Η EWA DEMARCZYK ΤΡΑΓΟΥΔΑ JULIAN TUWIM
KWIATY POLSKIE (GRAND VALSE BRILLANTE)
I wódkę za wódkę w bufecie...
Oczami po sali drewnianej —
I serce Ci wali.
Pijany.
(Czy pamiętasz?)
orkiestra
powoli
opada
przycicha
powiada,
że zaraz
(Czy pamiętasz, jak ze mną...?)
już znalazł
twój wzrok moje oczy,
już suniesz —
po drodze
zamroczy —
już zaraz
za chwilę...
(Czy pamiętasz, jak ze mną tańczyłeś?...)
podchodzisz
na palcach
i naraz
nad głową
grzmotnęło do walca porywasz — na życie i śmierć — do tańca
Grande Valse Brillante
Czy pamiętasz, jak ze mną tańczyłeś walca,
Panną, madonną, legendą tych lat?
Czy pamiętasz, jak ruszył świat do tańca,
Świat, co w ramiona Ci wpadł?
Wylękniony bluźnierca,
Dotulałeś do serca
W utajeniu kwitnące, te dwie,
Unoszone gorąco,
Unisono dyszące,
Jak ja cała w domysłach i mgle.
I tych dwoje nad dwiema,
Co też są, lecz ich nie ma,
Bo rzęsami zakryte,
Lecz zakryte i w dół jakby tam właśnie były
I błękitem pieściły,
Jedno tę, drugie tę, pół na pół.
Gdy przez sufit przetaczasz
Nosem gwiazdy zahaczasz,
Gdy po ziemi młynkujęsz,
To udajęsz siłacza.
Wątłe mięśnie naprężasz,
Pierś cherlawą wytężasz,
Będę miała atletę
I huzara za męża.
Czy pamiętasz, jak ze mną tańczyłeś walca,
Panną, madonną, legendą tych lat?
Czy pamiętasz, jak ruszył świat do tańca,
Świat, co w ramiona Ci wpadł?
Wylękniony bluźnierca,
Dotulałeś do serca
W utajeniu kwitnące, te dwie,
Unoszone gorąco,
Unisono dyszące,
Jak ja cała w domysłach i mgle.
I tych dwoje nad dwiema,
Co też są, lecz ich nie ma,
Bo rzęsami zakryte,
Lecz zakryte i w dół jakby tam właśnie były
I błękitem pieściły,
Jedno tę, drugie tę, pół na pół.
A tu noga ugrzęzła,
Drzazga w bucie uwięzła,
Bo ma dziurę w podeszwie
Mój pretendent na męża.
Ale zawsze się wyrwie —
O już wolny, odeszło,
I walcuje, szurając
Odwiniętą podeszwą.
Czy pamiętasz, jak ze mną tańczyłeś walca,
Panną, madonną, legendą tych lat?
Czy pamiętasz, jak ruszył świat do tańca,
Świat, co w ramiona Ci wpadł?
Wylękniony bluźnierca,
Dotulałeś do serca
W utajeniu kwitnące, te dwie,
Unoszone gorąco,
Unisono dyszące,
Jak ja cała w domysłach i mgle.
I tych dwoje nad dwiema,
Co też są, lecz ich nie ma,
Bo rzęsami zakryte,
Lecz zakryte i w dół jakby tam właśnie były
I błękitem pieściły,
Jedno tę, drugie tę, pół na pół.
Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2008
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΕΒΑ ΝΤΕΜΑΡΤΣΥΚ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ
VINICIUS DE MORÃES
MULHER CARIOCA
Ela tem um jeitinho como ninguém
Que ninguém tem
A gaúcha tem a fibra
A mineira o encanto tem
A baiana quando vibra
Tem tudo isso e o céu também
A capixaba bonita
É de dar água na boca
E a linda pernambucana
Ai, meu Deus, que coisa louca!
A mulher amazonense
Quando é boa é demais
Mas a bela cearense
Não fica nada para trás
A paulista tem a "erva"
Além das graças que tem
A nordestina conserva
Toda a vida e o querer-bem
A mulher carioca
O que é que ela tem?
Ela tem tanta coisa
Que nem sabe que tem
Ela tem o bem que tem
Tem o bem que tem o bem
Tem o bem que ela tem
Que ninguém tem, que tem
Ela tem um pouquinho que ninguém tem
Ela faz um carinho como ninguém
Ela tem um passinho que vai e que vem
Ela tem um jeitinho de nhem-nhem-nhem
A carioca tem um jeitinho de nhem-nhem-nhem
Tem um jeitinho de nhem-nhem-nhem
Tem um carinho também
A carioca faz um passinho de nhem-nhem-nhem
ΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ
ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ
ΦΩΝΗ ΜΟΥ ΡΑΤΣΑ ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΥ
Πρώτον: σε θέλουνε ακίνδυνη και να ξεχνάς·
κι ύστερα καλή μ’ αυτούς φιλεναδίτσα
τρυφερή
υποσχετική
οι αχρείοι.
Φωνή μου ράτσα υψικάμινου από πλευρό
ανοιχτό του αίλουρου, της ανηφόρας
απ’ τα εννιά σκοινιά του βούρδουλα
κι ο ήλιος φίδι μες στο σύρμα.
Μην ξεχάσεις· φτύσ’ τους.
Ας περιμένουν να σε σβήσω με νερό
ή κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων
ας περιμένουν οι αχρείοι.
1967
Από το βιβλίο: Έκτωρ Κακναβάτος, «Διήγηση», Κείμενα, Αθήνα 1974.
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Η ΜΑΡΙΝΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ
'Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους.
Γύμνωσε την επιθυμία σου ώς το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χίμαιρας
Ριγώνοντας μ’ αφρό τη θύμηση!
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια
- Μα πού γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σού ’λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
'Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ’ ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των γυακίνθων - Μα πού γύριζες
Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ’ έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ’ όνομά του
Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας
Άκουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ώς το κόκαλο άλλο καλοκαίρι,
Για ν’ αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Ή για να πας καβάλα στο μαΐστρο.
Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ’ αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.
Από τη συλλογή «Προσανατολισμοί» και το βιβλίο: Οδυσσέας Ελύτης, «Ποίηση», Ίκαρος, Αθήνα 2002, σελ. 58-60.
Η ΑΝΑ ΒΙΝΤΟΒΙΚ ΕΡΜΗΝΕΥΕΙ ΜΠΑΧ ΣΤΗΝ ΚΙΘΑΡΑ 4
Johann Sebastian Bach
Sonata N°1 for Violin in G minor
BWV 1001, Presto.
Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2008
Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ
PABLO NERUDA
[Μ’ ΑΡΕΣΕΙΣ ΑΜΑ ΣΩΠΑΙΝΕΙΣ…]
Μ' αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία
κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν σε φτάνει.
Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώντας
κι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται,
στα χείλη σου τη σφραγίδα του βάνει.
Κι όπως τα πράγματα όλα ποτισμένα είναι από την ψυχή μου,
έτσι αναδύεσαι κι εσύ μέσ’ απ’ τα πράγματα,
ποτισμένη απ’ τη δική μου ψυχή.
Του ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι,
σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί.
Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενητειά.
Κι άμα κλαις μου αρέσεις,
απ' την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.
Κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ' αγγίξει:
Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας
μες τη δική σου σιωπή.
Άσε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπή
τη δικιά σου
που είναι απέριττη σα δαχτυλίδι αρραβώνων
και που λάμπει σαν αστραπή.
Είσαι όμοια με την νύχτα, αγάπη μου,
η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη.
Απόμακρη και τοσηδά και απ’ αστέρια φτιαγμένη
είναι η δικιά σου σιωπή.
Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία.
Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα.
Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο - μου αρκεί
για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Από το βιβλίο: Pablo Neruda, «Είκοσι ερωτικά ποιήματα και ένα τραγούδι χωρίς καμμιάν ελπίδα», μετάφραση Γιώργος Κεντρωτής, Τυπωθήτω, Αθήνα 2005, σελ. 57 επ.
ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΣΤΟΝ L.S.
JORGE LUIS BORGES
ARGUMENTUM ORNITHOLOGICUM
Cierro los ojos y veo una bandada de pájaros. La visión
Dura un segundo o acaso menos; no se cuantos pájaros vi.
¿ Era definido o indefinido su número ? El problema involucra
el de la existencia de Dios. Si Dios existe, el número es
definido, porque Dios sabe cuantos pájaros vi. Si Dios no
existe, el número es indefinido, porque nadie pudo llevar la
cuenta. En tal caso, vi menos de diez pájaros (digamos) y
mas de uno, pero no vi nueve, ocho, siete, seis, cinco,
cuatro, tres o dos. Vi un numero entre diez y uno, que
no es nueve, ocho, siete, seis, cinco, etcétera. Ese
numero entero es inconcebible; ergo, Dios existe.
************
ARGUMENTUM ORNITHOLOGICUM
Κλείνω τα μάτια και βλέπω ένα σμήνος πουλιά. Το όραμα διαρκεί ένα δευτερόλεπτο, ίσως και λιγότερο. Ο αριθμός του ήταν ορισμένος ή όχι; Το πρόβλημα αυτό περικλείνει το πρόβλημα της ύπαρξης του Θεού. Αν υπάρχει Θεός, ο αριθμός είναι ορισμένος, γιατί ο Θεός ξέρει πόσα πουλιά είδα. Αν δεν υπάρχει Θεός, ο αριθμός δεν είναι ορισμένος, γιατί κανείς δεν μπορεί να τα μετρήσει. Στην περίπτωση αυτή είδα ένα αριθμό πουλιών, ας πούμε λιγότερα από δέκα και περισσότερα από ένα, αλλά δεν είδα εννιά, οχτώ, εφτά, έξι, πέντε, τέσσερα, τρία ή δύο πουλιά. Είδα έναν αριθμό μεταξύ δέκα και ένα, που δεν είναι ούτε εννιά, ούτε οχτώ, ούτε εφτά, ούτε έξι,, ούτε πέντε κ.ο.κ. Ο αριθμός αυτός στο σύνολό του είναι ασύλληπτος· άρα υπάρχει Θεός.
Από το βιβλίο: Χόρχε Λουίς Μπόρχες, «Ο Δημιουργός και άλλα κείμενα», Μετάφραση Ν.Δ, Καρούζος & Δημήτρης Καλοκύρης, ύψιλον / βιβλία, Αθήνα 1980, σελ. 15.
ΧΑΛΑΛΙ...
ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΡΑΠΗΣ
Μ’ ένα σκοινί τον δέσανε για να μην πέσει χάμω
Μ’ ένα καρφί τον κάρφωσαν επάνω στην καρέκλα
Τον χτύπησαν πολλές φορές πριν σωριαστεί κατάχαμα
Είδηση που μαθεύτηκε τριάντα χρόνια αργότερα
Και κυκλοφόρησε αργά σαν τραίνο εμπορευμάτων
Κι ανάμεσα στις όμορφες γυναίκες της Αθήνας
Ένα κορίτσι νόστιμο που τίποτα δεν σκέπτεται
Κι όμως εγώ τη σκέπτομαι νύχτα και μέρα αδιάκοπα
Είναι της κάλτσας το κριτς κριτς στης γάμπας τη θηλιά
Ζεστή όπως τ’ αντρόγυνο που ζύμωσε η φραντζόλα
Είν’ ένα χέρι πονηρό που φτάνει ως το μηρό
Και προχωρούσε μόνο του χωρίς ν’ αποτραβιούνται
Της περιέργειας τα καλλίγραμμα ακουμπισμένα μπράτσα
Ένα πεδίο άσκησης για κανονιές αγάπης
Ένα πεδίο μαγνητικό γύρω απ’ τα δυο βυζιά.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Παραλλάξ», αρ. 2, Μάρτιος 1978.
Η ΑΝΑ ΒΙΝΤΟΒΙΚ ΕΡΜΗΝΕΥΕΙ ΜΠΑΧ ΣΤΗΝ ΚΙΘΑΡΑ 3
Johann Sebastian Bach
Sonata N°1 for Violin in G minor
BWV 1001, Siciliana.
Η ΚΑΡΛΑ ΜΠΡΟΥΝΙ (... Η ΓΝΩΣΤΗ...) ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΖΩΡΖ ΜΠΡΑΣΣΕΝΣ... ΚΑΙ ΤΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΛΕΕΙ!...
GEORGES BRASSENS
FERNANDE
Une manie de vieux garçon
Moi j'ai pris l'habitude
D'agrémenter ma solitude
Aux accents de cette chanson
Quand je pense à Fernande
Je bande, je bande
Quand je pense à Felicie
Je bande aussi
Quand je pense à Léonore
Mon dieu je bande encore
Mais quand je pense à Lulu
Là je ne bande plus
La bandaison papa
Ça ne se commande pas.
C'est une mâle ritournelle
Cette ancienne virile
Qui retentit dans la guérite
De la vaillance éternelle.
Quand je pense à Fernande
Je bande, je bande
Quand je pense à Felicie
Je bande aussi
Quand je pense à Léonore
Mon dieu je bande encore
Mais quand je pense à Lulu
Là je ne bande plus
La bandaison papa
Ça ne se commande pas.
Afin de tromper son cafard
De voir la vie moins terne
Tout en veillant sur sa lanterne
Chante ainsi le gardien de phare
Quand je pense à Fernande
Je bande, je bande
Quand je pense à Felicie
Je bande aussi
Quand je pense à Léonore
Mon dieu je bande encore
Mais quand je pense à Lulu
Là je ne bande plus
La bandaison papa
Ça ne se commande pas.
Après la prière du soir
Comme il est un peu triste
Chante ainsi le séminariste
A genoux sur son reposoire.
Quand je pense à Fernande
Je bande, je bande
Quand je pense à Felicie
Je bande aussi
Quand je pense à Léonore
Mon dieu je bande encore
Mais quand je pense à Lulu
Là je ne bande plus
La bandaison papa
Ça ne se commande pas.
A l'Étoile où j'étais venu
Pour ranimer la flamme
J'entendis émus jusqu'au larmes
La voix du soldat inconnu.
Quand je pense à Fernande
Je bande, je bande
Quand je pense à Felicie
Je bande aussi
Quand je pense à Léonore
Mon dieu je bande encore
Mais quand je pense à Lulu
Là je ne bande plus
La bandaison papa
Ça ne se commande pas.
Et je vais mettre un point final
A ce chant salutaire
En suggérant au solitaire
D'en faire un hymne national.
Quand je pense à Fernande
Je bande, je bande
Quand je pense à Felicie
Je bande aussi
Quand je pense à Léonore
Mon dieu je bande encore
Mais quand je pense à Lulu
Là je ne bande plus
La bandaison papa
Ça ne se commande pas.
Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008
ΕΝΑ ΣΟΝΕΤΤΟ ΤΟΥ ΜΠΟΡΧΕΣ: "ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ"
JORGE LUIS BORGES
EL SUEÑO
Si el sueño fuera (como dicen) una
tregua, un puro reposo de la mente,
¿ por qué, si te despiertan bruscamente,
sientes que te han robado una fortuna ?
¿ Por qué es tan triste madrugar ? La hora
nos despoja de un don inconcebible,
tan íntimo que sólo es traducible
en un sopor que la vigilia dora
de sueños, que bien pueden ser reflejos
truncos de los tesoros de la sombra,
de un orbe intemporal que no se nombra
y que el día deforma en sus espejos.
¿ Quién serás esta noche en el oscuro
sueño, del otro lado de su muro ?
Το σονέττο αυτό μας το έστειλε -με την παράκληση να το αναρτήσουμε- η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Αλμουδένα Φερνάντες.
Η ΧΑΝΚΑ ΟΡΝΤΟΝΟΒΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΕΝΑ ΤΑΝΓΚΟ
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η HANKA ORDONÓWNA ΤΟ W TĘ NOC UPALNĄ
Στίχοι: Hanka Ordonówna.
Μουσιθκή: Fred Melodyst.
Τραγούδι του 1932.
ΣΤΟ ΚΕΝΟ
Η ΑΝΑ ΒΙΝΤΟΒΙΚ ΕΡΜΗΝΕΥΕΙ ΜΠΑΧ ΣΤΗΝ ΚΙΘΑΡΑ 2
Johann Sebastian Bach
Sonata N°1 for Violin in G minor
BWV 1001, Fugue.
ΣΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ
RAFAEL ALBERTI
ΥΠΟΒΡΥΧΙΟΣ ΤΕΛΑΛΗΣ
Πόσο θε νά ’μουνα καλά σαν στη φωλιά μου
σ’ ένα της θάλασσας περβόλι,
με σένανε μαζί περιβολάρισσά μου!
Σε μια καρότσα που ένας σολομός να σέρνει
και να πουλάω, α τι χαρά μου,
κάτω από τη θάλασσα την αλατισμένη
ναι, την πραμάτεια σου, γλυκιά μου.
- Φρέσκα φύκια θαλασσινά,
φρέσκα φύκια!
Μετάφραση: Τάκης Βαρβιτσιώτης.
Από το βιβλίο: Ραφαέλ Αλμπέρτι, «Εκλογή Ποιημάτων», Εισαγωγή – μετάφραση Τάκης Βαρβιτσιώτης, Ιωλκός, Αθήνα 2002, σελ. 15.
ΤΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ
Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2008
ΜΠΡΑΖΙΛΕΪΡΟΥ!
@ Εδώδιμος Αποικιακός: Δεν βρέθηκε αυτό που μου ζητήσατε. Ούτε κάτι άξιο λόγου με την Odette Lara. Κρεμάω όμως ένα φιλμάκι με δύο εξαιρετικά τραγούδια: το "Parceiros", με τους Milton Nascimento, Chico Buarque και Francis Hime, και το "Poeta Maior", με τους Eduardo Gudín και Mônica Salmaso. Κρεμάω και τα λόγια του πρώτου τραγουδιού:
PARCEIROS
Primeiro cruzamos caminhos
Corremos o verde do tempo
Pisamos o chão como índios
Nascemos do mesmo luar
E, então inventamos o futuro
Juramos a cumplicidade
E só essa lei nos regia
Até que a viola chegou.
O som possuiu nossos corpos
O canto partiu em viagens
Até onde a gente nem pode pensar
Falamos de amor, e outras rimas
Crescemos somando outras cores
Vibramos tanta lealdade
Que o inferno até se assustou.
De fato, teimosos que somos
Partimos direto pra briga
Não houve desfeita ou intriga
Que nos confundisse a razão
E cruzamos novos companheiros
De letra, de som e de crença
Retrato, pincel e de dança
De tudo que a arte criou.
O manto cobriu nossos corpos
E o canto partiu em viagens
Até onde a gente queria alcançar
Falando de amor e outras rimas
Contamos com a força de muitos
Colocando voz nesses olhos
Que chegam pra nos encantar.
E as vozes se tornaram tantas
Que não há mais palco e platéia
A gente que canta conosco
É o presente que deus nos legou
É parceiro
A gente que canta conosco
É a respota que a vida mandou.
Η ΑΝΑ ΒΙΝΤΟΒΙΚ ΕΡΜΗΝΕΥΕΙ ΜΠΑΧ ΣΤΗΝ ΚΙΘΑΡΑ 1
Johann Sebastian Bach
Sonata N°1 for Violin in G minor
BWV 1001, Adagio.
ΕΝΑ ΘΡΥΛΙΚΟ ΖΕΥΓΑΡΙ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΤΟ "ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ ΜΑΡΙΑ"
ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ Ο CHICO BUARQUE ΚΑΙ Η NARA LEÃO
JOÃO E MARIA
Agora eu era o herói
E o meu cavalo só falava inglês
A noiva do cowboy
Era você
Além das outras três
Eu enfrentava os batalhões
Os alemães e seus canhões
Guardava o meu bodoque
E ensaiava um rock
Para as matinês
Agora eu era o rei
Era o bedel e era também juiz
E pela minha lei
A gente era obrigado a ser feliz
E você era a princesa
Que eu fiz coroar
E era tão linda de se admirar
Que andava nua pelo meu país
Não, não fuja não
Finja que agora eu era o seu brinquedo
Eu era o seu pião
O seu bicho preferido
Vem, me dê a mão
A gente agora já não tinha medo
No tempo da maldade
Acho que a gente nem tinha nascido
Agora era fatal
Que o faz-de-conta terminasse assim
Pra lá deste quintal
Era uma noite que não tem mais fim
Pois você sumiu no mundo
Sem me avisar
E agora eu era um louco a perguntar
O que é que a vida vai fazer de mim
ΜΟΙΑΖΕΙΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
PABLO NERUDA
[ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΣΩΜΑ…]
Γυναίκειο σώμα, λόφοι λευκοί, πόδια κατάλευκα,
μοιάζεις του κόσμου όπως μου δίνεσαι έτσι.
Το αργασμένο κορμί μου άγρια σε σκάβει
και σου αναδύει τον υιό και λόγο από της γαίας τα έγκατα.
Είμουνα μόνος κι έρημος, σαν το τούνελ καληώρα.
Με βλέπαν τα πουλιά και φεύγανε,
και μέσα μου όρμαγε η νύχτα πανίσχυρη και καταλυτική.
Για να μείνω εγώ ζωντανός, έφτιαξα εσένανε όπλο,
σ’ έβαλα βέλος στο τόξο μου, στη σφεντόνα μου πέτρα.
Επέστη όμως της πληρωμής ο καιρός, κι εγώ σ’ αγαπάω.
Σώμα από χνούδι κι από μούσκλια
κι από άπληστο γάλα και κραταιό.
Ω, τ’ αγγεία του στήθους! Ω!, τα μάτια της απουσίας!
Ω, του εφηβαίου τα ρόδα! Ω, η συρτή και θλιμμένη φωνή σου!
Σώμα της δικιά μου γυναίκας,
υπήκοος θά ’μαι πιστός των θέλγητρών σου.
Δίψα μου, πόθε μου ατελεύτητε, αβέβαιε δρόμε μου!
Σκούρες νεροσυρμές, όπου η δίψα αιώνια ακολουθεί,
και ο κάματος ακολουθεί, και ο καημός ο απέραντος.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Από το βιβλίο: Pablo Neruda, «Είκοσι ερωτικά ποιήματα και ένα τραγούδι χωρίς καμμιάν ελπίδα», μετάφραση Γιώργος Κεντρωτής, Τυπωθήτω, Αθήνα 2005, σελ. 13.
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΑΛΙΚΗ ΒΟΥΓΙΟΥΚΛΑΚΗ: "ΜΕΣ Σ' ΑΥΤΗ ΤΗ ΒΑΡΚΑ"
Στίχοι και μουσική: Μάνος Χατζiδάκις.
Σκηνή από την ταινία "Μανταλένα" (1960)
Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2008
Ο ΕΝΡΙΚΟ ΚΑΡΟΥΖΟ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΤΟ "ΦΩΤΕΙΝΟ ΠΑΡΑΘΥΡΙ"
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ENRICO CARUSO
FENESTA CA LUCIVE
Fenesta ca lucive e mo nun luce...
sign'è ca nénna mia stace malata...
S'affaccia la surella e mme lu dice:
Nennélla toja è morta e s'è atterrata...
Chiagneva sempe ca durmeva sola,
mo dorme co' li muorte accompagnata...
Va' dint''a cchiesa, e scuopre lu tavuto:
vide nennélla toja comm'è tornata...
Da chella vocca ca n'ascéano sciure,
mo n'esceno li vierme...Oh! che piatate!
Zi' parrocchiano mio, ábbece cura:
na lampa sempe tienece allummata...
Addio fenesta, rèstate 'nzerrata
ca nénna mia mo nun se pò affacciare...
Io cchiù nun passarraggio pe' 'sta strata:
vaco a lo camposanto a passíare!
'Nzino a lo juorno ca la morte 'ngrata,
mme face nénna mia ire a trovare!...
Στίχοι & μουσική: Ανώνυμος.
ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - ΝΤΕΜΠΥΣΣΥ 5
CHARLES BAUDELAIRE
LA MORT DES AMANTS
Nous aurons des lits pleins d'odeurs légères,
Des divans profonds comme des tombeaux,
Et d'étranges fleurs sur des étagères,
Ecloses pour nous sous des cieux plus beaux.
Usant à l'envi leurs chaleurs dernières,
Nos deux coeurs seront deux vastes flambeaux,
Qui réfléchiront leurs doubles lumières
Dans nos deux esprits, ces miroirs jumeaux.
Un soir fait de rose et de bleu mystique,
Nous échangerons un éclair unique,
Comme un long sanglot, tout chargé d'adieux;
Et plus tard un Ange, entr'ouvrant les portes,
Viendra ranimer, fidèle et joyeux,
Les miroirs ternis et les flammes mortes.
Μουσική: Claude Debussy.
Σοπράνο: Chelsea Basler.
Πιάνο: Jungmee Kim.
ΤΟ ΦΟΒΕΡΟ ΚΑΝΑΛΙ
GEORG TRAKL
WINTERDÄMMERUNG
Schwarze Himmel von Metall.
Kreuz in roten Stürmen wehen
Abends hungertolle Krähen
Über Parken gram und fahl.
Im Gewölk erfriert ein Strahl;
Und vor Satans Flüchen drehen
Jene sich im Kreis und gehen
Nieder siebenfach an Zahl.
In Verfaultem süß und schal
Lautlos ihre Schnäbel mähen.
Häuser dräu’n aus stummen Nähen;
Helle im Theatersaal.
Kirchen, Brücken und Spital
Grauenvoll im Zwielicht stehen.
Blutbefleckte Linnen blähen
Segel sich auf dem Kanal.
**********
ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΛΥΚΟΦΩΣ
Κόκκινες, ολοπόρφυρες οι θύελλες οιμώζουν
στον ουρανό τον μαύρο από μολύβι.
Το πάρκο λιμασμένες καρακάξες κρύβει,
κιτρινιάρες, που τα βράδυα κρώζουν.
Στα σύννεφα μια παγωμένη αχτίδα επιάστη·
κι ευθύς ο Σατανάς τους ρίχνει την κατάρα
στο ζόφο μέσα πέφτουν και στα τάρταρα
εφτά φορές περσότερες απ’ όσες καταράστη.
Τα ράμφη τους θερίζουν τα σαπρά νερά
χωρίς φωνή, χωρίς κραυγές να βγάζουν·
σε γειτονιές μουγκές τα σπίτια, ακούς, ουρλιάζουν.
Στο θέατρο φώτα ανάβουνε λαμπρά.
Οι εκκλησιές, οι γέφυρες και το σπιτάλι
μες στου λυκόφωτος τον τρόμο και τη φρίκη.
Αιματόστιχτα πανιά σηκώνει το καΐκι
Και πλέχει στης νυχτός το φοβερό κανάλι.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
ΚΑΘΩΣ ΜΠΟΥΛΟΥΚΙΑ ΓΛΑΡΟΙ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ
ΧΟΡΟΣ ΣΥΡΤΟΣ
Κάλλιο χορευταράς νά ’μουνα πέρι
κόλλες που να κρατώ και μολυβάκια
θά ’σερνα συρτό χορό, χέρι με χέρι,
μ’ όλα μας του γιαλού τα καραβάκια.
Κι ένα ψηλό τραγούδι για σιρόκους
θ’ άρχιζα, γι’ αφροπούλια και για ένα
γλαρό καράβι με πανιά και κόντρα φλόκους,
που θά ’ρχονταν να μ’ έπαιρνε και μένα.
Με χώρις Καρυωτάκη, Πολυδούρη,
μόνο να τραγουδάν τριγύρω οι κάβοι,
κι οι πένες μου πενιές σ’ ένα σαντούρι,
άσπρα πανιά σου οι κόλλες μου, καράβι!
Γιαλό-γιαλό να φεύγουμε και άντε!
να λέμε όλο για μάτια, όλο για μάτια,
κι εκεί -λες κομφετί μες στο λεβάντε-
όλα μου τα γραφτά χίλια κομμάτια!
Και, σα χτισμένη εκεί από κιμωλία,
βαθιά να χάνεται η Χαλκίδα πέρα,
μ’ όλα μου ανοιγμένα τα βιβλία,
καθώς μπουλούκι γλάροι στον αέρα...
Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2008
Ο ΙΒΑΝ ΝΤΕΛΛΑ ΜΕΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΤΗ "ΔΙΕΘΝΗ" ΤΟΥ ΦΡΑΝΚΟ ΦΟΡΤΙΝΙ
FRANCO FORTINI
L'INTERNAZIONALE
Noi siamo gli ultimi del mondo.
Ma questo mondo non ci avrà.
Noi lo distruggeremo a fondo.
Spezzeremo la società.
Nelle fabbriche il capitale
come macchine ci usò.
Nelle scuole la morale
di chi comanda ci insegnò.
Questo pugno che sale
questo canto che va
è l'Internazionale
un'altra umanità.
Questa lotta che uguale
l'uomo all'uomo farà,
è l'Internazionale.
Fu vinta e vincerà.
Noi siamo gli ultimi di un tempo
che nel suo male sparirà.
Qui l'avvenire è già presente
chi ha compagni non morirà.
Al profitto e al suo volere
tutto l'uomo si tradì,
ma la Comune avrà il potere.
Dov'era il no faremo il sì.
Questo pugno che sale...
E tra di noi divideremo
lavoro, amore, libertà.
E insieme ci riprenderemo
la parola e la verità.
Guarda in viso, tienili a memoria
chi ci uccise, chi mentì.
Compagni, porta la tua storia
alla certezza che ci unì.
Questo pugno che sale...
Noi non vogliam sperare niente.
il nostro sogno è la realtà.
Da continente a continente
questa terra ci basterà.
Classi e secoli ci han straziato
fra chi sfruttava e chi servì:
compagno, esci dal passato
verso il compagno che ne uscì.
Questo pugno che sale...
1994
ΕΧΕΙ ΒΙΔΑ
Αλλά και εδώ!
ΝΙΚΟΛΑΣ ΑΣΙΜΟΣ
Ο ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ
Με πείσανε να γίνω ρεβιζιονιστής
Και να γυρίσω δίσκο.
Θα 'ρθεί όμως καιρός που κι εσύ θε να πειστείς
Πως έτσι δεν τη βρίσκω.
Τι θα κάνω ήτανε γραφτό
Θέλω δεν το θέλω, ό,τι τραγουδώ
Να το πουλώ να ζήσω.
Όταν πάω στον παραγωγό
Πρέπει να βολέψω έτσι το γραφτό
Να του γυαλίσει, για να το πουλήσει.
Νά 'χει σαλέπι, για να σας αρέσει
Να έχει θέμα με έρωτα και αίμα.
Να είναι λόγια, λόγια κομπολόγια
Να σας καλοκαρδίσω
Για να σας γαλουχήσω.
Κι από χρέος συναδελφικό
Να χαμογελάω στο κοινό
Να του σαλεύω για να το μερεύω
Να του σφυρίζω να το νανουρίζω
Να το φουντώνω να το ξεφουσκώνω
Και στην κομμούνα να είμαι οππορτούνα
Για να σας εκτονώνω
Με πλαίσιο το νόμο.
Δουλειά σου είναι μου 'πανε
Να κρύβεις τα τρωτά
Των καθιερωμένων
Για να διατηρήσουμε τα οικονομικά
Των ευαρεστημένων.
Σιγουριά και δόξα τω Θεώ
Τα καλά στον καπιταλισμό
Είναι πως έχει βίδα.
Άμα πιάσεις το μηχανισμό
Από τ' αφτιά τον πιάνεις το λαγό
Τον Πελοπίδα τρως με μια τσιμπίδα
Στην Παρθενόπη χαρίζεις ένα τόπι
Και με τα χρόνια γυρνάς μες τα σαλόνια
Ξεχνάς ποια μάνα σε γένναε στο κλάμα
Και του εργάτη καβάλλησες την πλάτη
Μα θε να πει αμάν πια
Και πας ες τα κομμάτια
Και άει στα κομμάτια.
ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - ΝΤΕΜΠΥΣΣΥ 4
CHARLES BAUDELAIRE
RECUEILLEMENT
Sois sage, ô ma Douleur, et tiens-toi plus tranquille.
Tu réclamais le Soir ; il descend ; le voici :
Une atmosphère obscure enveloppe la ville,
Aux uns portant la paix, aux autres le souci.
Pendant que des mortels la multitude vile,
Sous le fouet du Plaisir, ce bourreau sans merci,
Va cueillir des remords dans la fête servile,
Ma Douleur, donne-moi la main ; viens par ici,
Loin d'eux. Vois se pencher les défuntes Années,
Sur les balcons du ciel, en robes surannées ;
Surgir du fond des eaux le Regret souriant ;
Le Soleil moribond s'endormir sous une arche,
Et, comme un long linceul traînant à l'Orient,
Entends, ma chère, entends la douce Nuit qui marche.
Μουσική: Claude Debussy.
Σοπράνο: Chelsea Basler.
Πιάνο: Jungmee Kim.
ΕΠΙ ΠΤΕΡΥΓΩΝ ΑΝΕΜΩΝ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΑΚΗΣ
ΞΕΡΩ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ
Ξέρω τα μάτια σου,
ξέρω τα χείλη σου, ξέρω τα μαλλιά σου,
ξέρω το σημαδάκι
που άφησε φεύγοντας ο κεραυνός –
θέλω να πω,
ίπταμαι πάλι επί πτερύγων ανέμων,
βαδίζω πάλι στα κύματα της θαλάσσης,
ξαναβάζω το αίμα στις φλέβες μου
και σ’ αγαπώ.
Από το βιβλίο: Χρίστος Ρουμελιωτάκης, «Ξένος ειμί, και άλλα ποιήματα», Τυπωθήτω, Αθήνα 2002, σελ. 59.
ΠΑΡΑ ΔΗΜΟΝ ΟΝΕΙΡΩΝ...
ΕΦΗ ΑΙΛΙΑΝΟΥ
ΜΟΝΟ ΣΤΑ ΟΝΕΙΡΑ
Άνθιζαν οι μαργαρίτες στους κήπους της σιωπής.
Τα μεταξένια όμως δεν άντεξαν πέταλα
στην άξαφνη ανεμοριπή.
Στη λάσπη όλα σκορπίσανε του δρόμου.
Μην πατάτε τις λευκές μαργαρίτες·
μπορεί κάπου ένας σπόρος να ξέμεινε.
Υπάρχουν ακόμα κλειστοί κήποι
και παραδείσια πουλιά.
Τ’ ακούς μόνο στα όνειρα…
Από το βιβλίο: Έφη Αιλιανού, «Θάλασσα Κυθήρων», Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1983, σελ. 23.
Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2008
ΕΝΑ ΝΥΚΤΕΡΙΝΟ ΤΟΥ ΣΟΠΕΝ
Η Maria João Pires ερμηνεύει το "Νυκτερινό, αριθμ. 1" του Φρειδερίκου Σοπέν.
Η ανάρτηση αφιερώνεται στον αιτήσαντα κ. Εδώδιμο Αποικιακό.
ΚΟΥΜΠΑΡΣΙΤΑ
PASQUAL CONTURSI & ENRIQUE MARONI
LA CUMPARSITA
Si supieras que aún dentro de mi alma
Conservo aquel cariño que tuve para ti
Quien sabe si supieras
Que nunca te he olvidado
Volviendo a tu pasado
Te acordarás de mí.
Los amigos ya no vienen
Ni siquiera a visitarme
Nadie quiere consolarme
En mi aflicción.
Desde el da que te fuiste
Siento angustias en mi pecho,
Decí percanta: ¿Qué has hecho
De mi pobre corazn?
Al cuartito abandonado.
Ya ni el sol de la mañana
Asoma por la ventana,
Como cuando estabas vos
Y aquel perrito compaero.
Que por tu ausencia no comía
Al verme solo, el otro día
También me dejó.
Μουσική: Gerardo Matos Rodríguez.
Στίχοι: Pascual Contursi / Enrique Maroni.
Τραγούδι του 1924.
Ερμηνεία: Corina Piatti.
Πιάνο: Juanjo Hermida.
*********************
Η ΚΟΥΜΠΑΡΣΙΤΑ,
Ή Η ΜΠΑΝΤΙΝΑ ΠΟΥ ΜΟΛΙΣ ΕΠΕΡΑΣΕ
Την αγάπη που ’χα για τα σένα
πώς την κρατώ, καλή μου,
βαθιά μες στην καρδιά!
Αν ήξερες –ποιός ξέρει; –
Ποτέ πως δεν ξεχνώ σε!
Μια σκέψη σου έλα δώσε
για να με θυμηθείς…
Φίλοι πια δεν έρχονται να
δουν το φίλο που ’ναι μόνος –
παρηγόρια θέλει ο πόνος
που με πονά…
Την ημέρα που ’φυγες,
φόβος στην καρδιά μου μπήκε
και ποτέ δεν ξαναβγήκε,
και με τρώει, με ροκανά.
Κι αν φοβάμαι, σε θυμάμαι πάντα·
και εικόνα σ’ έχω άγια εγώ·
σε προσκυνάω πιστά…
Παντού είσαι γύρω μου εσύ,
κομμάτι μιάς θλιβής ζωής·
κι εκείνα τα ματάκια που χαρά
μού δίναν ψάχνω πάντα, αλλά
δεν είναι πουθενά…
Στη γωνιά παρατημένος,
στο δωμάτιο μόνος μένω,
νά ’μπει ήλιος καρτεράω, σαν αν
είσουν πάλι εσύ ξανά.
Το σκυλάκι που ’χα πάντα δίπλα,
σαν έφυγες, πικράθηκε,
και σα μονάχο μ’ είδε,
από εδώ εχάθηκε…
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής
Από το βιβλίο: Γιώργος Κεντρωτής, «Με απ’ όλα μέσα», Τυπωθήτω,Αθήνα 2006, σελ. 74-75.
ΤΗ ΖΕΣΤΗ ΑΝΑΣΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ
ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ
Ο ΝΕΚΡΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΕΝΙΑΜΙΝ Δ’ΑΡΚΟΖΙ
Στον Νίκο Εγγονόπουλο
Ο Ιωάννης Βενιαμίν δ’ Αρκόζι που πέθανε -
«εν ζωή» - και αναστήθηκε μόλις νυχτώνει
κάθε βράδυ σφάζει τα κοπάδια του - γίδια βόδια και
πρόβατα πολλά - πνίγει όλα τα πουλιά του αδειάζει
τα ποτάμια του και πάνω στον κατάμαυρο σταυρό
που ’χει στημένο καταμεσίς στο δωμάτιό του
σταυρώνει την αγαπημένη του. Ύστερα κάθεται μπρος
στ’ ανοιχτό παράθυρο καπνίζοντας την πίπα του
φτωχός και δακρυσμένος και σκέφτεται νά ’χε
κι αυτός κοπάδια βόδια γίδια και πρόβατα πολλά
νά ’χε ποτάμια με γρήγορα ολοκάθαρα νερά
να θαύμαζε κι αυτός το φτερούγισμα των πουλιών
να χαίρονταν κι αυτός τη ζεστή ανάσα της γυναίκας
Από το βιβλίο: Μίλτος Σαχτούρης, «Ποιήματα 1945-1971», Αθήνα, Κέδρος 1977.
ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΣΕΓΚΟΒΙΑ
Ο Σεγκόβια παίζει το "Fandanguillo" του Federico Moreno-Torroba για χάρη του κ. Εδώδιμου Αποικιακού.
ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - ΝΤΕΜΠΥΣΣΥ 3
CHARLES BAUDELAIRE
LE JET D’EAU
Tes beaux yeux sont las, pauvre amante !
Reste longtemps, sans les rouvrir,
Dans cette pose nonchalante
Où t'a surprise le plaisir.
Dans la cour le jet d'eau qui jase
Et ne se tait ni nuit ni jour,
Entretient doucement l'extase
Où ce soir m'a plongé l'amour.
La gerbe épanouie
En mille fleurs,
Où Phoebé réjouie
Met ses couleurs,
Tombe comme une pluie
De larges pleurs.
Ainsi ton âme qu'incendie
L'éclair brûlant des voluptés
S'élance, rapide et hardie,
Vers les vastes cieux enchantés.
Puis, elle s'épanche, mourante,
En un flot de triste langueur,
Qui par une invisible pente
Descend jusqu'au fond de mon coeur.
La gerbe épanouie
En mille fleurs,
Où Phoebé réjouie
Met ses couleurs,
Tombe comme une pluie
De larges pleurs.
Ô toi, que la nuit rend si belle,
Qu'il m'est doux, penché vers tes seins,
D'écouter la plainte éternelle
Qui sanglote dans les bassins !
Lune, eau sonore, nuit bénie,
Arbres qui frissonnez autour,
Votre pure mélancolie
Est le miroir de mon amour.
La gerbe épanouie
En mille fleurs,
Où Phoebé réjouie
Met ses couleurs,
Tombe comme une pluie
De larges pleurs.
Μουσική: Claude Debussy.
Σοπράνο: Chelsea Basler.
Πιάνο: Jungmee Kim.
Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2008
"L’ANNO CHE VERRÀ": ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΑΝΤΩΝΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΧΡΗΣΤΟ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο LUCIO DALLA
L’ANNO CHE VERRÀ
Caro amico ti scrivo così mi distraggo un po'
e siccome sei molto lontano più forte ti scriverò.
Da quando sei partito c'è una grossa novità,
l'anno vecchio è finito ormai
ma qualcosa ancora qui non va.
Si esce poco la sera compreso quando è festa
e c'è chi ha messo dei sacchi di sabbia vicino alla finestra,
e si sta senza parlare per intere settimane,
e a quelli che hanno niente da dire
del tempo ne rimane.
Ma la televisione ha detto che il nuovo anno
porterà una trasformazione
e tutti quanti stiamo già aspettando
sarà tre volte Natale e festa tutto il giorno,
ogni Cristo scenderà dalla croce
anche gli uccelli faranno ritorno.
Ci sarà da mangiare e luce tutto l'anno,
anche i muti potranno parlare
mentre i sordi già lo fanno.
E si farà l'amore ognuno come gli va,
anche i preti potranno sposarsi
ma soltanto a una certa età,
e senza grandi disturbi qualcuno sparirà,
saranno forse i troppo furbi
e i cretini di ogni età.
Vedi caro amico cosa ti scrivo e ti dico
e come sono contento
di essere qui in questo momento,
vedi, vedi, vedi, vedi,
vedi caro amico cosa si deve inventare
per poterci ridere sopra,
per continuare a sperare.
E se quest'anno poi passasse in un istante,
vedi amico mio
come diventa importante
che in questo istante ci sia anch'io.
L'anno che sta arrivando tra un anno passerà
io mi sto preparando è questa la novità
ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ
Ο Andrés Segovia παίζει το κομμάτι La Arrulladora (Το νανούρισμα) του Mario Castelnuovo-Tedesco βασισμένο στο ποίημα Platero y Yo του Juan Ramón Jiménez.
Κρεμάστηκε χάριν του κ. Εδώδιμου Αποικιακού που το ζήτησε.
Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΤΙ ΩΡΑ ΑΠΟΨΕ ΚΛΕΙΝΕΙ;
"ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ"
ΓΙΑ ΤΟN ΣΤΑΧΤΟΥΡΗ
Τις νύχτες που μας πάνε τα φιλιά
Ταξίδι ως την όγδοη Σελήνη
Σε βρήκα να ρωτάς κάτι πουλιά:
Ο ουρανός τι ώρα απόψε κλείνει;
Αρχίζει το ταξίδι της χαράς
Χιονίζει μες τα μάτια μας χρυσάφι
Το αίμα το ζεστό σου να φοράς
Στο χιονισμένο του ουρανού χωράφι
Απόψε που διψάς για ουρανό
Πού να σου παραγγείλω ένα φεγγάρι
Πού να βρω ένα καράβι γιορτινό
Στ’ αστέρια δρομολόγιο να μας πάρει
Το ποίημα άρεσε και στην εικονιζόμενη κυρία Gessica Gusi, γειτονοπούλα μου στη Νάπολη.
ΤΡΑΚ ΚΑΙ ΤΑΡΑΧΗ
ΛΑΚΗΣ ΤΕΑΖΗΣ
ΕΙΣΑΙ ΩΡΑΙΑ ΣΑΝ ΑΜΑΡΤΙΑ
Στη γειτονιά σου το απόβραδο τη στήνω
και τις κινήσεις σου κοιτώ προσεκτικά
μ’ ένα τσιγάρο που με πίνει και το πίνω
ώσπου να δω για πού το βάζεις βιαστικά
Δεν έχω θάρρος για να ρθω να σου μιλήσω
όταν σε βλέπω νιώθω τρακ και ταραχή
τ’ αγγελικό σου το κορμί να ξεφυλλίσω
μες στις σελίδες του να μάθω τη ζωή
Είσαι ωραία σαν αμαρτία
κι εγώ παιδάκι της γειτονιάς
μη με κοιτάζεις μ’ αδιαφορία
από κοντά μου όταν περνάς
Μουσική: Σταύρος Κουγιουμτζής.
Πρώτη εκτέλεση: Δημήτρης Μητροπάνος.
ΚΑΝΕΝΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΠΙΑ
ΦΑΙΔΩΝ ο ΠΟΛΙΤΗΣ (1928 – 1986)
ΟΤΑΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑ
Όταν κατάλαβα
πως εγώ ο Κάιν κι ο αδελφός μου Άβελ
ή εγώ ο Άβελ κι ο αδελφός μου Κάιν
(στο μακρύ διάβα του χρόνου
δεν έχει ιδιαίτερη σημασία
το ποιος ήταν ποιος)
θα ήμασταν υποχρεωμένοι να κοιμηθούμε για πάντα
κάτω απ' την ίδια αδιάβροχη κουβέρτα,
έχασα κάθε ενδιαφέρον για το φόνο.
Από το βιβλίο: Φαίδων ο Πολίτης, «Ποιήματα», Εισαγωγή – επιλογή Ντίνου Χριστιανόπουλου, Εκδόσεις Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 37.
ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - ΝΤΕΜΠΥΣΣΥ 2
CHARLES BAUDELAIRE
HARMONIE DU SOIR
Voici venir les temps où vibrant sur sa tige
Chaque fleur s'évapore ainsi qu'un encensoir;
Les sons et les parfums tournent dans l'air du soir;
Valse mélancolique et langoureux vertige!
Chaque fleur s'évapore ainsi qu'un encensoir;
Le violon frémit comme un coeur qu'on afflige;
Valse mélancolique et langoureux vertige!
Le ciel est triste et beau comme un grand reposoir.
Le violon frémit comme un coeur qu'on afflige,
Un coeur tendre, qui hait le néant vaste et noir!
Le ciel est triste et beau comme un grand reposoir;
Le soleil s'est noyé dans son sang qui se fige.
Un coeur tendre, qui hait le néant vaste et noir,
Du passé lumineux recueille tout vestige!
Le soleil s'est noyé dans son sang qui se fige...
Ton souvenir en moi luit comme un ostensoir!
Μουσική: Claude Debussy.
Σοπράνο: Chelsea Basler.
Πιάνο: Jungmee Kim.
Τ' ΑΛΛΑ ΠΟΥΛΙΑ
ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ
ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ
Στον Οδυσσέα Ελύτη
Δε δίνω αίμα στις φλέβες των πουλιών
και τα ποτάμια μου κρατήσαν τα νερά τους
επάνω στα ψηλά βουνά τρεις βίγλες έχω στήσει
μεσ’ στη σπηλιά μου φύλαξα τους αετούς
Ελάτε βγήτε στον κάμπο περιστέρια μου
με τις γαλάζιες κορδέλες στο λαιμό σας
ελάτε βγήτε με το φεγγάρι στην καρδιά
σα θα σηκώσω την ταφόπετρά μου
Αργοπεθαίνουν γύρω μου τ’ άλλα πουλιά
ελάτε βγήτε στον κάμπο περιστέρια μου
ελάτε βγήτε σφαγμένα περιστέρια μου
Από το βιβλίο: Μίλτος Σαχτούρης, «Ποιήματα 1945-1971», Κέδρος, Αθήνα 1977.
Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2008
Ο ΣΕΓΚΟΒΙΑ ΕΡΜΗΝΕΥΕΙ ΑΛΒΕΝΙΘ
Ο Αντρές Σεγκόβια ερμηνεύει Ισαάκ Aλβένιθ: Asturias (Leyenda),
Nº 5 από την Suite Espagnole pour piano, Op. 47.
ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - ΝΤΕΜΠΥΣΣΥ 1
CHARLES BAUDELAIRE
LE BALCON
Mère des souvenirs maîtresse des maîtresses
O toi, tous mes plaisirs! O, toi, tous mes devoirs!
Tu te rappelleras la beauté des caresses,
La douceur du foyer et le charme des soirs,
Mère des souvenirs maîtresse des maîtresses,
Les soirs illuminés par l'ardeur du charbon,
Et les soirs au balcon, voiles de vapeurs roses.
Que ton sein m'était doux! Que ton coeur m'était bon!
Nous avons dit souvent d'impérissables choses
Les soirs illuminés par l'ardeur du charbon,
Que les soleils sont beaux dans les chaudes soirées!
Que l'espace est profond! Que le coeur est puissant!
En me penchant vers toi, reine des adorées,
Je croyais respirer le parfum de ton sang.
Que les soleils sont beaux dans les chaudes soirées!
La nuit s'épaississait ainsi qu'une cloison,
Et mes yeux dans le noir devinaient tes prunelles,
Et je buvais ton souffle, O douceur! O poison!
Et tes pieds s'endormaient dans mes mains fraternelles.
La nuit s'épaississait ainsi qu'une cloison,
Je sais l'art d'évoquer les minutes heureuses,
Et revis mon passé blotti dans tes genoux.
Car à quoi bon chercher tes beautés langoureuses
Ailleurs qu'en ton cher corps et qu'en ton coeur si doux?
Je sais l'art d'évoquer les minutes heureuses!
Ces serments, ces parfums, ces baisers infinis,
Renaîtront-ils d'un gouffre interdit à nos sondes,
Comme montent au ciel les soleils rajeunis
Après s'être lavés au fond des mers profondes?
O serments! O parfums! O baisers infinis!
Μουσική: Claude Debussy.
Σοπράνο: Chelsea Basler.
Πιάνο: Jungmee Kim.
ΕΝΑΣ ΠΟΝΟΣ ΒΑΘΥΣ
GEORG TRAKL
GRODEK
Am Abend tönen die herbstlichen Wälder
Von tödlichen Waffen, die goldnen Ebenen
Und blauen Seen, darüber die Sonne
Düstrer hinrollt; umfängt die Nacht
Sterbende Krieger, die wilde Klage
Ihrer zerbrochenen Münder.
