Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2024

Ο ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΤΟΥ ΣΚΟΤΟΥΣ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

Ο ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΤΟΥ ΣΚΟΤΟΥΣ

 

Με τα γαλάζια σου μάτια με κοιτάζεις εσύ

που από την άβυσσο εγεννήθηκες.

Κόμη έχεις νυχτερινή και βοστρυχώδη, και με κοιτάζεις,

ουρανέ μου παγωμένε και απαστράπτοντα που σε λατρεύω.

Κάτω απ’ το χιονισμένο σου μέτωπο

δύο σκληρές αψίδες απειλούν τη ζωή μου.

Μη με κεραυνοβολείς, μαλάκωσε, ω αγαπημένε, μαλάκωσε και τραγούδα.

Γεννήθηκες από μια μισάνοιχτη άβυσσο

μες στη νυχτερινή αγρυπνία του μοναχικού μου τρόμου.

Αχνός αβυσσαλέος σ’ έφτιαξε, σε σχημάτισε, σ’ έκανε πλάσμα πανέμορφο.

Σαν φυτό εφάνηκες που ακόμα λάμπει απ’ τον γυμνό του βράχο,

και από υπόγειες διαδρομές με εκόμισες στον κόσμο,

στην ουράνια κόλαση, ω του σκότους αρχάγγελε.

 

Το σώμα σου αντηχούσε από μακριά, απ’ του ορίζοντα την άκρη –

ατμώδης θάλασσα πυκνή σε τέρματα εκθαμβωτικά,

χείλη θανάτου και ολόγυρά μου όλο νυχτόβια πουλιά

που έκρωζαν τον πόθο τους με φτερά γεμάτα κόλλα.

 

Το αγέρωχο μέτωπό σου ακουμπούσε αστέρια

που δυστυχώς έσβηναν ασταμάτητα χωρίς ζωή,

και στα μεταλλικά, τα λεία και σκληρά ύψη τα μάτια σου

ήσαν οι φωστήρες κάποιου κατάδικου ουρανού.

 

Ανάσαινες χωρίς αέρα, στο στήθος μου όμως κάποιος σύστοιχος παλμός

έδινε αδιακόπως φτερούγες ζοφερές.

Ω, όχι, μη μ’ ακουμπάτε, αύρες ψυχρές,

ούτε κι εσείς απόμακρα χείλη, μεμβρανώδη πρελούδια

κάποιου έρωτα, κάποιου ίσκιου, κάποιου φιλημένου θανάτου.

 

Το επόμενο πρωί κάτι ξημέρωσε,

κάτι που διακρινόταν μόλις πίσω απ’ το γαλάζιο βουνό, κάτι ελαφρύ,

μπορεί ψευδαίσθηση, μπορεί και αυγή (ω πρωινή επιθυμία!),

μπορεί όμως και το αθώο πεπρωμένο μου φερμένο στο φως της μέρας.

 

Ωστόσο η νύχτα έπεσε βαριά στο τέλος.

Ω χείλη θολωμένα, ω φλεγόμενη σπλήνα,

ω θώρακα που εστάθηκες ορθός και με φωτιές εν γένει κατάσπαρτος,

κορμί που εσκλήρυνες με τόσα ερεβώδη φώτα, σθεναρά,

κι έκανες την κεφαλή ένα με τους ουρανούς τούς παγωμένους.

 

Γι’ αυτό και σε κοιτάζω εγώ. Γιατί ηγεμονεύει η νύχτα.

Γυμνέ άγγελε κάποιου νεκρού φωτός, αφέντη μου.

Γι’ αυτό κοιτώ το μέτωπό σου, όπου δύο αψίδες απαθείς

τη ζωή μου κυβερνούν σ’ έναν κόσμο από παντού μουντό και σβησμένον.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου