Πέμπτη 13 Αυγούστου 2009
ΩΣΟΤΟΥ ΦΤΑΣΟΥΝ ΟΙ ΚΟΚΚΙΝΟΙ
Γ. ΤΡΙΑΝΤΟΣ
ΕΜΠΝΕΥΣΗ ΑΠ’ ΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ
Εδώ όσο είμαι ξαπλωμένος στο βαπόρι
με τον καλό καιρό, την όμορφη λιακάδα,
μπορώ να κάνω στίχους πάλι για μια κόρη
όπως τη θέλω ή και για μέρη που δεν τά ’δα.
Μα εγώ θα γράψω γι’ άλλο, αρέσει δεν αρέσει:
για δυό μικρά και μια γυναίκα φουκαριάρα
που τους εβρήκα, θέμα απείραχτο, στη μέση
του δρόμου να δειπνούν, σιμά σε κάτι κάρα.
Δώθε απ’ τα μεγάλα που ξεφώνιζαν καράβια,
μες στους χαμάληδες που διάβαιναν δρομαία,
αυτά πεσμένα με τα μούτρα σαν κουτάβια
έτρωγαν πεπονόφλουδες στην προκυμαία.
Μιά υπαίθρια φαμίλια με τόσο ντόπιο χρώμα!
Η όψη η στεγνή κεινής φαινόταν καπνισμένη,
και τα παιδιά της είχαν τέτοια λέρα, τέτοια βρώμα,
που κάλλιο εκεί στα ρούχα και στα πόδια τους ας μένει.
Αφού για να τα πάρει στον παραδεισό του
δεν βρίσκουν καταδεχτικό Θεό στα ουράνια,
φύλαξ’ τα εσύ, θροφή του δρόμου, ωσότου
φτάσουν οι Κόκκινοι, να γλύτωνε κι η όρφάνια!
Δημοσιεύθηκε στο αθηναϊκό περιοδικό «Νέα Επιθεώρηση», περίοδος Β΄, αριθμ. 10 (25), Μάρτης-Απρίλης 1934, σελ. 321.
Ετικέτες
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ,
ΤΡΙΑΝΤΟΣ (Γ.)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
καλώς ήρθες σύγαυρε!
ΑπάντησηΔιαγραφή@ καλώδιο: Νά 'σαι καλά και εσύ!
ΑπάντησηΔιαγραφή