Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2007
ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ
WISłAWA SZYMBORSKA
ΦΑΡΣΟΚΩΜΩΔΙΑ
Αν υπάρχουν άγγελοι
αμφιβάλλω ότι διαβάζουν τις νουβέλες μας
που πραγματεύονται ματαιωμένες ελπίδες.
Φοβάμαι, αλίμονο,
ότι ποτέ δεν αγγίζουν ποιήματα
που κουβαλάνε τις μνησικακίες μας
εναντίον του κόσμου.
Οι μεγαλοστομίες και οι χλευασμοί
στα θεατρικά μας έργα
υποψιάζομαι ότι μάλλον
τους αναστατώνουν.
Εκτός υπηρεσίας, στα διαλείμματα μεταξύ αγγελικών
—δηλαδή απάνθρωπων— ενασχολήσεων,
μάλλον θα παρακολουθούν τη φαρσοκωμωδία μας
από την εποχή του βωβού κινηματογράφου.
Από τους μοιρολογούντες θρηνωδούς μας,
αυτούς που ξεσχίζουν τα ρούχα τους
κι αυτούς που τρίζουν τα δόντια τους,
προτιμάνε, φαντάζομαι,
εκείνον τον φτωχοδιάβολο
που αρπάζει τον άνθρωπο που πνίγεται
απ’ το περουκίνι του
ή, λιμοκτονώντας, καταβροχθίζει τα κορδόνια
των παπουτσιών του
με απόλαυση.
Aπ’ τη μέση του και πάνω πόζα και φιλοδοξίες,
κάτω απ’ αυτήν ένα σαστισμένο ποντίκι
διατρέχει τα πανταλόνια του.
Είμαι σίγουρη
ότι αυτό είναι που αποκαλούν πραγματική
ψυχαγωγία.
Ένα ξέφρενο κυνηγητό του σε κύκλους
καταλήγει σε καταδίωξη του διώκτη του.
Το φως στο βάθος του τούνελ
φαντάζει σαν μάτι από τίγρη.
Μια εκατοντάδα από συμφορές
σημαίνουν εκατό κωμικές κουτρουβάλες
που εναλλάσσονται πάνω από εκατό γκρεμούς.
Αν υπάρχουν άγγελοι
πρέπει, ελπίζω,
να βρίσκουν πειστική
αυτήν την αιωρούμενη μέσ’ απ’ τον τρόμο ευθυμία
που δεν κραυγάζει καν Σώστε με, Σώστε με
αφού όλα αυτά συμβαίνουν στη σιωπή.
Μπορώ ακόμα να τους φαντασθώ
σα να χειροκροτούν με τις φτερούγες τους
και δάκρυα να τρέχουν στα μάτια τους
απ’ το γέλιο, αν όχι από τίποτ’ άλλο.
Μετάφραση: Βασίλης Καραβίτης.
Ν' ΑΠΟΦΥΓΟΥΜΕ ΤΟ ΜΠΛΕΞΙΜΟ
ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ
ΜΕΙΟΝ ΩΑ
Τα μείον ωά
όταν συγκεντρωθούν σε καρέ τετράγωνο
ότι
είναι με υιόν νέο διαφορετικό
από Θεό
με υιόν μαζούτ σώμα εξελθών
όπως πλάνο αμερικαίν πάνω από εκράν
ή ό,τι άλλο - άγνωστο σε ουσία
ή σαρκικό
ταμείον σεπτό
ταμείον εφορίας
ταμείον θεάτρου ιπποδρόμου Μπαρ
και τα μείον δεφτέρι
με είσπραξη εξόφληση
τα μείον ωά – ωοά
μειοδοτείς εσύ μετά
με τι με τε
με α και μέχρι
να φτάσεις ήττα
είσαι
μη μη προχωράς στο θήτα
είναι εκτός ταμείου εκτός επτά
ενθέμιον Θέμιον
θαρρώ Θέτις
Τα μείον ωά
είναι να μη μπλεχτεί ο Θεός
και σε διχάσει
Το ποίημα μάς το συστήνει η καλαίσθητη κυρία της φωτογραφίας.
Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2007
Η ΦΡΑΝΣΙΣ ΑΝΤΡΕΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΑ ΤΗΝ "ΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΜΙΛΟΝΓΚΑ"
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η FRANCIS ANDREU
MILONGA SENTIMENTAL
Milonga pa' recordarte.
Milonga sentimental.
Otros se quejan llorando
yo canto pa' no llorar.
Tu amor se seco de golpe
nunca dijiste por que.
Yo me consuelo pensando
que fue traición de mujer.
Varon, pa' quererte mucho,
varon, pa' desearte el bien,
varon, pa' olvidar agravios
porque ya te perdone.
Tal vez no lo sepas nunca,
tal vez no lo puedas creer,
tal vez te provoque risa
!verme tirao a tus pies!
Es facil pegar un tajo
pa' cobrar una traición
o jugar en una daga
la suerte de una pasión.
Pero no es facil cortarse
los tientos de un metejon
cuando estan bien amarrados
al palo del corazón.
Varon, pa' quererte mucho, etc.
Milonga que hizo tu ausencia.
Milonga de evocación.
Milonga para que nunca
la canten en tu balcon.
Pa' que vuelvas con la noche
y te vayas con el sol.
Pa' decirte que si, a veces,
o pa' gritarte que no.
Μουσική: Sebastian Piana.
Στίχοι: Homero Manzi.
Ο ΚΑΛΟΣ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ
ΛΑΜΠΡΟΣ ΠΟΡΦΥΡΑΣ
LACRIMAE RERUM
Άμοιρη! Το σπιτάκι μας εστοίχειωσεν
από την ομορφιά σου τη θλιμμένη
στους τοίχους, στον καθρέφτη, στα εικονίσματα,
από την ομορφιά σου κάτι μένει.
Κάτι σα μόσκου μυρωδιά κι απλώνεται
και το φτωχό σπιτάκι πλημμυρίζει,
κάτι σα φάντασμα θολό κι ανέγγιχτο,
κι όπου περνά σιγά το κάθε αγγίζει.
'Εξω βαρύ μονότονο ψιχάλισμα
δέρνει τη στέγη μας και τότε αντάμα
τα πράγματα, που αγιάσανε τα χέρια σου,
αρχίζουν ένα κλάμα...κι ένα κλάμα...
Κι απ' τη γωνιά, ο καλός της Λήθης σύντροφος,
τ' αγαπημένο μας παλιό ρολόι
τραγουδιστής του χρόνου, κι αυτός κλαίοντας,
ρυθμίζει αργά φριχτά το μοιρολόι.
Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2007
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΡΩΜΕΝΗ ΤΟΥ
CESAR VALLEJO
EL POETA A SU AMADA
Amada, en esta noche tú te has crucificado
sobre los dos maderos curvados de mi beso;
y tu pena me ha dicho que Jesús ha llorado,
y que hay un viernes santo más dulce que ese beso.
En esta noche clara que tanto me has mirado,
la Muerte ha estado alegre y ha cantado en su hueso.
En esta noche de setiembre se ha oficiado
mi segunda caída y el más humano beso.
Amada, moriremos los dos juntos, muy juntos;
se irá secando a pausas nuestra excelsa amargura;
y habrán tocado a sombra nuestros labios difuntos.
Y ya no habrá reproches en tus ojos benditos;
ni volveré a ofenderte. Y en una sepultura
los dos nos dormiremos, como dos hermanitos.
ΟΚΤΑΒΙΟ ΠΑΣ ΣΤΑ ΙΤΑΛΙΚΑ
OCTAVIO PAZ
PIEDRA DE SOL
voy por tu cuerpo como por el mundo,
tu vientre es una plaza soleada,
tus pechos dos iglesias donde oficia
la sangre sus misterios paralelos,
mis miradas te cubren como yedra,
eres una ciudad que el mar asedia,
una muralla que la luz divide
en dos mitades de color durazno,
un paraje de sal, rocas y pájaros
bajo la ley del mediodía absorto,
***********
Vado per il tuo corpo come per il mondo,
il tuo ventre è una piazza assolata,
i tuoi seni due chiese dove officia
il sangue i suoi misteri paralleli,
i miei sguardi ti coprono come edera,
sei una città che il mare assedia,
una muraglia che la luce divide
in due metà color pesca,
una landa di sale, rocce e uccelli
sotto la legge del mezzogiorno assorto,
vestita del colore dei miei desideri
come il mio pensiero vai nuda...
Από το ποίημα "Pietra di sole".
Μετάφραση στα ιταλικα: Giuseppe Bellini.
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΔΡΟΜΟΣ, ΟΔΟΙΠΟΡΕ
ANTONIO MACHADO
[CAMINANTE]
Caminante, son tus huellas
el camino y nada más;
Caminante, no hay camino,
se hace camino al andar.
Al andar se hace el camino,
y al volver la vista atrás
se ve la senda que nunca
se ha de volver a pisar.
Caminante no hay camino
sino estelas en la mar.
Από τη συλλογή: Proverbios y cantares, XXIX.
ΥΠΕΡΛΕΞΙΣΤΙΚΟ ΣΟΝΕΤΤΟ
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
ΒΑΟ, ΓΑΟ, ΔΑΟ
Ζινώντας αποβίδονο σαβίνι
κι απονιβώντας ερομιδαλιό,
κουμάνισα το βίρο του λαβίνι
με σάβαλο γιδένι του θαλιό.
Κι ανέδοντας έν' άκονο λαβίνι
που ραδαγοπαλούσε τον αλιό
σινέρωσα τον άβο του ραβίνι,
σ' έν' άφαρο δαμένικο ραλιό.
Σούβεροδα στ' αλίκοπα σουνέκια·
μεσ' στ' άλινα που δεν εσιβονεί
βαρίλωσα σ' ακίμορα κουνέκια.
Και λαδαμποσαλώντας την ονή,
καράμπωσα το βούλινο διράνι,
σαν άλιφο τουνέσι που κιράνει...
Το σονέττο μας το συστήνει η κ. Simona Ventura.
Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2007
Η ΒΙΡΓΙΝΙΑ ΛΟΥΚΕ ΤΡΑΓΟΥΔΑ ΤΗΝ "ΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΜΙΛΟΝΓΚΑ"
ΤΡΑΓΟΥΔΑ H VIRGINIA LUQUE
MILONGA SENTIMENTAL
Milonga pa' recordarte.
Milonga sentimental.
Otros se quejan llorando
yo canto pa' no llorar.
Tu amor se seco de golpe
nunca dijiste por que.
Yo me consuelo pensando
que fue traición de mujer.
Varon, pa' quererte mucho,
varon, pa' desearte el bien,
varon, pa' olvidar agravios
porque ya te perdone.
Tal vez no lo sepas nunca,
tal vez no lo puedas creer,
tal vez te provoque risa
!verme tirao a tus pies!
Es facil pegar un tajo
pa' cobrar una traición
o jugar en una daga
la suerte de una pasión.
Pero no es facil cortarse
los tientos de un metejon
cuando estan bien amarrados
al palo del corazón.
Varon, pa' quererte mucho, etc.
Milonga que hizo tu ausencia.
Milonga de evocación.
Milonga para que nunca
la canten en tu balcon.
Pa' que vuelvas con la noche
y te vayas con el sol.
Pa' decirte que si, a veces,
o pa' gritarte que no.
Μουσική: Sebastian Piana.
Στίχοι: Homero Manzi.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΤΗ ΖΩΗ
VIOLETA PARRA / ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Η JOAN BAEZ
GRACIAS A LA VIDA
Gracias a la vida que me ha dado tanto,
Me dio dos luceros que cuando los abro,
Perfecto distingo lo negro del blanco,
Y en el alto cielo su fondo estrellado,
Y en la multitudes el hombre que yo amo.
Gracias a la vida que me ha dado tanto,
Me ha dado el sonido y el abecedario,
Y con el las palabras que pienso y declaro,
Madre, amigo, hermano y luz alumbrando,
La ruta del alma de el que estoy amando.
Gracias a la vida que me ha dado tanto,
Me ha dado el oído que en todo su ancho,
Graba noche y día grillos y canarios,
Martillos, turbinas, ladridos, chubascos,
Y la voz tan tierna de mi buen amado.
Gracias a la vida que me ha dado tanto,
Me ha dado la marcha de mis pies cansados,
Con ellos anduve ciudades y charcos,
Playas y desiertos, montañas y llanos,
Y la casa tuya, tu calle y tu patio.
Gracias a la vida que me ha dado tanto,
Me ha dado la risa, me ha dado el llanto,
Así yo distingo dicha de quebranto,
Los dos materiales que forman mi canto,
Y el canto de ustedes que es mi propio canto.
¡Gracias a la vida que me ha dado tanto!
ΕΣΤΗΘΗ!
ΑΙΜΙΛΙΑ ΔΑΦΝΗ
ΟΡΑΜΑ
Όνειρο γοργοφτέρουγο το πέρασμά σου, ω κόρη!
Στ' ακρόνυχά σου ανθούς σκορπά η μούσα η Τερψιχόρη.
Τ' αρχαίο το πνεύμα μιαν αυγή, φυσώντας το καλάμι,
στης Αρκαδίας σ' έφερε το μυθικό ποτάμι.
Κι έτσι λουσμένη μες στο φως, ανέγγιχτη κι ωραία,
περνάς, γλιστράς σαν όραμα σ' αρχαίον αμφορέα.
Γύρω απ' το φυλλοστέφανο βωμό οι Θεοί στημένοι
στο λύγισμά σου απλώνουνε τα χέρια αναστημένοι.
Και στις ψυχές που σε θωρούν, μες στων θνητών τα στήθη,
ο μέγας Παν εξύπνησε και γελαστός εστήθη!
Με τη σύσταση της κ. Federica Rindolfi.
Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2007
Η ESTRELLA MORENTE ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ
PABLO NERUDA
SONETO XCV
Quiénes se amaron como nosotros? Busquemos
las antiguas cenizas del corazón quemado
y allí que caigan uno por uno nuestros besos
hasta que resucite la flor deshabitada.
Amemos el amor que consumió su fruto
y descendió a la tierra con rostro y poderío:
tú y yo somos la luz que continúa,
su inquebrantable espiga delicada.
Al amor sepultado por tanto tiempo frío,
por nieve y primavera, por olvido y otoño,
acerquemos la luz de una nueva manzana,
de la frescura abierta por una nueva herida,
como el amor antiguo que camina en silencio
por una eternidad de bocas enterradas.
Από τη συλλογή "Cien sonetos de amor".
ΑΡΜΥΡΙΚΙΑ
ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ
ΕΝΤΕΛΒΑΪΣ
Αγάπη, από την έρημο, σου φέρνομε αρμυρίκια
κι είναι φτωχά, μα ωστόσο
σκέψου με πόση τσιγγουνιά
μαζέψανε σταλιά-σταλιά την αυγινή τη δρόσο
και φτιάξανε τ’ ανθάκια τους κατάσπρα και μελιτζανιά.
Αγάπη, από την έρημο σου φέρνομε αρμυρίκια…
Αν δεν ανθούσανε κι αυτά, δε θάρχονταν ο Μάης
στην έρημο. Στην έρημο πού να τα βρούμε τα Εντελβάις;
(Το πήρα από τη μελέτη «Φώτης Αγγουλές» του Γιώργου Σιδέρη.
Αρέσει και στην κ. Antonella Mosetti.)
ΜΑΔΡΙΛΕΝΙΚΟ
JOAQUÍN SABINA
PONGANOS QUE HABLO DE MADRID
Allá donde se cruzan los caminos,
donde el mar no se puede concebir,
donde regresa siempre el fugitivo,
pongamos que hablo de Madrid.
Donde el deseo viaja en ascensores,
un agujero queda para mí,
que me dejo la vida en sus rincones,
pongamos que hablo de Madrid.
Las niñas ya no quieren ser princesas,
y a los niños les da por perseguir
el mar dentro de un vaso de ginebra,
pongamos que hablo de Madrid.
Los pájaros visitan al psiquiatra,
las estrellas se olvidan de salir,
la muerte viaja en ambulancias blancas,
pongamos que hablo de Madrid.
El sol es una estufa de butano,
la vida un metro a punto de partir,
hay una jeringuilla en el lavabo,
pongamos que hablo de Madrid.
Cuando la muerte venga a visitarme,
que me lleven al sur donde nací,
aquí no queda sitio para nadie,
pongamos que hablo de Madrid.
*************
ΑΣ ΠΟΥΜΕ ΟΤΙ ΜΙΛΑΩ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΔΡΙΤΗ
Εκεί που διασταυρώνονται οι δρόμοι
όπου τη θάλασσα δεν γίνεται να δεις
όπου επιστρέφει πα΄ντα ο φυγάδας
Ας πούμε ότι μιλάω για τη Μαδρίτη
Όπου ο πόθος ταξιδεύει με ασανσέρ
μια τρύπα απομένει για μένα
που μ' άφησε η ζωή στις γωνιές της
Ας πούμε ότι μιλάω για τη Μαδρίτη
Τα κοριτσια δεν θέλουν πια να 'ναι πριγκήπισσες
και στ' αγόρια τη δίνει να ψάχνουνε
τη θάλασσα σ' ένα ποτήρι τζίν
Ας πούμε ότι μιλάω για τη Μαδρίτη
Τα πουλιά επίσκεψη πανε στον ψυχίατρο
τ' αστέρια ξεχνάνε να φύγουν
ο θάνατος περνάει με λευκά ασθενοφόρα
Ας πούμε ότι μιλάω για τη Μαδρίτη
Ο ήλιος είναι μια σόμπα αερίου
η ζωή ενά μετρό έτοιμο να φύγει
είναι μια συριγγούλα στο νιπτήρα
Ας πούμε ότι μιλάω για τη Μαδρίτη
Όταν ο θάνατος θα έρθει να μ' επισκευτεί
να πάνε στον Νότο που γεννήθηκα
εδώ σεν έχει τόπο για κανέναν
Ας πούμε ότι μιλάω για τη Μαδρίτη
Μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης.
Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2007
ΜΠΟΡΧΕΣ - ΠΙΑΣΣΟΛΛΑ - ΡΙΒΕΡΟ
JORGE LUIS BORGES
A DON NICANOR PAREDES
Venga un rasgueo y ahora,
Con el permiso de ustedes,
Le estoy cantando, señores,
A don Nicanor Paredes.
No lo vi rigido y muerto
Ni siquiera lo vi enfermo,
Lo veo con paso firme
Pisar su feudo, Palermo.
El bigote un poco gris
Pero en los ojos el brillo
Y cerca del corazón
El bultito del cuchillo.
El cuchillo de esa muerte
De la que no le gustaba
Hablar; alguna desgracia
De cuadreras o de taba.
De atrio, más bien. Fue caudillo,
Si no me marra la cuenta,
Alla por los tiempos bravos
Del ochocientos noventa.
Lacia y dura la melena
Y aquel empaque de toro;
La chalina sobre el hombro
Y el rumboso anillo de oro.
Entre sus hombres habia
Muchos de valor sereno;
Juan Muraña y aquel Suarez
Apellidado el Chileno.
Cuando entre esa gente mala
Se armaba algun entrevero
El lo paraba de golpe,
De un grito o con el talero.
Varon de animo parejo
En la buena o en la mala;
"En casa del jabonero
El que no cae se refala."
Sabia contar sucedidos,
Al compas de la vihuela,
De las casas de Junin
Y de las carpas de Adela.
Ahora esta muerto y con el
Cuanta memoria se apaga
De aquel Palermo perdido
Del baldio y de la daga.
Ahora esta muerto y me digo:
Que hara usted, don Nicanor,
En un cielo sin caballos
Ni envido, retruco y flor?
Η ΜΑΪΤΕ ΛΟΡΕΝΘΟ ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ ΛΟΡΚΑ: "ΝΕΚΡΟΣ ΑΠΟ ΕΡΩΤΑ"
FEDERICO GARCÍA LORCA
MUERTO DE AMOR
A Margarita Manso
¿Qué es aquello que reluce
por los altos corredores?
Cierra la puerta, hijo mío,
acaban de dar las once.
En mis ojos, sin querer,
relumbran cuatro faroles.
Será que la gente aquella
estará fregando el cobre.
Ajo de agónica plata
la luna menguante, pone
cabelleras amarillas
a las amarillas torres.
La noche llama temblando
al cristal de los balcones,
perseguida por los mil
perros que no la conocen,
y un olor de vino y ámbar
viene de los corredores.
Brisas de caña mojada
y rumor de viejas voces,
resonaban por el arco
roto de la media noche.
Bueyes y rosas dormían.
Sólo por los corredores
las cuatro luces clamaban
con el furor de San Jorge.
Tristes mujeres del valle
bajaban su sangre de hombre,
tranquila de flor cortada
y amarga de muslo joven.
Viejas mujeres del río
lloraban al pie del monte,
un minuto intransitable
de cabelleras y nombres.
Fachadas de cal, ponían
cuadrada y blanca la noche.
Serafines y gitanos
tocaban acordeones.
Madre, cuando yo me muera,
que se enteren los señores.
Pon telegramas azules
que vayan del Sur al Norte.
Siete gritos, siete sangres,
siete adormideras dobles,
quebraron opacas lunas
en los oscuros salones.
Lleno de manos cortadas
y coronitas de flores,
el mar de los juramentos
resonaba, no sé donde.
Y el cielo daba portazos
al brusco rumor del bosque,
mientras clamaban las luces
en los altos corredores.
***************
ΝΕΚΡΟΣ ΑΠΟ ΕΡΩΤΑ
Στη Μαργαρίτα Μάνσο
Τα’ είναι κείνο που φεγγρίζει
στους απάνω διαδρόμους;
Σφάλισε την πόρτα, γιέ μου,
κι οι έντεκα σημάναν μόλις.
Άθελα, στα δυό μου μάτια
λάμπουνε τέσσερις λύχνοι.
Σίγουρα κείνοι οι ανθρώποι
θα τρίβουνε το μπακίρι.
Σκόρδο απ’ ασήμι αγωνίας,
το δισταχτικό φεγγάρι,
κατακίτρινα μαλλιά
στους κίτρινους πύργους βάζει.
Των μπαλκονιών το κρουστάλλι
έκρουε τρέμοντας η νύχτα,
κυνηγημένη από χίλιους
σκύλους που δεν την γνωρίζαν
κι ερχόταν απ’ τους διαδρόμους
μυρουδιά άμπρας και κρασίλας.
Αύρες από υγρό καλάμι
και παλιών φωνών βαβούρα
στου μεσονυχτιού το τόξο
το σπασμένο αντιλαλούσαν.
Βόδια και ρόδα κοιμούνταν.
Μόνον απ’ τους διαδρόμους
τα τέσσερα φώτα σκούζαν
με το μανητό τ’ Άι-Γιώργη.
Θλιμμένες νιές της κοιλάδας
καλμάραν τ’ αντρίκιο τους αίμα,
πικρό από μούσκουλα νιάτων
κι ήσυχο απ’ άνθη κομμένα.
Του ποταμού γριές γυναίκες
κλαίγαν στου βουνού τα πόδια
μιαν αδιάβατη στιγμή
από μαλλιά κι από ονόματα.
Προσόψεις ασβεστωμένες
άσπρο κάνανε το βράδυ.
Τ’ ακορντεόνια τους παίζαν
τα χερουβείμ κι οι τσιγγάνοι.
Μάνα, όταν εγώ πεθάνω,
μήνα το στ’ αφεντικά μας.
Τηλεγραφήματα στείλε
βορρά και νότο γαλάζια.
Εφτά κραυγές, εφτά αίματα,
εφτά του ύπνου παπαρούνες,
λοξά φεγγάρια τσακίσαν
σε σάλες άδειες και σκούρες.
Γεμάτο χέρια κομμένα
και στεφανάκια από χόρτο,
δεν ξέρω πού, αντιλαλούσε
τ’ αρχιπέλαγο των όρκων.
Στο τραχύ βουητό του δάσους
βρόνταγε ο ουρανός την πόρτα,
και στους απάνω διαδρόμους
σκούζανε γοερά τα φώτα.
Μετάφραση: Ηλίας Ματθαίου.
Από το βιβλίο: Federico García Lorca, «Τσιγγάνικο Ρομανθέρο / Romancero Gitano» (δίγλωσση έκδοση), Διάττων, Αθήνα 1989, σελ. 82-87.
ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ, ΟΧΙ ΤΗΣ ΔΙΑΚΟΠΗΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ
Τέλος κι αυτής της ιστορίας. Τέλος. Ακούγεται κιόλας
κάτω απ’ την πόρτα το ελαφρό βουητό της γαλήνης. Μπορεί πάλι
να σταθείς στο παράθυρο, κοιτάζοντας πέρα τους πράσινους λόφους,
καθένας τους μ’ ένα άσπρο ξωκλήσι στην πλαγιά του· ή κοιτάζοντας
τις στάλες του ασβέστη στα μαύρα μαλλιά των νεαρών οικοδόμων
στο απέναντι γιαπί. Τούτη η ελληνική πραϋντική φιλία
που ξαναδένει την κομμένη κλωστή και μένει μαλακός ο κόμπος –
μνήμη της διάρκειας, όχι της διακοπής. Κι όπως στρέφεις
απ’ το παράθυρο πάλι προς τα μέσα, το δωμάτιο είναι
ένα καθάριο ολόφωτο ενυδρείο, όπου γυμνά μικρά κορίτσια
περιδιαβάζουν το νερό με σιωπηλή ερωτική ευφροσύνη
καβάλα σε χρυσά, μαβιά, τριανταφυλλιά και πράσινα ψάρια.
Αθήνα, 12.ΧΙΙΙ.79
Από την ποιητική συλλογή «Έφυγαν», που περιλαμβάνεται στο βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ποιήματα», τ. ΙΔ΄, Κέδρος, Αθήνα 2007, σελ. 257.
O ΜΠΟΥΛΑΤ ΟΚΟΥΤΖΑΒΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ
Булат Окуджава
Ваше благородие
Ваше благородие, госпожа разлука,
Мы с тобой родня давно, вот какая штука,
Письмецо в конверте погоди не рви.
Не везет мне в смерти, повезет в любви.
Ваше благородие, госпожа чужбина.
Жарко обнимала ты, да только не любила.
В ласковые сети, постой, не лови.
Не везет мне в смерти, повезет в любви.
Ваше благородие, госпожа удача.
Для кого ты добрая, а кому иначе.
Девять граммов в сердце, постой, не зови.
Не везет мне в смерти, повезет в любви.
Ваше благородие, госпожа победа.
Значит моя песенка до конца не спета.
Перестаньте черти клясться на крови!
Не везет мне в смерти, повезет в любви.
Μουσική: И.Шварца.
Στίχοι και ερμηνεία: Б.Окуджавы.
Τραγούδι του 1967, από την ταινία "Ο άσπρος ήλιος της ερήμου".
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ Η ΦΩΝΗ
ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ Χ. ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ
ΠΑΝΩ ΣΑΣ ΓΑΝΤΖΩΝΩ ΤΗ ΦΩΝΗ ΜΟΥ
Από χαλυβουργεία και διυλιστήρια
Στην αλλοτρίωση των καύσεων
Έρημες φτωχές λέξεις σας κουβαλώ
Σε πόλη αδιάφορη πρησμένη σκουπίδια
και γύρω λυσσασμένοι για επιτυχία
Ενώ μοντάρω όργανο υποθετικής επικοινωνίας
Δρόμοι υψικάμινοι και τρέχουν
Ισοζύγιοι οραματιστές
Καλπάζουν στην καταναλωτική μανία
Κλούβες μπαγλαρώνουν την απεργία
Και σταλάζει ο ουρανός κατράμι
Φτωχές ελληνικές μου λέξεις
Πάνω σας γαντζώνω τη φωνή μου
Και βουλιάζω.
Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2007
Ο Михаил Л. Герштейн ΔΙΑΒΑΖΕΙ Осип Мандельштам
ΟΣΙΠ ΜΑΝΤΕΛΣΤΑΜ
[С миром державным я был лишь ребячески связан]
С миром державным я был лишь ребячески связан,
Устриц боялся и на гвардейцев глядел исподлобья,
И ни крупицей души я ему не обязан,
Как я ни мучал себя по чужому подобью.
С важностью глупой, насупившись, в митре бобровой
Я не стоял под египетским портиком банка,
И над лимонной Невою под хруст сторублевый
Мне никогда, никогда не плясала цыганка.
Чуя грядущие казни, от рева событий мятежных
Я убежал к нереидам на Черное море,
И от красавиц тогдашних, от тех европеянок нежных,
Сколько я принял смущенья, надсады и горя!
Так отчего ж до сих пор этот город довлеет
Мыслям и чувствам моим по старинному праву?
Он от пожаров еще и морозов наглеет,
Самолюбивый, проклятый, пустой, моложавый.
Не потому ль, что я видел на детской картинке
Леди Годиву с распущенной рыжею гривой,
Я повторяю еще про себя, под сурдинку:
«Леди Годива, прощай! Я не помню, Годива...»
Январь-февраль 1931.
Ο ΖΟΥΛΦΟΥ ΛΙΒΑΝΕΛΙ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΛΟΡΚΑ
FEDERICO GARCÍA LORCA
CANCIÓN DEL JINETE
Córdoba.
Lejana y sola.
Jaca negra, luna grande,
y aceitunas en mi alforja.
Aunque sepa los caminos
yo nunca llegaré a Córdoba.
Por el llano, por el viento,
jaca negra, luna roja.
La muerte me está mirando
desde las torres de Córdoba.
¡Ay qué camino tan largo!
¡Ay mi jaca valerosa!
¡Ay que la muerte me espera,
antes de llegar a Córdoba!
Córdoba.
Lejana y sola.
CORDOVA
Cordoba
Uzakta tek başına
Ay kocaman at kara
Torbamda zeytin kara
Bilirim de yolları
Varamam Cordoba'ya
Ova geçtim, yel geçtim
Ay kırmızı at kara
Ölüm gözler yolumu
Cordoba surlarında
Yola baktım yol uzun
Canım atım yaman atım
Etme eyleme ölüm
Varmadan Cordoba'ya
Cordoba
Uzakta tek başına
Μουσική και ερμηνεία: Zülfü Livaneli.
Μετάφραση: Melih Cevdet Anday.
Ο ANDRÉS CALAMARO ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΣΤΙΧΟΥΣ ΤΟΥ CARLOS GARDEL KAI TOY ALFREDO LE PERA
CARLOS GARDEL / ALFREDO LE PERA
POR UNA CABEZA
Por una cabeza de un noble potrillo
que justo en la raya afloja al llegar
y que al regresar parece decir:
no olvides, hermano,
vos sabes, no hay que jugar...
Por una cabeza, metejon de un dia,
de aquella coqueta y risueña mujer
que al jurar sonriendo,
el amor que esta mintiendo
quema en una hoguera todo mi querer.
Por una cabeza
todas las locuras
su boca que besa
borra la tristeza,
calma la amargura.
Por una cabeza
si ella me olvida
que importa perderme,
mil veces la vida
para que vivir...
Cuantos desengaños, por una cabeza,
yo jure mil veces no vuelvo a insistir
pero si un mirar me hiere al pasar,
su boca de fuego, otra vez, quiero besar.
Basta de carreras, se acabo la timba,
un final reñido yo no vuelvo a ver,
pero si algun pingo llega a ser fija el domingo,
yo me juego entero, que le voy a hacer.
Στίχοι και μουσική: Carlos Gardel y Alfredo Le Pera (1935).
ΤΟ ΕΣΦΑΛΜΕΝΟ ΛΗΜΜΑ
ΚΩΣΤΑΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΗΣ
ΑΝΕΜΟΛΟΓΙΟ
Έβγαλε βρώμα η Ιστορία ότι ξοφλήσαμε
είμαστε λέει το παρατράγουδο στα ωραία άσματα
και επιτέλους σκασμός οι ρήτορες πολύ μιλήσαμε
στο εξής θα παίζουμε σ' αυτό το θίασο μόνο ως φαντάσματα
Κάτω οι σημαίες στις λεωφόρους που παρελάσαμε
άλλαξαν λέει τ' ανεμολόγια και οι ορίζοντες
μας κάνουν χάρη που μας ανέχονται και που γελάσαμε
τώρα δημόσια θα έχουν μικρόφωνο μόνο οι γνωρίζοντες
Βγήκαν δελτία και επισήμως ανακοινώθηκε
είμαστε λάθος μες στο κεφάλαιο του λάθος λήμματος
ο σάπιος κόσμος εκεί που σάπιζε ξανατονώθηκε
κι οι εξεγέρσεις μας είναι εν γένει εκτός του κλίματος
Δήλωσε η τσούλα η Ιστορία ότι γεράσαμε
τις εμμονές μας περισυλλέγουνε τα σκουπιδιάρικα
όνειρα ξένα ράκη αλλότρια ζητωκραυγάσαμε
και τώρα εισπράττουμε απ' την εξέδρα μας βροχή δεκάρικα
Ξέσκισε η πόρνη η Ιστορία αρχαία οράματα
τώρα για σέρβις μας ξαποστέλνει και για χαμόμηλο
την παρθενιά της επανορθώσαμε σφιχτά με ράμματα
την κουβαλήσαμε και μας κουβάλησε στον ανεμόμυλο
Παίζει πιάνο και τραγουδάει ο συνθέτης του τραγουδιού Θάνος Μικρούτσικος. Συμμετέχει ο Διονύσης Τσακνής. Στη μπάρα του μενού υπάρχει και εκτέλεση με τον πρώτο ερμηνευτή του τραγουδιού: τον Γιώργο Νταλάρα.
Ο ΡΑΓΙΣΜΕΝΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ
ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ
ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ
ΦΙΛΟΙ ΚΙ ΑΔΕΡΦΙΑ
Φίλοι κι αδέρφια, μανάδες, γέροι και παιδιά,
στα παραθύρια βγείτε και θωρείτε
ποιοι περπατούν στα σκοτεινά
και σεργιανούν μες τα στενά
φίλοι κι αδέρφια, μανάδες, γέροι και παιδιά.
Γράφουν σημάδια, μηνύματα στο βασιλιά,
σαν δε φωνάξεις, έβγα να το γράψεις
να μη σ’ ακούσουν τα σκυλιά,
βγάλε φωνή χωρίς μιλιά,
σημάδια και μηνύματα στο βασιλιά.
Ήταν στρατιώτες, καπεταναίοι λαϊκοί,
όρκο σταυρώσαν-βάλαν στο σπαθί τους,
η λευτεριά να μη χαθεί,
όρκο σταυρώσαν στο σπαθί,
καπεταναίοι στρατιώτες λαϊκοί.
Κι οπού φοβάται, φωνή ν’ ακούει απ’ το λαό,
σ’ έρημο τόπο ζει και βασιλεύει
κάστρο φυλάει ερημικό
κι έχει το φόβο φυλαχτό
οπού φωνή φοβάται ν΄ ακούει απ’ το λαό.
Γη παιδεμένη, με σίδερο και με φωτιά,
για κοίτα ποιόν σου φέρανε καημένη,
να σ’ αφεντεύει από ψηλά, τα κρίματά σου είναι πολλά,
χτυπούν το σίδερο θεριέψαν τη φωτιά.
Καίει το φιτίλι ξεθηκαρώνουν τα σπαθιά
κάνουν Βουλή Συνταχτική και γράφουν
το θέλημά τους στα χαρτιά
κι η κοσμοθάλασσα πλατιά
κάνουν Βουλή ξεθηκαρώνουν τα σπαθιά.
Τρεις του Σεπτέμβρη, μανάδες, γέροι και παιδιά,
στα παραθύρια βγείτε και θωρείτε
τι φέρνουνε στο βασιλιά
βαθιά γραμμένο στα χαρτιά
τρεις του Σεπτέμβρη μάνες, γέροι και παιδιά.
Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2007
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΜΕΓΑΣ ΖΑΚ ΜΠΡΕΛ
JACQUES BREL
NE ME QUITTE PAS
Ne me quitte pas
Il faut oublier
Tout peut s'oublier
Qui s'enfuit déjà
Oublier le temps
Des malentendus
Et le temps perdu
A savoir comment
Oublier ces heures
Qui tuaient parfois
A coups de pourquoi
Le coeur du bonheur
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Moi je t'offrirai
Des perles de pluie
Venues de pays
Où il ne pleut pas
Je creuserai la terre
Jusqu'après ma mort
Pour couvrir ton corps
D'or et de lumière
Je ferai un domaine
Où l'amour sera roi
Où l'amour sera loi
Où tu seras reine
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Je t'inventerai
Des mots insensés
Que tu comprendras
Je te parlerai
De ces amants là
Qui ont vu deux fois
Leurs coeurs s'embraser
Je te raconterai
L'histoire de ce roi
Mort de n'avoir pas
Pu te rencontrer
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
On a vu souvent
Rejaillir le feu
D'un ancien volcan
Qu'on croyait trop vieux
Il est paraît-il
Des terres brûlées
Donnant plus de blé
Qu'un meilleur avril
Et quand vient le soir
Pour qu'un ciel flamboie
Le rouge et le noir
Ne s'épousent-ils pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Je ne vais plus pleurer
Je ne vais plus parler
Je me cacherai là
A te regarder
Danser et sourire
Et à t'écouter
Chanter et puis rire
Laisse-moi devenir
L'ombre de ton ombre
L'ombre de ta main
L'ombre de ton chien
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Στίχοι, μουσική, ερμηνεία: Jacques Brel.
Τραγούδι του 1959.
ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΜΟΝΤΑΛΕ: "ΤΑ ΛΕΜΟΝΙΑ"
EUGENIO MONTALE
I LIMONI
Ascoltami, i poeti laureati
si muovono soltanto fra le piante
dai nomi poco usati: bossi ligustri o acanti.
lo, per me, amo le strade che riescono agli erbosi
fossi dove in pozzanghere
mezzo seccate agguantanoi ragazzi
qualche sparuta anguilla:
le viuzze che seguono i ciglioni,
discendono tra i ciuffi delle canne
e mettono negli orti, tra gli alberi dei limoni.
Meglio se le gazzarre degli uccelli
si spengono inghiottite dall'azzurro:
più chiaro si ascolta il susurro
dei rami amici nell'aria che quasi non si muove,
e i sensi di quest'odore
che non sa staccarsi da terra
e piove in petto una dolcezza inquieta.
Qui delle divertite passioni
per miracolo tace la guerra,
qui tocca anche a noi poveri la nostra parte di ricchezza
ed è l'odore dei limoni.
Vedi, in questi silenzi in cui le cose
s'abbandonano e sembrano vicine
a tradire il loro ultimo segreto,
talora ci si aspetta
di scoprire uno sbaglio di Natura,
il punto morto del mondo, l'anello che non tiene,
il filo da disbrogliare che finalmente ci metta
nel mezzo di una verità.
Lo sguardo fruga d'intorno,
la mente indaga accorda disunisce
nel profumo che dilaga
quando il giorno piú languisce.
Sono i silenzi in cui si vede
in ogni ombra umana che si allontana
qualche disturbata Divinità.
Ma l'illusione manca e ci riporta il tempo
nelle città rurnorose dove l'azzurro si mostra
soltanto a pezzi, in alto, tra le cimase.
La pioggia stanca la terra, di poi; s'affolta
il tedio dell'inverno sulle case,
la luce si fa avara - amara l'anima.
Quando un giorno da un malchiuso portone
tra gli alberi di una corte
ci si mostrano i gialli dei limoni;
e il gelo dei cuore si sfa,
e in petto ci scrosciano
le loro canzoni
le trombe d'oro della solarità.
Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2007
ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΟ ΔΕΣΙΜΟ
FRANCESCO PETRARCA
ΣΟΝΕΤΤΟ 143: [ΚΑΙ ΣΑΝ Σ’ ΑΚΟΥΩ ΝΑ ΜΙΛΕΙΣ ΜΕ ΤΟΣΟ ΓΛΥΚΟΣ]
Και σαν σ’ ακούω να μιλείς με τόσο γλύκος,
σαν να ’σουν ο Έρως που τους πιστούς του εμπνέει,
το πάθος μες στους πόθους μου πυρφόρο καίει
με ορμή, ως νά ’ν’ μαζί και λέοντας και λύκος.
Της Δόννας μου παντού, όπου γης, υπάρχει οίκος
(και στην καρδιά μου μέσα ακόμα, που όλο κλαίει,
Αυτή έχει σπίτι) – κι έρχεται ως εκεί και λέει
εις μάτην πως οδύρομαι… στενάζω αδίκως.
Τη βλέπω, ωστόσο, κάθε τόσο με ανεμόεσσα
την κόμη της ν’ ανοιγοκλείνει την καρδιά μου,
μιας κι έχει τα κλειδιά – κι, αχ, με θερίζει ο πόνος!
Βαθύς ο πόθος, όμως, όσο κι αν επόνεσα,
τη γλώσσα μου μού δένει, κόβει τη μιλιά μου
ναν της πω ότι η καρδιά μου είναι Εκεινής ο θρόνος.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Το σονέττο μάς το συστήνει η κ. Mar Flores.
Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2007
ΚΡΟΙΣΟΣ ΦΑΝΤΑΣΙΩΝ ΚΑΙ ΠΟΘΩΝ
FRANCESCO PETRARCA
ΣΟΝΕΤΤΟ 172: [Ω ΦΘΟΝΕ, ΕΧΘΡΕ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ, ΠΟΥ ΜΑΧΕΣΑΙ ΟΛΕΣ]
Ω φθόνε, εχθρέ της αρετής, που μάχεσαι όλες
μας τις καλές αρχές και τις αγνές προθέσεις,
από ποιά τρύπα μπήκες μουλωχτός, εφέσεις
και ειρμούς ν’ αλλάξεις στ’ ωραίο στήθος της; Τις βιόλες
μαράνει μού ’χεις –τις καλές, τις μυροβόλες–
στον κήπο της υγείας, κι εκποδών να δέσεις
θες του εραστή τον όλβο, φευ, μπας και μπορέσεις
να στάξεις στο μυαλό της τρομερές και ιοβόλες
ιδέες! Μα θα γίνει, Εκείνη τώρα μίσος
να νιώσει, ενώ παλιά έκλαιγε (κι εσύ την είδες)
για μένα; Φαντασιών και πόθων είμαι κροίσος
και θ’ αποφύγω τους ιξούς και τις παγίδες
που μού ’χεις στήσει. Και υποθέτω θα αγνοείς ίσως
πως ό,τι με τρομάζει με τρέφει με ελπίδες!
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Η κ. Viviana Greco όχι μόνο δεν μας τρομάζει, αλλά και μας τρέφει με ελπίδες (τουλάχιστον με όσες τρέφουμε και εμείς γι' αυτήν).
ΡΗΤΟΡΙΚΗ ΔΕΙΝΟΤΗΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ
ΕΙΣ ΜΙΑΝ ΠΑΡΛΑΔΟΡΑΝ
Λιμάρεις νύχτα μέρα στα γιερά
κι ο στόμας σου δεν κλει… δεν ησυχάζεις,
κ’ εκειόν που κουκαλείς τη μια φορά,
άλλη φορά τον ίδιονε θαυμάζεις!
Ό,τι κι αν πεις, ανάποδα ή σωστά,
κανείς δεν σ’ αντιλέγει και καγχάζεις.
Μα ποιός κουτάει να σό ’μπει από μπροστά
που στην παρλάτα διάολο κουράζεις.
Εκάηκα μια μέρα να σε ιδώ
να σιωπάς· μου λεν πως και στον ύπνο σου
στιγμή δεν παύεις το μιληταριό!
Γι’ αυτό κι αν τρως στο γιόμα και στο δείπνο σου
σάρκα δεν πιάνεις! Θύματα μπροστά σου
δεν βρίσκεις και λιμάρεις τ’ άντερά σου.
Κρίνω ότι κανέναν δεν ενοχλεί το ρόλο της "παρλαδόρας" να τον παίζει η εικονιζόμενη κ. Lorena Rojas.
Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2007
ΠΟΥ ΖΕΙ Ο ΦΟΙΝΙΚΑΣ;...
FRANCESCO PETRARCA
ΣΟΝΕΤΤΟ 185: [Η ΔΟΝΝΑ –ΦΟΙΝΙΚΑΣ!… – ΜΕ ΟΛΟΧΡΥΣΑ ΦΤΕΡΑ]
Η Δόννα –Φοίνικας!… – με ολόχρυσα φτερά βυ-
θάει τ’ άσπρο του λαιμού της μες στις λάμψεις· μοιάζει
κολλιές να την στολίζει από λαμπρό τοπάζι
που θέλγει τις καρδιές, μα τη δικιά μου χαύει.
Την κόμη της ποθεί βαθιά ο άνεμος να λάβει
στα χέρια του, γι’ αυτό και μέσαθέ του βγάζει
φωτιάν υγρή που περονιάζει σαν τ’ αγιάζι,
πλην και τον πιο ψυχρό καιρό μπορεί ν’ ανάβει.
Μπορντούρα γαλανή στο πορφυρό ένδυμά της
και ρόδα ανάρια το κορμί της ντύνουν. Δώσ’ μου
νέο διάδημα, και κάλλος άλλο δώσ’ μου!… Ουκ ένι!
Ο θρύλος θέλει ο Φοίνικας να ζει απελάτης
απά’ στης Αραβίας τα όρη – της ευόσμου.
Στα ουράνια, όμως, είν’ και στη γη μας κατεβαίνει.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Στο ρόλο της Δόννας η κ. Lorena Forteza. και μελαχροινή που είναι, δεν πειράζει...
ΟΥΚ ΕΣΤΙΝ ΕΛΠΙΣ
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ ΘΑΝΑΤΟΥ
Η αχτίδα του φωτός εσβήστη από το μάτι,
όπου έλαμπεν ο νους εν πλησμονή και πίστει·
κι ο ανθός, που με το κόκκινό του χρώμα επάτη
τα χείλη της ζωής βαθιά, κ α ι αυτός εσβήστη.
Το πνεύμα, που παλιά την λαγουδέρα εκράτει
του σώματος, αλήθεια, πού εξαφανίστη;
Τί θλιβερός, αχ, στοχασμός! – και σπέρνει κάτι
από του χάρου τη φοβέρα την κρατίστη
εις τες καρδίες. Ιδού, όμως, που οδός ανοίγεται
ομπρός σου με δροσίες και αχτίδες, και με άσματα
αγγελικών δυνάμεων ευθύς τυλίγεται
στο φως. Οδός υπάρχει και άλλη –δίχως σκάντζα
ετούτη– οπού τον νου σου χαύουνε φαντάσματα
φριχτά που όλο φρυάζουν: « Lascia ogni speranza! »
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2007
ΜΗ ΕΓΓΙΖΕΤΕ!
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΘΕΜΑ ΑΠΑΝΩ: ΤΟ ΡΟΔΟ
Και σαν το βέλο πέφτει οχ της νυχτός τα μάτια
κι οι ουρανοί γελούν γαλήνιοι κι αίθριοι, πάλι κα-
θαρόν ανεί το ρόδο τον καλό του κάλυκα
στης δρόσου την αχνότρεμη άστραψη, και τ’ άτια
του αγέρος προσκαλεί να μπουν μες στα παλάτια
τού στήθους τού χαριτωμένου του και στ’ άλικα
να χρεμετίσουν χρώματα –τα ερωτοχάλικα
βαρώντας– πως ε δ ώ περσεύουν τα γινάτια.
Τα φύλλα και τα νάματα όλα εκεί τριγύρω
από χαρά θροΐζουν, κρούοντας λες λαούτο,
κι οι Νύμφες πλένουν τους μανδύες τους στο μύρο.
Μα δες τί μας λαλούν τ’ αγκάθια του με νύξη:
«Αφ’ ούλα τ’ άνθια το τρανότερο είν’ τούτο.
Θνητοί, κανείς μην κοτήσει να τ’ αγγίξει!»
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Αφιερώνεται στη μνήμη του Νίκου Παπαδόπουλου, με τον οποίο είχαμε συμμεταφράσει από τα ιταλικά τις «Εξ απροόπτου ρίμες» του Διονυσίου Σολωμού, που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Υψιλον / βιβλία.
Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2007
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΡΕΑ ΚΑΝΟΒΑ
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΝΟΒΑ
Ποιά είν’ ετούτη που τη νιώθω να μ’ αγγίζει
μες στην καρδία κι αναγαλλιάζουνε οι αισθήσεις;
Είν’ η Θρησκεία που μεσοπέλαγα της ζήσης
του κόσμου τσι ψυχές μ’ ελέγχους διαγουμίζει.
Το δάχτυλο στους Ουρανούς υψώνει· αρπίζει
τη δόξα του πλασμένου σύμπαντος, της φύσης.
Το χέρι, που την πλάθει εδώ, με νιές ποιήσεις
την απιστιά συντρίβει, τη θανή εξορίζει.
Ο νους μου το γλυπτό θωρεί· δεν αμφιβάλλει
πως ίδια κι απαράλλαχτη ψηλά στους θόλους
ζει – τόσο εντύπωση μου εμποιεί μεγάλη!
Αυτοί που περιφρόνια δείχνουνε στη χάρη
της καίγουνται με κεραυνούς πικρούς και μ’ όλους
τους άδικους στον Άδη αφήνουν ένα χνάρι.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Στην εικόνα βλέπουμε το γύψινο πρόπλασμα του αγάλματος.
Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2007
ΦΕΓΓΟΒΟΛΟΥΣΕ
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ
Ο ΕΣΧΑΤΟΣ
Κι όταν η πόλη οριστικά νεκρώθηκε
και στις μεγάλες άδειες λεωφόρους
έμειναν μόνο τενεκέδες σκουπιδιών
και γάτες εξαγριωμένες που θρηνούσαν
Εκείνος γλίστρησε αλαφρά σαν ίσκιος
μέσ’ απ την παλιά νεκροκασέλα
κι ευτυχισμένος που αξιώθηκε επιτέλους
τόση συγκομιδή απεραντοσύνης
γονάτισε και κλείνοντας τα μάτια
δόθηκε στη βαθιά μαγεία των ήχων
αυτών που μόνο οι πονεμένοι ακούνε
κι έτσι δεν ένιωσε καθόλου τα σκυλιά
που πεινασμένα σύρθηκαν κοντά του
κι έτρωγαν τρυφερά τις σάπιες σάρκες του
καθώς πιο κει το νέο του σώμα
φορτισμένο
με αγνότητα ουρανού
φεγγοβολούσε
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΝΤΙΝΟ ΒΑΛΛΕ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο DINO VALLE
GUAPPARIA
Scetáteve, guagliune 'e malavita...
ca è 'ntussecosa assaje 'sta serenata:
Io sóngo 'o 'nnammurato 'e Margarita
Ch'è 'a femmena cchiù bella d''a 'Nfrascata!
Ll'aggio purtato 'o capo cuncertino,
p''o sfizio 'e mme fá sèntere 'e cantá...
Mm'aggio bevuto nu bicchiere 'e vino
pecché, stanotte, 'a voglio 'ntussecá...
Scetáteve guagliune 'e malavita!...
E' accumparuta 'a luna a ll'intrasatto,
pe' lle dá 'o sfizio 'e mme vedé distrutto...
Pe' chello che 'sta fémmena mm'ha fatto,
vurría ch''a luna se vestesse 'e lutto!...
Quanno se ne venette â parta mia,
ero 'o cchiù guappo 'e vascio â Sanitá...
Mo, ch'aggio perzo tutt''a guapparía,
cacciatemmenne 'a dint''a suggitá!...
Scetáteve guagliune 'e malavita!...
Sunate, giuvinò', vuttàte 'e mmane,
nun v'abbelite, ca stó' buono 'e voce!
I' mme fido 'e cantá fino a dimane...
e metto 'ncroce a chi...mm'ha miso 'ncroce...
Pecché nun va cchiù a tiempo 'o mandulino?
Pecché 'a chitarra nun se fa sentí?
Ma comme? chiagne tutt''o cuncertino,
addó' ch'avess''a chiagnere sul'i'...
Chiágnono sti guagliune 'e malavita!...
Στίχοι: Libero Bovio.
Μουσική: Rodolfo Falvo.
Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2007
Η DE-ANN BUCKLEY ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ JACQUES PRÉVERT: "ΤΑ ΚΙΤΡΙΝΑ ΦΥΛΛΑ"
JACQUES PRÉVERT
LES FEUILLES MORTES
Oh ! je voudrais tant que tu te souviennes
Des jours heureux où nous étions amis.
En ce temps-là la vie était plus belle,
Et le soleil plus brûlant qu'aujourd'hui.
Les feuilles mortes se ramassent à la pelle.
Tu vois, je n'ai pas oublié...
Les feuilles mortes se ramassent à la pelle,
Les souvenirs et les regrets aussi
Et le vent du nord les emporte
Dans la nuit froide de l'oubli.
Tu vois, je n'ai pas oublié
La chanson que tu me chantais.
C'est une chanson qui nous ressemble.
Toi, tu m'aimais et je t'aimais
Et nous vivions tous deux ensemble,
Toi qui m'aimais, moi qui t'aimais.
Mais la vie sépare ceux qui s'aiment,
Tout doucement, sans faire de bruit
Et la mer efface sur le sable
Les pas des amants désunis.
Les feuilles mortes se ramassent à la pelle,
Les souvenirs et les regrets aussi
Mais mon amour silencieux et fidèle
Sourit toujours et remercie la vie.
Je t'aimais tant, tu étais si jolie.
Comment veux-tu que je t'oublie ?
En ce temps-là, la vie était plus belle
Et le soleil plus brûlant qu'aujourd'hui.
Tu étais ma plus douce amie
Mais je n'ai que faire des regrets
Et la chanson que tu chantais,
Toujours, toujours je l'entendrai !
Στίχοι: Jacques Prévert.
Μουσική: Joseph Kosma.
Ερμηνεία: De-Ann Buckley.
Τραγούδι του 1946.
ΟΝΕΙΡΟ...
WILLIAM SHAKESPEARE
Από το ΟΝΕΙΡΟ ΘΕΡΙΝΗΣ ΝΥΚΤΟΣ
If we shadows have offended,
think but this, and all is mended,
that you have but slumber' d here
while these visions did appear.
And this weak and idle theme,
no more yielding but a dream,
gentles, do not reprehend:
if you pardon, we will mend.
And, as I am an honest Puck,
if we have unearned luck,
now to 'scape the serpent's tongue,
we will make amends ere long;
Else the Puck a liar call;
So, good night unto you all.
Give me your hands, if we be friends,
And Robin shall restore amends.
Κι αν σκιές ενοχληθήκαν,
όνειρό σας -πείτε- ήταν
πως μορφές εμφανιστήκαν·
κι όλα πάνε, ξεχαστήκαν.
Όσο για το έργο το ίδιο
όνειρο και αυτό γαλήνιο.
Κριτές, κύριοι, μην είστε
αυστηροί! Να λησμονήστε!
Πνεύμα τίμιο ως είμαι,
κι αν το ριζικό μας είναι
απ’ το φίδι να σωθούμε,
σας το λέω, θα τα βρούμε.
Ψέματα εγώ δεν ξέρω,
μόνο καληνύχτα λέω·
ας τα βρούμε μονιασμένα:
περασμένα-ξεχασμένα.
Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη.
ΤΑ ΛΥΠΗΜΕΝΑ ΔΕΙΛΙΝΑ
ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ (1877-1940)
ΛΥΠΗΜΕΝΑ ΔΕΙΛΙΝΑ
Στης γειτονιάς της φτωχικής
Γυρίζει ο νους μου στα στενά,
Τα λυπημένα δειλινά
Στοχάζομαι της Κυριακής.
Μέσα στην κόκκινη αντηλιά
Το μαραμένο θηλυκό
Δίχως ελπίδα και μιλιά
Ποτίζει το βασιλικό.
Κανείς διαβάτης δεν περνά
Κανένα αυτή δεν καρτερεί
Που στο μπαλκόνι ορθή φορεί
Το γιορτινό της το γκρενά.
Σα μοίρα κάθεται μια γρηά.
Στο φως μιας πόρτας ρημαδιού
Μακραίνει ο ίσκιος του παιδιού...
Καμπάνα ακούγεται μακριά.
Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2007
ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΒΙΛΛΗ
ANTONIO MACHADO
RETRATO
Mi infancia son recuerdos de un patio de Sevilla,
y un huerto claro donde madura el limonero;
mi juventud, veinte años en tierras de Castilla;
mi historia, algunos casos que recordar no quiero.
Ni un seductor Mañara, ni un Bradomín he sido
—ya conocéis mi torpe aliño indumentario—,
más recibí la flecha que me asignó Cupido,
y amé cuanto ellas puedan tener de hospitalario.
Hay en mis venas gotas de sangre jacobina,
pero mi verso brota de manantial sereno;
y, más que un hombre al uso que sabe su doctrina,
soy, en el buen sentido de la palabra, bueno.
Adoro la hermosura, y en la moderna estética
corté las viejas rosas del huerto de Ronsard;
mas no amo los afeites de la actual cosmética,
ni soy un ave de esas del nuevo gay-trinar.
Desdeño las romanzas de los tenores huecos
y el coro de los grillos que cantan a la luna.
A distinguir me paro las voces de los ecos,
y escucho solamente, entre las voces, una.
¿Soy clásico o romántico? No sé. Dejar quisiera
mi verso, como deja el capitán su espada:
famosa por la mano viril que la blandiera,
no por el docto oficio del forjador preciada.
Converso con el hombre que siempre va conmigo
—quien habla solo espera hablar a Dios un día—;
mi soliloquio es plática con ese buen amigo
que me enseñó el secreto de la filantropía.
Y al cabo, nada os debo; debéisme cuanto he escrito.
A mi trabajo acudo, con mi dinero pago
el traje que me cubre y la mansión que habito,
el pan que me alimenta y el lecho en donde yago.
Y cuando llegue el día del último vïaje,
y esté al partir la nave que nunca ha de tornar,
me encontraréis a bordo ligero de equipaje,
casi desnudo, como los hijos de la mar.
Τραγουδάει ο Calixto Sánchez.
ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ
OCTAVIO PAZ
ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
Στο δρόμο για το Ρισικές
ακόμη πρασινίζει ο Γάγγης.
Στις κορυφογραμμές των ορέων
σπάει ο γυάλινος ορίζοντας.
Συνέχεια πατάγαμε κρύσταλλα
ενώ από πάνω μας κι από κάτω μας
ανοίγονταν πλατιοί κόλποι γαλήνης
και στο γαλάζιο φόντο είχαμε
άσπρους βράχους, σύννεφα γκρίζα.
Le pays est plein de sources.
Τη νύχτα εκείνη εβάφτισα τα χέρια μου στο στήθος σου.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Στις πηγές μας οδήγησε η κ. Federica Ridolfi.
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΑΝΤΖΕΛΟ ΜΠΡΑΝΤΟΥΑΡΝΤΙ
ANGELO BRANDUARDI
ALLA FIERA DELL'EST
Alla fiera dell'est, per due soldi, un topolino mio padre comprò
Alla fiera dell'est, per due soldi, un topolino mio padre comprò
E venne il gatto, che si mangiò il topo, che al mercato mio padre comprò
E venne il gatto, che si mangiò il topo, che al mercato mio padre comprò
Alla fiera dell'est, per due soldi, un topolino mio padre comprò
E venne il cane, che morse il gatto, che si mangiò il topo
che al mercato mio padre comprò.
Alla fiera dell'est, per due soldi, un topolino mio padre comprò
E venne il bastone, che picchiò il cane, che morse il gatto,
che si mangiò il topo che al mercato mio padre comprò.
Alla fiera dell'est, per due soldi, un topolino mio padre comprò
E venne il fuoco, che bruciò il bastone, che picchiò il cane,
che morse il gatto, che si mangiò il topo che al mercato mio padre comprò.
Alla fiera dell'est, per due soldi, un topolino mio padre comprò
E venne l'acqua che spense il fuoco che bruciò il bastone che picchiò il cane
che morse il gatto, che si mangiò il topo che al mercato mio padre comprò.
Alla fiera dell'est, per due soldi, un topolino mio padre comprò
E venne il toro, che bevve l'acqua, che spense il fuoco,
che bruciò il bastone, che picchiò il cane,
che morse il gatto, che si mangiò il topo che al mercato mio padre comprò.
Alla fiera dell'est, per due soldi, un topolino mio padre comprò
E venne il macellaio, che uccise il toro, che bevve l'acqua,
che spense il fuoco, che bruciò il bastone, che picchiò il cane,
che morse il gatto, che si mangiò il topo che al mercato mio padre comprò.
Alla fiera dell'est, per due soldi, un topolino mio padre comprò
E l'angelo della morte, sul macellaio, che uccise il toro, che bevve l'acqua,
che spense il fuoco, che bruciò il bastone, che picchiò il cane,
che morse il gatto, che si mangiò il topo che al mercato mio padre comprò.
Alla fiera dell'est, per due soldi, un topolino mio padre comprò
E infine il Signore, sull'angelo della morte, sul macellaio,
che uccise il toro, che bevve l'acqua, che spense il fuoco,
che bruciò il bastone, che picchiò il cane, che morse il gatto,
che si mangiò il topo che al mercato mio padre comprò.
Alla fiera dell'est, per due soldi, un topolino mio padre comprò
ΑΝΘΗ ΣΤΗ ΜΑΥΡΗ ΝΥΧΤΑ
ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ
ΟΝΕΙΡΟ
Άνθη μάζευα για σένα
στο βουνό που τριγυρνούσα.
Χίλια αγκάθια το καθένα
κι όπως τα 'σφιγγα πονούσα
Να περάσεις καρτερούσα
στο βοριά τον παγωμένο
και το δώρο μου κρατούσα
με λαχτάρα φυλαγμένο
Στη θερμή την αγκαλιά μου
όλο κοίταζα στα μάκρη.
Η λαχτάρα στην καρδιά μου
και στα μάτια μου το δάκρι.
Μεσ' στον πόθο μου δεν είδα
μαύρη η Νύχτα να σιμώνει
κι έκλαψα χωρίς ελπίδα
που δε στα 'χα φέρει μόνη.
Καλαμάτα 1920
Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2007
ΜΝΗΜΗ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ - Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΧΩ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ
Όταν, κατά το μεσημέρι, βρέθηκε στο κέντρο του αρχαίου θεάτρου,
νέος Έλληνας αυτός, ανύποπτος, ωστόσο ωραίος όπως εκείνοι,
έβαλε μια κραυγή (όχι θαυμασμού· το θαυμασμό
δεν τον ένιωσε διόλου, κι αν τον ένιωθε
σίγουρα δε θα τον εκδήλωνε), μια απλή κραυγή
ίσως απ’ την αδάμαστη χαρά της νεότητάς του
ή για να δοκιμάσει την ηχητική του χώρου. Απέναντι,
πάνω απ’ τα κάθετα βουνά, η ηχώ αποκρίθηκε –
η ελληνική ηχώ που δε μιμείται ούτε επαναλαμβάνει
μα συνεχίζει απλώς σ’ ένα ύψος απροσμέτρητο
την αιώνια ιαχή του διθυράμβου.
Ποίημα από τις «Μαρτυρίες, Α». Περιλαμβάνεται στο βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα, τόμος Θ΄, Κέδρος, Αθήνα 1989, σελ. 229.
Η ανάρτηση αφιερώνεται στον φίλο Θόδωρο Α. Πέππα.
Η ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΑΒΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ "ΣΤΟ ΗΜΙΦΩΣ"
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Η MARIANA AVENA
A MEDIA LUZ
Corrientes tres cuatro ocho,
segundo piso, ascensor;
no hay porteros ni vecinos
adentro, cóctel y amor.
Pisito que puso Maple,
piano, estera y velador...
un telefón que contesta,
una fonola que llora
viejos tangos de mi flor,
y un gato de porcelana
pa que no maúlle al amor.
Y todo a media luz,
que es un brujo el amor,
a media luz los besos,
a media luz los dos...
Y todo a media luz,
crepúsculo interior,
que suave terciopelo
la media luz de amor.
Juncal doce veinticuatro,
telefonea sin temor;
de tarde, te con masitas,
de noche, tango y amor;
los domingos, te danzante,
los lunes, desolación.
Hay de todo en la casita:
almohadones y divanes
como en botica... cocó,
alfombras que no hacen ruido
y mesa puesta al amor...
Στίχοι: Carlos César Lenzi
Μουσική: Edgardo Donatto
Τάνγκο του 1924.
ΧΑΜΗΛΟΦΩΝΩΣ
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΘΑΙΟΣ (1878-1955)
SOTTO VOCE
Σ' αγαπούσα και πριν να σ' ανταμώσω,
κι ακόμη δε σ' αντάμωσα αρκετά,
κι αν έγινες δική μου, μ' άλλο τόσο
καημό η ψυχή μου ΕΣΕΝΑ αποζητά.
Αχ, ακριβή μου, πότε κιόλα οι δρόμοι
που σμίξαμε χώρισαν! Μια στιγμή
σ' έχω κρατήσει, κι ευωδιάζει ακόμη
όλη η ζωή μου απ' άσπρο γιασεμί.
Το ποίημα μάς το συστήνει χαμηλοφώνως η κ. Ines Sastre.
ΤΡΕΛΟ ΧΟΡΟ ΧΟΡΕΥΕΙ Η ΚΑΡΜΕΝ
FEDERICO GARCÍA LORCA
BAILE
La Carmen está bailando
por las calles de Sevilla.
Tiene blancos los cabellos
y brillantes las pupilas.
¡ Niñas,
corred las cortinas !
En su cabeza se enrosca
una serpiente amarilla,
y va soñando en el baile
con galanes de otros días.
¡ Niñas,
corred las cortinas !
Las calles están desiertas
y en los fondos se adivinan,
corazones andaluces
buscando viejas espinas.
¡ Niñas,
corred las cortinas !
ΧΟΡΟΣ
Τρελό χορό χορεύει η Κάρμεν
μες στα δρομάκια της Σεβίλλης.
Μαλλί έχει κάτασπρο και λάμπει,
κι αντί για μάτια δυό μπριλλάντια.
Κορίτσια μου, άντε, άντε –
για τραβήχτε τις κουρτίνες!
Τυλίγεται στην κεφαλή της
φιδάκι ωχρό, κιτρινιασμένο,
και δώσ’ του να χορεύει μπάλλους
αντάμα με παλιούς λεβέντες.
Κορίτσια μου, άντε, άντε –
για τραβήχτε τις κουρτίνες!
Ερήμωσαν οι δρόμοι τώρα.
Στου ορίζοντα τα βάθη ψάχνουν
καρδιές ανδαλουσιάνες να ‘βρουν
τ’ αγκάθια που ’χει αφήσει ο χρόνος.
Κορίτσια μου, άντε, άντε –
Για τραβήχτε τις κουρτίνες!
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Το ποίημα ανήκει στη συλλογή "Romancero Gitano". Η μουσική είναι του Mario Castelnuovo Tedesco.
Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2007
Ο ΦΑΜΠΡΙΤΣΙΟ ΝΤΕ ΑΝΤΡΕ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΤΗ "ΜΠΑΛΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ ΕΡΩΤΑ Ή ΤΗΣ ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑΣ"
FABRIZIO DE ANDRÈ
BALLATA DELL’AMORE CIECO O DELLA VANITÀ
Un uomo onesto, un uomo probo,
tralalalalla tralallaleru
s'innamorò perdutamente
d'una che non lo amava niente.
Gli disse portami domani,
tralalalalla tralallaleru
gli disse portami domani
il cuore di tua madre per i miei cani.
Lui dalla madre andò e l'uccise,
tralalalalla tralallaleru
dal petto il cuore le strappò
e dal suo amore ritornò.
Non era il cuore, non era il cuore,
tralalalalla tralallaleru
non le bastava quell'orrore,
voleva un'altra prova del suo cieco amore.
Gli disse amor se mi vuoi bene,
tralalalalla tralallaleru
gli disse amor se mi vuoi bene,
tagliati dei polsi le quattro vene.
Le vene ai polsi lui si tagliò,
tralalalalla tralallaleru
e come il sangue ne sgorgò,
correndo come un pazzo da lei tornò.
Gli disse lei ridendo forte,
tralalalalla tralallaleru
gli disse lei ridendo forte,
l'ultima tua prova sarà la morte.
E mentre il sangue lento usciva,
e ormai cambiava il suo colore,
la vanità fredda gioiva,
un uomo s'era ucciso per il suo amore.
Fuori soffiava dolce il vento
tralalalalla tralallaleru
ma lei fu presa da sgomento,
quando lo vide morir contento.
Morir contento e innamorato,
quando a lei niente era restato,
non il suo amore, non il suo bene,
ma solo il sangue secco delle sue vene.
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Η ΜΠΑΡΜΠΑΡΑ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Η BARBARA
JE SERAI DOUCE
Je serai douce, si douce
Quand tu me diras de l'être.
Je serai obéissante
Quand tes mains caresseront
Mes mains, mes cheveux, mes lèvres.
Oui, je serai très très douce
Quand, à midi,
Tu me coucheras
Sur un lit d'herbe roussie,
Sans vraiment aucun souci
Pour ma robe noire de veuve,
Sans aucun souci, vraiment.
Je serai tendre, si tendre
Quand tu me diras de l'être.
Je serai obéissante
Quand tes mains caresseront
Mon cou, mes hanches, ma taille.
Oui, je serai très très tendre
Quand, à cinq heures,
Tu me coucheras
Sur un lit de feuilles sèches,
Sans vraiment aucun souci
Pour ma robe blanche d'épouse,
Sans aucun souci vraiment.
Je serai belle, si belle
Quand tu me diras de l'être.
Je serai obéissante
Quand tes mains caresseront
Mes reins, mes seins, mon étoile.
Oui, je serai très très belle
Quand, à minuit,
Tu me coucheras
Sur un lit aux draps défaits,
Sans vraiment aucun souci
Pour ma robe rouge d'amante,
Sans aucun souci vraiment.
Je serai douce, si douce,
Je serai tendre, si tendre,
Je serai belle, si belle...
Στίχοι: Barbara.
Μουσική: Rémo Forlani.
Τραγούδι του 1970.
ΟΛΑΚΕΡΗ ΦΥΛΛΟΝ ΣΥΚΗΣ
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
ΣΚΕΡΤΣΟ
Περνούσε με κοντά σοσόνια
(αφτή κι όχι άλλ') η χήρα η Σόνια
και σήκωνεν αχό κι αντάρα
η σαραντάρα, η σαραντάρα!
Ακράταγοι και θαμαστοί
καλπάζανε γοφοί, μαστοί
με τα βιολιά της μουσικής -
ολάκερη φύλλον συκής!
Μπροστά σε κόκκινο πανί
τάβροι φρουμάζαν Ισπανοί
και τυφλορμούσανε μπροστά σου!
- Καμάκωσέ μας, αλλά στάσου!
Στο ρόλο της "Σόνιας" η κ. Francesca Lodo. Το ότι δεν είναι "σαραντάρα" δεν χαλάει το πράμα.
Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2007
Ο ΕΝΡΙKΟ ΚΑΡΟΥΖΟ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΓΚΑΜΠΡΙΕΛΕ ΝΤ' ΑΝΝΟΥΝΤΣΙΟ
GABRIELE D΄ANNUNZIO
A VUCCHELLA
Si, comm'a nu sciorillo
Tu tiene na vucchella
Nu poco pocorillo
Appassuiliatella.
Meh, dammillo, dammillo,
É comm'a na rusella
Dammillo nu vasillo,
Dammillo, cannetella!
Dammillo e pigliatillo.
Nu vaso piccerillo
Nu vaso piccerillo
Comm'a chesta vucchella.
Che pare na rusella
Nu poco pocorillo
Appassuliatella...
Στίχοι: Gabriele D'Annunzio.
Μουσική: Francesco Paolo Tosti.
Τραγούδι του 1892.
ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: "ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΜΑΡΣ"
ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ
LINKER MARSCH
Entrollt euren Marsch, Burschen von Bord!
Schluß mit dem Zank und Gezauder.
Still da, ihr Redner!
Du
hast das Wort,
rede, Genosse Mauser!
Brecht das Gesetz aus Adams Zeiten.
Gaul Geschichte, du hinkst ...
Woll'n den Schinder zu Schanden reiten.
Links!
Links!
Links!
Blaujacken, he!
Wann greift ihr an?
Fürchtet ihr Ozeanstürme?!
Wurden im Hafen euch eurem Kahn
rostig die Panzertürme?
Laßt
den britischen Löwen brüllen –
zahnlosfletschende Sphinx.
Keiner zwingt die Kommune zu Willen.
Links!
Links!
Links!
Dort
hinter finsterschwerem Gebirg
liegt das Land der Sonne brach.
Quer durch die Not
und Elendsbezirk
stampft euren Schritt millionenfach!
Droht die gemietete Bande
Mit stählerner Brandung rings, -
Russland trotzt der Entente
Links!
Links!
Links!
Seeadleraug' sollte verfehlen?!
Altes sollte uns blenden?
Kräftig
der Welt ran an die Kehle,
mit proletarischen Händen.
Wie ihr kühn ins Gefecht saust!
Himmel, sei flaggenbeschwingt!
He, wer schreitet dort rechts raus?
Links!
Links!
Links!
Στίχοι: Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκη.
Μετάφραση στα γερμανικά: Hugo Huppert.
Μουσική: Hanns Eisler.
Ερμηνεία: Ernst Busch.
ΜΙΑ ΚΟΦΤΗ ΜΑΤΙΑ
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΟΥΛΙΟΣ
ΡΕΚΒΙΕΜ
Ήμουν μια κοφτή ματιά μια είδηση
κι η αγάπη μου κροτάλιζε σα χαλίκια
κυλιόταν πάνω στα χαλίκια και κουλουριάζονταν
δυο χέρια ίσως το φάντασμα δυο χεριών
που σκύβουν να μαζέψουν βότσαλα
στη μνήμη.
και να επιτέλους ο ποιητής
με κείνη την γυναίκα.
Νάτος με τα στάχυα στα χέρια και το δρεπάνι
αν ξύπναγε ο Γεσένιν μέσα μου
θα πνιγόταν παρευτύς.
αν ζωντάνευε με το ποτάμι
θα χυνόταν παρευτύς.
πώς να συγκρίνω τα μάτια του
με τούτα τα γυαλικά της βιτρίνας;
Σε μια γωνιά μοναχική της καρδιάς μου
Ξαναγεννήθηκε και
Ξανακόβει τις φλέβες του ο ποιητής.
Από το βιβλίο: Λεφτέρης Πούλιος, «Ποίηση 1, 2», Κέδρος, Αθήνα 1975, σελ. 43.
Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2007
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΚΑΡΛΟ ΜΠΕΡΓΚΟΝΤΣΙ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο CARLO BERGONZI
NON TI SCORDAR DI ME!
Partirono le rondini
dal mio paese freddo e senza sole,
cercando primavere di viole,
nidi d'amore e di felicità
La mia piccola rondine partì
senza lasciarmi un bacio
senza un addio partì
Non ti scordar di me;
la vita mia legata è a te
io t' amo sempre più
nel sogno mio rimani tu
Non ti scordar di me
la vita mia legata è a te
c'è sempre un nido
nel mio cuor per te
Non ti scordar di me!
Non ti scordar di me!
Μουσική: Ernesto De Curtis.
Στίχοι: Domenico Furnò.
Η ΠΕΝΝΑ ΔΕΝ ΤΑ ΧΩΡΕΣΕ
ΡΗΓΑΣ ΓΚΟΛΦΗΣ (1886-1958)
Η ΑΛΕΑ ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΠΥΚΝΗ ΒΡΟΧΗ...
Η αλέα μες στην πυκνή βροχή πρωινό όνειρο μου φάνταζε
που όσο η ματιά το θόλωνε, τόσο στο φως του σίμωνε.
Πηδούσε ο αέρας τις κορφές των δέντρων που ανατράνταζε
κ' η θύελλα ανήλεια κράζοντας τον κήπο μας ερήμωνε.
Μα εγώ στο βίο μου κι αν περνώ τόσα δρολάπια αδήγητα
που μόνο η θέρμη της ζωής να τα λαγιάσει μπόρεσε
ακούω στα μάκρη τ' ουρανού τον κεραυνό που σμίγει τα
μ' εκείνα που έχω στην καρδιά κ' η πένα δεν τα χώρεσε.
Το ποίημα μάς το συστήνει η φιλόμουση κ. Aida Yespica.
Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2007
ΑΙΜΑ ΚΑΙ ΧΩΜΑ
CESARE PAVESE
ΕΡΩΤΑΣ ΕΙΣΑΙ ΚΙ ΕΣΥ
Έρωτας είσαι κι εσύ.
Από αίμα είσαι και χώμα
όπως και οι άλλοι. Περπατάς
σαν να μη λες ν’ αφήσεις
του σπιτιού σου την πόρτα.
Σάμπως να περιμένεις,
να μη βλέπεις. Χώμα είσαι
που πονεί και σωπαίνει.
Σκιρτάς και κουράζεσαι
και όλο μιλάς – περπατάς
και αναμένεις. Ο έρωτας
είναι αίμα σου – αυτό μόνο.
[23 Ιουνίου 1946]
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
ΣΤΑ ΒΟΔΕΝΑ
ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ
[ΡΙΧΝΟΥΝΕ ΤΑ ΝΕΡΑ ΟΙ ΚΑΤΑΡΡΑΧΤΕΣ]
Ρίχνουνε τα νερά οι καταρράχτες
στα Βοδενά τόσα νερά, κρύα χιονόνερα
τρέχουν και χύνονται βροντώντας, Μάικα!
Μια φλέβα να κατέβαινε έως εδώ κάτω
να βρέξεις το τουλπάνι σου καλά να τα’ αποθέσεις
επάνω στον Σεπτέμβρη των χειλιών μου.
Το τί ’χαμε, το τί ’μαστε, φαντάσματα μας κυνηγούν
σε τούτη την κατακαμένη γη την αρμυρή
στα πέντε μέτρα και στα δέκα βάθος
λάσπη γλυφή, στεγνά κανάτια γύρω.
Λάμπουνε τα νερά στα Βοδενά
κυλούν στους δρόμους, τα πατούν αδιάφοροι διαβάτες
τρέχουνε σε περιβόλια χορτασμένα
λαλούν το τί ’χαμε, το τί μπορούσαμε, μοιρολογούν.
Από το βιβλίο: Βικτωρία Θεοδώρου, «Η εκδρομή», 2η έκδοση, Διογένης, Αθήνα 1987, σελ. 25.