ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
(1924-2008)
ΤΟ ΣΑΚΙ
Ήμουν παιδί ακόμη δεν τους καλοθυμάμαι.
Μπήκανε στο χωριό μου ένα πρωί
μα δε σταθήκανε. Περάσανε
αργά πάνω στο χιόνι. Τα γένια τους
ανάμεσα στα σύννεφα και τις κοτρόνες
καθώς τους χώνευε το βουνό.
Μονάχα ο τελευταίος δε φεύγει απ’ το μυαλό μου.
Κράτα το άλογο, μου είπε
και βάζοντας το σκούφο του στην αμασχάλη
έσκυψε στο νερό να πιει
και τό ’να μάτι του με κοίταζε απ’ το πλάι.
Κοίταζε τα κουρέλια μου
τα πόδια μου μες στις λινάτσες
τις ξόβεργες στα ξυλιασμένα χέρια μου
και πώς του χαμογέλαγα
κρατώντας τ’ άλογο με περηφάνια.
Το ίδιο εκείνο μάτι με κοίταζε τον άλλο χρόνο
αχνό βασιλεμένο
όταν αδειάσαν ματωμένο το σακί
και κύλησαν στη μέση της πλατείας
κομμένα τα κεφάλια τους.
Ήταν ο χρόνος που κατέβηκα στην πόλη
και πούλαγα τσιγάρα σε δρόμους και πλατείες.
Από το βιβλίο: Γιώργης
Παυλόπουλος, «Ποιήματα 1943-1997», Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2001, σελ. 63.
Συγκλονιστικό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌσες φορές και να το διαβάσω, αυτό το ποίημα κάθε φορά γίνεται ένας κόμπος στο λαιμό μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα!
ΑΓΓΕΛΙΚΗ
@ Α.ΣΤΕΓΟΣ: Καλημέρα στον φίλο μου.
ΑπάντησηΔιαγραφή@ ΑΓΓΕΛΙΚΗ: Γειά σου, Αγγελική.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌντως συγκλονιστικό
ΑπάντησηΔιαγραφή@ kkai-Lee: Γιά όσους προσποιούνται ότι "δεν έγινε δα και τίποτα". Χαίρε.
ΑπάντησηΔιαγραφή