Παρασκευή 29 Φεβρουαρίου 2008

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΟΤΕΛΛΟ ΠΡΟΦΑΤΖΙΟ





ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο OTELLO PROFAZIO





VITTI ΄NA CROZZA




Vitti na crozza supra nu cannuni

fui curiuso e ci vossi spiare

idda m'arrispunniu cu gran duluri

murivi senza un tocco di campani



Si nni eru si nni eru li me anni

si nni eru si nni eru un sacciu unni

ora ca sugnu vecchio di ottant'anni

chiamu la morti i idda m arrispunni



Cunzatimi cunzatimi lu me letto

ca di li vermi su manciatu tuttu

si nun lu scuntu cca lume peccatu

lu scuntu allautra vita a chiantu ruttu



C’è nu giardinu ammezu di lu mari

tuttu ntessutu di aranci e ciuri

tutti l'acceddi cci vannu a cantari

puru i sireni cci fannu all'amuri



ΜΑΤΩΝΕΙ


ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ


Τ’ ΟΝΕΙΡΟ-ΓΥΑΛΙ


Σε τούτο το φριχτό πηγάδι
πέταξα τη μαύρη πέτρα
πριν γίνω τ’ όνειρο-γυαλί
γιατί τα σύμβολα σιγά-σιγά ξεφτίζουν
κι οι αναμνήσεις έρχονται καιόμενες
γυναίκες.

Σε μια πατρίδα γονατισμένη
με τόσα ερείπια αισθήματα
τόση σπατάλη σε όρκους και υποσχέσεις
σε ξεπεσμούς ανθρώπων που λογάριασες
ένα κομμάτι γυαλί σπασμένο
είναι η γλώσσα μου.

Ό,τι να πει ματώνει.



Από το βιβλίο: Μάνος Ελευθερίου, «Το μυστικό πηγάδι», Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1983, σελ. 34.

Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2008

Η ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΤΟΥ ΜΙΓΕΛ ΚΑΛΟ: ΘΡΥΛΙΚΕΣ ΟΡΧΗΣΤΡΕΣ ΤΟΥ ΤΑΝΓΚΟ 6


ΠΑΙΖΕΙ Η ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΤΟΥ MIGUEL CALÓ
ΕΡΜΗΝΕΥΕΙ Ο RAUL BERÓN


AL COMPÁS DEL CORAZÓN


Late un corazón,
déjalo latir...
Miente mi soñar,
déjame mentir...
Late un corazón
porque he de verte
nuevamente,
miente mi soñar
porque regresas lentamente.

Late un corazón...
me parece verte regresar con el adiós.
Y al volver gritarás tu horror,
el ayer, el dolor, la nostalgia,
pero al fin bajarás la voz
y atarás tu ansiedad de distancias.
Y sabrás por qué late un corazón
al decir... ¡Qué feliz!...
Y un compás, y un compás de amor
unirá para siempre el adiós.

Ya verás, amor,
qué feliz serás...
¿Oyes el compás?
Es el corazón.
Ya verás qué dulces
son las horas del regreso,
ya verás qué dulces los reproches y los besos.
Ya verás, amor,
qué felices horas al compás del corazón.


Μουσική Domingo Federico.
Στίχοι: Homero Expósito.
Τραγούδι του 1942.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΦΑΝΕΝΤΕΣ


ΝΙΚΟΣ ΦΩΚΑΣ


SILVER STAR HOTEL


Από το Σίλβερ Σταρ κοιτάζω το τοπίο·
Μπροστά σ’ ένα παράθυρο του μπαρ
Αναπολώ κουδούνια και βελάσματα,
Σε μέση απόσταση ήχου τη φωνή
Μιας μανιακής που παραδέρνει, πιο κοντά
Καμπάνα από τους αγίους Φανέντες.

Έρχονται στο μυαλό μου και τα τρία ταυτόχρονα
Όχι σαν τρία διάφορα έργα αλλά σαν ένα,
Με την κρυφή τους συνοχή, η ζωή –
Όχι ακριβώς η ζωή μα η εγγραφή της:
Η ζωή χωρίς το Σίλβερ Σταρ,
Η ζωή παιγμένη σαν ανάμνηση.


           1990


Από το βιβλίο: Νίκος Φωκάς, «Ποιητικές συλλογές, 1954-2000», Ύψιλον / βιβλία, Αθήνα 2002, σελ. 300.

Ο ΚΑΚΟΜΟΙΡΟΣ Ο ΧΙΜΠΑΤΖΗΣ


BERTOLT BRECHT


ΓΙΑ ΤΗ ΜΙΜΗΣΗ


Όποιος μιμείται μόνο, χωρίς νά ’χει τίποτα να πει
δικό του πάνω σε κείνο που μιμείται, μοιάζει
με τον κακόμοιρο το χιμπατζή
που μαϊμουδίζει τον αφέντη του καθώς καπνίζει,
μα δεν καπνίζει ο ίδιος. Γιατί ποτέ
η μίμηση η αστόχαστη δεν μπορεί νά ’ναι
μίμηση αληθινή!


Από το βιβλίο, Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Ποιήματα», Μετάφραση Μάριου Πλωρίτη, Θεμέλιο, Αθήνα 2000 (ε΄ έκδοση), σελ. 117.

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2008

Η ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΤΟΥ ΧΟΥΛΙΟ ΔΕ ΚΑΡΟ: ΘΡΥΛΙΚΕΣ ΟΡΧΗΣΤΡΕΣ ΤΟΥ ΤΑΝΓΚΟ 5


ΠΑΙΖΕΙ Η ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΤΟΥ JULIO DE CARO


MI DOLOR


Vuelvo de tierras muy lejanas donde ayer
fuera a buscar olvido a mi dolor,
consuelo al alma que sufrió, al creer
en los engaños y promesas del amor.
Rumbo al olvido, que es un bálsamo al sufrir,
partí llevando en mi amargura
el cruel recuerdo de la ventura
que en otros tiempos junto a ti creí vivir.

Fui
esclavo de tu corazón
y a tus caprichos yo cedí
y me pagaste con traición.
Hoy, curada mi alma de su herida,
pienso que nunca he de volver
a mendigar tu querer.
Porque allá donde fui
mis pesares a olvidar
del amor conocí
las delicias hasta embriagar.
Mi dolor llegó a curar.
Mi pasión sólo dio
los sentidos para amar,
pero mi alma dejó
su pureza conservar
y así pronto llegó
sus tristezas a olvidar.

Pero hoy te he visto junto a mi lado pasar.
Mi corazón tan rápido latió
que aquella herida que creí curar
ante tu vista de improviso se entreabrió,
pues no bastaron para calmar mi dolor
ni las caricias ni el olvido.
De nuevo sufro por ser querido
y hoy, como entonces, soy esclavo de tu amor.


Μουσική: Carlos Marcucci.
Στίχοι: Manuel Meaños.
Τραγούδι του 1930.


ΕΡΗΜΙΑ


ΚΩΣΤΑΣ ΡΙΤΣΩΝΗΣ


Ο ΑΡΧΑΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ


Όταν αναδύεται
μέσα από σχολικά βιβλία
φορώντας λευκές χλαμύδες
μοιάζει ηθικός

Όταν προβάλλεται
σε κινηματογραφικές ταινίες
του Φελλίνι ή Παζολίνι
φαίνεται κολασμένος

Όμως όταν βλέπεις τα ερείπιά του
νιώθεις μια απέραντη ερημιά
μπρος στα τοπία
που έχουν για πάντα πεθάνει



Από το βιβλίο: Κώστας Ριτσώνης, «Ο ανάπηρος λαχειοπώλης και άλλα ποιήματα», Εκδόσεις Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη 1982, σελ. 74.

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2008

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Η ΜΙΝΑ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Η MINA

UGO CALISE

'NA VOCE, "NA CHITARRA E 'O 'E LUNA



'Na voce, 'na chitarra e 'o poco 'e luna
e che vvo cchiu pe fà 'na serenata
pe suspirà d'ammore chiano chiano
parole doce e 'nnamurate
te voglio bene, tanto tanto bene
luntana 'e te nun pozzu cchiu campà.
'Na voce, 'na chitarra e 'o poco 'e luna
e comm'è doce chesta serenata
a vocca toia s'accosta cchiu vicina
e tu te strigne a mme cchiu appassionato
cu 'na chitarra e nu filille 'e voce
cu te vicine canto e so felice
ammore nun pozzu cchiu scurdarme 'e te.

Te voglio bene, tanto tanto bene
luntana 'e te nun pozzu cchiu campà.
'Na voce, 'na chitarra e 'o poco 'e luna
e comm'è doce chesta serenata
a vocca toia s'accosta cchiu vicina
e tu te strigne a mme cchiu appassionato
cu 'na chitarra e nu filille 'e voce
cu te vicine canto e so felice
ammore nun pozzu cchiu scurdarme 'e te.

Η ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΤΟΥ ΑΝΙΒΑΛ ΤΡΟΪΛΟ: ΘΡΥΛΙΚΕΣ ΟΡΧΗΣΤΡΕΣ ΤΟΥ ΤΑΝΓΚΟ 4


ΠΑΙΖΕΙ Η ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΤΟΥ ANIBAL TROILO
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο FLOREAL RUIZ


ROMANCE DE BARRIO


Primero la cita lejana de abril,
tu oscuro balcón, tu antiguo jardín.
Más tarde las cartas de pulso febril
mintiendo que no, jurando que sí.

Romance de barrio tu amor y mi amor.
Primero un querer, después un dolor,
por culpas que nunca tuvimos,
por culpas que debimos sufrir los dos.

Hoy vivirás
despreciándome, tal vez sin soñar
que lamento al no poderte tener
el dolor de no saber olvidar.
Hoy estarás
como nunca lejos mío,
lejos de tanto llorar.
Fue porque sí,
que el despecho te cegó como a mí,
sin mirar que en el rencor del adiós
castigabas con crueldad tu corazón.
Fue porque sí
que de pronto no supimos pensar,
que es más fácil renegar y partir
que vivir sin olvidar.

Ceniza del tiempo la cita de abril,
tu oscuro balcón, tu antiguo jardín
las cartas trazadas con mano febril
mintiendo que no, jurando que sí.
Retornan vencidas tu voz y mi voz
trayendo al volver con tonos de horror,
las culpas que nunca tuvimos
las culpas que debimos pagar los dos.


Μουσική: Aníbal Troilo.
Στίχοι: Homero Manzi.
Τραγούδι του 1947.


ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ


ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ


ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΑΙΜΙΛΙΑΣ ΡΟΔΟΣΤΑΜΟ


1.
Και είδανε το ξόδι σου με την κεροδοσιά σου.

2.
Στη θύρα την ολόχρυση της Παντοδυναμίας,
Πνεύματα μύρια παλαιά, πνεύματα μύρια νέα
Σ’ ακαρτερούν για να σου πουν πως άργησες να φθάσης.

.......... ....... της ημέρας
Π’ ο τρίτος άνθιζε σ’ εσέ θεοτικός Aπρίλης,-
Με την ψυχή τρεμάμενη μες στη χαρά του πόθου,
Αχ! σ’ έσταινα βασίλισσα στης γης τες ευτυχίες,
Ενώ 'λαις τες δοκίμαζα κοιτώντας τη θωριά σου,-
Στην πλάκα πέφτω, και θαρρώ πως δε θα σου βαρύνη,
Παρθέν’, από τα χείλη μου κι' από τα γόνατά μου.

(1848)


Από το βιβλίο: Διονυσίου Σολωμού Άπαντα, τόμος πρώτος: Ποιήματα, Επιμέλεια - σημειώσεις Λίνου Πολίτη, Γ΄ έκδοση, Ίκαρος, Αθήνα 1971, σελ. 159.

ΣΤΩΝ ΟΡΓΩΜΑΤΩΝ ΤΟ ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ


MIGUEL HERNÁNDEZ


ΕΛΕΓΕΙΑ


ΘΕΛΩ κλαίγοντας νά ‘μαι ο περβολάρης
της γης που τόπο πιάνεις και λιπαίνεις,
σύντροφε της ψυχής μου νωρίς τόσο.

Τρέφοντας με βροχές, με σαλιγκάρια
κι αρμόνια έναν χωρίς όργανο πόνο,
στις αποκαρδιωμένες παπαρούνες

μόν’ την καρδιά σου για τροφή θα δώσω.
Τόσος ο πόνος που σωρεύει το πλευρό μου,
που απ’ τον πόνο μου πονάει ως κι η ανάσα.

Σκληρό ένα ράπισμα, χτύπημα πάγος,
μια τσεκουριά αθέατη και του φόνου,
μια άγρια σπρωξιά σ’ έχει τσακίσει.

Έκταση δεν υπάρχει πιο μεγάλη απ’ την πληγή μου,
κλαίω την τύχη την κακή μου κι όσα φέρνει
και νιώθω πιο πολύ το θάνατό σου απ’ τη ζωή μου.

Βαδίζω πάνω σε χωράφια πεθαμένων,
με κανενός τη ζέστα και την παρηγόρια
πάω από την καρδιά στα βάσανά μου.

Νωρίς σήκωσε ο θάνατος φτερούγες,
νωρίς ξημέρωσε και το ξημέρωμα,
νωρίς είσαι απ’ το χώμα κυλισμένος.

Δεν συγχωρώ τον έρωτα στο θάνατο,
δεν συγχωρώ και τη ζωή απρόσεχτη,
δεν συγχωρώ τη γη ούτε το τίποτα.

Μια θύελλα σηκώνω μες στα χέρια μου
αστραπές, πέτρες, κοφτερά τσεκούρια
με δίψα από καταστροφές και πεινασμένη.

Θέλω τη γη ν’ ανασκαλέψω με τα δόντια,
θέλω τη γη να τη χωρίσω μέρη μέρη
με δαγκωνιές ξερές και φλογισμένες.

Θέλω τη γη να ορυχέψω ώσπου να σ’ έβρω
και το ευγενές κρανίο σου να φιλήσω
και να σε ξεφιμώσω να σε φέρω πίσω.

Θα ξαναρθείς στο περιβόλι στη συκιά μου:
απ’ τα ψηλά των λουλουδιών τα ικριώματα
θα κυνηγήσει πάλι η μελισσουργός ψυχή σου

αγγελικά κεριά κι ωραίους κόπους.
Θα ξαναρθείς στων οργωμάτων το νανούρισμα
απ’ τους αγρότες τους ερωτευμένους.

Χαρά θα δώσεις στο σκοτάδι των φρυδιών μου,
και το αίμα σου θα παν σε κάθε μέρος
με τη μνηστή σου οι μέλισσες φιλονικώντας.

Και η καρδιά σου, πια βελούδο ζαρωμένο,
καλεί από κάμπο μυγδαλιές αφρό γεμάτο
αυτή μου τη φωνή του ερωτευμένου.

Στις φτερωτές ψυχές των ρόδων
της πιο όμορφης αμυγδαλιάς σε περιμένω,
κι έχουμε για πολλά να κάνουμε κουβέντα
σύντροφε της ψυχής μου, σύντροφε.

(10 Ιανουαρίου 1936)


Μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης.

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2008

Η ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΤΟΥ ΠΕΔΡΟ ΛΑΟΥΡΕΝΘ: ΘΡΥΛΙΚΕΣ ΟΡΧΗΣΤΡΕΣ ΤΟΥ ΤΑΝΓΚΟ 3


ΠΑΙΖΕΙ Η ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΤΟΥ PEDRO LAURENZ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο CARLOS BERMUDEZ


MÁS SOLO QUE NUNCA


Nos separamos un día
por un enojo cualquiera,
y hoy se muere el alma mía
porque en vez de la alegría
el dolor me desespera.
Es necesario que vuelvas,
que vuelvas con tu querer,
si de pensar lo que hiciste
mi amor está muy triste,
no sabe lo que hacer.

¡Tesoro mío...!
¡Cuánto sufro por tu ausencia!
¡Te extraño mucho!
¿Para qué voy a mentirte?
¡Tesoro mío...!
Comprendé un poquito:
Le hace falta a mis oídos
tu dulce voz.
Volvé a mi lado
que necesito mirarme
en esos ojos
que te ha regalado Dios.

Ya no sé ni lo que digo.
Mi voluntad se ha deshecho,
me alejé del buen amigo,
ando solo, sin abrigo
y no se que hay en mi pecho.
¿Para qué te di mi nombre
y fui detrás de tu amor?
Para que nadie se asombre
de ver penando un hombre
que al cielo te llevó.


Μουσική: Federico Leone.
Στίχοι: Enrique Dizeo.
Τραγουδάει ο Carlos Bermúdez.


ΤΟ ΣΚΥΛΙ


ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ


ΤΥΠΩΘΗΤΩ


Όταν έγραψε το ποίημα στάθηκε να το κοιτάζει.

Το χαρτί ακόμη χλωρό και τα ψηφία πονούσαν.
Το δίπλωσε και τό ’βαλε σε φάκελο.
Πουθενά δεν είχε να το στείλει.

Ώς το άλλο βράδυ γάβγιζε το ποίημα φυλακισμένο.
Γάβγιζε απ’ τις πολλές πληγές και τον αιθέρα.


Ώσπου δεν άντεξε    και του άνοιξε την πόρτα.



Μεσάνυχτα το πέταξε στο δρόμο σα σκυλί.




Από το βιβλίο: Μάνος Ελευθερίου, «Τα όρια του μύθου», Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1980, σελ. 27.

ΜΑΚΑΡΙ


ΚΩΣΤΑΣ ΡΙΤΣΩΝΗΣ


ΤΑ ΜΟΥΓΓΑ ΠΟΥΛΙΑ


Μακριά απ’ τις πόλεις
μακριά κι απ’ τα χωριά
–μες στα βουνά–
μακριά απ’ τους δίσκους
κι απ’ τα τραγούδια

μόνοι μες στα δάση
ζούμε σαν τα μουγγά πουλιά
κι ακούμε κάτω από τα δέντρα
τη βροχή που στάζει

Μακάρι να βρέξει τις φωλιές
να ξυπνήσουν τα όρνια των δέντρων
Μακάρι ν’ αρχίσουν να λαλούν βρεγμένα
έστω και με παράπονο
ξανά να τραγουδούν



Από το βιβλίο: Κώστας Ριτσώνης, «Ο ανάπηρος λαχειοπώλης και άλλα ποιήματα», Εκδόσεις Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη 1982, σελ. 9.

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2008

Ο ΦΡΑΝΤΣΕΣΚΟ ΓΚΟΥΤΣΙΝΙ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΤΙΣ "ΡΙΖΕΣ"


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο FRANCESCO GUCCINI


RADICI


La casa sul confine della sera
oscura e silenziosa se ne sta,
respiri un' aria limpida e leggera
e senti voci forse di altra età,
e senti voci forse di altra età...

La casa sul confine dei ricordi,
la stessa sempre, come tu la sai
e tu ricerchi là le tue radici
se vuoi capire l'anima che hai,
se vuoi capire l'anima che hai...

Quanti tempi e quante vite sono scivolate via da te,
come il fiume che ti passa attorno,
tu che hai visto nascere e morire gli antenati miei,
lentamente, giorno dopo giorno
ed io, l'ultimo, ti chiedo se conosci in me
qualche segno, qualche traccia di ogni vita
o se solamente io ricerco in te
risposta ad ogni cosa non capita,
risposta ad ogni cosa non capita...

Ma è inutile cercare le parole,
la pietra antica non emette suono
o parla come il mondo e come il sole,
parole troppo grandi per un uomo,
parole troppo grandi per un uomo...

E te li senti dentro quei legami,
i riti antichi e i miti del passato
e te li senti dentro come mani,
ma non comprendi più il significato,
ma non comprendi più il significato...

Ma che senso esiste in ciò che è nato dentro ai muri tuoi,
tutto è morto e nessuno ha mai saputo
o solamente non ha senso chiedersi,
io più mi chiedo e meno ho conosciuto.
Ed io, l'ultimo, ti chiedo se così sarà
per un altro dopo che vorrà capire
e se l'altro dopo qui troverà
il solito silenzio senza fine,
il solito silenzio senza fine...

La casa è come un punto di memoria,
le tue radici danno la saggezza
e proprio questa è forse la risposta
e provi un grande senso di dolcezza,
e provi un grande senso di dolcezza...

ΧΑΜΕΝΑ


ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ


ΙΝΚΑΣ


Στάχτη στο δέρμα.
Κι ένα κερί στην τσέπη
για το σκοτάδι της φωνής σου.
Υπήρχε μια εποχή που δεν υπήρχε η Αμερική.
Αυτή η εποχή είναι χαμένη πιά.

Όπως είναι χαμένη
και η εποχή των ερώτων μας.
Από τότε που έφτασαν εδώ
τα πρώτα πλοία.



Από το βιβλίο: Νάσος Βαγενάς, «Τα γόνατα της Ρωξάνης», Κέδρος, Αθήνα 1981, σελ. 20.

ΔΥΑΔΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ


MIROSLAV HOLUB (1923-1998)


Ο ΔΕΚΑΝΕΑΣ ΠΟΥ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΝ ΑΡΧΙΜΗΔΗ


Μ’ ένα κτύπημα κεραυνοβόλο
σκότωσε τον κύκλο, την εφαπτομένη
και το σημείο διασταύρωσης των παραλλήλων
μέσα στο άπειρο.

Σαν τιμωρία
για τον τετραγωνισμό
κατάργησε τους αριθμούς
από το τρία και πάνω.

Τώρα στις Συρακούσες
διευθύνει μια σχολή με φιλοσόφους,
κοντοκάθεται πάνω στο δόρυ του
γι’ άλλα χίλια χρόνια
και γράφει:

ένα δύο
ένα δύο
ένα δύο
ένα δύο.


Από το βιβλίο: «Δύο ευρωπαίοι ποιητές: Ζμπίγκνιεβ Χέρμπερτ & Μίροσλαβ Χόλουπ», εισαγωγή - μετάφραση Γιώργος Ζ. Χριστοδουλίδης, Παρασκήνιο, Αθήνα 2001, σελ. 114.

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2008

Η ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΤΟΥ ΑΛΦΡΕΔΟ ΔΕ ΑΝΧΕΛΙΣ: ΘΡΥΛΙΚΕΣ ΟΡΧΗΣΤΡΕΣ ΤΟΥ ΤΑΝΓΚΟ 1


ΠΑΙΖΕΙ Η ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΤΟΥ ALFREDO DE ANGELIS
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο JUAN CARLOS GODOY


LA ÚLTIMA COPA


Eche amigo, nomás, écheme y llene
hasta el borde la copa de champán,
que esta noche de farra y de alegría
el dolor que hay en mi alma quiero ahogar.
Es la última farra de mi vida,
de mi vida, muchachos, que se va...
mejor dicho, se ha ido tras de aquella
que no supo mi amor nunca apreciar.

Yo la quise, muchachos, y la quiero
y jamás yo la podré olvidar;
yo me emborracho por ella
y ella quién sabe qué hará.
Eche, mozo, más champán,
que todo mi dolor,
bebiendo lo he de ahogar;
y si la ven,
muchachos, díganle
que ha sido por su amor
que mi vida ya se fue.

Y brindemos, nomás, la última copa,
que tal vez también ella ahora estará
ofreciendo en algún brindis su boca
y otra boca feliz la besará.
Eche, amigo, nomás, écheme y llene
hasta el borde la copa de champán,
que mi vida se ha ido tras de aquella
que no supo mi amor nunca apreciar.


Μουσική: Francisco Canaro.
Στίχοι: Juan Andrés Caruso.
Tραγούδι του 1926.


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΜΑΡΚΟΣ



ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ


Η ΑΤΑΚΤΗ


Ήθελα να σ’ αντάμωνα
να σού ’λεγα καμπόσα,
κι αν δε σου γύριζα το νου
αχ... να μού ’κοβαν τη γλώσσα.

Δε σε θέλω, δε σε θέλω,
πια δε σ’ αγαπώ.
Δε σε θέλω και πάρε και δρόμο
και τράβα στο καλό.

Μου τό ’πανε οι μάγισσες
κι όλες οι καφετζούδες,
μου τό ’πε μια απ’ την Αίγυπτο
αχ... με τις φαρδιές πλεξούδες.

Δε σε θέλω, δε σε θέλω,
πια δε σ’ αγαπώ.
Δε σε θέλω και πάρε και δρόμο
και τράβα στο καλό.

Και τι δεν έκανα για σε
για να σε διορθώσω,
μα εσύ ’σαι τόσο άτακτη
αχ... φύγε για να γλιτώσω.

Δε σε θέλω, δε σε θέλω,
πια δε σ’ αγαπώ.
Δε σε θέλω και πάρε και δρόμο
και τράβα στο καλό.

Η ΣΙΩΠΗ ΜΕΣΑ


ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ


ΠΡΟΑΙΣΘΗΜΑ


Από τη στέγη περνούσαν πράγματα πολλά
καπνός πνοές ανέμου φύλλα φθινοπωρινά
ο ίσκιος του ήλιου στο γύρισμα
του χελιδονιού η γλώσσα στο ζενίθ
τα ξιπόλητα πόδια των πουλιών δειλινές ώρες
κόκκινη κλώσα ή στέγη

μα εκείνο απομένει: η μαύρη κάργα στην καταχνιά
με το φοβερό ράμφος τοκ τοκ, τοκ τοκ
έμβολο θανάτου στο κρανίο.

Και η σιωπή του κρεμασμένου μέσα.

ΕΝΑ


DYLAN THOMAS


ΚΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΕ ΘΑ ’ΧΕΙ ΠΙΑ ΕΞΟΥΣΙΑ


Κι ο θάνατος δεν θά ’χει πια εξουσία.
Γυμνοί οι νεκροί θα γίνουν ένα
Με τον άνθρωπο του ανέμου και του δυτικού φεγγαριού
Όταν ασπρίσουν τα κόκκαλά τους και τριφτούν τ’ άσπρα κόκκαλα
Θά ’χουν αστέρια στον αγκώνα και στο πόδι
Αν τρελλάθηκαν η γνώση τους θα ξαναρθεί,
Αν βούλιαξαν στο πέλαγος θ’ αναδυθούν
Αν χάθηκαν οι εραστές δεν θα χαθεί η αγάπη
Κι ο θάνατος δεν θά ’χει πια εξουσία.

Κι ο θάνατος δεν θά ’χει πια εξουσία
Όσους βαθειά σκεπάζουν οι στροφάδες των νερών
Δεν θ’ αφανίσει ανεμοστρόβιλος
Κι αν στρίβει ο τροχαλίας κι οι κλειδώσεις ξεφτίζουν
Στον τροχό αν τους παιδεύουν δεν θα τους συντρίψουν
Στα σπασμένα τα χέρια τους θά ’ναι η πίστη διπλή
Κι οι μονόκεροι δαίμονες ας τρυπούν το κορμί
Χίλια κομμάτια θρύψαλα κι αράγιστοι θα μείνουν
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία.

Κι ο θάνατος δεν θά ’χει πια εξουσία
Ας μη φωνάζουν πια στο αυτί τους γλάροι
Ας μην σπάζει μ’ ορμή στο γιαλό τους το κύμα
Εκεί που έν’ άνθι φούντωνε δεν έχει τώρα ανθό
Να υψώσει την κορφή του στης βροχής το φούντωμα
Τρελλοί, μπορεί, και ξόδια, ψόφια καρφιά, μα ιδές
Φύτρα των σημαδιών τους, να, σφυριές οι μαργαρίτες
Ορμούν στον ήλιο ωσότου ο ήλιος να καταλυθεί,
Κι ο θάνατος δεν θά ’χει πια εξουσία.


Μετάφραση: Λύντια Στεφάνου.

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2008

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΝΟΡΑ ΜΠΙΛΟΥΣ


ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η NORA BILOUS


BALDOSA FLOJA


Yo llevo el baile en la sangre
y cumplo con mi destino,
mi vida está en la milonga
y he de seguir por ese camino.
No soy constante en amores
por eso tan solo estoy,
mi carta me la he jugado
y si he perdido, pago y me voy.

Rebelde soy para el lazo
ni sus cadenas me echó el amor,
yo soy gorrión viajero
y el mundo entero fue mi ambición.
Igual que baldosa floja
salpico si alguien me pone el pie,
no sé... querer,
mi amor... se fue,
yo iré... bailando
mientras las tabas
me den con que...

Si a veces alguna pena
me llega a mojar los ojos
y surgen desde el olvido
aquellos labios siempre tan rojos,
me afirmo el chambergo claro
y agarro p'al cabaré,
mi vida es una milonga
y sé que bailando yo moriré.

Igual que baldosa floja
salpico si alguien me pone el pie.



Μουσική: Florindo Sassone & Julio Bocazzi
Στίχοι: Dante Gilardoni.
Τραγούδι του 1957.


ΝΑ ΧΩΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΙΣΚΙΟΙ ΣΤΟ ΧΙΟΝΙ



ANTONIO GAMONEDA


EL VIGILANTE DE LA NIEVE


Vigilaba la serenidad adherida a las sombras, los círculos donde se
depositan flores abrasadas, la inclinación de los sarmientos.
Algunas tardes, su mano incomprensible nos conducía al lugar sin
nombre, a la melancolía de las herramientas abandonadas.
Cada mañana ponía en los arroyos acero y lágrimas y adiestraba a los
pájaros en la canción de la ira: el arroyo claro para la hija
dulcemente imbécil; el agua azul para la mujer sin esperanza, la que
olía a vértigo y a luz, sola en el albañal entre banderas blancas,
fría bajo la sarga y los párpados ya amarillos de amor.
Era incesante en la pasión vacía. Los perros olfateaban su pureza y
sus manos heridas por los ácidos. En el amanecer, oculto entre las
sebes blancas, agonizaba ante las carreteras, veía entrar las sombras
en la nieve, hervir la niebla en la ciudad profunda.


**********


Ο ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ ΤΟΥ ΧΙΟΝΙΟΥ


Παρατηρούσε τη γαλήνη, την κολλημένη στους ίσκιους, τους κύκλους
όπου σωρεύονται ανθρακωμένα άνθη, τα γερμένα κοτσάνια.
Κάποια απογεύματα το ακατανόητο χέρι του μας οδηγούσε στο μέρος
δίχως όνομα, στη μελαγχολία των παρατημένων εργαλείων.
Κάθε πρωί έβαζε στα κανάλια χάλυβα και δάκρυα και δασκάλευε
τα πουλιά στο τραγούδι της οργής: το διάφανο κανάλι για την κόρη,
την γλυκιά και ανόητη, το μπλε νερό για τη γυναίκα δίχως ελπίδα
που μύριζε ίλιγγο και φως, μόνη μέσα στο λούκι ανάμεσα σε λευκές σημαίες,
κρύα κάτω απ’ την κάπα και τα βλέφαρά της ήδη κίτρινα από έρωτα.
Ήταν ακατάπαυστος μέσα στον άδειο πόθο. Οι σκύλοι οσφραίνονταν
την αγνότητά του και τα χέρια του
τα πληγωμένα από τα οξέα. Το ξημέρωμα, κρυμμένος ανάμεσα
σε στρώματα λευκά, αγωνιούσε στην όψη λεωφόρων,
έβλεπε να χώνονται οι ίσκιοι
στο χιόνι, να κοχλάζει η ομίχλη στη βαθιά πόλη.


Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη.

ΑΧΤΙΔΕΣ


ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΡΤΖΩΚΗΣ (1855-1913)


ΟΙ ΠΟΙΗΤΑΙ


Τον έπαινο του κόσμου δε ζητούμε,
δε γράφουμε για δόξα περιττή,
μέσα στα στήθη μαύρα ηφαίστεια κλειούμε
και στη φωνή μας σειέται, ανάφτει η γη.

Στ’ αγκάθια ματωμένοι περπατούμε·
δάση, βουνά περνούμε στη στιγμή·
να πλάσουμε νέον κόσμο επιθυμούμε
γιατί εδώ ζούνε αχάριστοι, δειλοί.

Στη λύπη μας κανένας δε δακρύζει
και δεν ξέρουν τί κλειούμε στην καρδιά·
τες πληγές μας μονάχα η γη γνωρίζει.

Μεγάλοι βασιλείς στη δυστυχιά,
τη λύπη που σκληρά μάς βασανίζει
κάνουμε ευθύς αχτίδες να σκορπά.



Από το βιβλίο: Στέφανος Μαρτζώκης, «Στίχοι βάρβαροι και άλλα ποιήματα», εισαγωγή – επιμέλεια Ευριπίδης Γαραντούδης, Ωκεανίδα, Αθήνα 2000, σελ. 136.

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2008

ΓΙΑ ΤΗ ΓΥΡΗ


ZBIGNIEW HERBERT


ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗΣ ΠΟΙΗΣΕΩΣ


Ωσάν αδέξια μέλισσα εφορμά
επάνω στο λουλούδι
λυγίζει τον ντελικάτο στήμονα
ανοίγει δρόμο μέσ’ από τα πέταλα καθώς
μέσα από σελίδες λεξικού
πασκίζει να χωθεί
εκεί που βρίσκονται το άρωμα κι η γλύκα
και μολονότι συναχωμένος
δίχως γεύση
επιμένει
ωσότου κουτουλήσει
σε κάποιο κίτρινο ύπερο

εδώ τελειώνουν όλα
είναι απλώς αδύνατο
να φθάσει κανείς τη ρίζα του λουλουδιού
απ' το κεφάλι

περήφανη πολύ
η μέλισσά μας η καλή
ξαναβγαίνει
βουίζοντας θορυβωδώς:
χώθηκα μέσα!

σ’ αυτούς
που δεν πολυπιστεύουν
δείχνει μια μύτη κίτρινη
απ’ τη γύρη.


Μετάφραση: Σπύρος Τσακνιάς.

Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2008

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΕΤΣΙΟ ΠΙΝΤΣΑ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο EZIO PINZA
WOLFGANG AMADEUS MOZART / LORENZO DA PONTE


NON PIÙ ANDRAI

FIGARO:

Non più andrai, farfallone amoroso,
notte e giorno d'intorno girando;
delle belle turbando il riposo
Narcisetto, Adoncino d'amor.
Non più avrai questi bei pennacchini,
quel cappello leggero e galante,
quella chioma, quell'aria brillante,
quel vermiglio donnesco color.
Tra guerrieri, poffar Bacco!
Gran mustacchi, stretto sacco.
Schioppo in spalla, sciabla al fianco,
collo dritto, muso franco,
un gran casco, o un gran turbante,
molto onor, poco contante!
Ed invece del fandango,
una marcia per il fango.
Per montagne, per valloni,
con le nevi e i sollioni.
Al concerto di tromboni,
di bombarde, di cannoni,
che le palle in tutti i tuoni
all'orecchio fan fischiar.
Cherubino alla vittoria:
alla gloria militar.


LE NOZZE DI FIGARO: Πράξη I, Σκηνή VIII.

ΔΕΝ ΣΗΚΩΝΕΙ ΓΙΑΤΡΕΙΑ


GÜNTER EICH (1907-1972)


NICHT GEFÜHRTE GESPRÄCHE


Wir bescheidenen Übersetzer,
etwa von Fahrplänen,
Haarfarbe, Wolkenbildung,
was sollen wir denen sagen,
die einverstanden sind
und die Urtexte lessen?
(So las einer
Aus Eulenspiegels Büchern
Die Haferkörner)

Vor soviel Zuversicht
bleibt unsere Trauer windig,
mit Regen vermischt,
deckt die Dächer ab,
fällt über jedes Lächeln,
nicht heilbar.


     für Peter Huchel


**********************


ΜΑΤΑΙΩΜΕΝΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ


Μεταφραστές εμείς ταπεινοί,
των δρομολογίων της γραμμής λ.χ.,
του χρώματος της κόμης,
του σχηματισμού των νεφώσεων,
τι έχουμε τάχα να πούμε
σε όσους καταφέρνουν
και διαβάζουν τα πρωτότυπα κείμενα;
(Έτσι ένας τους διάβαζε
στις φυλλάδες του Καραγκιόζη
τους σπόρους της βρώμης.)

Εμπρός σε τόση αισιοδοξία
η δική μας η θλίψη φαντάζει ετοιμόρροπη,
πέφτοντας μαζί με τη βροχή
παρασύρει τις στέγες,
πνίγει κάθε χαμόγελο,
δεν σηκώνει γιατρειά.


Μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης.

ΑΧΙΝΟΣ


ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ


ΠΝΙΓΜΕΝΟΣ ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ


      Στον Θεόφιλο Σωτηρίου

Πνιγμένος τόσα χρόνια κ’ είσαι πάντα
μπηγμένος αχινός στον ουρανό σου.
Περνούσε χθες επάνω στο κανό σου
άηχη των Φιλιατών η μπάντα.

Στη θάλασσα, στο χώμα θά ’ταν ίδια
άσπρα τα κόκκαλά σου και γλειμμένα.
Όλα βουβά και όλα μιλημένα,
λόγια μου λυπημένα κατοικίδια.

Το χέρι που στα φύκια σ’ έχει ρίξει,
να τό ’κοβα ψηλά μ’ ένα δρεπάνι,
ο κόσμος σα μυλόπετρα να τρίξει,

να βγουν απ’ το θεόρατο τηγάνι,
τα ψάρια του καλόγερου και πόσω
την πόρτα ανάμεσά μας να μην κλείσω.


Από το βιβλίο, Μιχάλης Γκανάς, «Μαύρα λιθάρια», Κείμενα, Αθήνα 1981, σελ. 39.

