FRANCESCO
PETRARCA
ΣΥΝΗΘΕΙΑ ΤΟ ’ΧΑ ΑΠ’ ΤΗΝ ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ ΠΟΥ ΕΤΡΕΧΕ
Συνήθεια τό ’χα απ’ την πηγή της ζωής μου που έτρεχε
να φεύγω, να πλανιέμαι σε στεριές και σε πελάγη –
δεν το ’θελα, μα ακολουθούσα αυτό που ως μοίρα μου είδα.
Και πήγαινα, αφού πάντοτε ο Έρως με συνέτρεχε,
σε τόπους εξορίας, βάλτους και πικρά τενάγη·
με θύμησες τρεφόταν η καρδιά μου και η ελπίδα.
Αλί μου, τώρα παραδίνομαι· και την ασπίδα
πετώ· στο πεπρωμένο δένομαι που μού ’χει τύχει
και μου αποκλείει δια παντός γλυκές να λάβω ειδήσεις.
Μονάχος μένω με τις αναμνήσεις
και τον μεγάλο πόθο που σαν σκύλος μού τις λείχει –
λιμοκτονεί η ψυχή μου και μαραίνεται στην τύχη.
Αυτός που τρέχει και τροφή δεν έχει για τον δρόμο,
θα νιώσει να του κόβεται σιγά-σιγά το σφρίγος:
η δύναμη η χρυσή που τον βηματισμό του τρέφει.
Κι εμέ έτσι η κουρασμένη μου ψυχή, πιστή στον νόμο
που λέει πως, τροφή αν δεν έχεις, γίνεσαι πιο λίγος,
στον Χάρο αφήνεται που τους ανθρώπους καταστρέφει.
Πικρό είναι τότε το γλυκό, με χαρμολύπης νέφη!
Και οληώρα, συνεχώς, ελπίζω, μα και τρέμω –ω λύρα!–
στο τέρμα για να φτάσω ο χρόνος που ’χω δεν μου σώνει.
Του κουρνιαχτού στον άνεμο τη σκόνη
την αγνοώ – οδοιπόρος να μην είμαι πια στη γύρα·
πλην γένοιτο!, αν το θέλει και αν το διατάζει η μοίρα.
Αυτή μου η ζωή η θνητή ποτέ δεν είχε χαρμοσύνη
(κι ο Έρωτας το ξέρει, αφού συχνά μιλώ μαζί του)
εξόν τη Δόννα που είτανε τη φώς της, κι έτσι φώς μου·
στη γη έσβησε, στους ουρανούς ξαναγεννήθη εκείνη
η πνοή – το πνεύμα που ’δινε να ζήσω την πνοή του.
Ποθώ να την ξανάβρω και στα πέρατα του κόσμου.
Μα πάντοτε θα θλίβομαι, κι ο πόνος ο δικός μου
είν’ πως δεν πρόβλεψα ό,τι υπέροχο θα μού ’χε λείψει.
Αλλιώς να πράξω και
το φωτεινό της βλέμμα και ο Έρως
μου τό ’χαν πει, μου τό ’χαν δείξει εγκαίρως.
Αχ, πόσοι ζήσανε και πόσοι μες στη μαύρη θλίψη,
ενώ η ευτυχής θανή τους θά ’χε από νωρίς προκύψει!
Τα μάτια της πασίχαρη για σπίτι είχε η καρδιά μου,
μα τόσο εγίνηκε ζηλότυπη η σκληρή ειμαρμένη,
που την εξόρισε από το λαμπρό ενδιαίτημά της·
εκεί ο Έρως
ιδιοχείρως είχε γράψει τη δικιά μου
τη μοίρα με οίκτου γράμματα, κι εμένανε μου μένει
τον πόθο μου να σέρνω, ωσπού να βρω τα βήματά της.
Και ιδανικός θε να ’μουν του θανάτου εγώ επιβάτης,
εάν, πεθαίνοντας, δεν μού ’σβηνε μεμιάς η ζήση,
αλλά να ζήσω αν πήγαινε στις εύκρατες πατρίδες
του κάλλους. Τώρα,μ ωστόσο, τις ελπίδες
τις πήρε ο Χάρος: χώμα κρύβει Αυτήν που είχα αγαπήσει.
Κι αν ζω, το φως της πώς να το σκεφτώ πως έχει σβήσει;...
Αν το φτωχό μου το μυαλό μ’ έκράταγε δεσμώτη,
τότε που ανάγκη τό ’χα και αν αλλού δεν με είχε στείλει,
σε στράτες και σε θάλασσες να δέρνομαι σν τσόφλι,
την όψη θά ’χα της Κυράς διαβάσει που έλεγε ότι:
«Στο τέρμα-τέρμα βρίσκεσαι· η γλυκιά ξοδεύτηκε ύλη·
μπροστά είσαι τώρα στης μεγάλης πίκρας το κατώφλι».
Αν τό ’χα καταλάβει, τί γλυκά που θα μ’ εξώφλει
η μοίρα απ’ το θνητό σαρκίο μου! Θά ’χα πετάξει·
ελεύθερος απ’ το ενοχλητικό του θά ’μουν βάρος·
και πρώτος θά ’χα πάει, νέος και όλο θάρρος,
να δω τον θρόνο που οι λαμπροί ουρανοί τής είχαν φτιάξει.
Λευκή σαν φύγω νά ’χω κόμη θέλει του Θεού η τάξη.
Ωδή μου, ευχήσου σε όποιον ευτυχή ερωτευμένο
ο Χάρος να τον βρει ευτυχισμένο.
Η σύγκαιρη θανή, όχι λύπη, μα γλυκιά είναι αγκάλη.
Και όποιος να πεθάνει δύναται, ας μην το αναβάλλει!
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
**********************************
SOLEA DA LA
FONTANA DI MIA
VITA
Solea da la
fontana di mia
vita
allontanarme, et cercar terre et mari,
non mio voler, ma mia stella seguendo;
et sempre andai, tal Amor diemmi aita,
in quelli
esilii quanto e’ vide amari,
di memoria
et di speme il cor pascendo.
Or lasso,
alzo la mano, et l’arme rendo
a l’empia
et vïolenta mia fortuna,
che privo
m’à di sí dolce speranza.
Sol memoria
m’avanza,
et pasco ’l gran desir sol di
quest’una:
onde l’alma
vien men frale et digiuna.
Come a
corrier tra via, se ’l cibo manca,
conven per
forza rallentare il corso,
scemando la
vertù che ’l fea gir presto,
cosí,
mancando a la mia vita stanca
quel caro
nutrimento in che di morso
die’ chi ’l
mondo fa nudo e ’l mio cor mesto,
il dolce
acerbo, e ’l bel piacer molesto
mi si fa
d’ora in hora, onde ’l camino
sí breve
non fornir spero et pavento.
Nebbia o
polvere al vento,
fuggo per
piúù non esser pellegrino:
et così
vada, s’è pur mio destino.
Mai questa
mortal vita a ma non piacque
(sassel’
Amor con cui spesso ne parlo)
se non per
lei che fu ’l suo lume, e ’l mio:
poi che ’n terra
morendo, al ciel rinacque
quello
spirto ond’io vissi, a seguitarlo
(licito
fusse) è ’l mi’ sommo desio.
Ma da
dolermi ò ben sempre, perch’io
fui mal
accorto a provveder mio stato,
ch’Amor mostrommi
sotto quel bel ciglio
per darmi
altro consiglio:
ché tal
morí già tristo et sconsolato,
cui poco
inanzi era ’l morir beato.
Nelli occhi
ov’habitar solea ’l mio core
fin che mia
dura sorte invidia n’ebbe,
che di sí
ricco albergo il pose in bando,
di sua man
propria avea descritto Amore
con lettre
di pietà quel ch’averrebbe
tosto del mio sí lungo ir
desïando.
Bello et dolce morire era allor quando,
morend’io,
non moria mia vita inseme,
anzi vivea
di me l’optima parte:
or mie
speranza sparte
à Morte, et
poca terra il mio ben preme;
et vivo; et
mai nol penso ch’i’ non treme.
Se stato
fusse il mio poco intellecto
meco al
bisogno, et non altra vaghezza
l’avesse
disvïando altrove vòlto,
ne la fronte
a madonna avrei ben lecto:
- Alfin se’
giunto d’ogni tua dolcezza
et al
principio del
tuo amaro molto. –
Questo
intendendo, dolcemente sciolto
in sua
presentia del
mortal mio velo
et di
questa noiosa et grave carne,
potea
inanzi lei andarne,
a veder
preparar sua sedia in cielo:
or l’andrò
dietro, omai, con altro pelo.
Canzon,
s’uom trovi in suo amor viver queto,
di’: -
Muor’ mentre se’ lieto,
ché morte al
tempo è non duol, ma refugio;
et chi ben
pò morir, non cerchi indugio. -