Κυριακή 23 Ιουνίου 2024

ΘΛΙΜΜΕΝΗ ΜΠΑΛΑΝΤΑ

 


FEDERICO GARCIA LORCA

 

ΘΛΙΜΜΕΝΗ ΜΠΑΛΑΝΤΑ

(ποιηματάκι)

 

Αχ, πεταλούδα είν’ η καρδιά μου – πεταλούδα,

ω εσείς καλά των λιβαδιών παιδάκια!

Μα την ετσάκωσε του χρόνου η γκρίζα αράχνη –

και να! με της απογοήτευσης της γύρη

έχει ξεμείνει τώρα τη μοιραία.

 

Από παιδάκι τραγουδούσα σαν κι εσάς κι εγώ,

ω εσείς καλά των λιβαδιών παιδάκια!

Και το ξεφτέρι μου τ’ αμόλαγα ψηλά να φτάσει

με τα γατήσια τρομερά γαμψώνυχά του.

 

Από της Καρθαγένης διάβαινα τους κήπους

το σταυροβότανο έχοντας μονίμως στο μυαλό μου·

το τυχερό μου το ’χασα το δαχτυλίδι

περνώντας κάποιο εκεί φανταστικό ρυάκι.

 

Υπήρξα επίσης καβαλάρης

στις δροσερές εσπέρες του Μαΐου.

Εκείνη τότε μού- ηταν αίνιγμα ανεξήγητο· ήταν

γαλάζιο αστέρι στο ανέγγιχτό μου στήθος.

Καβάλα ετράβαγα σιγά-σιγά στα ουράνια.

Μια Κυριακή ήτανε, μια Κυριακή όλο τριφύλλι.

Και είδα πως αντί γαρύφαλλα και ρόδα

με τα χεράκια της κρινάκια χάλαγε η καλή μου.

 

Στιγμή δεν είπε η ανησυχία μου να ησυχάσει,

ω εσείς καλά των λιβαδιών παιδάκια!

Ένα «Εκείνη» εγώ σε μια μπαλάντα άκουγα

κι εβούλιαζα σε ξέφωτα βαθιά και ονειρεμένα:

Ποιά θα μαζέψει τα γαρύφαλλα;

Ποιά του Μαγιού τα ρόδα;

Γιατί θε ναν τη δούνε μόνο τα παιδιά

στη ράχη επάνω του Πηγάσου;

Και θά ’ναι αλήθεια η ίδια εκείνη που αίφνης

εμείς στη θλίψη βουτηγμένοι λέμε

αστέρι τ’ όνομά της, ικετεύοντάς την

στους κάμπους για χορό να κατεβεί; – στους κάμπους…

 

Στον παιδικό μου Απρίλη τραγουδούσα, κι έλεγα

ω εσείς καλά των λιβαδιών παιδάκια!

για τη γυναίκα την ανεξιχνίαστη εκείνη

που με τον Πήγασο πετούσε στις μπαλάντες.

Τις νύχτες έλεγα τη θλίψη

του αγνοημένου έρωτά μου

και το φεγγάρι το πλατύ χαμογελούσε

με των χειλιών της το χαμόγελο όλο!

Ποιά θα μαζέψει τα γαρύφαλλα;

Ποιά του Μαγιού τα ρόδα;

 

Κι εκείνη εκεί η πανέμορφη μικρούλα

που η μάνα της επήγε και την πάντρεψε,

σε ποιά κρυφή γωνιά στο κοιμητήριο

κοιμάται τώρα; – μαζί με την κακή της τύχη…

 

Εγώ, ολομόναχος με τον αγνοημένο

τον έρωτά μου, δίχως καν καρδιά και δίχως θρήνο,

την σκέπη του πανύψηλου ουρανού κοιτάζω

και για ραβδί μου και πυξίδα έχω τον ήλιο μόνο.

 

Τί  θλίψη ασήκωτη έχω μέσα στο σκοτάδι,

ω εσείς καλά των λιβαδιών παιδάκια!

Μα τί γλυκά θυμάται πια η καρδιά μου

τις μέρες κείνες που ’ναι τόσο πίσω;!...

Ποιά θα μαζέψει τα γαρύφαλλα

Ποιά του Μαγιού τα ρόδα;

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου