VICENTE
ALEIXANDRE
ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ
Αν
κοιτάξω τα μάτια σου,
αν
στα μάτια σου φέρω πιο κοντά τα δικά μου,
ω,
πώς διαβάζω ν’ απεικάζεται εντός τους όλη της μοναξιάς μου η σκέψη!
Αχ,
άγνωστη ερωμένη μου που κάθε μέρα σε κρατώ σφιχτά στην αγκαλιά μου.
Πόσο
απαλά φιλάω και πόσο αργά, πολύ αργά, μα και κρυφά
στο
δέρμα σου το αχνό εκείνο σύνορο που σε χωρίζει από εμένα.
Όμορφο
δέρμα, θερμό, εκείνη τη στιγμή γλυκό, αδιόρατα κλεισμένο
με
την υφή του την πολύ απαλή και με το χρώμα, με της εκλεκτής μανόλιας την
επίδειξη.
Το
ίδιο του το άρωμα μοιάζει να μου λέει: «Δικό σου είμαι, έχω στο πλάσμα που
λατρεύω εγώ παραδοθεί
σαν
φύλλο πανάλαφρο, ελάχιστα ανθεκτικό – άρωμα ακέραιο όντας, πλήρες, κάτω από τα δροσερά
σου τα χείλη».
Αλλά
όχι. Φιλώ εγώ το δέρμα σου, λεπτό, περίλεπτο, λεπτότατο, σχεδόν εξωπραγματικό
κάτω από την επαφή του στόματός μου,
και
σε νιώθω από την άλλη πλευρά, ακατανόητη, απίθανη, απαρνημένη,
πίσω
απ’ τα πολύτιμά σου σύνορα, πίσω από το μαγικό απαραβίαστο δέρμα σου,
νιώθω
να με χωρίζει η λεπτή σου επιφάνεια, η βαριά μανόλια σου,
κορμί
νιώθω κλεισμένο ανεπαισθήτως σε μιαν ευωδιά
που
με τρελαίνει από μακριά και που, με επιμέλεια και με αυστηρότητα καλά τυλιγμένη,
σε
χωρίζει σαν θεά από μένα, κι ας είσαι κάτω από τα θνητά μου χείλη.
Άφηνέ
με τότε, όποτε είναι, να περπατώ με το φιλί μου πέρα-δώθε στη μυστική φυλακή
της ζωής μου,
ω
δέρμα χλωμό και αρωματικό, ω άνθος όλο σάρκα, ω κλαδί ή άρωμα,
τρυφερό
γαρύφαλλο που όλο με αποδιώχνει απαλά,
(κι
ενώ εγώ κλείνω τα μάτια μου) το απόγευμα που σβήνει,
και
μένω μεθυσμένος απ’ τις απόμακρεςς, τις άφταστές σου οσμές, όντας
ο
απόλυτος κύριος ολόκληρου αυτού του πέταλου που η ουσία σου μου αρνείται.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου