Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2009

ΝΕΡΑ ΚΑΘΑΡΙΑ...


ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ


Ο ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ ΘΥΜΑΤΑΙ
ΣΤΙΣ 9 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1857,
ΗΜΕΡΑΝ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΣΑΒΒΑΤΟΝ,
ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΩΡΑΝ ΔΕΚΑΤΗΝ ΠΡΩΙΝΗΝ
ΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΛΒΟ


Ακαταπαύστως... Μα τί και με θάνατον;... Τί θέλει
να πει; Μα και γιατί με σίγμα; Φστου-φστού! Σφυριξιές
φιδιών ή σαν να ξεφουσκώνει κάτι!... Τί με μέλλει
δα εμένανε μ’ εκειές τση λυρικές μισοριξιές!...

Αιθέρια νεύρα –ναι... – ηώα κάγκελα... Σιγά τα σκόρδα!
Θυμίζουν Σούτζους, Ραγκαβήν... Το χάλκεον χέρι του όζει
λυχνίας φαναριώτικης – ωδοποιούσε όπως (πφ!) επόρδα!...
Διαβάζεις μια γραμμή, γρικάς πατάγους, σαν να κρώζει

κοράκων γέννα... Το αεροκινείται του είναι ωραίο... –
το μόνο του! Μα τα ερεβώδη λουτρά του ενθυμούν
το β ό δ ι ,  αλίμονο, που μουγκανίζει (μούουου)! Σαν λέω
θαλάσσια ξύλα (που απελέκητά είναι), μου ευθυμούν

οι φρένες... Από το Μουστοξύδη, πάντως –θρέμμα
γελοίον– είν’ καλύτερος... που είν’ ευήθης...
Για δάσκαλος μιαδυό πεντάρες vale – ψέμα
δεν είναι.  Λ υ - ρ ι - κ ό ς ;  Τα ρεύματα της λήθης,

που γράφει, τον παράσυραν – σκωρ-δά-τος! Μα πού νά ’ναι;
Ο Φώσκολος... non so τί τού ’βρε ο Ούγος.  Τ ο μ υ α λ ό ;
Καράφλας – όνομα και πράμα! Σάματις του πάνε
τα μαύρα;... ως κοντοστούπης που ’ναι τος, σιορ Νικολό...

Αμ’ κυκλοδίωκτος; Αμ’ αμβροσίοδμον στόμα; Αμ’ άντε
το ακεραύνωτος; Επίθετα!... Χα, αυτά σ’ τα πλέκω
εγώ για πλάκα, ω μπαίγνιο και ρεντικολέτσα grande!
Ε - μ έ - ν α εκάλεσε ο Σπυρέτος για sovrano greco

poeta, κι όχι εσένα ή άλλον!... Πάντως,  ό χ ι ε σ έ ν α !
Νερά καθάρια δροσερά, νερά χαριτωμένα...

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΡΟΖΑ ΠΟΝΣΕΛ




ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ROSA PONSELLE (1897-1981)


A VUCCHELLA



Si, comm'a nu sciorillo
Tu tiene na vucchella
Nu poco pocorillo
Appassuiliatella.
Meh, dammillo, dammillo,
É comm'a na rusella
Dammillo nu vasillo,
Dammillo, cannetella!
Dammillo e pigliatillo.
Nu vaso piccerillo
Nu vaso piccerillo
Comm'a chesta vucchella.
Che pare na rusella
Nu poco pocorillo
Appassuliatella...



Στίχοι: Gabriele D'Annunzio.
Μουσική: Francesco Paolo Tosti.

ΦΩΣΦΟΡΟΣ ΕΩΣΦΟΡΟΣ


ΚΙΚΗ Κ. ΚΑΝΑΡΗ


ΦΩΣΦΟΡΟΣ

Φως φέρνει αμυδρό
Μες στο σκοτάδι αναβοσβήνει
Γυμνή εγώ και δεκτική
με κατατρώει ενώ με ντύνει
Ως εωσφόρος η αυγή
σε θέα κοινή
σώμα λειψο με παραδίνει.

Μα του εωσφόρου η αχνή
εμμονή είναι μάγισσα Φωτιά
ξέρει να γίνεται
Στο πλήρωμα του χρόνου
στεγνός κορμός και με τριγμούς
θ’ αναλωθώ θριαμβικούς.

Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2009

ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ...



ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ Η ANNA IDENTICI ΚΑΙ Η DONATELLA MORETTI


AMORE MIO NON PIANGERE


Amore mio non piangere
se me ne vado via,
io lascio la risaia
ritorno a casa mia.

Ragazzo mio non piangere
se me ne vò lontano,
ti scriverò una lettera
per dirti che ti amo.

Non sarà più la capa
che sveglia a la mattina,
ma là nella casetta
mi sveglia la mammina.

Vedo laggiù tra gli alberi
la bianca mia casetta
vedo laggiù sull'uscio
la mamma che mi aspetta.

Mamma, papà, non piangere
non sono più mondina,
son ritornata a casa
a far la signorina.

Mamma, papà, non piangere
se sono consumata,
è stata la risaia
che mi ha rovinata.

ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ...



ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ Η ANNA IDENTICI ΚΑΙ Η DONATELLA MORETTI


AMORE MIO NON PIANGERE


Amore mio non piangere
se me ne vado via,
io lascio la risaia
ritorno a casa mia.

Ragazzo mio non piangere
se me ne vò lontano,
ti scriverò una lettera
per dirti che ti amo.

Non sarà più la capa
che sveglia a la mattina,
ma là nella casetta
mi sveglia la mammina.

Vedo laggiù tra gli alberi
la bianca mia casetta
vedo laggiù sull'uscio
la mamma che mi aspetta.

Mamma, papà, non piangere
non sono più mondina,
son ritornata a casa
a far la signorina.

Mamma, papà, non piangere
se sono consumata,
è stata la risaia
che mi ha rovinata.

ΑΝ ΘΕΛ' Η ΠΕΤΡΑ ΝΑ ΕΙΝ' ΣΚΛΗΡΗ...


ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΛΗΒΑΝΙΩΤΗΣ


ΡΩΣΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ


Του ρώσικου παραμυθιού το πέτρινο λουλούδι
γης κι ουρανού τα σπλάχνα ψάχνω κι όλο γροικώ
ποιάς πέτρας ύλη σκάλισμα ποθεί το μαγικό
ν’ ανθίσει πια στα φύλλα της γυναίκας το τραγούδι

Εντός σου πετρώνει αυτή απ’ της ψυχής το χνούδι
που αν εξορύξεις χάραξε έν’ άνθος τροπικό
και πάνω ένα γυμνό κορμί νεράιδας ξωτικό
Για σμίλη πάρε τα φτερά από αγγελούδι

Με φύλλωμα με σέπαλα λαφριά κάνε μια κλίνη
στήμονας να γέρνει σ’ ύπερο όπως εσύ σε κείνη
με φύλλα ρόδου στρώσε τους μετάξινο σεντόνι

Κι αν θέλ’ η πέτρα να είν’ σκληρή κι αχάραγη να μείνει
άναψε φλόγα στη καρδιά πυρρά χειλών καμίνι
μ’ αν μαλακώσει δεν μπορεί θε να τη λιώσουν χρόνοι



Από το βιβλίο: Γιάννης Σκληβανιώτης, «Σονέτα και ψίθυροι», με εξύφυλλο του Χρόνη Μπότσογλου, Αθήνα 2009.

Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2009

ΚΛΑΙΩ ΤΗΝ ΤΥΧΗ ΤΗΝ ΚΑΚΗ


MIGUEL HERNÁNDEZ


ΕΛΕΓΕΙΑ


(Στην Οριουέλα, το χωριό του και το δικό μου,
μου πέθανε σαν από κεραυνό
ο Ραμόν Σιτζέ, που τόσο τον αγαπούσα.)


ΘΕΛΩ κλαίγοντας νά ‘μαι ο περβολάρης
της γης που τόπο πιάνεις και λιπαίνεις,
σύντροφε της ψυχής μου νωρίς τόσο.

Τρέφοντας με βροχές, με σαλιγκάρια
κι αρμόνια έναν χωρίς όργανο πόνο,
στις αποκαρδιωμένες παπαρούνες

μον’ την καρδιά σου για τροφή θα δώσω.
Τόσος ο πόνος που σωρεύει το πλευρό μου,
που απ’ τον πόνο μου πονάει ως κι η ανάσα.

Σκληρό ένα ράπισμα, χτύπημα πάγος,
μια τσεκουριά αθέατη και του φόνου,
μια άγρια σπρωξιά σ’ έχει τσακίσει.

Έκταση δεν υπάρχει πιο μεγάλη απ’ την πληγή μου,
κλαίω την τύχη την κακή μου κι όσα φέρνει
και νιώθω πιο πολύ το θάνατό σου απ’ τη ζωή μου.

Βαδίζω πάνω σε χωράφια πεθαμένων,
με κανενός τη ζέστα και την παρηγόρια
πάω από την καρδιά στα βάσανά μου.

Νωρίς σήκωσε ο θάνατος φτερούγες,
νωρίς ξημέρωσε και το ξημέρωμα,
νωρίς είσαι απ’ το χώμα κυλισμένος.

Δεν συγχωρώ τον έρωτα στο θάνατο,
δεν συγχωρώ και τη ζωή απρόσεχτη,
δεν συγχωρώ τη γη ούτε το τίποτα.

Μια θύελλα σηκώνω μες στα χέρια μου
αστραπές, πέτρες, κοφτερά τσεκούρια
με δίψα από καταστροφές και πεινασμένη.

Θέλω τη γη ν’ ανασκαλέψω με τα δόντια,
θέλω τη γη να τη χωρίσω μέρη μέρη
με δαγκωνιές ξερές και φλογισμένες.

Θέλω τη γη να ορυχέψω ώσπου να σ’ έβρω
και το ευγενές κρανίο σου να φιλήσω
και να σε ξεφιμώσω να σε φέρω πίσω.

Θα ξαναρθείς στο περιβόλι στη συκιά μου:
απ’ τα ψηλά των λουλουδιών τα ικριώματα
θα κυνηγήσει πάλι η μελισσουργός ψυχή σου

αγγελικά κεριά κι ωραίους κόπους.
Θα ξαναρθείς στων οργωμάτων το νανούρισμα
απ’ τους αγρότες τους ερωτευμένους.

Χαρά θα δώσεις στο σκοτάδι των φρυδιών μου,
και το αίμα σου θα παν σε κάθε μέρος
με τη μνηστή σου οι μέλισσες φιλονικώντας.

Και η καρδιά σου, πια βελούδο ζαρωμένο,
καλεί από κάμπο μυγδαλιές αφρό γεμάτο
αυτή μου τη φωνή του ερωτευμένου.

Στις φτερωτές ψυχές των ρόδων
της πιο όμορφης αμυγδαλιάς σε περιμένω,
κι έχουμε για πολλά να κάνουμε κουβέντα
σύντροφε της ψυχής μου, σύντροφε.


(10 Ιανουαρίου 1936)


Μετάφραση: Γιώργος Μίχος.

ΤΟΡΚΟΥΑΤΟΣ ΤΑΣΣΟΣ!



TORQUATO TASSO (1544-1595)


PIANTO DELLA NOTTE


Tacciono i boschi e i fiumi,
e'l mar senza onda giace,
ne le spelonche i venti han tregua e pace,
e ne la notte bruna
alto silenzio fa la bianca luna;
e noi tegnamo ascose
le dolcezze morose.
Amor non parli o spiri,
sien muti i baci e muti i miei sospiri.
Qual rugiada o qual pianto,
quai lagrime eran quelle
che sparger vidi dal notturno manto
e dal candido volto de le stelle?
E perché seminò la bianca luna
di cristalline stelle un puro nembo
a l'erba fresca in grembo?
Perché ne l'aria bruna
s'udian, quasi dolendo, intorno intorno
gir l'aure insino al giorno?
Fur segni forse de la tua partita,
vita de la mia vita?


Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Antonella Mosetti.

Ο ΠΕΤΕΡ ΣΡΑΪΕΡ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΜΠΕΤΟΒΕΝ ΚΑΙ ΓΚΑΙΤΕ



ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο PETER SCHREIER

JOHANNES WOLFGANG VON GOETHE
LUDWIG VAN BEETHOVEN, op. 83, Nr. 2


SEHNSUCHT


Was zieht mir das Herz so?
Was zieht mich hinaus?
Und windet und schraubt mich
Aus Zimmer und Haus?
Wie dort sich die Wolken
Um Felsen verzieh'n!
Da möcht' ich hinüber,
Da möcht' ich wohl hin!

Nun wiegt sich der Raben
Geselliger Flug;
Ich mische mich drunter
Und folge dem Zug.
Und Berg und Gemäuer
Umfittichen wir;
Sie weilet da drunten;
Ich spähe nach ihr.

Da kommt sie und wandelt;
Ich eile so bald,
Ein singender Vogel,
Zum buschigen Wald.
Sie weilet und horchet
Und lächelt mit sich:
"Er singet so lieblich
Und singt es an mich."

Die scheidende Sonne
Verguldet die Höh'n;
Die sinnende Schöne,
Sie läßt es gescheh'n.
Sie wandelt am Bache
Die Wiesen entlang,
Und finster und finstrer
Umschlingt sich der Gang.

Auf einmal erschein' ich,
Ein blinkender Stern.
"Was glänzet da droben,
So nah und so fern?"
Und hast du mit Staunen
Das Leuchten erblickt;
Ich lieg' dir zu Füßen,
Da bin ich beglückt!

ΕΛΛΗΝΙΚΟΥΡΕΣ


ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ (1927-1985)


Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΜΑΓΑΖΙ


Όλοι σωπαίνουν γύρω μου, λοξοκοιτάζουν·
και το γκαρσόνι μου μιλάει στον πληθυντικό,
με τις καλύτερες ελληνικούρες του ρεπερτορίου του.

Κι όμως εδώ, σ’ αυτό το μαγαζί,
μια νύχτα του σαραντατέσσερα χορεύανε.
Λαχτάριζε το σώμα τους, γραφότανε·
τα ρούχα τα τριμμένα είχαν ομορφύνει.

Τότε πηδώντας ένα ένα τα σκαλιά
σβούριξε μέσα στο χορό κείνη η χειροβομβίδα.



Από το βιβλίο: Γιώργος Ιωάννου, «Τα χίλια δέντρα και άλλα ποιήματα», Κέδρος, Αθήνα 1988.

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2009

ΠΡΟΣ ΤΙ;


ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ


Η ΠΕΡΑΣΤΙΚΗ ΤΗΣ VIA PETRARCA


La bella donna che cotanto amavi
την πέτυχα στη Νάπολη, στο δρόμο –
δαφνοστεφανωμένη Λάουρα διάβη-

κε απέναντι, κι εγώ περίμενα όσο
χρειαζόταν· δίπλα μου εθροΐσανε τα
κλαδιά του μεγαλείου. Ναν της δώσω

επήγα κάτι στίχους που ’χα γράψει,
μα το μετάνιωσα:  π ρ ο ς τ ί;  Στιγμιαίως
εκλείστηκα στου κάλλους της τη χάψη,

κι ο χρόνος ο βραχύς σαν το καράβι
μ’ επήρε στις ακτές της λύρας. Χαίρε,
la bella donna che cotanto amavi!

ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΑΝΟΥΕΛ ΑΛΤΟΛΑΓΚΙΡΕ


MANUEL ALTOLAGUIRRE (1905-1959)


ΤΑ ΔΕΣΜΑ ΜΟΥ


Να νιώθεις μόνος εν μέσω της ζωής
βασιλιά σχεδόν σε κάνει· μα να νιώθεις μόνος
εν μέσω της λήθης, στη σκοτεινή
επικράτεια μιας καρδιάς, κατάδικο σε κάνει,
χωρίς πετούμενο στον ουρανό κανένα
μαντάτα του χαράματος να φέρνει.

Νά ’σαι πάλι κατάδικος σε καρδιές πολλές και διάφορες
χωρίς συνείδηση να έχεις ποιά απ’ όλες
φυλακή πραγματική της ψυχής σου είναι,
μα το κέντρο δυνάμεων αντίρροπων να μοιάζεις,
αν δε σημαίνει θάνατο,
το θάνατο σημαίνει να ζηλεύεις.



MIS PRISIONES

Sentirse solo en medio de la vida
casi es reinar, pero sentirse solo
en medio del olvido, en el oscuro
campo de un corazòn, es estar preso,
sin que siquiera una avecilla trine
para darme noticias de la aurora.

Y el estar preso en varios corazones,
sin alcanzar conciencia de cuál sea
la verdadera cárcel de mi alma,
ser el centro de opuestas voluntades,
si no es morir, es envidiar la muerte.


*************


Η ΣΚΟΝΗ

Μακρινοί καθώς είμαστε,
αισθανόμαστε τόσοι δα.
Τον εαυτό σου πλησίασε,
Μέσα σου πορεύσου.
Κι όταν πια μέσα σου φτάσεις,
στα δάχτυλά σου ανάμεσα
μια λεπτή σκόνη θα τρέχει
από όνειρα και αλήθειες.



EL POLVO

Porque estamos distantes,
nos sentimos pequeños.
Camina hacia ti, hombre,
camina más adentro.
Cuando te des alcance,
tendrás entre tus dedos
una leve arenilla
de verdades y sueños.


*************


ΨΥΧΗ ΤΕ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΙ


Απόμερα βλέπει το σώμα μου
την ψυχή μου γυμνή πα’ στην άμμο·
τον ήλιο ρουφάει του θανάτου
και ποτάμια καημών δίχως άλλο.

Στο βράχο επάνω το σώμα μου.
Η ψυχή μου γυμνή πα’ στην άμμο.
Τόσος πάγος μέσα της χώρεσε
που την καίει του θάνατου ο σάλος.



CUERPO Y ALMA


De lejos mi cuerpo mira
su alma desnuda en la arena.
Recibe el sol de la muerte
junto a un río de tristeza.

Sobre una roca, mi cuerpo.
Mi alma, desnuda, en la arena.
Tan helada tengo el alma
que con la muerte se quema.


Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη.

ΜΕΤΡΟΥΣΕ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ


ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΠΛΑΣΤΗΡΑ (1954)


ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ

Ακόμα κι όταν
μετρώντας
απ’ την περασμένη της
ζωή

ένιωθε
πως μετρούσε
το σκοτάδι

ήταν αδύνατο
να την τρομάξουν
οι ερωτήσεις
που έγιναν στο φως

ένα πανί
της έγνεφε
να πάει

κι όλα
στον κόσμο
τη συνόδευαν


Από το βιβλίο: Αλεξάνδρα Πλαστήρα, «Το φως που βλέπουμε τώρα», Στιγμή, Αθήνα 1986, σελ. 33.

Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2009

ΚΟΙΤΗ ΧΡΥΣΗΣ ΣΟΦΙΑΣ


FRANCESCO PETRARCA


Η ΦΛΟΓΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΟΥ, ΠΟΥ ΤΟ ΚΑΛΛΟΣ ΕΙΧΕ ΣΠΙΤΙ


  Η φλόγα της ψυχής μου, που το κάλλος είχε σπίτι,
εδώ, στη γη, σαν νά ΄ταν οι ουρανοί, είχε περπατήσει,
αλλά νωρίς μου μίσεψε, στη χώρα της να δύσει,
και με τις λάμψεις της να λαμπρυνθεί η Αφροδίτη.
  Αρχίζω να διακρίνω το καλό που μού ’κανε: ήτοι,
σωστά αυτή μού αντιτάχθη, που την είχα εγώ ποθήσει,
κι εφρόντισε όλες μου τις νεανικές φωτιές να σβήσει
με το άγριο και με το γλυκό της βλέμμα, που ’ναι κοίτη
  χρυσής σοφίας. Την ευγνωμονώ, γιατί όλο εκάλει
τον πόθο μου απωθώντας με, και για να σώσει εμένα
απ’ τη φωτιά, άλλοτε εχθρική, άλλοτε καλή μου εγίνη.
  Χαριτωμένες τέχνες, έργα τρισχαριτωμένα:
δουλεύει ο ένας με τη γλώσσα, με το μάτι η άλλη –
τη δόξα της φροντίζω εγώ, την αρετή μου Εκείνη.


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Η ΑΙΣΘΗΣΗ ΜΙΑΣ ΑΙΩΝΙΑΣ ΑΝΟΙΞΗΣ


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ


Ο ΚΛΕΦΤΗΣ


Κλέφτης, – στ’ αλήθεια, κλέφτης, άσημος, σεσημασμένος· παραμόνευε
γυναίκες κι άντρες, γέρους και παιδιά, φύλλα, παράθυρα, λαμπτήρες,
παλιές κιθάρες, ραπτομηχανές, ξερά κλαδιά, τον εαυτό του. Όλο έκλεβε
μια στάση τους, μιαν έκφρασή τους, τ’ αποτσίγαρα που πετούσαν στο δρόμο,
τα ρούχα τους, όταν γδύνονταν την ώρα του έρωτα, τη σκέψη τους,
τ’ άγνωστα σχήματά τους, τα δικά τους, τα δικά του, κι έφτιαχνε
μεγάλες, περίεργες ανθοδέσμες ή φύτευε γλάστρες. Τώρα,
στ’ ανθοπωλείο της γειτονιάς, πίσω απ’ τα τζάμια, τον βλέπαμε
να ραντίζει με την τρόμπα τα μεγάλα τριαντάφυλλα, τις ντάλιες, τα γαρύφαλλα
χωρίς να τα πουλάει μήτε να τα χαρίζει· – ένας κλέφτης ιδιόρρυθμος,
ένας παρηκμασμένος πρίγκηπας μέσα στη σέρα του. Μόνο το πρόσωπό του,
ωχρό, ξεχώριζε ανάμεσα στους πανύψηλους κρίνους,
σαν ένας νεκρός μέσα στο γυάλινό του φέρετρο. Ωστόσο,
στα κρύα του χειμώνα, αυτό το ανθοπωλείο με τ’ απούλητα άνθη,
πάντα μας έδινε την αίσθηση μιας αιώνιας άνοιξης· κι ας μάθαμε αργότερα
πως όλ’ αυτά τα λουλούδια ήταν χάρτινα, βαμμένα
με κόκκινη και κίτρινη μπογιά – πιότερο κόκκινη– σε διάφορους τόνους.


Από τη συλλογή «Μαρτυρίες, Α΄».
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Πποιήματα» τ. Θ΄, Κέδρος Αθήνα 1989, σελ. 212.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΜΙΕΤΣΥΣΟΥΑΒ ΦΟΓΚ ΚΑΙ Ο ΑΛΕΞΑΝΤΡ ΤΣΦΑΣΜΑΝ



ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο MIECZYSŁAW FOGG


OSTATNIA NIEDZIELA


Teraz nie pora szukać wymówek,
Fakt, że skończyło się,
Dziś przyszedł drugi, bogatszy
l lepszy ode mnie,
l wraz z tobą skradł szczęście me!
Jedną mam prośbę, może ostatnią
Pierwszą od wielu lat:
Daj mi tę jedną niedzielę, ostatnią niedzielę,
A potem niech wali się świat!

To ostatnia niedziela,
Dzisiaj się rozstaniemy,
Dzisiaj się rozejdziemy
Na wieczny czas.
To ostatnia niedziela,
Więc nie żałuj jej dla mnie,
Spojrzyj czule dziś na mnie
Ostatni raz.
Będziesz jeszcze dość tych niedziel miała,
A co ze mną będzie, któż to wie?
To ostatnia niedziela,
Moje sny wymarzone,
Szczęście tak upragnione
Skończyło się!

Pytasz co zrobię i dokąd pójdę.
Dokąd mam iść? Ja wiem!
Dziś dla mnie jedno jest wyjście,
Ja nie znam innego,
Tym wyjściem jest... no, mniejsza z tem.
Jedno jest ważne, masz być szczęśliwa,
O mnie już nie troszcz się.
Lecz zanim wszystko się skończy,
Nim los nas rozłączy,
Tę jedną niedzielę daj mnie.

To ostatnia niedziela,
Dzisiaj się rozstaniemy,
Dzisiaj się rozejdziemy
Na wieczny czas.
To ostatnia niedziela,
Więc nie żałuj jej dla mnie,
Spojrzyj czule dziś na mnie
Ostatni raz.
Będziesz jeszcze dość tych niedziel miała,
A co ze mną będzie, któż to wie?
To ostatnia niedziela,
Moje sny wymarzone,
Szczęście tak upragnione
Skończyło się!



******************************




Ο АЛЕКСАНТР ЦФАСМАН ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΤΟ Утомлённое солнце

*****************************

THIS IS OUR LAST SUNDAY


This is our last Sunday, today we will part,
Today we will go our own ways, forever
This is our last Sunday, so give it only to me
Look tenderly in my eyes for the eternal while.

Now it's not the time for excuses, everything has been said,
Today a richer and better than me came
And with you, stole my happiness.

I have a last wish, this one and only in many years.
Give me this last hope,
And then let the world collapse

You ask me what will I do and where will I go
Where should I go - do I know ?
Today there's only one ending which is
- well, never mind

One thing is important, you must be happy
and don't worry about me.
But before everything ends,
Before the fate will us part
Give me this one last hope

This is our last Sunday, today we will part,
Today we will go our own ways, forever
This is our last Sunday, so give it only to me
Look tenderly in my eyes for the eternal while.



Μουσική: Jerzy Petersburski.
Στίχοι: Zenon Friedwald.
Τραγούδι του 1936.

ΜΑΡΣΕΛΙΝΕ ΝΤΕΜΠΟΡΝΤ-ΒΑΛΜΟΡ!



MARCELINE DESBORDES-VALMORE (1786-1859)


A L’ AMOUR


Reprends de ce bouquet les trompeuses couleurs,
Ces lettres qui font mon supplice,
Ce portrait qui fut ton complice ;
Il te ressemble, il rit, tout baigné de mes pleurs.

Je te rends ce trésor funeste,
Ce froid témoin de mon affreux ennui.
Ton souvenir brûlant, que je déteste,
Sera bientôt froid comme lui.

Oh ! Reprends tout. Si ma main tremble encore,
C'est que j'ai cru te voir sous ces traits que j'abhorre.
Oui, j'ai cru rencontrer le regard d'un trompeur ;
Ce fantôme a troublé mon courage timide.

Ciel ! On peut donc mourir à l'aspect d'un perfide,
Si son ombre fait tant de peur !
Comme ces feux errants dont le reflet égare,
La flamme de ses yeux a passé devant moi ;

Je rougis d'oublier qu'enfin tout nous sépare ;
Mais je n'en rougis que pour toi.
Que mes froids sentiments s'expriment avec peine !
Amour... que je te hais de m'apprendre la haine !

Eloigne-toi, reprends ces trompeuses couleurs,
Ces lettres, qui font mon supplice,
Ce portrait, qui fut ton complice ;
Il te ressemble, il rit, tout baigné de mes pleurs !

Cache au moins ma colère au cruel qui t'envoie,
Dis que j'ai tout brisé, sans larmes, sans efforts ;
En lui peignant mes douloureux transports,
Tu lui donnerais trop de joie.

Reprends aussi, reprends les écrits dangereux,
Où, cachant sous des fleurs son premier artifice,
Il voulut essayer sa cruauté novice
Sur un coeur simple et malheureux.

Quand tu voudras encore égarer l'innocence,
Quand tu voudras voir brûler et languir,
Quand tu voudras faire aimer et mourir,
N'emprunte pas d'autre éloquence.

L'art de séduire est là, comme il est dans son coeur !
Va ! Tu n'as plus besoin d'étude.
Sois léger par penchant, ingrat par habitude,
Donne la fièvre, amour, et garde ta froideur.

Ne change rien aux aveux pleins de charmes
Dont la magie entraîne au désespoir :
Tu peux de chaque mot calculer le pouvoir,
Et choisir ceux encore imprégnés de mes larmes...

Il n'ose me répondre, il s'envole... il est loin.
Puisse-t-il d'un ingrat éterniser l'absence !
Il faudrait par fierté sourire en sa présence :
J'aime mieux souffrir sans témoin.

Il ne reviendra plus, il sait que je l'abhorre ;
Je l'ai dit à l'amour, qui déjà s'est enfui.
S'il osait revenir, je le dirais encore :
Mais on approche, on parle... hélas ! Ce n'est pas lui !


Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Inez Sastre.

ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ


ΣΤΕΛΛΑ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ


ΑΠΛΗ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΗ ΓΙΑ ΧΑΜAΙΛΕΟΝΤΕΣ

Ενίοτε εκατό ετών σβήνεις
άλλοτε μόλις πέντε ανάβεις
ενίοτε γιορτάζεις
κάποτε ξοφλείς λυπητερές.

Όμως ποτέ αυτό το εκατό
κι αυτό το πέντε
δε γίνονται ένα άθροισμα
ένα, ας πούμε, εκατόν πέντε.

Χαμαιλέοντας χάνεσαι, αφανίζεσαι
πάνω στην προοπτική των πραγμάτων
λες κι ο βίος
ποτέ δεν γίνεται βιός
εξόν σπαταλημένος γενναιόδωρα.

       Άνοιξη ’87



Από το βιβλίο: Στέλλα Αλεξοπούλου, «Μουσών 9, Ποιήματα 1970-2001», Πλανόδιον, Αθήνα 2002, σελ. 51.

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2009

ΔΥΟ ΤΣΕΧΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΔΥΟ ΦΙΛΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ


Τα μεταφράσματα αφιερώνονται στην Έλενα Σταγκουράκη


JAN ZAHRADNÍČEK


ΑΝΩΝΥΜΩΣ


Αετοί και βήματά μου εσείς, και χρόνε ακόμα
σκληρέ, τί φιλικά μου φέρεσθε! Και μάλλον
με γλαφυρό απ’ την έκπληξή μου βλέπω όμμα
φθινόπωρα να έχουν ουρές κλειδοκυμβάλων

Ωρίμασε η σοφία σας με τόσα φίδια
και τρέμετε φθινόπωρο όποτε σας γνέφει.
Σας παίζει η ευτυχία σοβαρά παιχνίδια –
σιωπή βουλιάζει μέσα στης σιωπής τα νέφη.

Το δέντρο (ο αδελφός μας) δεν ξεχνά, εκεί όντας
παρόν σαν το νερό, όταν στων παθών τη σκόνη
τα χέρια της μια κορασιά παρθένα απλώνει,

μα και όταν πάνω απ’ τη ζωή πουλιά πετάνε
καλά, κι ολόισια για την Εδέμ τραβάνε
περί πραγμάτων ανωνύμων φλυαρώντας.


********************


FRANTIŠEK HALAS


ΚΑΠΡΙΤΣΙΟ


Σου τραγουδάν μακρές πλευρές στη γη στην κτίση
κι η γη απαλά το τραγουδάκι αντανακλάει
πουλιά τ’ αφήνουν στα κλαδάκια ν’ αντηχήσει

Περίεργη τα χέρια υψώνεις Θες να δώσεις
της Εύας ρίγη γνωστικά προτού πει έγνων
κι ενώ ίσκιοι σε θωπεύουν του δεντριού της γνώσης

Το σώμα σου εγελούσε παίζοντας θυμάμαι
σαν άνθισαν οι καμπανούλες πάνω σου όλες
αίσθάνθηκες πως τρυφερός για πάντα θά ’μαι



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΦΑΜΠΡΙΤΣΙΟ ΝΤΕ ΑΝΤΡΕ!


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο FABRIZIO DE ANDRÈ


LA CITTÀ VECCHIA


Nei quartieri dove il sole del buon Dio non dà i suoi raggi
ha già troppi impegni per scaldar la gente d'altri paraggi
una bimba canta la canzone antica della donnaccia
quel che ancor non sai tu lo imparerai solo qui fra
le mie braccia.
e se alla sua età le difetterà la competenza
presto affinerà le capacità con l'esperienza
dove sono andati i tempi d'una volta, per Giunone,
quando ci voleva per fare il mestiere anche un po'
di vocazione?
Una gamba qua, una gamba là, gonfi di vino
quattro pensionati mezzo avvelenati al tavolino
li troverai là col tempo che fa estate e inverno
a stratracannare, a stramaledir le donne, il tempo
ed il governo.
Loro cercan là la felicità dentro al bicchiere
per dimenticare d'esser stati presi per il sedere
ci sarà allegria anche in agonia col vino forte
porteran sul viso l'ombra d'un sorriso tra le braccia
della morte.
vecchio professore, cosa vai cercando in quel portone
forse quella che sola ti può dare una lezione
quella che di giorno chiami con disprezzo pubblica moglie
quella che di notte stabilisce in prezzo alle tue voglie.
Tu la cercherai, tu la invocherai più di una notte,
ti alzerai disfatto rimandando tutto al ventisette
quando incasserai e delapiderai mezza pensione
diecimila lire per sentirsti dire micio bello e bamboccione.
Se t'inoltrerai lungo le calate dei vecchi moli
in quell'aria spessa carica di sale gonfia di odori
lì ci troverai i ladri gli assassini e il tipo strano
quello che ha venduto per tremila lire sua madre a un nano.
Se tu penserai e giudicherai da buon borghese
li condannerai a cinquemila anni più le spese
ma se capirai, se li cercherai fino in fondo
se non sono gigli son pur sempre figli
vittime di questo mondo.

ΣΤΑΝΕΣΚΟΥ!



NICHITA STĂNESCU (1933-1983)


MARINĂ


Înfăşurat într-un val
strângând în braţe un peşte
simt malul cu iarbă natal,
cum mă izbeşte.