ΥΠΗΡΧΕ ΖΩΗ


ΑΝΤΩΝΗΣ ΤΡΙΦΥΛΛΗΣ


ΑΥΛΕΜΟΝΑΣ


Εδώ υπήρχε ζωή
Είναι σίγουρο πως υπήρχε ζωή
Να τα ψίχουλα
Μια σειρά ακανόνιστα ψίχουλα
Να τα ίχνη
Ανεπαίσθητα ίχνη κορμιών που τα σύραν στην άμμο
Δυο πόντους πιο έξω η άμμος
Κι ένα κοίλο βουνό που εξαπλούται κι ενώνεται
Μ’ έναν μπλε ουρανό

Ένα κρύο τοπίο σκληρό
Σαν τη σχέση μας κι όμως
Υπήρχε ζωή να τα ίχνη



Από το βιβλίο: Αντώνης Τριφύλλης, «Πορεία», Εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 1987, σελ. 20.

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2008

GUILLERMINA WILSON & JUAN RUGGIERI: ΔΙΑΣΗΜΑ ΖΕΥΓΑΡΙΑ ΤΟΥ ΤΑΝΓΚΟ 13


Ο JUAN RUGGIERI και η GUILLERMINA WILSON χορεύουν το τάνγκο "LA YUMBA" του Osvaldo Pugliese.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΜΑΡΙΟ ΜΑΛΙΟΝΕ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο MARIO MAGLIONE


GUAGLIONE


Staje sempe ccá, 'mpuntato ccá,
'mmiez'a 'sta via,
nun mange cchiù nun duorme cchiù
che pecundría!
Gué piccerí' che vène a dí
'sta gelusia?
Tu vuó' suffrí,
tu vuó' murí,
chi t''o ffá fá...

Curre 'mbraccio addu mammá,
nun fá 'o scemo piccerí'...
dille tutt''a veritá
ca mammá te pò capí...

E passe e spasse sott'a stu barcone,
ma tu si' guaglione...
Tu nun canusce 'e ffemmene,
si' ancora accussí giovane!
Tu si' guaglione!...
Che t'hê miso 'ncapa?
va' a ghiucá 'o pallone...
Che vònno dí sti llacreme?...
Vatté', nun mme fá ridere!

Curre 'mbraccio addu mammá,
nun fá 'o scemo piccerí'...
Dille tutta 'a veritá
ca mammá te pò capí...!

E passe e spasse sott'a stu barcone,
ma tu si' guaglione...
Tu nun canusce 'e ffemmene,
si' ancora accussí giovane!
Tu si' guaglione!...
Che t'hê miso 'ncapa?
va' a ghiucá 'o pallone...
Che vònno dí sti llacreme?...
Vatté', nun mme fá ridere!

Curre 'mbraccio addu mammá,
nun fá 'o scemo piccerí'...
Dille tutta 'a veritá
ca mammá te pò capí...!


Στίχοι Nisa (Nicola Salerno).
Μουσική: Giuseppe Fanciulli.


ΤΟ ΩΡΑΙΟΤΕΡΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΦΙΛΥΡΑ



ΡΩΜΟΣ ΦΙΛΥΡΑΣ


Η ΣΕΛΗΝΗ


Ώς πότε θα γυρνάς στ’ ουρανού τα πλάτη αργυρή,
πασίφαη, πλησίφαη, γεμάτη, μισή σα δρεπάνι,
σα μαγεία φωτεινή, δέσμη φώτων, σφυρί
που αργάζει, χρυσή, μια φεγγόρροη στεφάνη;

Προαιώνια, πρόκοσμη, προκατακλυσμιαία,
νύμφη ωραία, τροπικών μαγεμένη φροντίδα,
κεκαυμένων ζωνών αφοσίωση ακμαία,
φλογερών, μαύρων πλασμάτων αχτίδα.

Βεδουίνων, Αφρικάνων θρησκεία
και λατρεία υψωμένων καρδιών και τραχήλων
στο ανέσπερο φέγγος που πλέει σα σχεδία
στα ωκεάνεια πλάτη και στα μήκη των θρύλων.

Έκπαγλη, θεία, γλυκιά και καλή, φωτισμένη
σα μετέωρο θέλγητρο, σα μέγα μπαλόνι,
φάρε, κόσμημα και τιάρα γλυμμένη
σ’ ένα πρότυπο λίθων, ερώτων ακόνι.

Οπτασία, φευγαλέα ομορφιά, Οφηλία,
γοητεία των άστρων, Σαλώμη, κραιπάλη,
των ηρώων μυθική ερωμένη, ομιλία,
Ήρα, Λήδα, Σεμέλη, Κλεοπάτρα, Ομφάλη.


Από το βιβλίο: Γιάννης Δάλλας (επιμ.), «Ρώμος Φιλύρας», Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 1999, σελ. 51.

ΜΕ ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ...


Γ.Ξ. ΣΤΟΓΙΑΝΝΙΔΗΣ


(ΤΑ ΠΑΓΚΑΚΙΑ)


Πρώτα τα βάψαν κόκκινα
ύστερα προτίμησαν το πράσινο.
Το πράσινο, είπαν, ομοιοκαταληκτεί με τα δέντρα
με τα γύρω κηπάρια
συγγενεύει με τα πουλιά
(συχνά κατεβαίνουν τσιμπολογούν έναν κόκκο ελπίδας
και χορτασμένα χάνονται στον ουρανό).
Απ’ το αντικρυνό διαμέρισμα βγαίνει ένα κορίτσι
ρίχνει μια γρήγορη ματιά, χαμογελά
και τα παγκάκια φωτίζονται, αλλάζουν χρώμα
(κάτι προς το χρυσό προς το γαλάζιο)
Αδιαφορούν για την ταυτότητά τους
Κάνουν φτερά κι αναλήπτονται μες σ’ ένα παράξενο φως.

Με το κόκκινο θα είχαμε μια εμπειρία διαφορετική βέβαια.



Από το βιβλίο: Γ.Ξ. Στογιαννίδης «Αφήγηση ξεναγού», Σκαπτή ύλη, Θεσσαλονίκη 1979, σελ. 30.

ΣΑΝ ΙΓΚΛΟ


ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΚΟΓΚΟΣ


[ΟΤΑΝ ΑΡΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΤΥΛΙΓΟΝΤΑΙ ΤΑ ΧΕΡΙΑ]


Όταν αρχίζουν να τυλίγονται τα χέρια
μ’ άλλα χέρια σα φίδια ερωτευμένα
η άνοιξη σκαρφαλώνει στα βλαστάρια.

Στο στήθος του γκρεμού μια παπαρούνα
ορειβάτης με κόκκινο κασκέτο· δεν ανεβαίνει
δεν κατεβαίνει· ανήκει στο αιώνιο.

Κλειστό τριαντάφυλλο σαν ίγκλο
είναι θεούλης μέσα σου
ο εσκιμώος που συδαυλίζει τη φωτιά.


Από το βιβλίο: Κωστής Παπακόγκος, «Γκρεμόχορτα», Εκδόσεις Μανδραγόρας, Αθήνα 2008, σελ. 71.

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2008

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ




ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Η ALICE


PIER PAOLO PASOLINI


FEBBRAIO


Trasparente come l'anima/
un giorno di febbraio allineava nell'azzurro i campi nudi
i monti, il mare
E' venuta l'estate, e piena come un corpo
ha ricoperto tutto
ogni angolo era una tana
Poi è tornato febbraio
Dunque era il tornare che faceva del tempo un nulla
un bene e un male
E dentro quel cerchio
l'amore per se stessi trovava che tutto gli assomigliava
Poi è tornato febbraio
Dunque era il tornare che faceva del tempo un nulla
un bene e un male
E dentro quel cerchio
l'amore per se stessi trovava che tutto gli assomigliava
Dentro quel cerchio
l'amore per se stessi trovava che tutto gli assomigliava.


Μουσική: Mino Di Martino.


ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΦΙΛΙ


UMBERTO SABA


ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ


Ένας χρόνος που αυτή την εποχή ήμουν στη Ρώμη.
Είχα τη Ρώμη και την ευτυχία.
Τη μια γευόμουνα ελεύθερα, την άλλη
στα κρυφά, το κακό μάτι να ξορκίσω
Μα όλα
με ήθελαν μακάριο όλες τις ώρες.
Kι ενός δημιουργού Θεού η σκέψη μου ήταν.

Tο Μιλάνο κάτω απ’ το χιόνι είναι πιο θλιβερό,
ίσως πιο όμορφο. Πολλά πέρασα,
που μέσα μου ακόμη ζουν,
σ’ αυτήν την ανθρώπινη κι οδυνηρή πολιτεία.
Καταφεύγω στη θαλπωρή της κουζίνα. Ένας συγγενής
που ξαναβρίσκω και χάνω, σηκώνει τα μάτια
και τη φωνή απ’ τα δύσκολα τετράδια
Βλέπει τα λευκά λουλούδια. Βλέπει τη μάνα του,
σκυμμένη με τις ασχολίες της. Και λέει
στρέφοντας το φαιδρό του πρόσωπο σε κείνη: «Μητερούλα,
σαν ξεμυτίσεις θα σε φιλήσει το χιόνι».

Κι η καρδιά δέχεται εκείνο το φιλί.


Μετάφραση: Σωτήρης Παστάκας.

ΣΤΟ ΠΙΟ ΨΗΛΟΤΕΡΟ ΒΟΥΝΟ


ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΠΡΕΚΑΣ


TO BOYNO


Θ’ ανέβω και θα τραγουδήσω
στο πιο ψηλότερο βουνό
ν’ ακούγεται στην ερημιά
ο πόνος μου με την πενιά

Με το βουνό θα γίνω φίλος
και με τα πεύκα συντροφιά
κι όταν θα κλαίω και πονώ
θ’ αναστενάζει το βουνό

Απάνω στο βουνό θα μείνω
κι από τον κόσμο μακριά
θα κλαίω μόνος θα πονώ
και θα μ' ακούει το βουνό


Στίχοι: Ευάγγελος Πρέκας.
Μουσική: Λουκάς Νταράλας.

