Τετάρτη 3 Ιουλίου 2024

ΩΔΗ ΣΤΗ ΓΥΜΝΗ ΚΑΛΛΟΝΗ

 


PABLO NERUDA

 

ΩΔΗ ΣΤΗ ΓΥΜΝΗ ΚΑΛΛΟΝΗ

 

Με πάναγνη καρδιά, με μάτια

πεντακάθαρα,

σε δοξάζω, καλλονή,

συγκρατώντας το αίμα μου

μην τιναχτεί κι ακολουθήσει

τη γραμμή σου, το περίγραμμά σου,

για να μπορέσεις να πλαγιάσεις

στην ωδή μου

σαν νά ’σαι εδώ σε δασωμένα ή αφρισμένα χώματα,

σε χθόνια αρώματα

ή σε κάποια μουσική θαλάσσια.

 

Ωραία καλλονή,

τα πόδια σου, τοξωμένα

από κάποιο πανάρχαιο χτύπημα

είτε ανέμου είτε ήχου

μοιάζουν

στ’ αφτιά σου,

σε τούτους τους μικρούς κοχλίες

της αμερικανικής ολόλαμπρης θάλασσας.

Το ίδιο και τα στήθη σου,

οι δύο παράλληλες πλησμονές, έτσι όπως βρίθουν

από της ζωής τα φώτα.

Το ίδιο

και τα σταρένια σου φρύδια

που πετούν και

είτε καλύπτουν

είτε αποκαλύπτουν

δύο μύχιες χώρες βουλιαγμένες στα μάτια σου.

 

Η γραμμή που χωρίζει

τη ράχη σου

σε ωχρές περιοχές

τη μια χάνεται την άλλη αναφαίνεται

σε δύο λεία ημίση μήλων

και συνεχίζει να διαιρεί την ομορφιά σου

σε δύο στήλες

καμένου χρυσού ή λεπτού αλαβάστρου,

για να χαθεί κάποια στιγμή στα πόδια σου

όπως σε δύο σταφυλόρωγες,

απ’ όπου πάλι ανάβει και ορθώνεται

το διπλό της συμμετρίας σου δέντρο,

φωτιά ανθισμένη, κηροπήγιο ανοιγμένο σαν ρόδι,

καρπός σφιχτός και πομπώδης που ορθώνεται

πάνω στο συμβόλαιο που έχουν

η θάλασσα και η γη

υπογράψει.

 

Το κορμί σου από ποιά ύλη, από ποιόν αχάτη

από ποιό χαλαζία από ποιό στάρι

έχει πλαστεί και φούσκωσε

όπως φουσκώνει το ψωμί

στην ανεβασμένη τη θερμοκρασία

και πώς εσήμανε λόφους

και πεδιάδες

και κοιλάδες με μόνο ένα πέταλο, μια πολυποίκιλη

απαλότητα στο πιο βαθύ βελούδο περασμένη,

ίσαμε να βρεθεί σχηματισμένη

η λεπτή και σταθερή γυναικεία μορφή;

 

Δεν είναι μόνο φως που πέφτει

επάνω στον κόσμο

ό,τι απλώνει το κορμί σου εσένα

στην ασφυξία του χιονιού σου,

αλλά είναι και η καθαρότητά σου

που σκορπίζεται λες κι έχεις αρπάξει

εντός σου πυρκαγιά.

 

Κάτω από το δέρμα σου ζεί το φεγγάρι.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Δευτέρα 1 Ιουλίου 2024

ΡΟΜΑΝΤΖΑ ΤΟΥ ΔΟΝ ΒΟΫΣΟ

 


FEDERICO GARCÍA LORCA

 

ΡΟΜΑΝΤΖΑ ΤΟΥ ΔΟΝ ΒΟΫΣΟ

(Λαϊκά τραγούδια)

 

Τραβά-πηγαίνει ο δον Βοΰσο

πρωί-πρωί με τη δροσούλα

στα μαυριτάνικα τα μέρη

μι’ αγάπη νά ’βρει… και τη βρίσκει.

 

Τα ρούχα πού ’πλενε τη βρίσκει

σ’ ολόδροσης πηγής νεράκια.

Εδώ τί θες εσύ, μαυρούλα

και της Οβριάς η θυγατέρα;

Για δες, διψάει τ’ άλογό μου·

να πιεί άσ’ το δροσερό νεράκι.

Και τ’ άτι και τον καβαλάρη

κακό να τους εβρεί και ψόφος,

κι εγώ δεν είμαι μαυριτάνα,

μα μήτε και Οβριοπούλα τάχα.

Χριστιανή είμαι βαφτισμένη,

κι αιχμάλωτη μ’ έχουν δω κάτω.

Χριστιανή πιστή αν ήσουν,

αμέσως θα σε παντρευόμουν,

θα σ’ είχα μέσα στα μετάξια,

στα πλούτη πάντα τυλιγμένη.

Μα έτσι κι είσαι μαυριτάνα,

δεν θέλω ούτε να σ’ αγγίξω.

 

Την ανεβάζει στ’ άλογό του

και περιμένει να μιλήσει.

Εφτά είχαν κάμει λεύγες δρόμο

κι η κορασιά δεν είπε λέξη.

Αλλά περνώντας απ’ τον κάμπο,

με τις ελιές τις πράσινές του,

σ’ εκείνα τότε τα λιοστάσια

καυτά της τρέχανε τα δάκρυα.

Λιοστάσια μου, αχ, ελιές και κάμποι,

λιοστάσια, κάμποι της ζωής μου!

 

Ο ρήγας που ’ταν κύρης μου, όταν

ελίτσες φύτεψε δω πέρα,

εγώ τις πότιζα, όχι άλλος·

η μάνα μου, βασίλισσα όντας,

εκένταε βαριά βελούδα·

κι ο αδερφός μου, ο δον Βοΰσο,

στους ταύρους είχε τη δουλειά του.

Και πώς το λένε τ’ όνομά σου;

Ροδούλα με φωνάζαν όλοι,

εγώ έτσι είμαι βαφτισμένη,

γιατί σαν εγεννήθηκα είχα

στο στήθος ρόδο καρφωμένο.

 

Λοιπόν, μ’ αυτά που λές, που μού ’πες

δεν είσαι άλλη – η αδερφή μου είσαι.

Κι η μάνα μας γι’ αυτό θ’ ανοίξει…

τις πόρτες της χαράς θ’ ανοίξει.

Κι αντί εγώ ναν της φέρω νύφη,

την κόρη της τής φέρνω πίσω.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ

 






ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