Înfăşurat într-un corp,
strângând în sine un cuget,
mi-e strigătul orb
lovit de un muget

Înfăşuat într-un semn
cu gura pe-o cifră,
te-aud cum mă chemi
dulce hidră


Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η συμπατριώτισσα του ποιητή κ. Alina Vacariu.

ΑΠΑΡΑΤΗΡΗΤΟΣ


ΠΑΝΟΣ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΣ


Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ


Η θάλασσα έδενε τα κορδόνια της
στ’ ακρογιάλι
κι ο ήλιος σηκωνόταν απ’ την καρέκλα του
βγάζοντας το ψάθινο καπέλλο.
Μερικές σκόρπιες εφημερίδες
έδειχναν την τελευταία μέρα του καλοκαιριού
κι εγώ, με αγωνία έχωνα το κεφάλι μου στην άμμο
με την ελπίδα πως θα περάσω απαρατήρητος.


Από το βιβλίο: Πάνος Πρωτοπαπάς, «Το χώμα κάτω απ’ το βήμα», Πλανόδιον, Αθήνα 2002, σελ. 45.

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2009

ΑΥΤΟΚΛΗΤΟΙ ΣΤ' ΑΛΩΝΙΑ


ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ


ΑΛΒΑΝΙΚΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗΣ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ


          στην Αθηνά Μπαλοπούλου

Ο Γκούρας αλειτούργητος κι ο Λέκας αρβανίτης.
Ιγγλέζους πχιάσαν κι έδειξαν πως, όντες μεταφράζεις,
ούτε ’πιστήμη κάνεις μήτε τέχνη – μά ειναι μ ή τ ι ς.

Τ’ άλλα όλα μάς περσεύουνε, τα περί διαγραμμάτου.
Τα κραίνουν θεωρητικοί ταγοί, που αυτόκλητοι στ’ αλώνια
του λόγου εμπούκαραν και διαγουμίζουν στ’ όνομά του.

Εμείς πεισμόνως αρετές ν’ ακολουθάμε μούλου
στον υπερθετικό βαθμό, σαν πιάνουμε την πέννα.
Τα ψώνια ποιος τα χέζει πιά; (Γεια σου, ωρέ Μπαλοπούλου!)

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΜΕΓΑΣ ΡΟΜΠΕΡΤΟ ΜΟΥΡΟΛΟ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ROBERTO MUROLO


'A TAZZA 'E CAFFÈ


Vurría sapé pecché si mme vedite,
facite sempe 'a faccia amariggiata...
Ma vuje, quanto cchiù brutta ve facite,
cchiù bella, a ll'uocchie mieje, v'appresentate...
I' mo nun saccio si ve n'accurgite!
Ma cu sti mode, oje Bríggeta,
tazza 'e café parite:
sotto tenite 'o zzuccaro,
e 'ncoppa, amara site...
Ma i' tanto ch'aggi''a vutá,
e tanto ch'aggi''a girá...
ca 'o ddoce 'e sott''a tazza,
fin'a 'mmocca mm'ha da arrivá!...

Cchiù tiempo passa e cchiù v'arrefreddate,
'mméce 'e ve riscaldá..."Caffè squisito!..."
'o bbello è ca, si pure ve gelate,
site 'a delizia d''o ccafé granito...
Facenno cuncurrenza â limunata...
Ma cu sti mode, oje Bríggeta,
tazza 'e café parite:
sotto tenite 'o zzuccaro,
e 'ncoppa, amara site...
Ma i' tanto ch'aggi''a vutá,
e tanto ch'aggi''a girá...
ca 'o ddoce 'e sott''a tazza,
fin'a 'mmocca mm'ha da arrivá!...

Vuje site 'a mamma d''e rrepassatore?...
E i', bellezza mia, figlio 'e cartaro!...
Si vuje ve divertite a cagná core,
i' faccio 'e ccarte pe' senza denare...
Bella pareglia fóssemo a fá 'ammore!
Ma cu sti mode, oje Bríggeta,
tazza 'e café parite:
sotto tenite 'o zzuccaro,
e 'ncoppa, amara site...
Ma i' tanto ch'aggi''a vutá,
e tanto ch'aggi''a girá...
ca 'o ddoce 'e sott''a tazza,
fin'a 'mmocca mm'ha da arrivá!...


Από μια ιδέα του Λάμπρου Τσουκνίδα.

Un flauto, un clarinetto, un bombardino e Gelsomina. Από το La Strada του Federico Fellini.

Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2009

ΠΡΟΣΤΑΓΗ Ν' ΑΝΑΣΤΕΝΑΖΕΙ


DANTE ALIGHIERI


[ΣΕΜΝΗ ΚΙ ΕΥΓΕΝΙΚΗ –ΚΑΙ ΠΟΣΟ, ΑΛΗΘΕΙΑ, ΤΟΝΤΙΣ! –]


Σεμνή κι ευγενική –και πόσο, αλήθεια... τόντις! –
η Δόννα μου περνά και χαιρετάει τους άλλους·
οι γλώσσες δένονται, και ενώπιον του κάλλους
σωπαίνουν. Πως να ειπούν τις στράψεις των ματιών της!...

Ακούει τα παινέματα των θαυμαστών της,
μα είν’ πάνσεμνη απ’ την κορφή ώς τους αστραγάλους,
ενώ ό,τι εκπορεύεται απ’ τους θόλους τους μεγάλους
των ουρανών το θαύμα ορίζει των χεριών της.

Αρέσει τόσο σ’ όποιον την καλοκοιτάζει,
και γλύκα τόση σύγκορμον τον συγκλονίζει,
που όλο θαρρεί πως ’κείνος μόνο τη λαβαίνει.

Μα απ’ τα δικά της χείλη ετούτο πάντα βγαίνει:
μι’ ανάσα τρυφερή που την ψυχή αγερίζει
του αντρός και πού ’ναι προσταγή ν’ αναστενάζει!



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


**************************


[TANTO GENTIL E TANTO ONESTA PARE]


Tanto gentil e tanto onesta pare
la donna mia quand'ella altrui saluta,
ch'ogne lingua deven tremando muta,
e li occhi no l'ardiscon di guardare.

Ella si va, sentendosi laudare,
benignamente d'umilta' vestuta;
e par che sia una cosa venuta
da cielo in terra a miracol mostrare.

Mostrasi si' piacente a chi la mira,
che da' per li occhi una dolcezza al core,
che 'ntender non la puo' chi no la prova;

e par che de la sua labbia si mova
uno spirito soave pien d'amore,
che va dicendo a l'anima: Sospira.

ΛΕΣΣΙΝΓΚ!




GOTTHOLD EPHRAIM LESSING (1729-1781)


DIE SCHLAFENDE LAURA


Nachlässig hingestreckt,
Die Brust mit Flor bedeckt,
Der jedem Lüftchen wich,
Das säuselnd ihn durchstrich,
Ließ unter jenen Linden
Mein Glück mich Lauten finden.
Sie schlief, und weit und breit
Schlug jede Blum ihr Haupt zur Erden
Aus mißvergnügter Traurigkeit,
Von Lauren nicht gesehn zu werden.
Sie schlief, und weit und breit
Erschallten keine Nachtigallen
Aus weiser Furchtsamkeit,
Ihr minder zu gefallen,
Als ihr der Schlaf gefiel,
Als ihr der Traum gefiel,
Den sie vielleicht jetzt träumte,
Von dem, ich hoff es, träumte,
Der staunend bei ihr stand
Und viel zu viel empfand,
Um deutlich zu empfinden,
Um noch es zu empfinden,
Wie viel er da empfand.
Ich ließ mich sanfte nieder,
Ich segnete, ich küßte sie,
Ich segnete und küßte wieder:
Und schnell erwachte sie.
Schnell taten sich die Augen auf.
Die Augen? - nein, der Himmel tat sich auf.



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η φίλη του ιστολογίου κ. Elena Santarelli.

ΤΣΙΓΚΑΝΑ ΚΑΡΔΙΑ!



Ειδικά για τον Λάμπρο Τσουκνίδα και τον Αντώνη Χελιδώνη.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η NADA


IL CUORE È UNO ZINGARO


Avevo una ferita in fondo al cuore, soffrivo, soffrivo…
Le dissi non è niente ma mentivo, piangevo, piangevo.
Per te si è fatto tardi è già notte,
non mi tenere lasciami giù
mi disse non guardarmi negli occhi,
e mi lasciò cantando così:

"Che colpa ne ho se il cuore è uno zingaro e va
catene non ha, il cuore è uno zingaro e va.
Finché troverà, il prato più verde che c’è
raccoglierà le stelle su di se
e si fermerà chissà… e si fermerà".

L' ho vista un anno dopo l'altra sera, rideva, rideva.
Mi strinse, lo sapeva che il mio cuore, batteva, batteva.
Mi disse stiamo insieme stasera
che voglia di rispondere sì…
ma senza mai guardarla negli occhi
io la lasciai cantando così:

"Che colpa ne ho se il cuore è uno zingaro e va
catene non ha, il cuore è uno zingaro e va.
Finché troverà, il prato più verde che c’è
raccoglierà le stelle su di se
e si fermerà chissà… e si fermerà".



San Remo 1971.

ΕΠΙΠΛΕΕΙ


Ι. ΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ


ΠΡΑΞΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ


Φηλικίτη- <Το ανωφερές έχει κατάβασιν και η πτήσις έχει πτώσιν>

Αυλαία, αλιπόρφυρη,πολυτραγωδισμένη, κοιλάδα αίματος ,νησίδα γόνιμη σε έρημο φωτός
Ανέβα ακόμη μια φορά για χάριν μας μονάχα.

Βροχή σποδού, μέλας χιτών,
Μ΄αβρότητα σε χιονισμένους ώμους περιπτύσσεται
Κι εγώ αγάλλομαι στον τόπο μου επιστρέφοντας
ταξιδιώτης κουρασμένος, ατελέσφορου βιόπλου.

Έτυχε οι άκριες των δαχτύλων μου, μ’ άστρα μαρμαίροντα,
κομήτες ερυθρόουρους, πάλλευκα πεφταστέρια να συναπαντηθούν.
Και τί τυφλός που στάθηκα!
Άγγιξα μάτια, κερκόπορτες ρόδινου φωτός
κερασένια χείλη, μαργαριταρένια σκουλαρίκια.

Πάλευα αφιονισμένος, συνάμα τυφλός ψηλαφώντας κράμα Ελένης κι Αφροδίτης
Τώρα στενώ διατί το πάλλον, σφύζον σώμα της αγγίζω
Μπλέκομαι στους βοστρύχους της, λυτά μαλλιά της θρηνωδίας της χιονίζω

Επιπλέει η σποδός σε καυτές λίμνες δακρύων
Επιπλέει σεσηπός ναυάγιο σ’ ανακατωμένη θάλασσα.

Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2009

ΦΑΣΓΑΝΑ


ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ


ΥΦΑΝΤΗΣ ΚΑΙ ΥΠΟΦΑΝΤΗΣ


         στην Πολυξένη

Υφαίνω και ξυφαίνω ξίφη· σκίζουν
υφάλους ύφους: άλλους πισωρίχνουν
στη θάλασσα, άλλους πάλι ξαρμυρίζουν.

Τα φάσγανα, όργανα σε αγόνους κόμβους
του γένους του ποιητικού, γνωρίζουν
ποιές λάμψεις ξεδιοργάνωσαν τους θρόμβους

της λύρας. Τόσα χρόνια στο κουρμπέτι
τον αργαλειό μετρώ που ’χε ο Πετράρχης,
il buon testor degli amorosi detti.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΤΖΙΛΙΟΛΑ ΤΣΙΝΚΟΥΕΤΤΙ


ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η GIGLIOLA CINQUETTI


GIRA L’AMORE


Il grillo canta solo per amore
la pioggia cade quando un fiore muore
è bello il fiume quando l'acqua è pura
ma questo l'uomo non lo pensa mai.

Sapete perchè il mondo va?
Perchè intorno al mondo gira l'amore
e allora com'è, oh mamma dimmi tu,
che avevo un bel biondino e ora non l'ho più?
Caro bè bè, tu non lo sai
chi non ha soldi non naviga mai
caro bè bè, la verità
è una farfalla che viene e che va.

Col cuore tu non spegni una candela
ma puoi buttare all'aria un grande amore
la guerra fa suonare le campane
ma questo l'uomo non lo pensa mai.

Sapete perchè il mondo va?
Perchè intorno al mondo gira l'amore
e allora com'è, oh mamma dimmi tu,
che avevo un bel biondino e ora non l'ho più?
Caro bè bè, tu non lo sai
chi non ha soldi non naviga mai
caro bè bè, la verità
è una farfalla che viene e che va.

Mi disse: "Non pensarci, bambina.
La vita è una speranza che cammina
nel cuore ti ho lasciato una stella
cammina che la strada si fa bella!"

Sapete perchè il mondo va?
Perchè intorno al mondo gira l'amore
e allora com'è, oh mamma dimmi tu,
che il grillo del mio cuore per me non canta più?
Caro bè bè, tu non lo sai
chi non ha soldi non naviga mai
caro bè bè, la verità
è una farfalla che viene e che va.
Caro bè bè, tu non lo sai
chi non ha soldi non naviga mai
caro bè bè, la verità
è una farfalla che viene e che va.
Caro bè bè, tu non lo sai
chi non ha soldi non naviga mai
caro bè bè, la verità
è una farfalla che viene e che va.
Caro bè bè, tu non lo sai
chi non ha soldi non naviga mai
caro bè bè, la verità
è una farfalla che viene e che va


Sanremo 1972.

ΟΠΩΣ ΣΤΟ ΓΙΑΛΟ ΤΑ ΠΥΡΟΦΑΝΙΑ



ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ


ΕΠΙΘΥΜΙΑ


           Στο Γιάννη Σκαρίμπα

Θά ’ρθω μιαν αυγή του Απρίλη, που άλικα
ρόδα θα μαδά στην πνοή του ανέμου,
λίγο φως να πιώ στον ανθοκάλυκα
της φιλίας σου, φίλε μακρινέ μου.

Να φανούν ζητώντας τ’ αφανέρωτα,
σύντομα με πρόφτασε το βράδυ·
προδομένος κάθε ονείρου κι έρωτα
φυλαχτό δεν έχω ούτ’ ένα χάδι.

Με το νου, σκληρό διαμάντι, ράγισα
της καρδιάς το κρύσταλλο, κι ακόμη
ούτε η Μούσα, η άλλη μοίρα, η μάγισσα,
δάφνη δε μου κάρφωσε στην κόμη.

Το στερνό και μόνο εφόδιο χάλασα·
μα ως θα πλέω, καλέ μου, στη Χαλκίδα,
απ’ το πλοίο θα ρίξω μες στη θάλασσα
τη βαριά του μάταιου αλυσίδα.

Θα σε βρώ· θα μείνουμε ώρες λέοντας
τόσα, τόσα ασήμαντα κι ωραία.
Με τα μάτια στο γαλάζιο πλέοντας
θα γεμίσω φως τον αμφορέα.

Αντικρύ γυαλί ο γιαλός και πάνω του,
σε σαπφείρου γλάστρα, οι γλάροι, κρίνοι·
θά ’χει ο νους τη χάρη του αστεφάνωτου,
δίχως πια να κρίνεται ή να κρίνει.

Θα μου λές –πρωτόγνωρο φανέρωμα! –
ιστορίες γνωστές γεμάτες γλύκα,
γλέντια ναυτικών ως το ξημέρωμα
για μια Ζαχαρένια ή μιάν Αννίκα.

Και θ’ ακούω εσένα και τα κύματα
–φλοίσβος η φωνή σου, η πνοή σου αρμύρα–
και ξεχνώντας τ’ άλυτα προβλήματα
θα χαρώ ξανά της γης τα μύρα.

Κι όταν θα βραδιάσει – ωχ, έγια λέσα μας,
έγια μόλα, αδέρφι στην ορφάνια–
ομορφιές απλές θα λάμψουν μέσα μας,
όπως στο γυαλό τα πυροφάνια.



Από τη συλλογή: Πυραμίδες (1935)
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ποιήματα, τ. Α΄, Κέδρος, Αθήνα 1984 (δέκατη ένατη έκδοση), σελ. 64-65.

ΓΚΑΙΤΕ!




JOHANNES WOLFGANG VON GOETHE


AN CHARLOTTE VON STEIN

Warum gabst du uns die tiefen Blicke,
Unsre Zukunft ahndungsvoll zu schaun,
Unsrer Liebe, unserm Erdenglücke
Wähnend selig nimmer hinzutraun?
Warum gabst uns, Schicksal, die Gefühle,
Uns einander in das Herz zu sehn,
Um durch all die seltenen Gewühle
Unser wahr Verhältnis auszuspähn?

