ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ
Ο ΕΣΧΑΤΟΣΚι όταν η πόλη οριστικά νεκρώθηκε
και στις μεγάλες άδειες λεωφόρους
έμειναν μόνο τενεκέδες σκουπιδιών
και γάτες εξαγριωμένες που θρηνούσαν
Εκείνος γλίστρησε αλαφρά σαν ίσκιος
μέσ’ απ την παλιά νεκροκασέλα
κι ευτυχισμένος που αξιώθηκε επιτέλους
τόση συγκομιδή απεραντοσύνης
γονάτισε και κλείνοντας τα μάτια
δόθηκε στη βαθιά μαγεία των ήχων
αυτών που μόνο οι πονεμένοι ακούνε
κι έτσι δεν ένιωσε καθόλου τα σκυλιά
που πεινασμένα σύρθηκαν κοντά του
κι έτρωγαν τρυφερά τις σάπιες σάρκες του
καθώς πιο κει το νέο του σώμα
φορτισμένο
με αγνότητα ουρανού
φεγγοβολούσε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου