Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

ΤΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΟΥΔΙΑ

 


FEDERICO GARCÍA LORCA

 

ΤΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΟΥΔΙΑ

 

Δυό… δυό μικρά προσκυνητούδια

το δρόμο για τη Ρώμη επήραν·

ναν τα παντρέψει ο άγιος Πάπας,

γιατί είναι… είναι ξαδερφάκια.

 

Το κετσεδένιο καπελάκι

τ’ αγόρι στο κεφάλι του έχει·

ενώ η μικρή προσκυνητούδα

στην κεφαλή βελούδινο έχει.

 

Καθώς περνούσαν το γιοφύρι,

της Βικτωρίας το γιοφύρι,

εσκόνταψε η νονά, πλην όμως

δεν έπεσε αυτή – έπεσε η νύφη.

 

Μόλις στ’ ανάκτορο βρεθήκαν

ανέβηκαν τα σκαλοπάτια,

στου Πάπα το σαλόνι εμπήκαν,

κι είχαν τα γόνατα κομμένα.

 

Ρωτάει ο άγιος Πάπας τα παιδάκια

να πουν ποιά είν’ τα ονόματά τους.

Τ’ αγόρι λέει τότε Πέτρος,

και το κορίτσι του είπε Άννα.

 

Ρωτάει ο άγιος Πάπας τα παιδάκια

την ηλικία τους να ειπούνε.

Δεκαεφτά του είπε ο Πέτρος

και δεκαπέντε του ’πε η Άννα.

 

Ρωτάει ο άγιος Πάπας τα παιδάκια

το μέρος της καταγωγής τους,

Η Κάμπρα απάντησε η Άννα·

η Αντεκέρα τού ’πε ο Πέτρος.

 

Ρωτάει ο άγιος Πάπας τα παιδάκια

αν ποτέ έχουν κάνει αμαρτίες.

Ο νέος λέει μια φορά μονάχα

ένα φιλί της έχει δώσει.

 

Και της προσκυνητούδας τότε,

που είναι κομμάτι ντροπαλούλα,

ανάβει η όψη, κοκκινίζει,

και γίνεται άλικη σαν ρόδο.

 

Από τον θρόνο του αναντάει

ο άγιος ποντίφιξ τότε:

Μα δεν υπάρχει αμαρτία

εγώ ναν τους τη συγχωρήσω!

 

Της Ρώμης οι καμπάνες όλες

τρελές αρχίσαν να χτυπάνε:

τα δυό μικρά προσκυνητούδια

ενώθηκαν εις σάρκα μίαν.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Σάββατο 29 Ιουνίου 2024

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΛΕΟΝ



FEDERICO GARCÍA LORCA

 

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΛΕΟΝ

(Λεδέσμα, ασματωδός από τη Σαλαμάνκα

 

Τα παιδιά, τα παιδιά του Μονλεόν ε-

πήγανε νωρίς-νωρίς να οργώσουν,

αχ, αχ,

 

να τελέψουνε μια και καλή, να πάνε

έπειτα όλα στην ταυρομαχία,

αχ, αχ.

 

Στο γιό της «Χήρας» όμως, όχι,

στολή δεν τού ’δωσαν να βάλει,

αχ, αχ.

 

Να πάω εγώ στον ταύρο –είπε– πρέπει,

κι ας μην τον βρω, κι ας μην τον έβρω,

αχ, αχ.

 

Θεούλη μου καλέ, συγγνώμη, κι άκου,

μα έτσι και τους απαντήσεις, πες τους

να μου τον φέρουνε στο κάρο απάνω –

τα τσόκαρα και το σομπρέρο

να κρέμονται, να σειούνται

να τρώει τον κόσμο η περιέργεια.

Αδράχνουν όλοι τις βουκέντρες,

γραμμή τραβάνε στα χωράφια,

ρωτάν να μάθουν για τον ταύρο,

κι ο ταύρος είναι μες στη μάντρα.

Στο μεσοστράτι μόλις φτάσαν

τον σέμπρο πιάνουν και ρωτάνε

στα πόσα χρόνια ο ταύρος είναι –

τα έχει πια τα οχτώ κλεισμένα.

Παιδιά στον ταύρο να μην πάτε.

Μην δείτε τί κακός που είναι.

Το γάλα που ’πιε για να μεγαλώσει

τα χέρια μου του τό ’χουν δώσει.

 

Μα νά τα, μπαίνουν στην πλατεία

τέσσερα παιδιά, κι οι τέσσερις λεβέντες,

αχ, αχ.

 

Τον ταύρο κράζει ο Μανόλο Σάντσεθ,

που ποτέ μακάρι να μην τό ’χε κάνει,

αχ, αχ.

 

Από του τσόκαρου τη μύτη

σούρνεται μες στην πλατεία,

αχ, αχ.

 

Κι όταν τον παρατάει ο ταύρος,

στο αίμα μέσα εκολυμπούσε.

 

Φίλοι μου καλοί, πεθαίνω·

το χάλι, φίλοι μου, για δείτε·

τρία το αίμα μου έβαψε μαντήλια,

κι από κοντά και τούτο τέσσερα.

Τρέξτε φωνάξτε τον παπά,

σ’ εμέ μεταλαβιά να φέρει.

Σαν έφτασε όμως ο παπάς,

είχε πεθάνει ο Μανόλο Σάντσεθ.

Από ’να πλούσιο αφεντικό του Μονλεόν

ζητήσαν κάρο-βόδια ναν τους δώσει,

αχ, αχ,

 

να κουβαλήσουν τον Μανόλο Σάντσεθ

που τον εσκότωσε ο ταύρος,

αχ, αχ.

 

Κι εκεί στης «Χήρας» το κατώφλι

μπροστά σταμάτησε μετά το κάρο.

 

Εδώ ’ναι ο γιός σου, να τος,

σ’ τον φέραμε όπως μας είπες,

Αχ, αχ.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΩΜΕΓΑ

 


FEDERICO GARCÍA LORCA

 

ΩΜΕΓΑ

(ποίημα για νεκρούς)

 

Τα χορτάρια,

Θα κόψω το δεξί μου χέρι.

Καρτέρα.

Τα χορτάρια.

Έχω ένα γάντι από υδράργυρο κι ένα από μετάξι.

Καρτέρα.

Τα χορτάρια!

Μην κλαις και μη θρηνείς. Σιωπή, μη μας ακούσουν.

Καρτέρα,

Τα χορτάρια!

Τ’ αγάλματα γκρεμίστηκαν

με το που άνοιξε η μεγάλη πόρτα.

Τα χορτάααριααα!

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ ΣΤΟ ΣΑΝΤΙΑΓΚΟ

 


FEDERICO GARCÍA LORCA

 

ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ ΣΤΟ ΣΑΝΤΙΑΓΚΟ

 

Για δες ετούτον τον λευκό λεβέντη,

για δες κορμί, δες τι κορμοστασιά έχει!

 

Το φεγγάρι είναι, μάνα, και χορεύει –

χορεύει στων νεκρών το μετερίζι.

 

Για δες το σχήμα το κορμαδερό του

κατάμαυρο απ’ τις δαγκωνιές των λύκων.

 

Το φεγγάρι είναι, μάνα, και χορεύει –

χορεύει στων νεκρών το μετερίζι.

 

Το πέτρινο πουλάρι ποιός πληγώνει,

στις πύλες όταν είναι των ονείρων;

 

Είν’ το φεγγάρι! Ναι, είναι το φεγγάρι

κι είν’ στων νεκρών εκεί το μετερίζι!

 

Απ’ το παράθυρο ποιός με κοιτάζει

κι είναι τα μάτια του γεμάτα ομίχλη;

 

Είν’ το φεγγάρι! Ναι, είναι το φεγγάρι

κι είν’ στων νεκρών εκεί το μετερίζι!

 

Στην κλίνη μου θέλω, άστε, να πεθάνω,

να βλέπω στ’ όνειρο χρυσά λουλούδια.

 

Το φεγγάρι είναι, μάνα, και χορεύει –

χορεύει στων νεκρών το μετερίζι.

 

Κορούλα μου, άχ, του ουρανού ο αέρας,

σαν το χαρτί άσπρη μ’ έχει τώρα κάνει.

 

Δεν είν’ αέρας, μόν’ είναι το φεγγάρι

κι είν’ στων νεκρών εκεί το μετερίζι!

 

Και ποιός παράπονα βαριά μουγκρίζει

σαν μελαγχολικό τεράστιο βόδι;

 

Το φεγγάρι είναι, μάνα, και χορεύει –

χορεύει στων νεκρών το μετερίζι.

 

Το φεγγάρι είναι, μάνα, αχ, το φεγγάρι –

στην κεφαλή έχει σχοίνα για στεφάνι.

Χορεύει, ναι, χορεύει, δες, όλο χορεύει

χορεύει στων νεκρών το μετερίζι.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΝΕΚΡΗ ΡΟΣΑΛΙΑ ΚΑΣΤΡΟ

 


FEDERICO GARCÍA LORCA

 

ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΝΕΚΡΗ ΡΟΣΑΛΙΑ ΚΑΣΤΡΟ

 

Σήκω, φίλη μου, σήκω,

κι έχουν λαλήσει κιόλας τα κοκόρια την αυγούλα!

Σήκω, φίλη μου, σήκω,

κι έχει ο άνεμος αρχίσει ώρα τώρα να μουγκρίζει.

 

Τ’ αλέτρια πάνε κι έρχονται και πάνε

απ’ το Σαντιάγκο ως τη Μπελέν και πίσω.

 

Απ’ τη Μπελέν ως το Σαντιάγκο σε λιγάκι

με βάρκα ένας άγγελος θα ρθει, θα φτάσει,

η βάρκα του καλή κι ασημοστολισμένη θά ’ναι

με τη βαθιά τη θλίψη ακέραιη της Γαλικίας:

της Γαλικίας που μένει να κοιμάται ακόμα

στων χορταριών της την οδύνη επάνω.

Σαν χλόες το κρεβάτι σου σκεπάζουν

τα μαύρα των μαλλιών σου σιντριβάνια.

Η κόμη σου είναι κύμα της θαλάσσης,

μα και των νεφελών περιστερώνας.

 

Σήκω, φίλη μου, σήκω,

κι έχουν λαλήσει κιόλας τα κοκόρια την αυγούλα!

Σήκω, φίλη μου, σήκω,

κι έχει ο άνεμος αρχίσει ώρα τώρα να μουγκρίζει.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΝΥΚΤΕΡΙΝΟ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΕΦΗΒΟΥ

 


FEDERICO GARCÍA LORCA

 

ΝΥΚΤΕΡΙΝΟ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΕΦΗΒΟΥ

 

Αμίλητοι ας πάμε εκεί που ’ν’ τα πορθμεία

τον έφηβο κι εμείς να δούμε τον πνιγμένο.

 

Αμίλητοι ας πάμε στον γιαλό του αέρα,

προτού στη θάλασσα τον σύρει το ποτάμι.

 

Τί κλάμα η μικρή ψυχή του η λαβωμένη

στις ευωδιές των χορταριών και του πευκώνα!

 

Του φεγγαριού νερά ξεμαλλιασμένα πέφταν

και τα γυμνά βουνά σκεπάζανε με κρίνα.

 

Ο άνεμος χαλάλιζε καμέλιες γκρίζες

στη μαραμένη λάμψη των θλιβών χειλιών του.

 

Ξανθά παιδιά τρεχάτε του βουνού, των κάμπων,

τον έφηβο να δείτε ελάτε τον πνιγμένο!

 

Σκούροι άνθρωποι από παντού κοπιάστε, ελάτε,

προτού στη θάλασσα τον σύρει το ποτάμι

 

και πριν τον πάει στ’ ανοιχτά μες στις ασπρίλες

που γέροι θαλασσόταυροι για μπάνιο πάνε.

 

Αχ, πώς ετραγουδούσανε του Σιλ τα δέντρα

στο πράσινο φεγγάρι επάνω που ’ν’ σαν ντέφι!

 

Πηγαίνουμε, παιδιά, άντε πάμε, ελάτε πάμε,

γιατί στη θάλασσα τον σύρει το ποτάμι.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Παρασκευή 28 Ιουνίου 2024

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΩΝ ΡΟΔΩΝ

 


FEDERICO GARCÍΑ LORCA

 

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΩΝ ΡΟΔΩΝ

 

Χαίρετε, ρόδα, αστέρια εσείς επίσημα!

Ρόδα, ρόδα, διαμάντια ολοζώντανα του απείρου·

στόματα, στήθη και ψυχές αόριστες και αρωματικές·

θρήνοι, φιλιά!, σπόροι, της σελήνης θεσπέσια γύρη·

γλυκύτατοι λωτοί των στάσιμων ψυχών, των λιμνασμένων·

χαίρετε, ρόδα, αστέρια εσείς επίσημα!

 

Φίλοι των ποιητών

καί της καρδιάς μου φίλοι,

χαίρετε, ρόδα, αστέρια χαίρετε

της πάμφωτης Σιών!

Τροβαδούροι, ναι, Τροβαδούροι μου!

Έτσι αποκάλεσε

ο τραγικός Ρουβέν Δαρίο

στους στίχους του

εκείνον τον νωχελικό Βερλαίν

που ήταν ρόδο άλικο

και κίτρινο συνάμα.

Έτσι κι εγώ σας ονομάζω τώρα εδώ,

Τροβαδούρους, ναι, Τροβαδούρους,

ουσίες της Εδέμ υπέρτατες

με χείλια χορευτριών,

με στήθη γυναικεία.

Εσείς δίπλα στο μάρμαρο

γινόσαστε ευθύς το αίμα του,

αλλά αν ήσασταν οσμές,

κάποιου περιβολιού οι ευχωλές,

όπου και κατοικούν οι φαύνοι,

θα είχατε οπωσδήποτε στο είναι σας

και θεία την ουσία:

 

Μια Μαρία από τη Ναζαρέτ,

που στύβει κρυφά στα στήθη σας

λευκή λευκότητα απ’ το μέλι της·

άνθος μοναδικό και θείο,

άνθος του Θεού, μα και του Εωσφόρου άνθος.

 

Άνθος αιώνιο. Εξορκισμός του στεναγμού.

Άνθος μεγαλόπρεπο, άνθος θείο και πειραστικό,

του φαύνου άνθος και της χριστιανής παρθένας,

της οργίλης Αφροδίτης και της βροντερής,

άνθος της ουράνιας και διψαλέας Μαριάννας,

άνθος που είναι ζωή και γαλανή πηγή

του νεανικού και αγέρωχου έρωτα

και που μες στον κάλυκά του

ακαταπαύστως διαυγάζονται οι αγωνίες.

 

Τί θά ’ταν η ζωή χωρίς καθόλου ρόδα;!

Μια στράτα θά ’τανε χωρίς ρυθμό και αίμα,

μια άβυσσος χωρίς ημέρα, δίχως νύχτα.

Τα ρόδα δίνουν τα φτερά τους στην ψυχή·

κι αν δεν υπήρχαν, η ψυχή θα πέθαινε –

δίχως άστρα, δίχως πίστη, αλλά και δίχως όσες

αυταπάτες καθαρές έχει η ψυχή με πόθο ανάγκη.

 

Σε τόσες και τόσες καρδιές είναι τα ρόδα καταφύγιο,

είναι αστέρια που νιώθουνε βαθιά-βαθύτατα τον έρωτα,

είναι σιωπές που παρατούν σιγά-σιγά

τον αιώνιο ποιητή, τον νυκτόβιο και τον ονειροπόλο,

και πλάθονται με αέρα και ουρανό και φως,

και γι’ αυτό, αμέσως μόλις γεννηθούν,

το χρώμα και το σχήμα μιμούνται της καρδιάς μας.

Ανάμεσα σε όλα τ’ άλλα άνθη

τα ρόδα είναι οι γυναίκες, οι γυναίκες που είναι

τα θερμά κορμιά  και τα άγια των αγίων της αιώνιας ποίησης,

οι μεγαλοπρεπείς διανοίξεις των σκέψεων και των στοχασμών,

ως δισκοπότηρα αρωμάτων που χωνεύουν τον γαλάζιον άνεμο,

ως ορδές χρωματικές, ως συναισθημάτων μαργαριτάρια,

ως ποικίλματα της λύρας, ως ποιητές ανεπιτόνιστοι.

Είναι εραστές εύοσμοι κάτι αηδονιών πασίγλυκων.

 

Μητέρες είσαστε, ω ρόδα, της κάθε ομορφιάς, του κάλλους,

όντας δε αιώνια, μεγαλόπρεπα και λυπημένα, είσαστε

σαν τα δειλινά τα αμίλητα του Οκτώβρη,

που σαν πεθάνουν, μελαγχολικά και ακαθόριστα,

μια νύχτα τα σκεπάζει φθινοπωρινή·

διότι, αφού είσαστε σαν την ποίηση,

ξεχειλίζετε φθινόπωρο και ώρες της εσπέρας,

μαράζι και μελαγχολία,

οδύνες και έρωτες μοιραίους,

γκριζωπά λυκόφωτα αγωνίας·

κι επειδή είσαστε θλιμμένα,

εσείς είσαστε και η ποίηση,

που είναι νερό ποτιστικό στους ροδώνες σας μέσα.

 

Άγια, θεία και παμποίκιλα ρόδα,

ελπίδες, λαχτάρες, πάθη,

σ’ εσάς, φιλικές μου μορφές, εγώ παραδίδομαι.

Δώστε μου έναν άδειο κάλυκα, έστω και νεκρόν,

να χώσω στο έρημο και μαραμένο βάθος του

τη μοιραία καρδιά μου.

Χαίρετε, ρόδα, αστέρια εσείς επίσημα!

Ρόδα γεμάτα χάρη και γεμάτα έρωτα,

ολόκληρος ο ουρανός δικός σας,

κι ολόκληρη η γη δική σας είναι,

κι ευλογημένοι θά ’ναι οι δάσκαλοι

που των ανθέων σας τη φωνή θα διδάξουν.

Κι ευλογημένος θά ’ναι ο ωραίος καρπός

του όμορφου και επίσημού σας ευαγγέλιου,

κι ευλογημένο το εις τους αιώνας αειθαλές σας άρωμα,

κι ευλογημένη η κάτωχρή σας λευκότητα.

Μοναχικά, θεία και επιβλητικά, ω ρόδα εσείς,

θρηνήστε με λυγμούς μιας κι είσαστε του έρωτα άνθη,

θρηνήστε για τα παιδιά που βγαίνουν και σας δρέπουν,

θρηνήστε που είστε άνθος και που είστε ψυχή,

θρηνήστε για τους κακούς ποιητές

που δεν μπορούν να σας τραγουδήσουν με πόνο,

θρηνήστε για τη σελήνη που σας αγαπάει,

θρηνήστε και για την καρδιά, για την καρδιά

που σας ακούει στη σκιά και μένει αμίλητη,

αλλά θρηνήστε και για τη δική μου αγάπη.

 

Αχ, ένσαρκα θυμιατήρια της ψυχής,

ρομάντζες αρωματικές με λεύκες,

θρηνήστε για όσα κρυφά μου φιλιά

έχει το στόμα μου δοσμένα στα δικά σας.

Θρηνήστε για την καταχνιά την όμοια με τάφο,

εκεί που πάει η γενναία μου καρδιά το αίμα της και χύνει·

την ώρα πάντως του σβησμένου άστρου,

όταν τα μάτια μου σφαλίζονται στο φως του ήλιου,

εσείς να γίνεστε το κάτασπρο και αυστηρό μου σάβανο

μιας κι είσαστε ρομάντζες αρωματικές με λεύκες.

Κρύψτε με σε μιαν ήρεμη κοιλάδα,

κι όσο θα περιμένετε ν’ αναστηθώ,

στιγμή μη σταματήσουνε οι ρίζες σας να πίνουν

όλη την πίκρα της καρδιάς μου.

 

Ρόδα, ρόδα θεία και πανέμορφα,

θρηνήστε, ναι, θρηνήστε,

θρηνήστε, μιας κι είσαστε του έρωτα άνθη.

 

    7 Μαΐου 1918

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2024

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΜΠΑΚΑΛΟΓΑΤΟΥ

 


FEDERICO GARCÍA LORCA

 

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΜΠΑΚΑΛΟΓΑΤΟΥ

 

Στο Μπουένος Άιρες είναι κάποια γκάιντα

επάνω απ’ τον φιδίσιο Ρίο δε λα Πλάτα

που με τη γκρίζα του βρεγμένη ανάσα

τήνε φυσάει ο Βοριάς και παίζει.

Κατακαημένε μου Ραμόν δε Σισμούντι!

Στην οδό Εσμεράλδα ο Βοριάς

ξεσκονίζει ολοένα ξεσκονίζει

τους χιλιοσκονισμένους ξένους.

Στους απέραντους τους δρόμους

περνοδιαβαίνουνε οι Γαλιθιάνοι

και ονειρεύονται λαγκάδια απίθανα

στις πράσινες της πάμπας όχθες.

Κατακαημένε μου Ραμόν δε Σισμούντι!

Της πατρίδας του τα τραγούδια άκουγε,

όσην ώρα εφτά ταύροι φεγγαρίσιοι

βοσκούσαν μες στις αναμνήσεις του.

Επήγε στου ποταμού την όχθη – στου τρανού

του Ρίο δε λα Πλάτα την όχθη επήγε.

Βουβά άτια και ιτιές εκεί

τσακίζαν των νερών τα κρύσταλλα.

Μα δεν απάντησε εκεί το βογκητό

το μελαγχολικό της γκάιντας

ούτε είδε τον τεράστιο γκαϊντατζή

που από το στόμα του φτερά πετιούνται.

Κατακαημένε μου Ραμόν δε Σισμούντι!

Επάνω απ’ τον Ρίο δε λα Πλάτα

και μες στο μουδιασμένο δειλινό

ό,τι  κατάφερες να δείς ήταν μια μάντρα –

μια μάντρα κρεμεζιά από λασποπηλό φτιαγμένη.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.