ΤΗ ΝΥΧΤΑ


ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ


[ΑΛΛΑ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΔΥΣΚΟΛΟΣ Ο ΥΠΝΟΣ]


Αλλά τη νύχτα δύσκολος ο ύπνος.
Φεγγάριασμα βαρύ, πολλά νυχτόβια
Πονούν τα κόκαλά τους στα κοτρόνια
Μέσα στο ψύχος της κοιλάδας.

Τότε με το φανάρι εκείνη
Στην όχθη γυρίζει και φωτίζει,
Αλείφει λάδι, περίπαθα σκεπάζει
Τ’ άμοιρα μέλη τους, αρθρώνει
Τα κάποτε ωραία κορμιά.

Αυτή τα κράτησε στα σπλάχνα. Αυτή
Εργάστηκε στην ομορφιά τους
Που τήνε δώσανε στα όρνια
Πολέμαρχοι αλαζονικοί, πλην μισθοφόροι,
Άλλα θα σπείρουνε λεν, όμως γερνούν
Τήκονται με της μνήμης το σαράκι,
Με τα παράσημα στο στήθος.



Από το βιβλίο: Βικτωρία Θεοδώρου, «Χρονικό», Διάττων, Αθήνα 1994, σελ. 29.

Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2008

ΜΠΡΕΧΤ & ΑΪΣΛΕΡ & ΦΙΣΕΡ-ΝΤΙΣΚΑΟΥ



BERTOLT BRECHT


AN DIE NACHGEBORENEN


I

Wirklich, ich lebe in finsteren Zeiten!
Das arglose Wort ist töricht. Eine glatte Stirn
Deutet auf Unempfindlichkeit hin. Der Lachende
Hat die furchtbare Nachricht
Nur noch nicht empfangen.
Was sind das für Zeiten, wo
Ein Gespräch über Bäume fast ein Verbrechen ist
Weil es ein Schweigen über so viel Untaten einschließt!
Der dort ruhig über die Straße geht
Ist wohl nicht mehr erreichbar für seine Freunde
Die in Not sind?

Es ist wahr: ich verdiene noch meinen Unterhalt
aber glaubt mir: das ist nur ein Zufall. Nichts
Von dem, was ich tue, berechtigt mich dazu, mich sattzuessen.
Zufällig bin ich verschont. (Wenn mein Glück aussetzt, bin ich verloren.)

Man sagt mir: Iß und trink du! Sei froh, daß du hast!
Aber wie kann ich essen und trinken, wenn
Ich dem Hungernden entreiße, was ich esse, und
Mein Glas Wasser einem Verdurstenden fehlt?
Und doch esse und trinke ich.

Ich wäre gerne auch weise.
In den alten Büchern steht, was weise ist:
Sich aus dem Streit der Welt halten und die kurze Zeit
Ohne Furcht verbringen
Auch ohne Gewalt auskommen
Böses mit Gutem vergelten
Seine Wünsche nicht erfüllen, sondern vergessen
Gilt für weise.
Alles das kann ich nicht:
Wirklich, ich lebe in finsteren Zeiten!


II

In die Städte kam ich zur Zeit der Unordnung
Als da Hunger herrschte.
Unter die Menschen kam ich zu der Zeit des Aufruhrs
Und ich empörte mich mit ihnen.
So verging meine Zeit
Die auf Erden mir gegeben war.

Mein Essen aß ich zwischen den Schlachten
Schlafen legte ich mich unter die Mörder
Der Liebe pflegte ich achtlos
Und die Natur sah ich ohne Geduld.
So verging meine Zeit
Die auf Erden mir gegeben war.

Die Kräfte waren gering. Das Ziel
Lag in großer Ferne
Es war deutlich sichtbar, wenn auch für mich
Kaum zu erreichen.
So verging meine Zeit
Die auf Erden mir gegeben war.


III

Ihr, die ihr auftauchen werdet aus der Flut
In der wir untergegangen sind
Gedenkt
Wenn ihr von unseren Schwächen sprecht
Auch der finsteren Zeit
Der ihr entronnen seid.

Gingen wir doch, öfter als die Schuhe die Länder wechselnd
Durch die Kriege der Klassen, verzweifelt
Wenn da nur Unrecht war und keine Empörung.

Dabei wissen wir doch:
Auch der Haß gegen die Niedrigkeit
Verzerrt die Züge.
Auch der Zorn über das Unrecht
Macht die Stimme heiser. Ach, wir
Die wir den Boden bereiten wollten für Freundlichkeit
Konnten selber nicht freundlich sein.
Ihr aber, wenn es so weit sein wird
Daß der Mensch dem Menschen ein Helfer ist
Gedenkt unsrer
Mit Nachsicht.


Μουσική: Hanns Eisler.
Ερμηνεύει ο βαρύτονος Dietrich Fischer-Dieskau.


Η ΛΑΜΨΗ ΤΟΥ ΒΡΑΔΙΟΥ


ΡΩΜΟΣ ΦΙΛΥΡΑΣ


ΒΑΘΥ ΚΙ ΕΞΑΙΣΙΟ ΒΡΑΔΥ


Ήταν ένα βαθύ κι εξαίσιο βράδυ.
-Βράδυ λεπτό κι ασύλληπτο, Χιμαίρας!-
Ποτέ, τόσο πολύ, τέλος ημέρας,
δεν είχε λάμψει τόσο, σα πετράδι...

Κατέβαινε το φως -μιά ωχρή αγωνία-,
σε κήπους, όλο βάλσαμα γιομάτους,
τ' άνθη μεθούσαν από τ’ άρωμά τους,
μέσα σε μιάν ανείπωτη αρμονία...

Δεν είχε καν υπάρξει τέτοια δύση,
μήτε στο νου των πιο γλυκών ζωγράφων.
Ακόμα και τα μάρμαρα των τάφων,
μιά δόξα μυστικά τά 'χε κερδίσει...

Κι όταν το θάμπος άρχιζε να φθάνει
κι η νύχτα τ’ αργά μάγια να κλώθει,
το φεγγάρι, παντού, σα φλόγα απλώθη...
Κι ήταν το βράδυ αυτό που ’χα πεθάνει...

ΜΕ ΤΟ ΠΟΥΘΕΝΑ


ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ


ΣΟΝΕΤΟ 7


Η Σαντορίνη ριμάρει με τους πιγκουΐνους τα Βοδενά με το πουθενά
σωτήρια παρένθεση εκείνων που προσφέρουν ακόμη κεράσια στο νερό
βγάλε λοιπόν από το μυαλό σου τους κρατήρες των ηφαιστείων και
μην συχνάζεις εκεί. Καλωσόρισε τ’ ανέλπιστα δάση που βουΐζουν

στα όνειρά σου, έτσι να χαρείς, πάρε κάποιο άλλο τραγούδι. Η κουκου-
βάγια πού προαναγγέλλει τα κατάμαυρα και ζητάει συντροφιά
στη δυστυχία έχει κι άλλον σκοπό, της αρχαίας Αθηνάς η σοφία, τί
διάολο, τίποτε δεν σού ’δωσε; (Θλιβερές απαντήσεις πάλιν ακούω,

ενοχές απόμειναν, φτερά περιστεριών χειροκροτήματα ηχούν
ακόμα στις πλατείες· μακάρι να χτυπούσαν και οι καμπάνες
μουσικές στους δρόμους, μια ψευδαίσθηση αναγκαία και περι–

ποιημένη, τώρα πού αγγίζουν τα φτερά σου άλλες φτερούγες παγωμένες
αν τρέχουν τρελά τα δέντρα όταν φυσάει μην ακούς λόγια —
μέσα στα τόσα μόνο το κακό επιζεί φωνάζει το αγκάθι παρατεταμένα).


Από την πουητική συλλογή "Χαιρετισμοί", 1995.
Το ποίημα μάς το έστειλε η κ. Fernada Motta.

Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2008

MARIANA GALASSI & MURAT ERDEMSEL: ΜΕΓΑΛΑ ΖΕΥΓΑΡΙΑ ΤΟΥ ΤΑΝΓΚΟ 10


Ο MURAT ERDEMSEL και η MARIANA GALASSI Mariana Galassi χορεύουν το τάνγκο "Una Emoción" του Ricardo Tanturi Enrique Campos. Τραγουδάει ο Enrique Campos.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΖΕΛΛΙ


ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η CATERINA CASELLI


CENTO GIORNI


Cento giorni
Cento giorni, cento ore, o forse
cento minuti mi darai.
Una vita, cento vite,
la mia vita in cambio avrai.

Un abbraccio, cento abbracci,
qualche carezza avrò da te.
I miei occhi, la mia bocca,
e il mio cuore avrai da me.

Perché per te questa vita è un girotondo
che abbraccia tutto il mondo, lo so,
ed invece la corsa della vita
per me si è già fermata negli occhi tuoi.

Io ti amo, io ti amo,
più della vita, lo sai.
Per cento giorni, per cento anni,
non finirò di amarti mai.
non finirò di amarti mai.

Perché per te questa vita è un girotondo
che abbraccia tutto il mondo, lo so,
ed invece la corsa della vita
per me si è già fermata negli occhi tuoi.

Io ti amo, io ti amo,
più della vita, lo sai.
Per cento giorni, per cento anni,
non finirò di amarti mai.
non finirò di amarti mai.


Σκηνή από την ταινία του Ferdinando Baldi "Io non protesto, io amo" (1967).
Η ανάρτηση είναι αφιερωμένη στον κ. Εδώδιμο Αποικιακό.

ΘΕΣΑΡ ΒΑΓΙΕΧΟ


CÉSAR VALLEJO


LOS HERALDOS NEGROS


Hay golpes en la vida, tan fuertes ... ¡Yo no sé!
Golpes como del odio de Dios; como si ante ellos,
la resaca de todo lo sufrido
se empozara en el alma... Yo no sé!

Son pocos; pero son... Abren zanjas obscuras
en el rostro más fiero y en el lomo más fuerte.
Serán talvez los potros de bárbaros atilas;
o los heraldos negros que nos manda la Muerte.

Son las caídas hondas de los Cristos del alma,
de alguna fe adorable que el Destino blasfema.
Esos golpes sangrientos son las crepitaciones
de algún pan que en la puerta del horno se nos quema.

Y el hombre... Pobre... pobre! Vuelve los ojos, como
cuando por sobre el hombro nos llama una palmada;
vuelve los ojos locos, y todo lo vivido
se empoza, como charco de culpa, en la mirada.

Hay golpes en la vida, tan fuertes... Yo no sé!


Η μουσική υπόκρουση είναι το "Cálice" του Chico Buarque με τον Milton Nascimento.

Ο ΕΝΡΙΚΟ ΚΑΡΟΥΖΟ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΤΗ "ΣΑΝΤΑ ΛΟΥΤΣΙΑ"


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ENRICO CARUSO


SANTA LUCIA


Sul mare luccica l’astro d’argento.
Placida è l’onda. Prospero è il vento.
Sul mare luccica, l’astro d’argento.
Placida è l’onda. Prospero è il vento.
Venite all’agile, barchetta mia,
Santa Lucia, Santa Lucia.
Venite all’agile, barchetta mia,
Santa Lucia, Santa Lucia.

Con questo zeffiro, così soave,
Oh, com’è bello star sulla nave!
Con questo zeffiro, così soave,
Oh, com’è bello star sulla nave!
Su passegieri! Venite via!
Santa Lucia! Santa Lucia!
Su passegieri! Venite via!
Santa Lucia! Santa Lucia!

In fra le tende, bandir la cena
In una sera così serena,
In fra le tende, bandir la cena
In una sera così serena,
Chi non dimanda, chi non desia.
Santa Lucia, Santa Lucia.
Chi non dimanda, chi non desia.
Santa Lucia, Santa Lucia.

Mare si placida, vento si caro,
Scordar fa i triboli al marinaro,
Mare si placida, vento si caro,
Scordar fa i triboli al marinaro,
E va gridando con allegria,
“Santa Lucia! Santa Lucia!”
E va gridando con allegria,
“Santa Lucia! Santa Lucia!”

O dolce Napoli, o suol beato,
Ove sorridere volle il creato,
O dolce Napoli, o suol beato,
Ove sorridere volle il creato,
Tu sei impero dell’armonia,
Santa Lucia, Santa Lucia.
Tu sei impero dell’armonia,
Santa Lucia, Santa Lucia.

Or che tardate? Bella è la sera.
Spira un’auretta fresca e leggiera.
Or che tardate? Bella è la sera.
Spira un’auretta fresca e leggiera.
Venite all’agile, barchetta mia,
Santa Lucia, Santa Lucia.
Venite all’agile, barchetta mia,
Santa Lucia, Santa Lucia.



Στίχοι: T. Cottrau.
Μουσική: A. Longo.
Γράφτηκε το 1848.

Ηχογράφηση του 1916.


Η ΣΟΦΙΑ ΒΕΜΠΟ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΗΔΑΚΙ


ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖIΔΑΚΙΣ


ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΕΙΝΑΙ ΚΟΚΚΙΝΟ


Το φεγγάρι είναι κόκκινο
το ποτάμι είναι βαθύ
κι η αγάπη μου στα χέρια σου
είναι κάτασπρο πουλί.

Το φεγγάρι είναι πράσινο
το ποτάμι είναι γαλάζιο
έλα αγάπη μου και χόρεψε
ίσαμ' αύριο το πρωί.

Το φεγγάρι πήγε κι έπεσε
στο ποτάμι το βαθύ
κι η αγάπη μου κιτρίνισε
σαν τη φλόγα στο κερί.

Έλα αγάπη μου και χόρεψε
ίσαμ' αύριο το πρωί.

Το φεγγάρι πήγε κι έπεσε
στο ποτάμι το βαθύ
κι η αγάπη μου κιτρίνισε
σαν τη φλόγα στο κερί.

Έλα αγάπη μου και χόρεψε
ίσαμ' αύριο το πρωί.

Белая армия, чёрный барон


Белая армия, чёрный барон

Белая армия, чёрный барон
Снова готовят нам царский трон,
Но от тайги до британских морей
Красная Армия всех сильней.

  Так пусть же Красная
  Сжимает властно
  Свой штык мозолистой рукой,
  И все должны мы
  Неудержимо
  Идти в последний смертный бой!

Красная Армия,марш вперёд!
Реввоенсовет нас в бой зовёт.
Ведь от тайги до британских морей
Красная Армия всех сильней!

Мы раздуваем пожар мировой,
Церкви и тюрьмы сравняем с землёй.
Ведь от тайги до британских морей
Красная Армия всех сильней!



Στίχοι: П. Григорьев.
Μουσική: Самуил Покрасс.
Τραγούδι του 1920.


ΤΟ ΛΑΒΩΜΕΝΟ


ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ


ΟΡΤΥΚΙ


Μέσα στη μνήμη πήγαινε, ερχότανε
ένα χτυπημένο ορτύκι,
ξοπίσω του ο αγριοπήγανος ύστερα το μολύβι,
δαγκάνοντας το σύννεφο φτύνοντας θειάφι
ψάχνεις μέσα σου,
ακόμα η θύελλα στράφτει δισκοπότηρο
η οργή δεν τό ’πνιξε το ουρλιαχτό της.

Γενιά του αγριόχοιρου
έχεις ακόμα μάκρος



Από το βιβλίο: Έκτωρ Κακναβάτος, «Οδός Λαιστρυγόνων», Κείμενα, Αθήνα 1978, σελ. 33.

Το ποίημα μάς το ζήτησε η φίλη του ιστολογίου κ. Caterina Marconi.

ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΕΩΣ ΤΕΛΙΚΑ...


ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΡΤΖΩΚΗΣ (1855-1913)


[ΠΟΙΑΝ ΑΒΥΣΣΟ…]


Ποιάν άβυσσο στα μαύρα σωθικά μου
ο δόλιος κλειώ, συ, κόρη μου, δεν ξέρεις,
μονάχ’ ακούς τα τόσα βάσανά μου
και με κοιτάς με πόνο κι υποφέρεις.

Πότε ποθώ να σε θωρώ μπροστά μου
της κόλασης τες φλόγες να μου φέρεις,
να δαιμονίσεις μέσα την καρδιά μου
και ντροπιασμένα λόγια να προφέρεις.

Πότε σ’ εμέ τον ουρανό ν’ ανοίξεις
κι αυτό το βάρος της ζωής που ζούμε
πώς να βαστάξω μόνη να μου δείξεις.

Και πότε στην αγκάλη να με κλείσεις
μαζί μ’ εσέ στη λάσπη να κυλιούμαι
να με πατείς και να μ’ εξευτελίσεις.


Από το βιβλίο: Στέφανος Μαρτζώκης, «Στίχοι βάρβαροι και άλλα ποιήματα», εισαγωγή – επιμέλεια Ευριπίδης Γαραντούδης, Ωκεανίδα, Αθήνα 2000, σελ. 146.

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2008

ΑΙΦΝΙΔΙΩΣ


ΜΠΟΣΤ


Η ΝΗΣΟΣ ΤΩΝ ΑΖΟΡΩΝ


Ένα πλοίον ταξιδεύον με υπέροχον καιρόν
αιφνιδίως εξοκείλει
ανοιχτά
ανοιχτά των Αζορών

Κι ένας νέος με μιαν νέαν, ωραιότατα παιδιά
φθάνουν κολυμβών γενναίως εις πλησίον αμμουδιάν

Ζώντας βίον πρωτογόνων και ο νέος με την κόρη
κοίταζαν και κάπου κάπου εάν έρχεται βαπόρι

Αλλά φθάσαντος χειμώνος και μη φθάνοντος βαπόρι
απεβίωσεν ο νέος και απέθανεν η κόρη

Αργότερα αργότερα
πλησίασαν δυο κότερα
ήρθε κι ένα βαπόρι ματαίως ψάχνον για να βρει
τον νεόν και την κόρη

Κατηραμένη νήσος, νήσος των Αζορών
που καταστρέφεις νέους και θάπτεις των κορών

Να πέσει τιμωρία από τον ουρανόν
να λείψεις απ’ τους χάρτας και των ωκεανών

Η ΔΥΝΑΜΗ ΜΟΥ ΣΩΘΗΚΕ


ALFRED DE MUSSET (1810-1857)


DERNIERS VERS

L’heure de ma mort, depuis dix-huit mois,
De tous les côtés sonne à mes oreilles,
Depuis dix-huit mois d'ennuis et de veilles,
Partout je la sens, partout je la vois.

Plus je me débats contre ma misère,
Plus s’éveille en moi l'instinct du malheur ;
Et, dès que je veux faire un pas sur terre,
Je sens tout à coup s'arrêter mon coeur.

Ma force à lutter s’use et se prodigue.
Jusqu'à mon repos, tout est un combat ;
Et, comme un coursier brisé de fatigue,
Mon courage éteint chancelle et s’abat.

1857

**************************

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΣΤΙΧΟΙ


Εδώ και μήνες δεκαοχτώ η ώρα του θανάτου
Από παντού δεν έπαψε να ηχεί μέσα στ’ αυτιά μου.
Εδώ και μήνες δεκαοχτώ αγρύπνια, δυστυχία
Και μοναχά να αισθάνομαι πώς έρχεται το τέλος,

Όσο την άθλια μοίρα πολεμάς
Τόσο θεριεύει μέσα σου η οδύνη.
Πάνω στη γη ένα βήμα μόλις κάνω,
Αμέσως νιώθω την καρδιά να σταματά.

Δεν έχω δύναμη άλλη πια για να παλέψω.
Μέχρι νά 'ρθει η ανάπαυση, τα πάντα ένας αγώνας.
Κι όπως από την κούραση θα λύγιζε ο δρομέας,
Έτσι κι εμένα η δύναμη μου σώθηκε και σβήνω.



Μετάφραση: Γιάννης Βαρβέρης.

ΤΑ ΜΕΤΩΠΑ ΤΩΝ ΕΡΑΣΤΩΝ


ΑΝΘΟΣ ΦΙΛΗΤΑΣ (1920)


ΖΩΗ


Φιλικές υποσχέσεις των ανθών
που η άνοιξη φιλοξενεί μ’ ευαισθησία μεγάλη.

Μπούκλες που κλέψανε τα χώματα
στα δεκαπέντε χρόνια
και ειρήνεψαν τα ρίγη του χειμώνα
σε βάθος δύο μέτρων.

Επέμβαση εφιαλτική
ξανανθισμένων περασμένων
στη ζωή που εφήμερη υποσχέθη
καλοσύνη άλλη ζωή.

Άνθη του νου σας έκλαψαν
οι μνήμες χωρίς δάκρυα.

Αφανισμοί στροφών
που κλείσαν ιστορίες στιγμών
και ζουν μονάχα σε καρδιές
που νιώθουν τη γραμμή τους.

Ουράνια τόξα στόλισαν
τα μέτωπα των εραστών


Από το βιβλίο: Άνθος Φιλητάς, «Σύννεφα» [1937], Κείμενα, Αθήνα 1984, σελ. 24-25.

ΡΥΘΜΙΚΑ ΠΑΛΙ ΣΑΝ ΠΑΝΤΑ


ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ


ΑΠΟΥΣΙΑ


Γαλάζιες μέρες φουσκοθαλασσιά
Υάκινθοι, ψηλή θερμοκρασία.
Των δυο χεριών σου η άσπλαχνη απουσία
Τις νύχτες μας γεμίζει απελπισιά

Ο ήλιος που μας έσμιγε παλιά,
Δίκοπος τώρα ήλιος μας χωρίζει
Με θέρμη όπως σαν πρώτα πια δε σφύζει
Κι όλο προδοτικά σκορπάει φιλιά.

Αιμόφυρτα τα πόδια σου θωρώ
Και στην καρδιά σου πέτρινο στεφάνι.
Στα μάτια σου το εξαίσιο πυροφάνι
Κοντεύει να σβηστεί με τον καιρό.

Τα βράδια μας ορφάνεψαν, θαρρώ,
Και φύτρωσαν αγκάθια οι προσδοκίες.
Σε λίγο θε ν’ ανθίσουν οι ακακίες,
θ’ ανοίξει πάλι το «Τροκαντερό».

Τα ρόδα, τα φεγγάρια, τα πουλιά,
Θε νά ’ρθουν ρυθμικά πάλι σαν πάντα.
Μα εσύ δε θ’ ανασαίνεις τη λεβάντα
Κι εγώ θε ν’ αλυχτάω με τα σκυλιά.



Από το βιβλίο: «Εν όλω. Συγκομιδή 1943-1997», Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1997, σελ. 57-58.

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2008

ΜΠΡΕΧΤ - ΒΑΪΛ - ΜΑΫ



Η GISELA MAY τραγουδά την "Πειρατίνα Τζέννυ" του BERTOLT BRECHT σε μουσική του KURT WEILL από το θεατρικό έγρο "Η Όπερα της Πεντάρας".

ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΓΕΝΕΘΛΙΩΝ ΤΟΥ ΒΕΡΤΟΛΔΟΥ


BERTHOLT BRECHT


ΓΙΑ ΤΗΝ ΒΙΑ


Όλοι λένε τ’ορμητικό ρέμα βίαιο.
Μα την κοίτη του ποταμού που το κρατάει
Κανείς δεν τη λέει βίαιη.

Η καταιγίδα που λυγίζει τις σημύδες
Θεωρείται βίαιη.
Καλά. Και η καταιγίδα που λυγίζει
Την πλάτη των εργατών στους δρόμους;



Μετάφραση Πέτρος Μάρκαρης.

ΤΖΟΥΖΕΠΠΕ ΝΤΙ ΣΤΕΦΑΝΟ

Ο GIUSEPPE DI STEFANO ερμηνεύει τρία σιτσιλιάνικα τραγούδια.

ΡΩΣΙΚΟ ΛΑΪΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΡΙΤΣΟ


Живёт моя отрада в высоком терему


Живёт моя отрада в высоком терему,
А в терем тот высокий нет хода никому.

Я знаю, у красотки есть сторож у крыльца,
Никто не загородит дорогу молодца!

Войду я к милой в двери
и брошусь в ноги к ней,
Была бы только ночка, да ночка потемней!

Была бы только ночка, да ночка потемней!
Была бы только тройка, да тройка порезвей!



*****************


ΑΧ, ΖΕΙ Η ΚΑΛΗ ΜΟΥ…

Αχ, ζει,… αχ, ζει η καλή μου
σε πύργο μακρινό,
κι είναι ψηλός ο πύργος
και πώς μπορώ να μπω;

Το ξέρω η όμορφή μου
στον κήπο έχει φρουρούς,
μα ποιος το δρόμο φράζει
του νέου παλληκαριού;

Εγώ θα μπω στον πύργο
να σ’ έβρω μοναχή,
μονάχα νά ’ταν νύχτα,
μια νύχτα σκοτεινή…
μια τρόικα μόνο νά ’χα
να τρέχει ως αστραπή!


Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος.
Τραγουδήθηκε στα ελληνικά από τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά.




ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ: "ΥΜΝΟΣ ΣΤΟ ΚΑΛΛΟΣ"


CHARLES BAUDELAIRE


HYMNE A LA BEAUTÉ


Viens-tu du ciel profond ou sors-tu de l'abîme,
O Beauté? ton regard, infernal et divin,
Verse confusément le bienfait et le crime,
Et l'on peut pour cela te comparer au vin.

Tu contiens dans ton oeil le couchant et l'aurore;
Tu répands des parfums comme un soir orageux;
Tes baisers sont un philtre et ta bouche une amphore
Qui font le héros lâche et l'enfant courageux.

Sors-tu du gouffre noir ou descends-tu des astres?
Le Destin charmé suit tes jupons comme un chien;
Tu sèmes au hasard la joie et les désastres,
Et tu gouvernes tout et ne réponds de rien.

Tu marches sur des morts, Beauté, dont tu te moques;
De tes bijoux l'Horreur n'est pas le moins charmant,
Et le Meurtre, parmi tes plus chères breloques,
Sur ton ventre orgueilleux danse amoureusement.

L'éphémère ébloui vole vers toi, chandelle,
Crépite, flambe et dit: Bénissons ce flambeau!
L'amoureux pantelant incliné sur sa belle
A l'air d'un moribond caressant son tombeau.

Que tu viennes du ciel ou de l'enfer, qu'importe,
Ô Beauté! monstre énorme, effrayant, ingénu!
Si ton oeil, ton souris, ton pied, m'ouvrent la porte
D'un Infini que j'aime et n'ai jamais connu?

De Satan ou de Dieu, qu'importe? Ange ou Sirène,
Qu'importe, si tu rends, — fée aux yeux de velours,
Rythme, parfum, lueur, ô mon unique reine! —
L'univers moins hideux et les instants moins lourds?


ΑΪΔΙΟΣ ΜΝΗΜΗ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ

Παραγωγή του Στέφανου Λογοθέτη. Ζάκυνθος, καλοκαίρι 2007.

NATACHA POBERAJ & FABIAN PERALTA: ΜΕΓΑΛΑ ΖΕΥΓΑΡΙΑ ΤΟΥ ΤΑΝΓΚΟ 8


Ο FABIAN PERALTA και η NATACHA POBERAJ χορεύουν το τάνγκο «Una Emoción» των Tanturi/Campos.

ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΒΒΑΔΙΑ


ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ


ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ


Το Κορινθία σάλπαρε και το Απολλωνία
κι η βάρδια σου τελείωσε μια νύχτα του Φλεβάρη
πάρε μαζί σου στα φριχτά του Άδη τελωνεία
του μαραμπού το γρύλλισμα λαθραίο μες τα’ αμπάρι

Οι ζωγραφιές στο στήθος σου σαν φάρος θα φωτίζουν
όσους δεν αξιώθηκαν να ’χουν ένα τραβέρσο
και στη στεριά παντοτινά μένουνε και σαπίζουν
ένα χωράφι σκάβοντας που μένει πάντα χέρσο

Με τον Μαρκόνη σού ’στειλα ένα στερνό ραπόρτο
να μάθεις πως βουλιάζουμε σ’ αυτήν εδώ τη ζήση
ένα παράξενο μασάει ο κόσμος τώρα χόρτο
όμως δε μοιάζει με κοκό ούτε και με χασίσι



Μουσική: Θανάσης Γκαϊφύλιας.
Πρώτη εκτέλεση: Θανάσης Γκαϊφύλιας.