Ach, so viele tausend Menschen kennen,
Dumpf sich treibend, kaum ihr eigen Herz,
Schweben zwecklos hin und her und rennen
Hoffnungslos in unversehnern Schmerz;
Jauchzen wieder, wenn der schnellen Freuden
Unerwart'te Morgenröte tagt.
Nur uns armen liebevollen beiden
Ist das wechselseit'ge Glück versagt,
Uns zu lieben, ohn uns zu verstehen,
In dem anderen sehn, was er nie war,
Immer frisch auf Traumglück auszugehen
Und zu schwanken auch in Traumgefahr.

Glücklich, den ein leerer Traum beschäftigt!
Glücklich, dem die Ahndung eitel wär!
Jede Gegenwart und jeder Blick bekräftigt
Traum und Ahndung leider uns noch mehr.
Sag, was will das Schicksal uns bereiten?
Sag, wie band es uns so rein genau?
Ach, du warst in abgelebten Zeiten
Meine Schwester oder meine Frau.

Kanntest jeden Zug in meinem Wesen,
Spähtest, wie die reinste Nerve klingt,
Konntest mich mit einem Blicke lesen,
Den so schwer ein sterblich Aug durchdringt;
Tropftest Mäßigung dem heißen Blute,
Richtetest den wilden irren Lauf,
Und in deinen Engelsatmen ruhte
Die zerstörte Brust sich wieder auf;

Hieltest zauberleicht ihn angebunden
Und vergaukeltest ihm manchen Tag.
Welche Seligkeit glich jenen Wonnestunden,
Da er dankbar dir zu Füßen lag,
Fühlt' sein Herz an deinem Herzen schwellen,
Fühlte sich in deinem Auge gut,
Alle seine Sinnen sich erhellen
Und beruhigen sein brausend Blut!

Und von allem dem schwebt ein Erinnern
Nur noch um das ungewisse Herz,
Fühlt die alte Wahrheit ewig gleich im Innern,
Und der neue Zustand wird ihm Schmerz.
Und wir scheinen uns nur halb beseelet,
Dämmernd ist um uns der hellste Tag.
Glücklich, daß das Schicksal, das uns quälet,
Uns doch nicht verändern mag!


Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η φίλη του ιστολογίου κ. Daniela Cicarelli.

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2009

ΤΩΝ ΖΩΩΝ


ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ


ΛΟΥΟΜΕΝΗ


Με περγαμόντινα σαπούνια
και νάρδους ναφθαλίνης μαύρης
αβρόπλεχε σε νεροκούνια

ονομαστή. Οι μαστοί της ήχους
εβγάναν τραγανούς· παρείχαν
μυχούς στους άκμωνες του ρύγχους

των ζώων που τη θαυμάζαν, όταν
κλεινή στην κλίνη έκλαιγε, πλην
την νήδυμο εφαιδροκοιμόταν.

ΕΝΑ ΛΙΑΝΟΤΡΑΓΟΥΔΟ ΤΗΣ ΠΙΚΡΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ


Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΑΛΑΡΑΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟ ΚΑΙ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ


ΣΕ ΤΟΥΤΑ ΕΔΩ ΤΑ ΜΑΡΜΑΡΑ


Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει,
μηδέ αλυσίδα στου Ρωμιού και στ' αγεριού το πόδι

Εδώ το φως, εδώ ο γιαλός, χρυσές, γαλάζιες γλώσσες,
στα βράχια ελάφια πελεκάν, τα σίδερα μασάνε.

ΑΛΕΪΣΑΝΔΡΕ!




VICENTE ALEIXANDRE


LAS MANOS


Mira tu mano, que despacio se mueve,
transparente, tangible, atravesada por la luz,
hermosa, viva, casi humana en la noche.
Con reflejo de luna, con dolor de mejilla,
con vaguedad de sueño
mírala así crecer, mientras alzas el brazo,
búsqueda inútil de una noche perdida,
ala de luz que cruzando en silencio
toca carnal esa bóveda oscura.

No fosforece tu pesar, no ha atrapado
ese caliente palpitar de otro vuelo.
Mano volante perseguida: pareja.
Dulces, oscuras, apagadas, cruzáis.

Sois las amantes vocaciones, los signos
que en la tiniebla sin sonido se apelan.
Cielo extinguido de luceros que, tibios,
campo a los vuelos silenciosos te brindas.

Manos de amantes que murieron, recientes,
manos con vida que volantes se buscan
y cuando chocan y se estrechan encienden
sobre los hombres una luna instantánea.



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η παλιά φίλη του ιστολογίου κ. Almudena Fernandez.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Η ΑΔΡΙΑΝΑ ΒΑΡΕΛΑ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Η ADRIANA VARELA


LOS MAREADOS


Rara
Como encendida
Te halle bebiendo
Linda y fatal.

Bebias
Y en el fragor del champagne
Loca reias
Por no llorar.

Pena
Me dio encontrarte
Pues al mirarte
Yo vi brillar tus ojos
Con un electrico ardor
Tus bellos ojos que tanto adore.

Esta noche
Amiga mia
El alcohol nos ha embriagado
Que me importa que se rian
Y nos llamen los mareados

Cada cual tiene sus penas
Y nosotros las tenemos
Esta noche beberemos
Porque ya no volveremos
A vernos mas.

Hoy vas a entrar en mi pasado
En el pasado de mi vida
Tres cosas lleva el alma herida
Amor, pesar, dolor.

Hoy vas a entrar en mi pasado
Hoy nuevas sendas tomaremos
Que grande ha sido nuestro amor
Y sin embargo, ay, mira lo que quedo.

Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΠΟΙΗΣΗ


ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Κ. ΒΑΪΟΣ


ΕΠΙΛΟΓΟΣ


Να σωπάσουμε...

Η καλύτερη ποίηση
που μπορούμε να κάνουμε.

Μια τελεία να βάλουμε
στο πικρό μας παράπονο,
στο ακατόρθωτο γέλιο.
Ν’ απομείνουμε αδιάφοροι.
Να, σαν ένα κοχύλι
στο γυμνό το ακρογιάλι,
που αφουγκριέται τη θάλασσα,
του κόσμου τον πόνο...

Να σωπάσουμε...
Σήμερα
κι αύριο,
για χρόνια πολλά.

Η καλύτερη ποίηση
που μπορούμε να κάνουμε.



Από το βιβλίο: Χαράλαμπος Κ. Βάιος, «Ποίηση δια βίου, 1944-1994», Πλέθρον, Αθήνα 1994, σελ. 107.

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2009

ΟΣΟ ΑΧΝΗ ΚΙ ΑΝ ΒΓΑΙΝΕΙ Η ΡΙΜΑ...


ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ


[ΑΟΙΔΟΙ ΣΥΝΑΜΙΛΛΩΝΤΑΙ ΜΕ ΑΟΙΔΟΥΣ ΚΛΕΙΩΝΤΑΣ ΤΟ ΜΑΤΙ]


       Δεύρο από Λιβάνου, νύμφη, δεύρο από Λιβάνου
              Άσμα Ασμάτων
4, 8

Αοιδοί συναμιλλώνται με αοιδούς κλειώντας το μάτι
στο ψέμα (και άνθη γίνουνται της Άσκρας), πάνου
που εμέ φορμίγκων κρούσεις μού προσφέρουν κάτι
απ’ τους πανύψηλους τους κέδρους του Λιβάνου.

Ψαλμούς σαν του Δαυίδ θα πώ κι εγώ στα πλάτη
της γης, αλλά με τη λαλιά του ιταλιάνου·
στον πλάστη των αιθέρων ήδη φθάνουν –νά τοι! –
με τον καπνό πιωμένοι του γλυκού λιβάνου.

Γι’ αγγέλους πάντα θα μιλώ με στίχους... (Δίνεις,
όμως, σ’ ανθρώπους, που επαινούν της διαφθοράς τους
το μέλος, μέτρα τέλεια που θαν τα φάει η μήνις

τους;) Των ρημάτων μου, όσο αχνή κι αν βγαίνει η ρίμα,
βοηθός θε νά ’ν’ ο κτίσαντας ηχούς απλάστους,
για να μη χάνουμαι στην αρετή ή στο κρίμα.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ: ΧΤΕΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΣΤΟΥ ΚΑΡΙΠΗ

ΡΕΜΠΩ!




ARTHUR RIMBAUD (1854-1891)


À LA MUSIQUE


Place de la Gare, à Charleville

Sur la place taillée en mesquines pelouses,
Square où tout est correct, les arbres et les fleurs,
Tous les bourgeois poussifs qu'étranglent les chaleurs
Portent, les jeudis soirs, leurs bêtises jalouses.

- L'orchestre militaire, au milieu du jardin,
Balance ses schakos dans la Valse des fifres :
Autour, aux premiers rangs, parade le gandin ;
Le notaire pend à ses breloques à chiffres.

Des rentiers à lorgnons soulignent tous les couacs :
Les gros bureaux bouffis traînant leurs grosses dames
Auprès desquelles vont, officieux cornacs,
Celles dont les volants ont des airs de réclames ;

Sur les bancs verts, des clubs d'épiciers retraités
Qui tisonnent le sable avec leur canne à pomme,
Fort sérieusement discutent les traités,
Puis prisent en argent, et reprennent : " En somme !... "

Épatant sur son banc les rondeurs de ses reins,
Un bourgeois à boutons clairs, bedaine flamande,
Savoure son onnaing d'où le tabac par brins
Déborde - vous savez, c'est de la contrebande ; -

Le long des gazons verts ricanent les voyous ;
Et, rendus amoureux par le chant des trombones,
Très naïfs, et fumant des roses, les pioupious
Caressent les bébés pour enjôler les bonnes...

- Moi, je suis, débraillé comme un étudiant,
Sous les marronniers verts les alertes fillettes :
Elles le savent bien ; et tournent en riant,
Vers moi, leurs yeux tout pleins de choses indiscrètes.

Je ne dis pas un mot : je regarde toujours
La chair de leurs cous blancs brodés de mèches folles :
Je suis, sous le corsage et les frêles atours,
Le dos divin après la courbe des épaules.

J'ai bientôt déniché la bottine, le bas...
- Je reconstruis les corps, brûlé de belles fièvres.
Elles me trouvent drôle et se parlent tout bas...
- Et je sens les baisers qui me viennent aux lèvres...


Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του μπλογκ κ. Robyn Rihanna Fenty.

ΟΠΩΣ ΣΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ


ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΑΛΙΩΤΗΣ


[ΜΕ ΔΑΧΤΥΛΙΕΣ]


Με δαχτυλιές απ’ το πικρό στο σώμα μου

Δύο άλφα δύο και τα νι οστά ονόματος
– πώς να το φανταστώ παιδί
να με πονάει κάποτε το αλφάβητο

Φιλοδοξία κι αυτή μετά από τόσα χρόνια:
Άραγε ρίχνει κάποτε σκιά η απουσία μας
σ’ αυτούς που σχεδιάσανε καινούργιες ευτυχίες
πάνω από το γκρεμό των πιο αθώων μας ονείρων;

Το μη σε μέλει μη ρωτάς – όπως στα παραμύθια

Χαρτιά στον άνεμο όσα κράτησε το σώμα μου.



Από το βιβλίο: Βασίλης Λαλιώτης, «Το ένδοξο πένθος», Πλανόδιοn, Αθήνα 1997, σελ. 86.

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009

ΣΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΠΑΝΙΣ


FRANTIŠEK HALAS


ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ, ΙΙ


Σαν γρόσι που άνευρο έγλειψε τη χούφτα του τυφλού
εδώ είσ’ εσύ φθινόπωρό μου τώρα
σαν γρόσι που άνευρο έγλειψε τη χούφτα του τυφλού
οι μέρες μου οπού φθίνει πια η οπώρα

Ωραίο αχ καθαρό του αγέρα φουσκοφύσημα
παιδί στων χόρτων την καπνιά με κάνεις
και λαχταρώ στον οίκο μου να πάω επίσημα
να πω ότι στην αγάπη υπάρχει σπάνις

Την ένδεια σου που των ανθρώπων είναι αθλιότητα
τη νιώθω εδώ αδελφή μου νά ’ν’ μικρούλα
στη δε δειλία μουμέσα αισθάνομαι ότι τα
δοντάκια σου αν γδυθούν θα γίνουν ούλα

Με τον χρυσό των φύλλων σου έλα να παραδοθείς
για ’κείνες τις γραντζουνισμένες μέρες
και κάμε νά ’μαι εν τέλει ο σαλτιμπάγκος λυτρωθείς
που εξέσχισε όλες τις φριχτές φοβέρες

Σαν γρόσι που άνευρο έγλειψε τη χούφτα του τυφλού
εδώ είσ’ εσύ φθινόπωρό μου τώρα
σαν γρόσι που άνευρο έγλειψε τη χούφτα του τυφλού
οι μέρες μου οπού φθίνει πια η οπώρα.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΦΙΛΟ ΜΟΥ ΤΟΝ ΝΤΑΡΚΟ





Χαρισμένο στον Ντάρκο Κοβάτσεβιτς

DJORDJE BALAŠEVIĆ


NEDOSTAJE MI NAŠA LJUBAV...


Na jastuku... Bdim na ponoćnoj straži kao stari posustali ratnik
Kom svaki put od riznice neba jedva zapadne mesečev zlatnik...
Pod oklopom drhti košuta plaha večno gonjena tamnim obrisima straha
Koja strepi i od mirnih obronaka sna...

Nedostaje mi naša ljubav, mila... Bez nje se život kruni uzalud...
Nedostaješ mi ti, kakva si bila... Nedostajem mi ja... Onako lud...
Ja znam da vreme ne voli heroje... I da je svaki hram ukaljalo...
Al meni, eto, ništa sem nas dvoje nije valjalo...

Kad potražim put u središte sebe, staze bivaju tešnje i tešnje...
I skrijem se u zaklon tvog uha kao minđuša od duple trešnje...
Al uspevam da jos jednom odolim da prošapućem da te noćas ruski volim...
Šta su reči... Kremen što se izliže kad tad...

Nedostaje mi naša ljubav, mila... A bez nje ovaj kurjak menja ćud...
Nedostaješ mi ti, kakva si bila... Nedostajem mi ja... Onako lud...
Ja znam da vreme svemu menja boje... I da je silan sjaj pomračilo...
Al meni, eto, ništa sem nas dvoje nije značilo...

Ponekad još u moj filcani šešir spustiš osmeh ko čarobni cekin...
I tad sam svoj... Jer ma kako me zvali ja sam samo tvoj lični Harlekin...
Ponekad još... Suza razmaže tintu... I ko domina padne zid u lavirintu...
Tako prosto... Ponekad još stignemo do nas...

Nedostaje mi naša ljubav, mila... Bez nje uz moje vene puže stud...
Nedostaješ mi ti, kakva si bila... Nedostajem mi ja... Onako lud...
Ja znam da vreme uvek uzme svoje... I ne znam što bi nas poštedelo?
Al meni, eto, ništa sem nas dvoje nije vredelo...

ΝΤΡΟΣΤΕ-ΧΥΛΣΧΟΦ!





ANNETTE VON DROSTE-HÜLSHOFF (1797-1848)


JUNGE LIEBE


Über dem Brünnlein nicket der Zweig,
Waldvögel zwitschern und flöten,
Wild Anemon' und Schlehdorn bleich
Im Abendstrahle sich röten,
Und ein Mädchen mit blondem Haar
Beugt über der glitzernden Welle,
Schlankes Mädchen, kaum fünfzehn Jahr,
Mit dem Auge der scheuen Gazelle.

Ringelblumen blättert sie ab:
»Liebt er, liebt er mich nimmer?«
Und wenn »liebt« das Orakel gab,
Um ihr Antlitz gleitet ein Schimmer:
»Liebt er nicht« – o Grimm und Graus!
Daß der Himmel den Blüten gnade!
Gras und Blumen, den ganzen Strauß,
Wirft sie zürnend in die Kaskade.

Gleitet dann in die Kräuter lind,
Ihr Auge wird ernst und sinnend;
Frommer Eltern heftiges Kind,
Nur Minne nehmend und minnend,
Kannte sie nie ein anderes Band
Als des Blutes, die schüchterne Hinde;
Und nun einer, der nicht verwandt –
Ist das nicht eine schwere Sünde?

Mutlos seufzet sie niederwärts,
In argem Schämen und Grämen,
Will zuletzt ihr verstocktes Herz
Recht ernstlich in Frage nehmen.
Abenteuer sinnet sie aus:
Wenn das Haus nun stände in Flammen,
Und um Hülfe riefen heraus
Der Karl und die Mutter zusammen?

Plötzlich ein Perlenregen dicht
Stürzt ihr glänzend aus beiden Augen,
In die Kräuter gedrückt ihr Gesicht,
Wie das Blut der Erde zu saugen,
Ruft sie schluchzend: »Ja, ja, ja!«
Ihre kleinen Hände sich ringen,
»Retten, retten würd' ich Mama,
Und zum Karl in die Flamme springen!«


Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η καλή φίλη του ιστολογίου κ. Alessandra Ambrosio.