Τρίτη 19 Μαΐου 2009

ΑΛΟΓΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ


ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ


ΠΙΚΑΣΣΟ


              εις Παύλον Πικασσό


ο ταυρομάχος τώρα πλέον ζει στην Ελασσόνα
εις τη λιθόστρωτη πλατεία κάτω απ’ τα πλατάνια
κι ο καφφετζής αέναα πηγαινοέρχεται κι ανανεώνει
τον καφφέ στο φλυτζάνι και τον καπνό στον αργελέ του ταυρομάχου
ώς ότου να περάσουνε νοσταλγικά
της μέρας οι ώρες
και συναχτούν πουλιών μυριάδες
μέσ’ στις πυκνές τις φυλλωσιές των πλατανιώνε
όπου σημαίνει πως ο ήλιος δύει

τότε οι συνωμότες ένας ένας γλυστράνε στο σοκάκι
σιωπηλά ως πέφτει η νύχτα και βοηθά τους
απαρατήρητοι να συναχτούν κι αυτοί σαν
τα πουλιά
εκεί που θέλουν
και δακρυά βαρειά κυλούν από τα δόλια τους τα μάτια

και η μητέρα όπου ζητεί ν’ αναχαιτίση τους φασίστες
μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο κει που σιγομιλούν οι συνωμότες
και κρέμονται απ’ το ταβάνι πιπεριές για να στεγνώνουν
με τα ροζιάρικα τα χέρια που τα κοσμούν ροδάρια
βγάζει της λάμπας το γυαλί και την ανάφτει
και τα ροζιάρικα πάλιτα χέρια που τα λερώσαν τα πετρέλαια
ήσυχα ήσυχα τα σφουγγίζει στην ποδιά της

και καθώς είπαμε ότι ποθεί ν’ αναχαιτίση τους φονιάδες
παίρν’ η γριά τη λάμπα απ’ το τραπέζι
κι ανοίγει το παράθυρο με βιάση
κι όξω τεντώνει
―μέσ’ στη νύχτα―
τη χερούκλα που κρατά τη λάμπα

γριά μάνα! της φωνάζουν
πού την πας τη λάμπα;
όμως μέσ’ στα χωράφια της Αβίλας δες σαλέψαν
ύποπτες σκιές μ’ αυτόματα στην αμασκάλη
κι ως από μακρυά εφάνταζε σαν άστρο
το φως που είχε βγαλθή στο παραθύρι
άρχισαν λίγο λίγο ν’ αντηχούν κιθάρες

κι οι γύφτισσες επιάσαν να χορεύουν
με τις ωραίες λαγόνες και τα πολύχρωμα ανεμιζούμενα πλατειά φουστάνια
ενώ απ’ τα θερμά βαμμένα στόματά τους ίδια κραυγές πόνου
εξέφευγαν του τραγουδιού τα λόγια:
«θα σου πω τη μοναξιά μου με το Soleares»

κι οι majos λυσσάγαν πάνω στις κιθάρες
και τα φασιστικά καθάρματα πολυβολούσανε τα πλήθη
κι αυτές με τα μεταξωτά γοβάκια τους
―με τα ψηλά τακούνια―
χάμω ―πάνω στο καρντερίμι― τσαλαπατούσαν την καρδιά μου

τότες εγίνηκε «που να σου φύγη το καφάσι»
σαν ένας ταύρος κοκκινότριχος πετάχτηκε στη μέση
φλόγες καθώς του βγαίνανε απ’ τα ρουθούνια
κι οι μπαντερίλλιες τού βελόνιαζαν οδυνηρά το σβέρκο και την πλάτη

κι άρχισε δω και κει να κουτουλάη
να ξεκοιλιάζη
να λιανίζη σάρκες με τα κέρατά του
ψηλά στον αέρα να τινάζη
όσους χτυπούσε
και να σωριάζωνται βουνό κουφάρια ένα γύρο
αλόγων άνθρωπων
μέσ’ σε ποτάμια αίμα

(το σβέρκο και τη ράχη του οδυνηρά ΚΟΣΜΟΥΣΑΝ μπαντερίλλιες)

κι οι κόρες με τους ωραίους μαστούς ανάσκελα εξαπλωθήκαν χάμω
και μέσ’ στα ωραία μάτια τους δύανε
κι ανατέλλαν
ήλιοι



Από το βιβλίο: Νίκος Εγγονόπουλος, «Στην κοιλάδα με τους ροδώνες», Ίκαρος, Αθήνα 1978.

5 σχόλια:

  1. Τώρα που χρειαζόταν να βάλεις κάποια από τις λόγιες φίλες σου, μας βάζεις πίνακες! ΅Ελπίζω στον '"Εμπειρίκο'' , όταν βάλεις, να επανέλθεις στην τάξη που προσπαθει να σε εκτρέψει η κοινή μας φίλη κ. Γκουγκλ.
    Με την άδεια σου να αναρτήσω την ανάρτησή σου στο δικό μου μπλογκ
    Α/τριφυλλης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. @ A/τριφύλλης: Να αναρτάς ό,τι θέλεις χωρίς την άδειά μου. Θα φροντίσω να αποκαταστήσω την διασαλευθείσα τάξη, αλλά σπεύδω να εξηγήσω ότι οι λόγιες κυρίες δεν είναι φίλες μου, αλλά ακριβώς ειπείν φίλες του ιστολογίου. Χαίρε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Κρίμα. Γιατί σένα δηλαδή!
    Ο.Κ. θα αναρτώ και ενδεχομένως αν το θες να μπεις στην ''ομάδα'' μας.
    Α.Τ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. @ Α.Τ.¨Σου έχω σπέσιαλ Εμπειρίκο για αύριο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. @ Α.Τ.: Πέρνα από το ΕΡΥΘΡΟΛΕΥΚΟ ΜΕΤΕΡΙΖΙ -μολονότι Τριφύλλης!- να δεις τις λόγιες φίλες του εκεί ιστολογίου, που μεταγράφηκαν στον Θρύλο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή