Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2009
Η ΑΙΣΘΗΣΗ ΜΙΑΣ ΑΙΩΝΙΑΣ ΑΝΟΙΞΗΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Ο ΚΛΕΦΤΗΣ
Κλέφτης, – στ’ αλήθεια, κλέφτης, άσημος, σεσημασμένος· παραμόνευε
γυναίκες κι άντρες, γέρους και παιδιά, φύλλα, παράθυρα, λαμπτήρες,
παλιές κιθάρες, ραπτομηχανές, ξερά κλαδιά, τον εαυτό του. Όλο έκλεβε
μια στάση τους, μιαν έκφρασή τους, τ’ αποτσίγαρα που πετούσαν στο δρόμο,
τα ρούχα τους, όταν γδύνονταν την ώρα του έρωτα, τη σκέψη τους,
τ’ άγνωστα σχήματά τους, τα δικά τους, τα δικά του, κι έφτιαχνε
μεγάλες, περίεργες ανθοδέσμες ή φύτευε γλάστρες. Τώρα,
στ’ ανθοπωλείο της γειτονιάς, πίσω απ’ τα τζάμια, τον βλέπαμε
να ραντίζει με την τρόμπα τα μεγάλα τριαντάφυλλα, τις ντάλιες, τα γαρύφαλλα
χωρίς να τα πουλάει μήτε να τα χαρίζει· – ένας κλέφτης ιδιόρρυθμος,
ένας παρηκμασμένος πρίγκηπας μέσα στη σέρα του. Μόνο το πρόσωπό του,
ωχρό, ξεχώριζε ανάμεσα στους πανύψηλους κρίνους,
σαν ένας νεκρός μέσα στο γυάλινό του φέρετρο. Ωστόσο,
στα κρύα του χειμώνα, αυτό το ανθοπωλείο με τ’ απούλητα άνθη,
πάντα μας έδινε την αίσθηση μιας αιώνιας άνοιξης· κι ας μάθαμε αργότερα
πως όλ’ αυτά τα λουλούδια ήταν χάρτινα, βαμμένα
με κόκκινη και κίτρινη μπογιά – πιότερο κόκκινη– σε διάφορους τόνους.
Από τη συλλογή «Μαρτυρίες, Α΄».
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Πποιήματα» τ. Θ΄, Κέδρος Αθήνα 1989, σελ. 212.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου