ΓΙΩΡΓΟΣ
ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΓΙΑ
ΤΟΥΣ «ΚΟΛΟΦΩΝΕΣ» ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΜΑΗ
Τις
επόμενες σκέψεις τις έκανα και τις κατέγραψα βλέποντας ( : μελετώντας,
καλύτερα) τους κολοφώνες του φίλου μου και αρχιμάστορα Γιάννη Μαμάη, που
εκτίθενται στο Μουσείο Γουλανδρή. Κάμποσοι από αυτούς (όχι και λίγοι) αφορούν
δικά μου βιβλία. Δεν θα πω για την έκθεση πολλά λόγια. Ούτε για τον καλλιτέχνη.
Θα πω μόνο τούτο: ότι το γεγονός και το είδος της έκθεσης είναι μοναδικά μέχρι
σήμερα. Δεν διαθέτω κανένα προορατικό χάρισμα, αλλά κάτι μου λέει ότι η έκθεση
αυτή είναι η πρώτη και θα είναι η τελευταία με τέτοιο θέμα. Κατόπιν τούτου ας
περάσουμε στο είδος «κολοφώνας»/
Όσοι
«ξέρουν από βιβλία», και δεν διαβάζουν απλώς για να περνάει η ώρα τους, κάθε
φορά που πιάνουν βιβλίο στα χέρια τους, ξεκινούν κατ’ έθιμον από το τέλος.
Πρόκειται για τους αληθείς «αναγνώστες», γι’ αυτούς που επιθυμούν όχι απλώς να
διαβάσουν, αλλά να «αναγνωρίσουν» πράγματα, και δη και με τις δύο σημασίες της
λέξης: τόσο ως εμπέδωση ήδη κεκτημένης γνώσης όσο και ως υποδοχή και ένταξη
νέας γνώσης σε παραδεκτό από τους ίδιους πλαίσιο αναφοράς. Με δυο λόγια:
ξεκινούν από τον κολοφώνα του βιβλίου – από ένα σύντομο κείμενο στο τέλος του
βιβλίου, όπου παρατίθενται συνήθως με κεφαλαία γράμματα και με κάθε βραχύτητα
στοιχεία σχετικά με τη δημιουργία του.
Τέτοια
στοιχεία είναι ο τίτλος του βιβλίου, το ονοματεπώνυμο του συγγραφέα ή/και του
μεταφραστή του, καθώς και τα ονοματεπώνυμα αυτών που έκαναν τη σελιδοποίηση και
τις διορθώσεις των τυπογραφικών δοκιμίων. Έπονται πληροφορίες σχετικά με το πότε
(μήνας και έτος) εκδόθηκε το βιβλίο, σε ποιο τυπογραφείο και σε ποιο είδος
χαρτιού (και με ιδιαίτερη αναφορά στο βάρος του), και για λογαριασμό ποιου
εκδοτικού οίκου τυπώθηκε. Στο τέλος του σύντομου κειμένου αναφέρονται τα
ονόματα του βιβλιοδέτη και του γενικού επιμελητή της έκδοσης. Αν ο εκδότης το
κρίνει απαραίτητο, παρατίθενται σε διακριτή θέση παρακάτω και με πεζά γράμματα
ο αύξων αριθμός εκδόσεως του βιβλίου στο πρόγραμμα του εκδοτικού οίκου καθώς
και ο κωδικός αριθμός που έχει λάβει στον κατάλογό του.
Ο
κολοφώνας έχει μακρά ιστορία που πάει πίσω ίσαμε τα μέσα του 15ου αιώνα. Έως
και πρόσφατα μάλιστα αποτελούσε απαράγραπτο συστατικό στοιχείο του βιβλίου:
παρά τη βραχύτητά του μπορούμε να του απονείμουμε τον τιμητικό τίτλο ότι είναι
ο ληξίαρχος ή και ο βιογράφος του. Επίσης θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε
ως αποθήκη πληροφοριών σχετικά με το τί και το πώς του αντικειμένου που κρατάμε
στα χέρια μας, του «βιβλίου»: δημιουργοί, χρόνος, τόπος και μέσα καταδηλώνονται
στις (κατά συντριπτικό κανόνα) κεφαλαιογράμματες αράδες του. Σήμερα σπανίως
βλέπουμε πια κολοφώνες στα βιβλία. Τα στοιχεία, που απαιτούνται για να αρτιωθεί
ο κολοφώνας, έχουν μεταφερθεί στη σελίδα 4 του βιβλίου, στη λεγόμενη
«ταυτότητα».
Αυτή
η αλλαγή, ωστόσο, έχει επιφέρει και αλλαγές στην εμφάνιση των λίγων κολοφώνων
του σήμερα, σε σημείο τέτοιο δε που μπορούμε να μιλήσουμε για ανακαίνιση και
εμπλουτισμό του είδους. Τις περισσότερες φορές στον κολοφώνα προστίθεται κάποιο
εικαστικό στοιχείο: γραμμικό σχέδιο, χαρακτικό, πίνακας, φωτογραφία. Δεν
πρόκειται απλώς για κάτι σαν συνοδευτικό «σχόλιο». Το όλον ορίζει ένα οπτικό
ενέργημα που καθιστά τον κολοφώνα όντως και αναντιρρήτως εικαστικό κατόρθωμα:
γράμματα και γραμμές και χρώματα συνθέτουν πίνακα. Ας μην ξεχνάμε ότι στα
ελληνικά η λέξη «πίνακας» σημαίνει τόσο τον «κατάλογο» όσο και το ζωγραφικό
έργο: αυτό ακριβώς έχουμε στον κολοφώνα.
Ο
κολοφώνας συνιστά πραγματικά έργο τέχνης. Σηματοδοτεί το τέλος μιας διαδικασίας
και το ύψος της, όπως σημαίνει και το πέρασμα από το ιδεϊκό μέρος του βιβλίου και
την τυπογραφική αποτύπωσή του με μελάνια στο χαρτί σε μιαν άλλη ουσία: στο
υλικό αντικείμενο, που αν θεωρηθεί ως εικαστικό έργο, άφοβα μπορούμε να πούμε
ότι ο κολοφώνας είναι η τελευταία πινελιά του καλλιτέχνη, του μάστορα που
παράγει το βιβλίο.
Στον
κολοφώνα ως συμπαγές τεμάχιο λόγου αναδεικνύεται και μια συμβιωτική σχέση: οι
δεξιοτέχνες δημιουργοί του βιβλίου, αφού έχουν λειτουργήσει ως μέλη «μουσικού»
συγκροτήματος (η εντός των εισαγωγικών λέξη ας διαβαστεί, παρακαλώ, με αναφορά
πρωτίστως στις Μούσες) και αφού έχουν ήδη παραγάγει το καλλιτεχνικό τους
πόνημα, συγκεντρώνονται σε διακριτό μέρος, στον οίκο του βιβλίο, και δη στο
λίβινγκ ρουμ του σχετικού οικήματος, για να σημάνουν συνοπτικά με την εκεί
παρουσία τους το συνεργατικό/συμβιωτικό πνεύμα που έφερε στον κόσμο το
συγκεκριμένο βιβλίο. Κατόπιν τούτου θα μπορούσαμε να περιγράψουμε τον κολοφώνα
όχι μόνο ως κρυφό συλλογικό καλλιτέχνη, αλλά και ως οιωνό καλών πραγμάτων που
χρησιμοποιώντας μελάνια ευαγγελίζεται με γράμματα και λέξεις, με σχήματα και
σχέδια προϊόντα λόγου υψηλά. Των πραγμάτων αυτών ο λόγος είναι φως δημιουργικό
και απεικαζόμενο – στον κολοφώνα!
Ο
κολοφώνας «μπαίνει» και πρέπει να «μπαίνει»» στο τέλος, επειδή είναι τέλος,
δηλαδή και τέρμα και σκοπός. Και ο σκοπός χρειάζεται να υπάρχει πάντοτε. Κάτι
που δεν έχει σκοπό είναι όντως άσκοπο, αχρείαστο, άχρηστο. Ο καλός αναγνώστης
των βιβλίων (αυτός, δηλαδή, που τρέφει ευγενείς σκοπούς, επειδή εκτός από το
περιεχόμενο του βιβλίου ενδιαφέρεται και για την αισθητική τής μορφής του, για
να συνδυάσει διαλεκτικά το τί με το πώς) ξεκινάει πάντα από το δίσημο τέλος για
να απολαύσει την ανάγνωσή του σαν να είναι καλό κρασί. Δεν έχει σημασία το
είδος των συνυφαινομένων (γι’ αυτό και δεν χρειάζεται να κολλήσουμε στη
φιλολογική τάξη του παραδείγματος), αλλά κάτι τέτοιο λέει στους Νόμους του ο
Πλάτων δια στόματος Αθηναίου: Ἐπὶ τοίνυν
τῇ τῆς μέθης χρείᾳ τὸν κολοφῶνα πρῶτον ἐπιθῶμεν, εἰ καὶ σφῷν συνδοκεῖ.
Αναλογικώς ισχύει αυτό και για τα βιβλία, και μάλιστα ισχύει άριστα, αφού και
αυτά (δια του λόγου που αρθρώνουν) αποσκοπούν στο να μεθύσουν με γνώσεις τους
αναγνώστες τους.
Ευχαριστούμε
από καρδιάς τον αρχιμάστορα Γιάννη Μαμάη για τη μοναδική του προσφορά στην
τέχνη του Γουτεμβέργιου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου