VICENTE ALEIXANDRE
ΣΥΜΦΩΝΙΚΗ
ΝΥΧΤΑ
Λυπημένα
γάντια η μουσική φοράει,
ένα
σχεδόν διάφανο πέπλο στην όψη της,
ή,
κάτι φορές, όταν είναι η μελωδία θερμή,
μπερδεύεται
στη ζώνη αγκομαχώντας σαν καλούπι σιδερένιο.
Ίσως
γυρεύει ένα καλούπι να βάλει την καρδιά στη γλώσσα,
να
δώσει στ’ όνειρο μια κάποια γαλάζια γεύση,
το
πρόπλασμα να φτιάξει ενός χεριού που τυλίγει επακριβώς τη μέση
και,
αν χρειαστεί, μάς τεμαχίζει σαν τίποτα αδύναμα σκουλήκια.
Τα
κεφάλια θα έπεφταν επάνω στη δονούμενη χλόη,
εκεί
όπου η γλώσσα σταματάει σε μια γλυκιά γεύση βιολιών,
εκεί
όπου έρχεται ο κέδρος ο αρωματικός και τραγουδάει
σαν
άλλη αιώνια κόμη.
Τα
στήθη στο χώμα έχουν σχήμα άρπας,
μα
πόσο βουβά τότε κρύβουν το φιλί τους,
εκείνο
το νερένιο άρπισμα που κάνουν τα χείλη
όταν
πλησιάζουν το ποτάμι ενόσω τραγουδούν οι λύρες.
Εκείνη
η οικεία διεκπεραίωσή μας απέναντι,
των
χεριών η συντομότατη κλίμακα στης ροής την ώρα:
τί
βαρύτητα έχει, όταν τα μετακάρπια έχουν ήδη χωριστεί,
αφού
άφησαν το αίμα τους σαν νότα χλιαρή να τρέξει, να χαθεί…
Τότε
κυκλοφορούν ακόμα στους λαιμούς γλυκές μελωδίες,
υπάρχει
μια κραυγή από βιόλες και αστέρια
και
ένα φεγγάρι χωρίς άκρη, με το τόξο του σπασμένο,
στέλνει
σιωπηλά τα φώτα του χωρίς ξυλεία.
Πόσο
θλιβερό ένα κορμί διαλυμένο τη νύχτα, τί σιωπή,
πόσο
μακρινό το μουγκρητό κάτι ανήκουστων φθόγγων,
τί
φούγκα από λευκά σαν το κόκαλο φλάουτα,
όταν
απομακρύνεται το στρογγυλό φεγγάρι χωρίς αφτιά ν’ ακούνε.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου