Δευτέρα 24 Ιουνίου 2024

ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 


FEDERICO GARCÍA LORCA

 

ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 

Σε τούτο το βιβλίο θ’ άφηνα

και την ψυχή μου ολάκερη!

Αυτό μου το βιβλίο είδε

μαζί μ’ εμέ τοπία, τόπους

κι εβίωσε ώρες αγιασμένες.

 

Δεν είναι τάχα κρίμα, πείτε,

που τα βιβλία μάς γεμίζουν

τα χέρια μας με ρόδα και άστρα

και, αχ, ύστερα περνούν και φεύγουν;

 

Στα τρίπτυχα με τις εικόνες

τί πόνος είναι να κοιτάζεις

τα βάσανα, τις περιπέτειες

που μια καρδιά περνάει βογκώντας!

 

Φαντάσματα διαβαίνουν οι ζωές μας,

τις βλέπεις που περνούν χαμένες,

γυμνό τον άνθρωπο τον βλέπεις

σε Πήγασο άφτερο καβάλα.

 

Ζωή και θάνατο κοιτάζεις:

τη σύνθεση κοιτάς του κόσμου,

σε μύχιους βλέπεις μέσα χώρους

ματιές μα και φιλιά ν’ αλλάζουν.

 

Βιβλίο ποιημάτων είναι

Φθινόπωρο πες πεθαμένο:

οι στίχοι του είναι μαύρα φύλλα

πεσμένα σε λευκά τοπία,

 

ενώ η φωνή που τους διαβάζει

του ανέμου γίνεται η ανάσα

που μες στα στήθια τους τούς μπήγει

της νοσταλγίας αποστάσεις.

 

Ο ποιητής είν’ ένα δέντρο

που δίνει τους καρπούς της θλίψης,

που φύλλωμα έχει μαραμένο

από τα δάκρυα της αγάπης.

 

Ο ποιητής ένα μέντιουμ είναι

που πιάνει τον σφυγμό της Φύσης,

το μεγαλείο της αδράχνει

και με τις λέξεις το ερμηνεύει.

 

Ο ποιητής καταλαβαίνει

αυτά που ακατανόητα είναι,

κι εκείνα που σφοδρά μισούνται

τα κάνει πάλι να φιλιώσουν.

 

Το ξέρει πως τα μονοπάτια

τραχιά κι αδιάβατα ανεβαίνουν,

γι’ αυτό κι αυτός φροντίζει νύχτα

να τα διαβαίνει με ηρεμία.

 

Απ’ τα βιβλία με τους στίχους,

από τα ματωμένα ρόδα

περνούν κατάφορτα με θλίψη

τα αιώνια εκείνα καραβάνια,

 

που κουβαλάν τον ποιητή, όταν

θρηνεί στου δειλινού την ώρα

ζωσμένος, περικυκλωμένος

απ’ τα φαντάσματα που τρέφει.

 

Και ποίηση σημαίνει πίκρα,

ουράνιο μέλι που αναβλύζει

απ’ την αόρατη κυψέλη

που μ’ έγνοια οι καρδιές οικίζουν.

 

Η ποίηση το αδύνατο είναι

που γίνεται εφικτό. Είναι μι’ άρπα

που για χορδές της πάντοτε έχει

καρδιές και βάσανα και φλόγες.

 

Ομοίως ποίηση η ζωή είναι

που την περνάμε με αγωνίες

και καρτεράμε κείνον που ’ναι

τη βάρκα μας στ’ αλλού να πάει.

 

Γλυκά βιβλία ουράνιων στίχων

είν’ τ’ άστρα που περνοδιαβαίνουν

απ’ την ολόβουβη σιωπή και

στου Τίποτα παν το βασίλειο

και γράφουν πάντοτε στα ουράνια

στροφές λαμπρές, μαλαματένιες.

 

Καημούς και βάσανα κρυμμένα

και πόνους που δεν γιαίνουν λένε,

αχ, οι φωνές οι πονεμένες

των ποιητών που τραγουδάνε!

 

Σε τούτο το βιβλίο θ’ άφηνα

και την ψυχή μου ολάκερη!

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΔΥΟ ΣΟΝΕΤΤΑ

 



IACOPO DA LENTINI

 

ΔΥΟ ΣΟΝΕΤΤΑ

 

1

Amor è uno desio che ven da core

per abondanza di gran piacimento;

e li occhi in prima generan l’amore

e lo core li dà nutricamento.

 

Ben è alcuna fiata om amatore

senza vedere so ’namoramento,

ma quell’amor che stringe con furore

da la vista de li occhi à nascimento.

 

Che li occhi rapresentan a lo core

d’onni cosa che veden bono e rio,

com’è formata naturalemente;

 

e lo cor, che di zo è concepitore,

imagina, e piace quel desio:

e questo amore regna fra la gente.

 

2

Io m’ag[g]io posto in core a Dio servire,

com’io potesse gire in paradiso,

al santo loco, c’ag[g]io audito dire,

o’ si mantien sollazo, gioco e riso.

 

Sanza mia donna non vi voria gire,

quella c’à blonda testa e claro viso,

che sanza lei non poteria gaudere,

estando da la mia donna diviso.

 

Ma non lo dico a tale intendimento,

perch’io pecato ci volesse fare;

se non veder lo suo bel portamento,

 

e lo bel viso e ’l morbido sguardare:

che·l mi teria in gran consolamento,

veggendo la mia donna in ghiora stare.


Κυριακή 23 Ιουνίου 2024

Η ΤΑΡΑΡΑ


 

FEDERICO GARCIA LORCA

 

Η ΤΑΡΑΡΑ

 

Η Ταράρα ναι,

η Ταράρα όχι.

Παιδούλα την Ταράρα,

παιδούλα εγώ την έχω δει.

 

Η Ταράρα μου φοράει – τί;

το πράσινο φοράει ρούχο!

Κι απ’ τα βολάν του κρέμονται

κουδούνια, κουδουνάκια.

 

Η Ταράρα ναι,

η Ταράρα όχι.

Παιδούλα την Ταράρα,

παιδούλα εγώ την έχω δει.

 

Μεταξωτό ένα φόρεμα

η Ταράρα δες τη σέρνει –

το σέρνει απάνω στις αφάνες,

στους δυόσμους και στις μέντες.

 

Αχ Τρελοταράρα μου, αχ!

Τη μέση σου για κούνα, τη μεσούλα,

τα παλικάρια να σε δουν

που απ’ το πρωί ελιές μαζεύουν.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΘΛΙΜΜΕΝΗ ΜΠΑΛΑΝΤΑ

 


FEDERICO GARCIA LORCA

 

ΘΛΙΜΜΕΝΗ ΜΠΑΛΑΝΤΑ

(ποιηματάκι)

 

Αχ, πεταλούδα είν’ η καρδιά μου – πεταλούδα,

ω εσείς καλά των λιβαδιών παιδάκια!

Μα την ετσάκωσε του χρόνου η γκρίζα αράχνη –

και να! με της απογοήτευσης της γύρη

έχει ξεμείνει τώρα τη μοιραία.

 

Από παιδάκι τραγουδούσα σαν κι εσάς κι εγώ,

ω εσείς καλά των λιβαδιών παιδάκια!

Και το ξεφτέρι μου τ’ αμόλαγα ψηλά να φτάσει

με τα γατήσια τρομερά γαμψώνυχά του.

 

Από της Καρθαγένης διάβαινα τους κήπους

το σταυροβότανο έχοντας μονίμως στο μυαλό μου·

το τυχερό μου το ’χασα το δαχτυλίδι

περνώντας κάποιο εκεί φανταστικό ρυάκι.

 

Υπήρξα επίσης καβαλάρης

στις δροσερές εσπέρες του Μαΐου.

Εκείνη τότε μού- ηταν αίνιγμα ανεξήγητο· ήταν

γαλάζιο αστέρι στο ανέγγιχτό μου στήθος.

Καβάλα ετράβαγα σιγά-σιγά στα ουράνια.

Μια Κυριακή ήτανε, μια Κυριακή όλο τριφύλλι.

Και είδα πως αντί γαρύφαλλα και ρόδα

με τα χεράκια της κρινάκια χάλαγε η καλή μου.

 

Στιγμή δεν είπε η ανησυχία μου να ησυχάσει,

ω εσείς καλά των λιβαδιών παιδάκια!

Ένα «Εκείνη» εγώ σε μια μπαλάντα άκουγα

κι εβούλιαζα σε ξέφωτα βαθιά και ονειρεμένα:

Ποιά θα μαζέψει τα γαρύφαλλα;

Ποιά του Μαγιού τα ρόδα;

Γιατί θε ναν τη δούνε μόνο τα παιδιά

στη ράχη επάνω του Πηγάσου;

Και θά ’ναι αλήθεια η ίδια εκείνη που αίφνης

εμείς στη θλίψη βουτηγμένοι λέμε

αστέρι τ’ όνομά της, ικετεύοντάς την

στους κάμπους για χορό να κατεβεί; – στους κάμπους…

 

Στον παιδικό μου Απρίλη τραγουδούσα, κι έλεγα

ω εσείς καλά των λιβαδιών παιδάκια!

για τη γυναίκα την ανεξιχνίαστη εκείνη

που με τον Πήγασο πετούσε στις μπαλάντες.

Τις νύχτες έλεγα τη θλίψη

του αγνοημένου έρωτά μου

και το φεγγάρι το πλατύ χαμογελούσε

με των χειλιών της το χαμόγελο όλο!

Ποιά θα μαζέψει τα γαρύφαλλα;

Ποιά του Μαγιού τα ρόδα;

 

Κι εκείνη εκεί η πανέμορφη μικρούλα

που η μάνα της επήγε και την πάντρεψε,

σε ποιά κρυφή γωνιά στο κοιμητήριο

κοιμάται τώρα; – μαζί με την κακή της τύχη…

 

Εγώ, ολομόναχος με τον αγνοημένο

τον έρωτά μου, δίχως καν καρδιά και δίχως θρήνο,

την σκέπη του πανύψηλου ουρανού κοιτάζω

και για ραβδί μου και πυξίδα έχω τον ήλιο μόνο.

 

Τί  θλίψη ασήκωτη έχω μέσα στο σκοτάδι,

ω εσείς καλά των λιβαδιών παιδάκια!

Μα τί γλυκά θυμάται πια η καρδιά μου

τις μέρες κείνες που ’ναι τόσο πίσω;!...

Ποιά θα μαζέψει τα γαρύφαλλα

Ποιά του Μαγιού τα ρόδα;

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Σάββατο 22 Ιουνίου 2024

ΟΙ ΜΑΥΡΟΥΛΕΣ ΤΗΣ ΧΑΕΝ


 

FEDERICO GARCÍA LORCA

 

ΟΙ ΜΑΥΡΟΥΛΕΣ ΤΗΣ ΧΑΕΝ

(Λαϊκό τραγούδι του 15ου αιώνα)

 

Τρεις μαυρούλες στη Χαέν

σφοδρά μ’ ερωτευθήκαν:

η Άξα, η Φατίμα και η Μαριέν.

 

Τρεις όμορφες μαυρούλες

να μαζέψουν τις ελιές επήγαν,

μα τις βρήκαν μαζεμένες

στη Χαέν:

η Άξα, η Φατίμα και η Μαριέν.

 

Μα τις βρήκαν μαζεμένες

και λιπόθυμες επέσαν

με το χρώμα τους σβησμένο

στη Χαέν:

την Άξα,τη Φατίμα, τη Μαριέν.

 

Τρεις μαυρούλες κοτσονάτες

να μαζέψουν πήγαν μήλα

μα τα βρήκανε κομμένα

στη Χαέν:

η Άξα, η Φατίμα και η Μαριέν.

 

Πιάνω τότε και τους λέω:

Εσείς, κυρίες μου, ποιές είστε,

εσείς οι κλέφτρες της ζωής μου;

Είμαστε τρεις Χριστιανές

που ήταν Μαυριτάνες

στη Χαέν:

η Άξα, η Φατίμα και η Μαριέν.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΣΕΛΗΝΗ ΚΑΙ ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΤΩΝ ΕΝΤΟΜΩΝ


 

FEDERICO GARCÍA LORCA

 

ΣΕΛΗΝΗ ΚΑΙ ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΤΩΝ ΕΝΤΟΜΩΝ

(Ο ποιητής ζητάει από την Παναγιά βοήθεια)

 

Την άγια μάνα του Θεού παρακαλώ:

Ουράνια εσύ βασίλισσα της πλάσης όλης,

δώσε μου το φως το αγνό των πολύ-πολύ μικρών εκείνων ζώων,

που μόνο ένα γράμμα έχουν για το λεξιλόγιό τους·

ζωάκια άψυχα, απλές μορφές,

μακριά από την ποταπή σοφία της γάτας,

μακριά από την επίπλαστη και εικονική εμβρίθεια της κουκουβάγιας,

μακριά από τη γλυπτική σωφροσύνη του αλόγου·

πλάσματα που αγαπάνε δίχως μάτια,

με τη μία και ενιαία αίσθηση κυματιστού απείρου

και που γίνονται τεράστιοι σωροί και σωρών ομάδες

για να ’ναι των πουλιών η βρώση η απαραίτητη.

 

Παρακαλώ να μου δοθεί η μία και μοναδιαία διάσταση

που έχουν τα μικρά πλακουτσωτά ζωάκια,

για να μην τσαλαπατάω τούτα τα βρομισμένα πραγματάκια

με των παπουτσιών μου τη σκληρότατη αθωότητα·

ουδείς κλαίει και θρηνεί, επειδή αντιλαμβάνεται

τα εκατομμύρια των μικρών θανάτων που έγιναν στη λαϊκή αγορά,

εκείνο το κινέζικο πλήθος από αποκεφαλισμένα κρεμμύδια,

κι εκείνον τον μεγάλο κίτρινο ήλιο

που φτιάχνεται από παστωμένα και πατικωμένα γέρικα ψάρια.

Μα εσύ, μητέρα πάντα φοβερή και όλων των ουρανών η φάλαινα,

εσύ, μητέρα πάντα αστειευόμενη και του πανουκλιασμένου μαϊντανού γειτόνισσα,

εσύ βέβαια το ξέρεις ότι εγώ καταλαβαίνω

τί παναπεί ακόμα και η ελάχιστη του κόσμου σάρκα.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΣΤΗ ΣΥΖΥΓΟ ΜΟΥ

 



ΖΑΝΓΚ ΧΟΥ (792-853)

 

ΣΤΗ ΣΥΖΥΓΟ ΜΟΥ

 

Το φως του φεγγαριού κάθε φορά που φτάνει

στο πρώτο δέντρο έπειτα απ’ του κήπου μας την πόρτα,

της φέγγει για να δει κάποιο πουλί που ησυχάζει στη φωλιά του.

Εκείνη τότε βγάζει από την κόμη τις φουρκέτες της που ’ν’ από νεφρίτη

και πάει στον ίσκιο ευθύς να κάτσει, κι έτσι σβήνει

τη φλόγα όπου μέσα της μια παπαδίτσα ώς τότε επέταγε.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΖΑΝΓΚ ΧΟΥ

 


ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΖΑΝΓΚ ΧΟΥ (792-853)

 

Η ΕΥΝΟΟΥΜΕΝΗ

 

Στην Κυρία του Γκούο, την αδελφή του Γιανγκ Γκουιφέι 

ο αυτοκράτορας Σουανζόνγκ επιδαψίλευσε την εύνοιά του αρμοδίως.

Με το χάραμα κιόλας εσέλωσε το δίγοργο άτι της

και διάβηκε καβάλα των ανακτόρων τη μεγάλη πύλη.

Το ρουζ στα χείλη και η πούδρα μετά από τόσο δρόμο

εσκέφτηκε την ομορφιά της πως θάν την είχανε λερώσει

Γι’ αυτό κι εβούρτσισε κάπως απαλά τα φρύδια της

πριν παρουσιαστεί και τον αυτοκράτορά της αντικρίσει.

 

*******

 

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΣΟΥ ΣΙΑΟ ΣΙΑΟ

 

Τους τροχούς του άρματός του

πώς να τους ανακόψω εγώ, που τρέχουν;!

Των αλόγων του τα πόδια… τα πόδια, αχ,

πώς να τα δέσω εγώ (μα πώς;) καθώς πετάνε;!

Και πόσο τα μισώ τα σταυροδρόμια… – τα μισώ.

Τολμάνε και μοιράζονται (τα απαίσια)

μ’ εμένα τη γλυκιάν-ολόγλυκια καρδιά του.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ



 

ΛΙ ΓΙΟΥ,

Ο  ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ ΤΩΝ ΤΑΝΓΚ (937-978)

 

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

 

Μα πόσες θύμησες θλιβές, ολόθλιβες

το χτεσινό μου τ’ όνειρο ελευθέρωσε.

Ήταν, ναι, ήτανε τα χρόνια τα παλιά,

που έσερνα ολοένα και πιο αργά

τα ράθυμα τα βήματά μου

στις αίθουσες των ανακτόρων μέσα.

 

Τ’ αμάξια, σειρά ολόκληρη ατελείωτη,

τό ’να  πίσ’ απ’ τ’ άλλο, όχι σαν ποτάμι,

μα σαν καταρράκτης έτρεχε, κυλούσε.

Τ’ άλογα φαντάζαν δράκος

με αρχή και δίχως τέλος,

Τον αέρα, σαν έβγαινε την άνοιξη περίπατο,

τον συνοδεύανε των λουλουδιών οι ευωδιές

και το γλυκό, το πάγκαλο φεγγάρι.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Πέμπτη 20 Ιουνίου 2024

Η ΣΕΙΡΗΝΑ ΚΙ Ο ΚΑΡΑΜΠΙΝΙΕΡΟΣ

 


FEDERICO GARCÍA LORCA

 

Η ΣΕΙΡΗΝΑ ΚΙ Ο ΚΑΡΑΜΠΙΝΙΕΡΟΣ

(απόσπασμα)

 

              Στον Γκιγιέρμο δε Τόρρε

 

Το σκαληνό τοπίο που παντού έχει αφρούς, λιοστάσια,

μες στο σκληρό γαλάζιο κόβει την κατατομή του.

Βαθύ ένα φως χωρίς καν γάζα ομίχλης ξεπετιέται

σαν των γυμνών κολυμβητών τις ροδαλές τις πλάτες.

 

Φτερά λινά, βαρκούλες και γοργόνες, να τα ανοίγουν.

Δελφίνια στη σειρά σε γέφυρες πεσμένες παίζουν.

Το στρογγυλό φεγγάρι της εσπέρας σκάει μύτη

στον λόφο τον αγνό με βάλσαμα και με ψιθύρους.

 

Οι ναυτικοί στην άκρη του γιαλού όλο τραγουδάνε

τραγούδια με μπαμπουδοκάλαμα, ρεφραίν με χιόνια.

Οι χάρτες οι παράταιροι στα μάτια τους γυαλίζουν:

Περού σκοτεινισμένο, Κίνα δίχως θρόους ανέμων.

 

Κορνέτες χάλκινες μπερδεύουν τα κορδόνια οπού ’χουν

στου μακρινότερου ουρανού το ρόδινο το μήλο.

Κορνέτες χάλκινες – τις παίζουν οι καραμπινιέροι

στη μάχη με τη θάλασσα και τους θαλασσινούς της.

 

Η νύχτα μάσκα εφόρεσε τομάρι μουλαρήσιο

και καταφτάνει με αγκωνιές στις βάρκες, στα λατίνια.

Η χάρη ολόσωμη στα ερέβη μέσα κολυμπάει

και χάνει η θάλασσα αρετές χρυσές και την αιδώ της.

 

Ω μούσες μπαλαρίνες με παντρύφερα τα πόδια,

σε τριάδες όμορφες, πατάτε τη δροσιά στη χλόη.

Δεχθείτε εμένα τις σπονδές μου· δώστε στον αέρα

εννιά τραγούδια νά ’ναι χώρια και μία μόνο λέξη.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ


 

FEDERICO GARCÍA LORCA

 

ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ

(για τη νεκρή Μερθέδες)

 

Που κοιμάσαι, ναι, σε βλέπουμε.

Η ξυλόβαρκά σου είναι τώρα στο γιαλό.

 

Λευκή τού ποτέ εσύ πριγκίπισσα.

Κοιμήσου τώρα μες στη σκοτεινή τη νύχτα!

Κορμί από χώμα και από χιόνι!

Κοιμήσου ώς το ξημέρωμα, κοιμήσου, κοιμήσου!

 

Τώρα πια κινάς να πας μακριά, και ενώ κοιμάσαι φεύγεις.

Ομίχλη είναι η βάρκα σου, και ύπνος, στο γιαλό!

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.



ΤΟ ΝΙΩΘΩ

 


FEDERICO GARCÍA LORCA

 

ΤΟ ΝΙΩΘΩ

 

Το νιώθω

που καίει στις φλέβες μου

αίμα –

μια φλόγα κόκκινη που όλο βράζει βράζει

τα πάθη μου μες στην καρδιά μου.

 

Γυναίκες, πιάστε ρίξτε της νερά,

σας λέω, σας παρακαλώ·

γιατί όταν όλα θα καούν,

μόνο τ’ αποκαΐδια θά ’χουν μείνει

να πετούν στον άνεμο.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΜΕ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΜΟΥ ΣΤΟ ΧΩΜΑ

 


FEDERICO GARCÍA LORCA

 

ΜΕ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΜΟΥ ΣΤΟ ΧΩΜΑ

 

Με το βλέμμα μου στο χώμα και τις σκέψεις μου από πάνω,

επήγαινα όλο πήγαινα, επήγαινα και περπατούσα,

και στου χρόνου κάπου το στρατί

η ζωή μου επλάγιασε κάποιαν ευχή να κάνει.

Και κάπου εκεί στον γκρίζο δρόμο

ένα μονοπάτι με λουλούδια είδα,

είδα ακόμα κι ένα ρόδο

όλο φως, όλο ζωή

και όλο πόνο.

 

Γυναίκα, λουλούδι που ανθεί στον κήπο:

σαν την παρθένα σάρκα σου είναι και τα ρόδα,

με το άφατο, με το λεπτότατο άρωμά τους

και με τη νοσταλγία τους να κολυμπάει στη θλίψη.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΜΕ ΤΙΣ ΠΑΣΧΑΛΙΤΣΕΣ

 


FEDERICO GARCÍA LORCA

 

ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΜΕ ΤΙΣ ΠΑΣΧΑΛΙΤΣΕΣ

 

1

Στο καφενείο με τις πασχαλίτσες

στον άδερφό του πιάνει ο Πακίρο λέει:

«Πιο άντρας να το ξέρεις  από σένανε είμαι,

πιο ταυρομάχος είμαι εγώ και πιο τσιγγάνος».

 

2

Στο καφενείο με τις πασχαλίτσες

στον Φρασκουέλο λέει έπειτα ο Πακίρο:

«Πιο άντρας να το ξέρεις  από σένανε είμαι,

πιο τσιγγάνος είμ’ εγώ, πιο ταυρομάχος».

 

3

Κατόπιν ο Πακίρο το ρολόι βγάνει

και τα λόγια τούτα που σας λέω λέει:

«Ο ταύρος τούτος πρέπει να πεθάνει

πριν η ώρα πάει τεσσερσήμιση».

 

4

Ντάν στις τέσσερις στο δρόμο

βγήκαν απ’ το καφενείο –

στον δρόμο ο Πακίρο ήταν

ταυρομάχος – ταυρομάχος χάρτινος.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ARGENTINITA: El café de Chinitas
(Το Καφενείο με τις πασχαλίτσες)
Στο πιάνο τη συνοδεύει ο Φεδερίκο Γαρθία Λόρκα