LUIS
ÁLVAREZ PIÑER
ΧΕΡΙΑ
Χέρια
να κοιμάσαι και ποιός να ξέρει ίσαμε πού
αν
η έρημος χτυπηθεί απ’ τη λήθη
και
ο καθένας μας είναι πλέον αντίλαλος αλλά χωρίς καν τοίχους
Τουρίστες
άρρωστοι από θλίψη βαριά και τύψεις
μηχανές
που ζεσταίνουν όνειρα χεριών στο άγαλμα
Εδώ
βρίσκεται το παλιομοδίτικο αηδόνι
και
το φρεσκοσιδερωμένο φεγγάρι για το στήθος της κοπέλας
και
η μπλοκαρισμένη άνοιξη
για
κείνους τους Φαραώ και για τούτους τους Κενταύρους
που
αρθρώνονται όποτε έχουμε πονοκέφαλο
από
υπέρβαση πολιτισμού
Εδώ
οι φλέβες προσέρχονται εν σώματι όλες στο κάλεσμα
να
μαζέψουν τα δίχτυα τους επάνω στον λόφο
Και
είναι πάλι ο κόσμος σαν λαιμός που θα τραγουδήσει
το
παιδαγωγικό κύμα των παιδιών
και
το χέρι που κοιμάται στη μηχανή ή τη σάρκα με τον βολικό της ύπνο
Αόριστος
αντικατοπτρισμός καλεσμένος όσων τυφλών ματιών
έχουν
γεμίσει δέντρα δίπλα στον περίβολο της μνήμης
σκοτίζει
τώρα κι ενοχλεί χωρίς τύψεις το αηδόνι
που
επιμένει να μένει στης φτωχογειτονιάς την πόρτα
Σας
το λέω με τη φωνή μου γεμάτη αστέρια
με
τον λαιμό που απόχτησα ονομάζοντας τον Θεό ισχυρό στην έρημο
και
με τους ήλιους υποχρεωμένους ν’ αγοράζουν τη θλίψη των πόλεων
Η
νυχτερινή τήξη των πάγων θα εισβάλει στις λεωφόρους
με
νέο αίμα που θα στάζει απ’ τα τελευταία μας χέρια
χέρια
να κοιμάσαι και ποιός να ξέρει ίσαμε πού
τα
χέρια μας που κοιμούνται σαν μεγάλος χάρτης σιωπηλός
και
στα δύο ημισφαίριά του
ή
σαν ορμίσκος αξιολάτρευτος
Αλλά
και με τα μάτια του να του τά ’χει χτυπήσει η ιστορία
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου