΤΗ, ΦΤΙΑΣΙΔΩΜΕΝΗ, ΚΑΚΟΣΤΟΛΙΣΤΗ


Ζωή σε γουρνοπούλα μέσα, με ξυγκάτο δέρμα,
θα ρθεί στιγμή η όρεξή σου να σου πεί επί τέλους «Κράτει»;!
Ο Απόστα απ’ εμού άμα πά’ να κάνει ματ, το μάτι
γαρίδα ανοίγεις μη γενεί η στραβή και δεις το τέρμα.

Στο καύκαλο, στον σβέρκο μαλλιά και σάβανο –έρμα!–
τυλίγεις κώτσο, και λέει η γλώσσα σου η λερή «Σπολλάτη!»,
ξεχνώντας ότι ζωντανή είσαι απρέπεια, κι όλο κάτι
σαλτσούλες βάνεις στο κουρούπι σου που πάει για γέρμα.

Λιγδιάρα γριέντζω, από μπροστά μου χάσου, πριν θυμώσω!
Η μαρμελάδα σου τους στίχους πια δεν θα μού βάφει!
Κουρέλι για λαμπόγυαλα και κάννες θα σε δώσω!

Κι αφού το κάρβουνο να σβήνει νιώθεις, και το θειάφι
μυρίζεις, φύλαε πύον νά ’χεις άρωμα καμπόσο
στον τάφο μέσα του πετσιού σου, που έκπαλαι σού εγράφη.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΜΠΟΡΧΕΣ!



JORGE LUÍS BORGES


EDGAR ALLAN POE


Pompas del mármol, negra anatomía
que ultrajan los gusanos sepulcrales,
del triunfo de la muerte los glaciales
símbolos congregó. No los temía.

Temía la otra sombra, la amorosa,
las comunes venturas de la gente;
no lo cegó el metal resplandeciente
ni el mármol sepulcral sino la rosa.

Como del otro lado del espejo
se entregó solitario a su complejo
destino de inventor de pesadillas.

Quizá, del otro lado de la muerte,
siga erigiendo solitario y fuerte
espléndidas y atroces maravillas.

ΟΚΤΑΒΙΟ ΠΑΣ!


OCTAVIO PAZ


FABULA DE JOÁN MIRÓ


El azul estaba inmovilizado entre el rojo y el negro.
El viento iba y venía por la página del llano,
encendía pequeñas fogatas, se revolcaba en la ceniza,
salía con la cara tiznada gritando por las esquinas,
el viento iba y venía abriendo y cerrando puertas y ventanas,
iba y venía por los crepusculares corredores del cráneo,
el viento con mala letra y las manos manchadas de tinta
escribía y borraba lo que había escrito sobre la pared del día.
El sol no era sino el presentimiento del color amarillo,
una insinuación de plumas, el grito futuro del gallo.
La nieve se había extraviado, el mar había perdido el habla,
era un rumor errante, unas vocales en busca de una palabra.

El azul estaba inmovilizado, nadie lo miraba, nadie lo oía:
el rojo era un ciego, el negro un sordomudo.
El viento iba y venía preguntando ¿por dónde anda Joan Miró?
Estaba ahí desde el principio pero el viento no lo veía:
inmovilizado entre el azul y el rojo, el negro y el amarillo,
Miró era una mirada transparente, una mirada de siete manos.
Siete manos en forma de orejas para oír a los siete colores,
siete manos en forma de pies para subir los siete escalones
  del arco iris,
siete manos en forma de raíces para estar en todas partes y
  a la vez en Barcelona.

Miró era una mirada de siete manos.
Con la primera mano golpeaba el tambor de la luna,
con la segunda sembraba pájaros en el jardín del viento,
con la tercera agitaba el cubilete de las constelaciones,
con la cuarta escribía la leyenda de los siglos de los
  caracoles,
con la quinta plantaba islas en el pecho del verde,
con la sexta hacía una mujer mezclando noche y agua, música
  y electricidad,
con la séptima borraba todo lo que había hecho y comenzaba
  de nuevo.

El rojo abrió los ojos, el negro dijo algo incomprensible y
  el azul se levantó.
Ninguno de los tres podía creer lo que veía:
¿eran ocho gavilanes o eran ocho paraguas?
Los ocho abrieron las alas, se echaron a volar y desaparecieron
  por un vidrio roto.

Miró empezó a quemar sus telas.
Ardían los leones y las arañas, las mujeres y las estrellas,
el cielo se pobló de triángulos, esferas, discos, hexaedros
  en llamas,
el fuego consumió enteramente a la granjera planetaria
  plantada en el centro del espacio,
del montón de cenizas brotaron mariposas, peces voladores,
  roncos fonógrafos,
pero entre los agujeros de los cuadros chamuscados
volvían el espacio azul y la raya de la golondrina, el
  follaje de nubes y el bastón florido:
era la primavera que insistía, insistía con ademanes verdes.
Ante tanta obstinación luminosa Miró se rascó la cabeza con
  su quinta mano,
murmurando para sí mismo: Trabajo como un jardinero.

¿Jardín de piedras o de barcas? ¿Jardín de poleas o de
  bailarinas?
El azul, el negro y el rojo corrían por los prados,
las estrellas andaban desnudas pero las friolentas colinas
  se habían metido debajo de las sábanas,
había volcanes portátiles y fuegos de artificio a domicilio.
Las dos señoritas que guardan la entrada a la puerta de las
  percepciones,
Geometría y Perspectiva,
se habían ido a tomar el fresco del brazo de Miró, cantando
Une étoile caresse le sein d’une négresse.

El viento dio la vuelta a la página del llano, alzó la cara
  y dijo, ¿Pero dónde anda Joan Miró?
Estaba ahí desde el principio y el viento no lo veía:
Miró era una mirada transparente por donde entraban y salían
  atareados abecedarios.

No eran letras las que entraban y salían por los túneles del
  ojo:
eran cosas vivas que se juntaban y se dividían, se abrazaban
  y se mordían y se dispersaban,
corrían por toda la página en hileras animadas y multicolores,
  tenían cuernos y rabos,
unas estaban cubiertas de escamas, otras de plumas, otras
  andaban en cueros,
y las palabras que formaban eran palpables, audibles y
  comestibles pero impronunciables:
no eran letras sino sensaciones, no eran sensaciones sino
  Transfiguraciones.

¿Y todo esto para qué? Para trazar una línea en la celda de
  un solitario,
para iluminar con un girasol la cabeza de luna del campesino,
para recibir a la noche que viene con personajes azules y
  pájaros de fiesta,
para saludar a la muerte con una salva de geranios,
para decirle buenos días al día que llega sin jamás preguntarle
  de dónde viene y adónde va,
para recordar que la cascada es una muchacha que baja las
  escaleras muerta de risa,
para ver al sol y a sus planetas meciéndose en el trapecio
  del horizontes,
para aprender a mirar y para que las cosas nos miren y entren
  y salgan por nuestras miradas,
abecedarios vivientes que echan raíces, suben, florecen,
  estallan, vuelan, se disipan, caen.

Las miradas son semillas, mirar es sembrar, Miró trabaja
  como un jardinero
y con sus siete manos traza incansable —círculo y rabo,
  ¡oh! y ¡ah!—
la gran exclamación con que todos los días comienza el mundo.

ΣΥΝΟΡΑ Η ΑΓΑΠΗ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΕΙ



ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ Η ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ ΚΑΙ Ο ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΗΣ: ΣΥΝΟΡΑ Η ΑΓΑΠΗ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΕΙ

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΜΠΑΡΜΠΑΡΑ



Ανάρτησή μου στο γιουτιούμπ

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η BARBARA


SOUVENANCE


Quand les ans t'auront courbée,
Tes amis abandonnée,
Que les serments, les chimères
T'auront seule ainsi laissée,
Souviens-toi du temps passé,
De nos vingt ans, de ma prière.

Viens-t'en. La lune éclaire
Toutes les primevères
Si lourdes de rosée.
De toutes nos nuits belles,
Un bouquet d'immortelles,
Nous feront, mon aimée.

Quand reviennent les saisons,
Les lilas et les moissons,
Dans ta solitude blême,
Souviens-toi de nos beaux jours,
Nos jeux, nos ris, nos amours.
On ne dit qu'une fois "je t'aime".

Ou es-tu en ce moment,
Partageant le même tourment
D'une vie par nous gâchée ?
Riche et laide suis devenue
Et toi même n'as pas voulu
Tant de larmes épanchées.

Dis moi que tu as songé,
En ce monde désolé
Au souvenir d'une image,
Cailloux blancs et cailloux noirs.
Oh dis moi qu'un fol esppoir
Te fit chercher mon visage.

Ma chanson n'a pas de fin.
Si tu n'me tends pas la main
Du plus profond de la terre,
Mon amour cherchant le tien,
Ton pardon trouvant le mien.

Entendons cette prière.

Mais reviens. La lune éclaire
Toutes les primevères
Si lourdes de rosée.
De toutes nos nuits belles,
Un bouquet d'immortelles,
Nous feront, mon aimée.



Στίχοι και μουσική: André Schlesser
Τραγούδι του 1959.

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

ΤΟ ΡΟΔΟ ΤΩΝ ΑΝΕΜΩΝ



JOSÉ MARIA HINOJOSA (1904-1936)


ΤΟ ΡΟΔΟ ΤΩΝ ΑΝΕΜΩΝ


Για να τσιμπολογήσουν στην κρύα παλάμη μου
κατεβαίνουν φτερουγίζοντας τ' αστέρια
και η Μεγάλη Άρκτος δεν θα είναι ποτέ λευκή
γιατί έχει ξεχάσει το μιμητικό της πάθος.

Έχουν βάλει παραπετάσματα ασβεστωμένα
για να σβήσουν τα οστά των ιχνών μου,
γυναίκες μαύρες που κατοικούν το σπίτι μου.
Μονάχα υψώθηκαν απ΄το καράβι μου πανιά.

Την ώρα που παρατηρώ κυρτούς ορίζοντες
στο μπαλκόνι της πρωινής πάχνης,
βλέπω να φτάνει ο καπνός απ΄το Λονδίνο,
που κίτρινος γεννήθηκε στις καμινάδες
και, ασπρομάλη πια, με καλεί με φωνές μεγάλες
και με ρωτάει με κίνηση αναχωρτή
για το δρόμο που πάει στο Βόρειο Πόλο.

Σηκώνοντας τους ώμους γινάμενους καταχνιά
εγώ του δωρίζω ένα αλφάβητο Μορς.



Μετάφραση: Γιώργος Μίχος.


*******************************************


LA ROSA DE LOS VIENTOS


Para picotear sobre mi fría palma
bajan aleteando las estrellas
y la Osa Mayor no será nunca blanca
porque ha olvidado su pasión mimética.

Han puesto colgaduras encaladas
para borrar los huecos de mis huellas,
mujeres negras que habitan mi casa.
Sólo han brotado de mi barco velas.

Mientras oteo curvos horizontes
en el balcón de escarcha tempranera,
veo llegar el humo desde Londres,
que amarillo nació en las chimeneas
y, cano ya, me llama a grandes voces
y pregunta con gesto anacoreta
por la senda que lleva al Polo Norte.

Encogiendo mis hombros hechos niebla
yo le regalo un alfabeto Morse.

ΤΑ ΒΡΑΔΙΝΑ ΓΑΒΓΙΣΜΑΤΑ


ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ


ΑΠΟΡΙΕΣ


  Συνήθως μιλάμε για πράγματα ασήμαντα, ενώ οι μηλιές είναι οι παλιοί ονειροπόλοι σ’ έναν άλλον κόσμο κι οι ένοικοι απορούν για την πρώιμη άνοιξη – μα είναι να μην απορεί κανείς; τόσα γεγονότα, τόσες περιπέτειες, τόσα απρόοπτα
  κι αν δεν ήταν τα βραδινά γαβγίσματα, η αιωνιότητα θα περνούσε απαρατήρητη.



Από την ποιητική συλλογή: «Εγχειρίδιο ευθανασίας» (1979).
Από το βιβλίο: Τάσος Λειβαδίτης, «Ποίηση», τόμος τρίτος, Κέδρος, Αθήνα 1988, σελ. 62.

ΡΟΛΛΙΝΓΚ ΣΤΟΟΥΝΣ!


ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ ΟΙ ROLLING STONES


STREET FIGHTING MAN


Everywhere I hear the sound of marching, charging feet, boy
Cause summers here and the time is right for fighting in the street, boy
But what can a poor boy do
Except to sing for a rock n roll band
Cause in sleepy london town
There's just no place for a street fighting man
No

Hey! think the time is right for a palace revolution
But where I live the game to play is compromise solution
Well, then what can a poor boy do
Except to sing for a rock n roll band
Cause in sleepy london town
There's no place for a street fighting man
No

Hey! said my name is called disturbance
Ill shout and scream, I'll kill the king, I'll rail at all his servants
Well, what can a poor boy do
Except to sing for a rock n roll band
Cause in sleepy london town
There's no place for a street fighting man
No

Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

ΓΙΟΣΕΦ ΚΑΪΝΑΡ


JOSEF KAINAR (1917-1971)


NEČO


Jste bílá,
jak je luna bílá,
a vzdálená jste
jako měsíc sám.
Tisíckrát jste mne
políbila.
V měsíci já se
nevyznám.

Na lunu vyjí
psíci na řetěze.
V té zoufalé,
v té nejčernější něze,
Jsou plni svého neštěstí
i štěstí.

Mně šťastnému
tak jako jim,
těm ztraceným psům
zoufalým,
v blízkosti srdce
tence něco chřestí.

Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

ΜΙΑ ΧΑΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑΚΗ



ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ


ΜΙΑ ΧΑΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑΚΗ


Μια χαμένη Κυριακή
τ' ακρογιάλι είχα πάρει
κι όπως ήμουν σκεφτική
ήρθε ένα παλικάρι

Απ' την μια η μοναξιά,
κι απ' την άλλη το φεγγάρι,
με τα μάτια του τα μπλε
κόντεψε να με τουμπάρει

Κι είχε δυο ματάκια μπλε
μπλε και πώς να τα θυμάμαι
χρώμα πέλαγος καλέ
τέτοια μάτια δεν ξεχνάνε

Ίσως 'κείνη τη βραδιά
όπως λένε κατά βάθος,
να 'χε κάνει η καρδιά
το μεγάλο της το λάθος

Ίσως 'κείνη τη βραδιά
με το μπλε το παλικάρι
αν δεν ήμουνα δειλή
να γινόμασταν ζευγάρι


Μουσική: Κώστας Χατζής
Στίχοι: Ξενοφώντας Φιλέρης

ΡΑΦΑΕΛ ΑΛΒΕΡΤΙ!


RAFAEL ALBERTI


SUBES DE MAR


Subes del mar, entras del mar ahora.
Mis labios sueñan ya con tus sabores.
Me beberé tus algas, los licores
de tu más escondida, ardiente flora.

Conmigo no podrá la lenta aurora,
pues me hallará prendido a tus alcores,
resbalando por dulces corredores
a ese abismo sin fin que me devora.

Ya estás del mar aquí, flor sacudida,
estrella revolcada, descendida
espuma seminal de mis desvelos.

Vuélcate, estírate, tiéndete, levanta,
éntrate toda entera en mi garganta,
y para siempre vuélame a tus cielos.

Τρίτη 20 Μαρτίου 2012

ΕΝΑ ΜΟΝΑΧΑ ΚΛΑΡΑΚΙ ΠΡΑΣΙΝΟ


PABLO NERUDA


Η ΑΝΟΙΞΗ


Το πουλί επέταξε ίσαμ’ εδώ
το φως να παραδώσει:
απ’ την κάθε του τρίλλια
γεννιούνται χίλια νερά,
φανερά πιδακίζουν.

Ανάμεσα στο φως και στα ύδατα
που ξετυλίγει ο αγέρας
είδα τ’ αγέραστα σήματα
πως έχει ήδη περάσει η άνοιξη
και ξέρει πια το σπόρο που ’χει μεγαλώσει·
η ρίζα έχει την υφή της κορυφής
και ανοίγουν επί τέλους τα βλέφαρα της γύρης.

Όλα τούτα οφείλονται σ’ ένα μονάχα πουλί
που το βαστάει ένα μονάχα κλαράκι πράσινο.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012

ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ


ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ


Παράξενος άνθρωπος, αλήθεια, μ’ ένα βλέμμα πρωθύστερο,
μ’ ένα βήμα πρωθύστερο. Μέσα στο σώμα του (το ξέραμε
  σίγουρα)
είχε μαζέψει, όχι καθόλου εικόνες, όχι αντίγραφα – τα πράγματα
  τα ίδια,
κείνα τα ωραία πευκόφυτα βουνά, το λόφο με τις τρεις κολώνες,
τον ελαιώνα κάτω απ’ το λόφο, το κόκκινο άλογο, τα σκαλοπάτια
σκαμμένα στο βράχο που ανεβάζουν στο σπίτι που καπνίζει, μαζί
τα δυό ποτήρια στον ασημένιο δίσκο. Όταν τον κλείνουν, αυτός
  ανεβαίνει
εκείνα τα πευκόφυτα βουνά (μέσα στο σώμα του), κάθεται στην
  πέτρα,
κοιτάει τη θάλασσα, χαϊδεύοντας ένα πλατύ πλατανόφυλλο στα
  γόνατά του
σάμπως να ισιώνει ένα γράμμα χουφτωμένο απ’ την οργή ή από
  τη λύπη.



Από την ποιητική συλλογή «Χειρονομίες» (1969-1970).
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ποιήματα» τ. Ι΄, Κέδρος, Αθήνα 1989, σελ. 189.

Η ΑΜΑΞΑ ΜΕΣ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ



Ανάρτησή μου στο γιουτιούμπ

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ


Η ΑΜΑΞΑ ΜΕΣ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ


Η άμαξα μες στη βροχή
τράβα, αμαξά, μη μου βραχεί
το κορίτσι που ’ναι μέσα,
όμορφο σαν πριγκηπέσα,
μη μου βραχεί.

Τράβα αμαξά μου να χαρείς
όσο πιο γρήγορα μπορείς,
η βροχή όλο δυναμώνει,
το κορίτσι μου κρυώνει,
μη μου βραχεί.
(Μην τυχόν και μου βραχεί).

Έβγα στην άσφαλτο αμαξά
και στρίψε πάλι αριστερά,
να μας φέρεις στο τσαρδί μας,
στη φωλίτσα την κρυφή μας
(Τράβηξε βρε αμαξά).



Στίχοι: Χαράλαμπος Βασιλειάδης.
Μουσική: Απόστολος Χατζηχρήστος.

Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

ΑΚΙΝΗΤΗ ΣΤΟ ΦΩΣ ΕΝΤΟΣ...


OCTAVIO PAZ


[ΑΚΙΝΗΤΗ ΣΤΟ ΦΩΣ ΕΝΤΟΣ...]


Ακίνητη στο φως εντός, αν και χορεύει ως στέκει
η κίνησή σου προς την ηρεμία, που πηγαίνει
στην κορυφή του ιλίγγου, δίχως καν να ξαποσταίνει,
όχι όσο πέτεται, μα μόλις μιά στιγμή παρέκει.

Φως που δεν στάζει, που ’ν’ διαμάντι πια, κι εγίνη στέκι
στης μεσημβρίας την τροχιά που τρέχει διχασμένη,
σαν ήλιος που ούτε λυώνει ούτε παγώνει, μα όλο μένει,
στη φλόγα ανάμεσα όντας και στις στάχτες, σα λελέκι.

Πηδάς, και το άλμα σου είναι δευτερόλεπτο που πιάνω,
πλην ούτε σπεύδει μήτε κομματιάζεται στον χρόνο·
εγκάθειρκτος περίφροντις στην κίνησή του πάνω

το σώμα σου, και θραύεται λυγώντας από μόνο
του· κι όπως πέφτεις και σκορπιέται το λευκό του χρώμα,
γυρνάς παντού να γίνεις ζοφερό νερό και χώμα.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΛΟΥΤΣΙΟ ΝΤΑΛΛΑ



Ανάρτησή μου στο γιουτιούμπ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο LUCIO DALLA


UN UOMO COME ME


Un uomo come me
se ha sete beve vino
se ha fame chiede il pane al suo vicino

Un uomo come me
quando regala un fiore
non è un fiore comprato ma è colto sotto al sole

Un uomo come me
la casa dove è nato
l'abita senza luna quando dorme sul prato

Un uomo come me
sorride e parla poco
perchè legge nei tuoi occhi e poi capisce il gioco

Un uomo come me
ha un buco dentro il cuore
lo senti gridare ma non credi all'amore

A un uomo come me
quando ti dice addio
tu dici arrivederci e pensi ancora a Dio

Un uomo come me
aspetta il tuo ritorno
liberando nel vento una rondine al giorno

Un uomo come me
si allontana di sera
credeva fosse inverno e muore a primavera

Σάββατο 17 Μαρτίου 2012

ΠΟΛΥΣΕΛΙΔΟ ΔΑΣΟΣ


ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ


ΠΟΛΥΣΕΛΙΔΟ ΔΑΣΟΣ


Χάθηκα στη μονάζουσα ρεματιά όπου τρύπωσε
  μόλις ακουόμενο ανάμεσα
    σε λογιώ-λογιώ χορταράκια
τ’ ανάλαφρου νερού το ψιθυριστό δείλιασμα.
  Βρομοθήλυκο εσύ Αντιφατικότητα
συγκρούεσαι διαρκώς με το θάμβος μου καθώς αναίμαχτος
  ακούω σωρηδόν αγαλλόμενα τ’ αηδόνια
καθώς ανελλιπώς εκκλησιάζομαι στην απεραντοσύνη.
  Αχ νά ’βλεπα λιγάκι τη θωριά σου αγερομάτα μου
σε εικονίζω πάλι να εκκολάπτεσαι στην ιώδη σου θλίψη
εσύ σχεδόν ασώματη σε μακρουλές βάναυσες ώρες
και μένα οι καμπύλες σου στην ερημιά μ’ αποτεφρώνουν.
  Εκείθε στην καρδιά του δάσους μάγισσες
  κυματιστές με τέτοια μαλλιαρά χρώματα
στην όψη τους ολοφύρεται πικρά σαν άγραφη ένσταση
  η διοχέτευση στην Απουσία.



Από τη συλλογή: «Φαρέτριον», 1981.
Από το βιβλίο: Νίκος Καρούζος, «Τα ποιήματα, Β΄, (1979-1991)», Ίκαρος, Αθήνα 1994, σελ. 233.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΜΕΡΣΕΔΕΣ ΣΙΜΟΝΕ


Ανάρτησή μου στο γιουτιούμπ

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η MERCEDES SIMONE


OTRA NOCHE


Otra noche que estoy solo,
llorando mi mala estrella.
Otra noche de amargura,
otra noche de tortura.
¡Otra noche más sin ella!
¿Cuándo acaba esta congoja?,
me pregunta el corazón.
Y yo lo estoy engañando
porque sé que está esperando
inútilmente su amor.

No niego
que más que antes la quiero.
Que por verla y por hablarla
de ansiedad me desespero.
La noche
que siempre fue tan amiga
porque ya no estoy con ella
hoy se ha vuelto mi enemiga.
Luz de luna, luz de estrellas,
que alumbraban mi soñar.
Hoy hay sombras y más sombras
en mi triste soledad.

Otra noche que estoy solo
llorando mi mala estrella.
Otra noche que me pierdo
en la fiebre del recuerdo.
¡Otra noche más sin ella!
¿Cuándo acaba esta congoja?,
me pregunta el corazón...
Y yo lo estoy engañando
porque sé que está esperando
inútilmente su amor.



Στίχοι και μουσική: Rodolfo Sciammarella.

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2012

Ο ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΓΟΥΑΗ


Ανάρτησή μου στο γιουτιούμπ

ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΠΑΓΙΟΥΜΤΖΗΣ ΚΑΙ Ο ΣΤΕΛΛΑΚΗΣ ΠΕΡΠΙΝΙΑΔΗΣ


Ο ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΓΟΥΑΗ


Το καλοκαίρι τώρα,
σε κάποια φίνα χώρα,
θα πάμε να γυρίσουμε μαζί,
μακριά σε ξένα μέρη
κι ο κόσμος μη σε μέλλει,
ποτέ να μη σου καίγεται καρφί,
μακριά σε ξένα μέρη
κι ο κόσμος μη σε μέλλει,
ποτέ να μη σου καίγεται καρφί,
το καλοκαίρι τώρα,
σε κάποια φίνα χώρα,
θα πάμε να γυρίσουμε μαζί.

Μες στην Παραγουάη,
σε φίνο ακρογιάλι,
θα στήσουμε τσαντίρι ζηλευτό,
θα πίνουμε σαμπάνια,
πριν πάμε για τα μπάνια,
με μπουζουκάκι έξυπνο τρελό,
θα πίνουμε σαμπάνια,
πριν πάμε για τα μπάνια,
με μπουζουκάκι έξυπνο τρελό,
μες στην Παραγουάη,
σε φίνο ακρογιάλι,
θα στήσουμε τσαντίρι ζηλευτό.

Θα πίνουμε σαμπάνια,
πριν πάμε για τα μπάνια,
με μπουζουκάκι έξυπνο τρελό.


Στίχοι & Μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης.

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

ΟΚΤΑΒΙΟ ΠΑΣ!




OCTAVIO PAZ


ΥΜΝΟΣ ΕΝ ΜΕΣΩ ΕΡΕΙΠΙΩΝ

    
όπου αφρισμένη η θάλασσα η σικελική…
               
Γόνγορα
Αυτοστεφανωμένη η μέρα απλώνει τα φτερά της.
Κραυγή κίτρινη μεγάλη βγαίνει,
πίδακας θερμός στο κέντρο κάποιου
αμερόληπτου και τα μάλα ευεργετικού ουρανού!
Τα φαινόμενα είναι όλα τους ωραία σε τούτηνε
      τη στιγμιαία αλήθεια.
Η θάλασσα καβαλάει την ακτή,
γαντζώνεται στα βράχια, αράχνη απαστράπτουσα:
η πελιδνή του βουνού πληγή φεγγοβολάει·
μια χούφτα γίδια είν’ ένα κοπάδι πέτρες·
ο ήλιος κάνει το χρυσό του αβγό και χύνεται
      καταπάνω στη θάλασσα.
Θεός το παν!
Άγαλμα σπασμένο,
κίονες φαγωμένοι από το φως
ερείπια ζώντα σ’ έναν κόσμο μέσα με ζωντανούς νεκρούς!

Πέφτει η νύχτα στο Τετιουακάν.
ψηλά στην πυραμίδα φουμάρουν τα παιδιά μαριχουάνα,
κιθάρες παίζουνε βραχνές.
Ποιό χόρτο και ποιο αθάνατο νερό θα μας χαρίσει τη ζωή,
απ’ όπου θε να ξεθάψουμε τη λέξη,
την αναλογία που κυβερνάει τον ύμνο και τον λόγο,
τον χορό, στην πόλη, αλλά και στης ζυγαριάς τους δίσκους;
Ίδια βρισιά το μεξικάνικο ξεσπάει τραγούδι,
αστέρι πάγχρωμο που αχνοσβήνει,
πέτρα που μας σφαλίζει της επαφής τις θύρες.
Γνωρίζει η γη τη γη τη γηρασμένη.

Τα μάτια βλέπουνε, τα χέρια αγγίζουν.
Εδώ σου φτάνουν λίγα μόνο πράγματα – δεν θες πολλά:
φραγκοσυκιά, πλανήτης κοραλλιογενής ακάνθινος,
σύκα καλυπτοφόρα,
σταφύλια έχοντα γεύσιν αναστάσεως,
αχιβάδες, παρθενίες απροσπέλαστες,
αλάτι και τυρί, και κρασί και ηλιόψωμο.
Από τα ύψη της μαυρίλας της με θωρεί μια νησιώτισσα,
μητρόπολη κομψή και λυγερή και σβέλτη
      με το φως ντυμένη.
Πύργοι αλάτινοι κι αγνάντι τους πεύκα στην όχθη πράσινα
αναδύονται τ’ άσπρα πανιά απ’ όλες τις βαρκούλες.
Ναούς στη θάλασσα χτίζει το φως.

Νέα Υόρκη, Μόσχα, Λονδίνο.
Ο ίσκιος σκεπάζει τον κάμπο – κισσός το φάντασμά του,
πανίδα ριγηλή η ανατριχίλα του,
χνούδι πυκνό και μιά ασπαλάκων συμμορία.
Και κάθε τόσο τα δόντια κάποιου κροταλίζουνε ήλιου αναιμικού.
Γερμένος σε βουνά που χτες ακόμα είσαν πόλεις
      χασμουριέται τώρα ο Πολύφημος.
Κάτω, ανάμεσα στους λάκκους, σέρνεται το ανθρωπολόι.
(Δίποδα ζώα οικόσιτα: το κρέας τους, που
το βαραίνουν οι πρόσφατες θρησκευτικές απαγορεύσεις,
το προτιμούν έναντι παντός οι πλούσιες τάξεις.
Μέχρι και πριν λίγο τα θεωρούσε ο όχλος ζώα βδελυρά.)

Να βλέπεις, ν’ αγγίζεις σχήματα όμορφα του καθ’ ημέραν βίου.
Το φως βομβίζει, βέλη και φτερά.
Απάνω στο τραπεζομάντηλο ο κρασολεκές μυρίζει αίμα.
Όπως το κοράλλι τα κλαδιά του στο νερό,
απαράλλαχτα κι εγώ στη σφύζουσα από ζωντάνια ώρα
      απλώνω τις αισθήσεις μου,
και κίτρινη εναρμόνιση γεμίζει ώς επάνω η στιγμή,
ω μεσημβρία, ω άγανο γεμάτο με λεπτά,
ω της αιωνιότητας ποτήρι!

Οι σκέψεις μου διχάζονται, έρπουν, και συγχέονται, και
      ξαναρχίζουν,
μέχρι που ακινητούν στο τέλος, ποτάμια πια που δεν
      εκβάλλουνε ποτέ και πουθενά,
ίδιες δέλτα του αίματος, κάτω από έναν ήλιο δίχως βασίλεμα.
Να σταματήσουν άραγε όλ’ αυτά σε τούτο ’δώ το τσαλαβούτημα
      σε στάσιμα νερά;

Μέρα, μέρα στρογγυλή, γλαφυρό
πορτοκάλι πάμφωτο με τις εικοσιτέσσερείς του φέτες,
από την ίδια υποτεινόμενες όλες τους κίτρινη γλύκα!
Η ευφυΐα παίρνει επί τέλους σάρκα και οστά,
τα δύο εχθρικά συμφιλιώνονται ημίση,
και η συνείδηση-καθρέφτης τρέπεται πλέον σε υγρό
και γίνεται ξανά πηγή, σιντριβανίζει μύθους:
Άνθρωπος, δέντρο μεστό εικόνων, μες στις
λέξεις που είναι άνθη που είναι καρποί που είναι πράξεις.


      Νάπολη, 1948


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


***************************

HIMNO ENTRE RUINAS


  donde espumoso el mar siciliano...
          Góngora

Coronado de sí el día extiende sus plumas.
¡Alto grito amarillo,
caliente surtidor en el centro de un cielo
imparcial y benéfico!
Las apariencias son hermosas en esta verdad momentánea.
El mar trepa la costa,
se afianza entre las peñas, araña deslumbrante;
la herida cárdena del monte resplandece;
un puñado de cabras en un rebaño de piedras;
el sol pone su huevo de oro y se derrama sobre el mar.
Todo es dios.
¡Estatua rota,
columnas comidas por la luz
ruinas vivas en un mundo de muertos en vida!

Cae la noche sobre Teotihuacan.
En lo alto de la pirámide los muchachos fuman marihuana,
suenan guitarras roncas.
¿Qué yerba, qué agua de vida ha de darnos la vida,
dónde desenterrar la palabra,
la proporción que rige al himno y al discurso,
el baile, a la ciudad y a la balanza?
El canto mexicano estalla en un carajo,
estrella de colores que se apaga,
piedra que nos cierra las puertas del contacto.
Sabe la tierra a tierra envejecida.


Los ojos ven, las manos tocan.
Bastan aquí unas cuantas cosas:
tuna, espinoso planeta coral,
higos encapuchados,
uvas con gusto a resurrección,
almejas, virginidades ariscas,
sal, queso, vino, pan solar.
Desde lo alto de su morena una isleña me mira,
esbelta catedral vestida de luz.
Torres de sal, contra los pinos verdes de la orilla
surgen las velas blancas de las barcas.
La luz crea templos en el mar.

Nueva York, Londres, Moscú.
La sombra cubre al llano con su yedra fantasma,
con su vacilante vegetación de escalofrío,
su vello ralo, su tropel de ratas.
A trechos tirita un sol anémico.
Acodado en montes que ayer fueron ciudades, Polifemo bosteza.
Abajo, entre los hoyos, se arrastra un rebaño de hombres.
(Bípedos domésticos, su carne
-a pesar de recientes interdicciones religiosas-
es muy gustada por las clases ricas.
Hasta hace poco el vulgo los consideraba animales impuros.)


Ver, tocar formas hermosas, diarias.
Zumba la luz, dardos y alas.
Huele a sangre la mancha de vino en el mantel.
Como el coral sus ramas en el agua
extiendo mis sentidos en la hora viva:
el instante se cumple en una concordancia amarilla,
¡oh mediodía, espiga henchida de minutos,
copa de eternidad!

Mis pensamientos se bifurcan, serpean, se enredan
recomienzan,
y al fin se inmovilizan, ríos que no desembocan,
delta de sangre bajo un sol sin crepúsculo.
¿Y todo ha de parar en este chapoteo de aguas muertas?

¡Día, redondo día,
luminosa naranja de veinticuatro gajos,
todos atravesados por una misma y amarilla dulzura!
La inteligencia al fin encarna,
se reconcilian las dos mitades enemigas
y la conciencia-espejo se licúa,
vuelve a ser fuente, manantial de fábulas:
Hombre, árbol de imágenes,
palabras que son flores que son frutos que son actos.



Nápoles, 1948


Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Elisha Cuthbert κι εμείς μεταφράσαμε το ποίημα.

Τετάρτη 14 Μαρτίου 2012

Τρίτη 13 Μαρτίου 2012

ΓΙΟΣΕΦ ΚΑΪΝΑΡ!


JOSEF KAINAR (1917-1971)


BLUES O JEJICH SLZÁCH

Proč slzy kanou Proč jen netečou

To se tak píše
Buď už chvilku tiše
Co ti to dal kdo ke čtení
No kecy

(Ale ja vím Když pláče
Schoulená
A v žalu má až k bradě kolena
Ty její slzy
Umějí jen téci)

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΝΤΑΝΙΕΛΑ ΜΟΡΑ


ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η DANIELA MORA


TAMMURRIATA NERA


Io nun capisco, ê vvote, che succede...
e chello ca se vede,
nun se crede! nun se crede!
E' nato nu criaturo niro, niro...
e 'a mamma 'o chiamma Giro,
sissignore, 'o chiamma Giro...

Séh! gira e vota, séh...
Séh! vota e gira, séh...
Ca tu 'o chiamme Ciccio o 'Ntuono,
ca tu 'o chiamme Peppe o Giro,
chillo, o fatto, è niro, niro,
niro, niro comm'a che!...

'O contano 'e ccummare chist'affare:
"Sti fatte nun só' rare,
se ne contano a migliara!
A 'e vvote basta sulo na guardata,
e 'a femmena è restata,
sott''a botta, 'mpressiunata..."
Séh! na guardata, séh...
Séh! na 'mpressione, séh...
Va' truvanno mo chi è stato
ch'ha cugliuto buono 'o tiro:
chillo, 'o fatto, è niro, niro,
niro, niro comm'a che!...

Ha ditto 'o parulano: "Embè parlammo,
pecché, si raggiunammo,
chistu fatto nce 'o spiegammo!
Addó' pastíne 'o ggrano, 'o ggrano cresce...
riesce o nun riesce,
sempe è grano chello ch'esce!"
Mé', dillo a mamma, mé'...
Mé', dillo pure a me...
Ca tu 'o chiamme Ciccio o 'Ntuono,
ca tu 'o chiamme Peppe o Giro,
chillo...'o ninno, è niro, niro,
niro, niro comm'a che!...



Στίχοι: Edoardo Nicolardi.
Μουσική: E.A.Mario.

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

ΜΟΝΑΧΑ ΑΝΤΙΟ


ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ


ΜΟΝΑΧΑ ΑΝΤΙΟ


Μη λες: «Αντίο, μας χωρίζει ένα χάος»,
γιατί εγώ δε βλέπω κανένα χάος.
Όμορφη η νύχτα, με πουλιά, με ολάνθιστους θορύβους,
όμορφη η νύχτα και σπιθίζουν τ’ άστρα και γελούν
μακριά οι χαρούμενες επιγραφές τής ευτυχίας...

Μη λες: «αντίο, μας χωρίζει το άπειρο»,
γιατί μετριούνται αυτά που μας χωρίζουν,
γιατί δεν είναι καθόλου το «άπειρο» που μας χωρίζει,
μα είναι το ανήλεο σφυροκόπημα της δυστυχίας,
  που θρυμματίζει καρδιές,
ξηλώνει σιδεροδεσιές και συνειδήσεις,
ξεριζώνει τα δέντρα,
κόβει τις άγκυρες και ρίχνει τα καράβια στη στεριά,
ισοπεδώνει τις κραυγές τής άνοιξης, τους ουρανούς,
  τα όνειρα και τ’ αρώματα,
είναι τα δαγκωμένα χέρια μου,
το πρόσωπό μου, που το ανάσκαψαν τα σκάγια τής κακίας,
είναι τα πληγωμένα χελιδόνια των ματιών μου
– κι οι αποδημητικές επιθυμίες τού σώματός σου...
Ποιός σκέφτηκε ποτέ να τις σκλαβώσει;

Γι' αυτό, μη λες: «αντίο, μας χωρίζει μιά άβυσσος».
Κοίταξε τί απλός, τί καθαρός, που είναι τούτος ο δρομάκος
  με τις νεραντζιές και πες μονάχα «αντίο».



Από την ποιητική συλλογή: «Ορθοστασία» (1957)
Από το βιβλίο: Βύρων Λεοντάρης, «Ψυχοστασία (ποιήματα 1949-1976)», ύψιλον / βιβλία, Αθήνα 1983, σελ. 79.

ΧΟΥΑΝ ΧΕΛΜΑΝ!



JUAN GELMAN


EN LA CARPETA


Tomé mi amor que asombraba a los astros
y le dije: señor amor,
usted crece de tarde, noche y día,
de costado, hacia abajo, entre las cejas,
sus ruidos no me dejan dormir perdí todo apetito
y ella ni nos saluda, es inútil, inútil.
De modo que tomé a mi amor,
le corté un brazo, un pie, sus adminículos,
hice un mazo de naipes
y ante la palidez de los planetas
me lo jugué una noche lentamente
mientras mi corazón silbaba, el distraído.

Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

Ο ΣΤΑΥΡΑΕΤΟΣ


ΠΑΝΑΓΟΣ ΠΕΠΠΑΣ


Ο ΣΤΑΥΡΑΕΤΟΣ


Κάποτε οι βροντές άνοιγαν δρόμους,
οι αστραπές στήνανε κάστρα
κι η μελωδία έστελνε τη λεβεντιά στα δάση.

Τα πεύκα ήταν περισσότερα μα τραγουδήθηκε
ο παπα-πλάτανος και προπαντός ο σταυραετός,
που θα ζει για πάντα στις καρδιές μας,
στο άχτι του φτωχού,
στον καταπέλτη της λαχτάρας,

θα ζει στον κολοφώνα της μεσημβρίας,
στον χυτό αντίποδα της δόξας,
στα λαμπερά φασκιώματα του αιθέρα
κι αλύτρωτο μπουρίνι λέξεων
μες στην ψηφιακή τους φιάλη
απ' τη βαλβίδα του μεσονυκτίου
θα χύνεται στο σύμπαν.


16/10/07-10/3/12

ΕΛΑ ΝΑ ΠΑΜΕ ΤΣΑΡΚΑ


ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΣ


ΕΛΑ ΝΑ ΠΑΜΕ ΤΣΑΡΚΑ


Έλα να πάμε τσάρκα μια βραδιά,
η βάρκα μάς προσμένει στην ακροθαλασσιά
και ο βοριάς φυσάει, τι όμορφη βραδιά!

Έγια μόλα - ε γιαλό, γιαλό - γιαλό.

Με τα κουπιά μας και μ' αγκαλιές
στο Φάληρο θα πάμε πέρα στις Τζιτζιφιές,
ν' ακούσουμε μπουζούκια και όμορφες πενιές.

Έγια μόλα - ε γιαλό, γιαλό - γιαλό.

Σία το φόβο και τα πανιά
για το Πασαλιμάνι αγάπη μου γλυκιά,
για το Πασαλιμάνι και για τη γειτονιά.

Έγια μόλα - ε γιαλό, γιαλό - γιαλό.



Στίχοι, μουσική, ερμηνεία: Απόστολος Χατζηχρήστος.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΤΟΥΛΛΙΟ ΠΑΝΕ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο TULLIO PANE


CHELLA D''E RROSE


Ma che sfurtuna!
Chella d''e rrose...
Chella d''e rrose...
I' nun 'a veco cchiù!
E mme passano pe' 'nnante
tutt''e ccumpagne soje, a una a una...
Ma che sfurtuna!
Chella d''e rrose...
Chella d''e rrose...
I' nun 'a veco cchiù!

Chella ca mme cercava sempe 'e rrose,
chiena 'e frischezza e tutta simpatia...
nun sta passanno cchiù pe' chesta via...
chisà che ll'hanno ditto contr''e me!
E mme passano pe' 'nnante
tutt''e ccumpagne soje, a una a una...
Ma che sfurtuna!
Chella d''e rrose...
Chella d''e rrose...
I' nun 'a veco cchiù!

I' saccio 'o nomme ma nun saccio 'a casa,
a chi ce 'o vvaco a dí ch''a voglio bene?!
Mo ch''a vurría vedé, mo nun ce vène;
nisciuno cchiù è sincero attuorno a me!
E mme passano pe' 'nnante
tutt''e ccumpagne soje, a una a una...
Ma che sfurtuna!
Chella d''e rrose...
Chella d''e rrose...
I' nun 'a veco cchiù!

E mo, d''e rrose, mm'ha restato 'e spine,
e mm'ha lassato senza nu saluto...
Pe' n'ato ammore, forse, mm'ha traduto...
Ma chi sarrá chist'ato, 'aggi''a sapé!

E mme passano pe' 'nnante
tutte ll'amice mieje, a uno a uno...
Ma surtant'uno,
'o cchiù sincero,
'o cchiù sincero...
I' nun 'o veco cchiù!


'O cchiù sincero...
I' nun 'o veco cchiù!...


Στίχοι: Beniamino Canetti.
Μουσική: Rodolfo Falvo.

Σάββατο 10 Μαρτίου 2012

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ 1925 ΙΔΡΥΘΗΚΕ Ο ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΦΙΛΑΘΛΩΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ



ΖΗΤΩ Ο ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΦΙΛΑΘΛΩΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ!

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΤΙΤΟ ΣΚΙΠΑ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο TITO SCΗIPA


DICITENCELLO VUJE


Dicitencello a 'sta cumpagna vosta
ch'aggio perduto 'o suonno e 'a fantasia
ca 'a penzo sempre.
Che é tutta 'a vita
mia i' nce 'o vvulesse dicere,
ma nun nce 'o ssaccio di!

A' voglio bbene,
A' voglio bbene assaie,
Dicitencello, vuie ca nun m' 'a scordo maie!
E''na passiona...
cchiù forte 'e 'na catena,
ca me turmenta ll'anema
e nun me fa campá.

Dicitencello ch' è na rosa 'e maggio.
ch'è assaje cchiù bella 'e 'na jurnata 'e sole...
D''a vocca soia, cchiù fresca d''e vviole...
I' già vulesse sentere
ch' è nnammurata 'e me!

'Na lacrema lucente v' è caduta...
Diciteme 'nu poco a che penzate...
Cu' st'uocchie doce
vuie sola me guardate...
Levámmece 'sta maschera,
dicimmo 'a veritá.

Te voglio bbene, te voglio bbene assaie
si' ttu chesta catena
ca nun se spezza maie!
Suonno gentile, suspiro mio carnale
te cerco comm'all'aria
e nun me fa campá!


Στίχοι: Enzo Fusco.
Μουσική: Rodolfo Falvo.

Παρασκευή 9 Μαρτίου 2012

ΦΡΑΝΤΙΣΕΚ ΓΡΟΥΜΠΙΝ!



FRANTIŠEK HRUBÍN (1910-1971)


ZPĚV LÁSKY K ŽIVOTU


Jednou vás opustím, modré hladiny vod,
vás, kopce, k horám tam v dálce nizoučký schod,
vás, noci srpnové, k dávným milenkám zvoucí,
vás, lípy s bzučivým rouchem, lučiny skvoucí,
divizny, proti nimž chudnou plápoly svic,
jednou vás opustím navždy, nebude nic.

Pro mne nic nebude, slunce zpod mračen léta
však rozpeří svůj jas v krásné končině světa,
křídlovky o pohřbech do snů družiček dál
třást budou s mrazením cizí sváteční žal,
tirády cvrčků dál slavně budou znít v trávě,
jež vědět nebude o mé blouznivé hlavě,
dál budou křídlovky čerpat mladý dech z plic,
z toho však na věky pro mne nebude nic.

Vše jednou opustím, smutku, opojný blude,
kraj všecek zpívá však, vždy že sladko žít bude,
dále si budou dva lunu se sluncem plést,
navzájem snímat si z očí něžný třpyt hvězd,
dál budou chocholem olší potřásat břehy,
běžící za řekou, kde jsem sníval pln něhy,
dál moře Mléčných drah budou kypět a z pěn
snílkové budou tkát nový kosmický sen
a oči hvězdáren hloub se, ještě hloub vnoří
do noci bezedné, mágům zrcadla zboří,
dál poutník po kopcích půjde hvězdám svým vstříc,
dál měsíc bude jak žena v spanilé mdlobě
z té dálky strašlivě vábit člověka k sobě.

I kdybych, podzime, stokrát opustil víc,
s tvou cháskou plačtivých větrů nechci mít nic,
ať pro mne skončí vše, všechna příkoří, hoře,
jež ryly v srdci jak larvy, nečasy v koře,
ať pro mne skončí se lásky blažený žel,
dál máj se bude skvít skrze závoje včel,
hlína se za pluhy bude zdvíhat a klesat
jak křídla, z porob se budou revolty křesat
a chudý s bohatci, s tlupou beranních skal
bojovat o půdu, které všechen pot dal,
dál prales, oceán cestám budou se vzpouzet,
dál bude budoucnost závrať v člověku vzbouzet,
na světě bude dál širší a širší kruh
zabírat lidský hlas, ať si se všech stran metá
mrazy a černě smrt, věčná sudička světa.

Než všechno opustím, kéž mě strhuje zas
to, čím jsem dosud žil, dějů kovový hlas
a radost hluboká z díla rvaného smrti,
náklonost k člověku, který okovy drtí,
a touha, z které jsem tento vroucí zpěv psal,
vždy znovu přemoci těžký ze smrti žal,
kéž strhuje mě zas láska k životu, k zemi,
ta láska, s níž obzírám modré hladiny vod
a kopce, k horám tam v dálce nizoučký schod,
a noci srpnové, k dávným milenkám zvoucí,
a lípy s bzučivým rouchem, lučiny skvoucí,
kéž slyším blíž a blíž, a všechen lidský rod,
oceán budoucna šumět, z něhož kéž všechnu
širokou volnost svých dětí zhluboka vdechnu!



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Caroline Francischini.