ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΡΤΖΩΚΗΣ (1855-1913)
ΟΙ ΠΟΙΗΤΑΙΤον έπαινο του κόσμου δε ζητούμε,
δε γράφουμε για δόξα περιττή,
μέσα στα στήθη μαύρα ηφαίστεια κλειούμε
και στη φωνή μας σειέται, ανάφτει η γη.
Στ’ αγκάθια ματωμένοι περπατούμε·
δάση, βουνά περνούμε στη στιγμή·
να πλάσουμε νέον κόσμο επιθυμούμε
γιατί εδώ ζούνε αχάριστοι, δειλοί.
Στη λύπη μας κανένας δε δακρύζει
και δεν ξέρουν τί κλειούμε στην καρδιά·
τες πληγές μας μονάχα η γη γνωρίζει.
Μεγάλοι βασιλείς στη δυστυχιά,
τη λύπη που σκληρά μάς βασανίζει
κάνουμε ευθύς αχτίδες να σκορπά.
Από το βιβλίο: Στέφανος Μαρτζώκης, «Στίχοι βάρβαροι και άλλα ποιήματα», εισαγωγή – επιμέλεια Ευριπίδης Γαραντούδης, Ωκεανίδα, Αθήνα 2000, σελ. 136.
Βάστα, καπτάνιο. Είναι μοιραίον να ηττηθεί ο ιός. Περαστικά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌποιος κατάλαβε ποία η περιττή δόξα, ας με εξηγήσει.
Ωραίον το ποίημα.
Αφήνω ένα δικό μο.
Προς την Ποίηση
Ο γλύπτης εκτελεί σκοπιές στο μάρμαρο
περιμένοντας να σκάσει
η οβίδα μιας μορφής στο κεφάλι του
να του δείξει του αγάλματος τα σύνορα.
Ο πόλεμος αρχίζει.
Ο γλύπτης εισχωρεί στο μάρμαρο
σκόνη γίνεται το ρούχο της μορφής
χιόνι πέφτει στο έδαφος
φροντίζοντας για κρυοπαγήματα.
Μα τα σύνεργα δε λυγίζουν
όταν έχεις βλέψεις
όταν στο έργο σου θέλεις να φωλιάσει κάτι
απ’ το αεροπλάνο που σε βομβάρδισε.
Ο ποιητής ανάποδα
το σκάλισμα αρχίζει απ’ τα μέσα.
Αλλού είναι τα δικά του σύνορα.
Όταν τελειώσει
μια τρύπα μένει στο μάρμαρο κενή
με γύρω της τη γλώσσα.
Είναι το ποίημα καλό; Δεν ξέρει. Περιμένει.
Τα ποιήματα πάντοτε σιωπούν
είτε πολλά έχουν να πουν είτε τίποτα.
Όταν τα ποιήματα έχουν πολλά να πουν
τα πουλιά εγκαταλείπουνε τα δένδρα
στριμώχνονται στην τρύπα του μαρμάρου
και φτερουγίζουν μες στη γλώσσα δυνατά.
Τέτοιο φτερούγισμα ακούγεται
ως τις μορφές του γλύπτη
το άγαλμα αρχίζει τις φιγούρες
χορεύει με το πάθος στα λευκά.
@ churchwarden: Ευχαριστώ για τις ευχές και για το ποίημα. Χαίρε!
ΑπάντησηΔιαγραφή