Doch stille sammelt im Weidengrund
Rotes Gewölk, darin ein zürnender Gott wohnt
Das vergoßne Blut sich, mondne Kühle;
Alle Straßen münden in schwarze Verwesung.
Unter goldnem Gezweig der Nacht und Sternen
Es schwankt der Schwester Schatten durch den schweigenden Hain,
Zu grüßen die Geister der Helden, die blutenden Häupter;
Und leise tönen im Rohr die dunkeln Flöten des Herbstes.
O stolzere Trauer! ihr ehernen Altäre
Die heiße Flamme des Geistes nährt heute ein gewaltiger Schmerz,
Die ungebornen Enkel.
**********
ΓΚΡΟΝΤΕΚ
Το βράδυ αντηχούν στου φθινοπώρου τα δάση κλαγγές
από όπλα θανάτου, στις γαλάζιες τις λίμνες,
στις χρυσές πεδιάδες, ο ήλιος επάνω τους
κυλάει σκοτεινός· σφίγγει η νύχτα στον κόλπο της
μαχητές που πεθαίνουν, τον άγριο θρήνο
των σπασμένων χειλιών τους.
Νέφος κόκκινο αμίλητο βρέχει το χώμα
το χυμένο το αίμα, φεγγάρι ψυχρό ―
μέσα του οικεί ένας οργίλος Θεός·
όλοι οι δρόμοι εκβάλλουν στο μελάνι της σήψης.
Κάτω απ' της νύχτας τα χρυσά κλαδιά και τ' αστέρια
της νοσοκόμας ο ίσκιος σαλεύει σ’ ένα άλσος βουβό
χαιρετώντας πνεύματα ηρώων, κεφαλές ματωμένες·
στην καλαμιά ηχούν σιγανά του φθινοπώρου οι μαύροι αυλοί.
Ω υπερήφανο πένθος! εσείς σιδερένιοι βωμοί,
την καυτή φλόγα του πνεύματος τρέφει απόψε ένας
πόνος βαθύς,
τ' αγέννητα εγγόνια.
1914
Μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης.
ΤΟ ΑΝΘΟΣ ΤΗΣ ΩΡΑΙΑΣ ΛΕΞΗΣ
JOSÉ HIERRO (1922-2002)
PARA UN ESTETA
Tú que hueles la flor de la bella palabra
acaso no comprendas las mías sin aroma.
Tú que buscas el agua transparente
no has de beber mis aguas rojas.
Tú que sigues el vuelo de la belleza, acaso
nunca jamás pensaste cómo la muerte ronda
ni cómo vida y muerte -agua y fuego- hermanadas
van socavando nuestra roca.
Perfección de la vida que nos talla y dispone
para la perfección de la muerte remota.
Y lo demás, palabras, palabras, y palabras,
¡ay, palabras maravillosas!
Tú que bebes el vino en la copa de plata
no sabes el camino de la fuente que brota
en la piedra. No sacias tu sed en agua pura
con tus dos manos como copa.
Lo has olvidado todo porque lo sabes todo.
Te crees dueño, no hermano menor de cuanto nombras.
Y olvidas las raíces ( «Mi Obra», dices ), olvidas
que vida y muerte son tu obra.
No has venido a la tierra a poner diques y orden
en el maravilloso desorden de las cosas.
Has venido a nombrarlas, a comulgar con ellas
sin alzar vallas a su gloria.
Nada te pertenece. todo es afluente, arroyo.
Sus aguas en tu cauce temporal desembocan.
Y hechos un solo río os vertéis en el mar
«que es el morir», dicen las coplas.
No has venido a poner orden, dique. Has venido
a hacer moler la muela con tu agua transitoria.
Tu fin no está en ti mismo ( «Mi Obra», dices ), olvidas
que vida y muerte son tu obra.
Y que el cantar que hoy cantas será apagado un día
por la música de otras olas.
Από τη συλλογή: «Quinta del 42», 1952.
*********************
ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΕΣΤΕΤ
Εσύ που οσμίζεσαι το άνθος της ωραίας λέξης
ίσως δεν καταλαβαίνεις τις χωρίς άρωμα δικές μου.
Εσύ που ψάχνεις το νερό που τρέχει διάφανο
δεν πρέπει να πιεις τα κόκκινα νερά μου.
Εσύ που ακολουθείς το πέταγμα της ομορφιάς, ίσως
ποτέ δεν σκέφτηκες πώς μας φλερτάρει ο θάνατος
ούτε πώς ζωή και θάνατος – νερό και φωτιά- αδελφωμένα
σκάβουν σιγά σιγά το βράχο μας.
Τελειότης της ζωής που μας διαπλάθει και μας ετοιμάζει
για του θανάτου την τελειότητα τη μακρινή.
Τα υπόλοιπα, λέξεις, λέξεις, όλο λέξεις,
Αχ! Τι θαυμάσιες λέξεις!
Εσύ που πίνεις το κρασί στην ασημένια κούπα
δεν γνωρίζεις το δρόμο της πηγής που αναβλύζει
στην πέτρα. Δεν χορταίνεις τη δίψα σου στο καθαρό νερό της
με τα δυο χέρια σου σαν κούπα.
Τα ξέχασες όλα γιατί τα ξέρεις όλα.
Περνάς για αφεντικό, κι όχι αδελφός μικρός των όσων ονομάζεις.
Και ξεχνάς ( «Το Έργο Μου», λες) ξεχνάς
ότι ζωή και θάνατος είναι το έργο σου.
Δεν ήρθες στη γη να βάλεις σύνορα και τάξη
στην θαυμαστή αταξία των πραγμάτων.
Ήρθες να τα ονομάσεις, να τα μεταλάβεις
χωρίς να υψώσεις φράχτες για τη δόξα σου.
Τίποτα δεν σου ανήκει. Όλα πλημμύρα είναι, χείμαρρος.
Και τα νερά σου στη χρονική σου κοίτη εκβάλλουν.
και γινωμένα ένα ποτάμι τα ρίχνεις στη θάλασσα
«που είναι ο θάνατος» όπως λέει κι ο στίχος.
Δεν ήρθες για να βάλεις τάξη, σύνορο. Ήρθες
να κάνεις για ν’ αλέσει η μυλόπετρα με το περαστικό νερό σου.
Το τέλος σου δεν βρίσκεται σε σένα ( «Το Έργο Μου», λες) , ξεχνάς
ότι ζωή και θάνατος είναι το έργο σου.
Και πως το άσμα που σήμερα λες σβηστό θα ‘ναι μια μέρα
από τη μουσική άλλων κυμάτων.
Μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης.
Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2008
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΜΑΡΚΟΣ: "ΑΝ ΦΥΓΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ"
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ
ΑΝ ΦΥΓΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
Αν φύγουμε στον πόλεμο, μικρό μου Χαρικλάκι,
θα κάνεις τον εισπράκτορα ή και το σωφεράκι.
Θ' αφήσεις το νοικοκυριό, θ' αφήσεις την κουζίνα,
τραγιάσκα θα φορείς στραβά, θα σου πηγαίνει φίνα.
Θα κόβεις εισιτήριο, στο τραμ, για το Παγκράτι,
οι γέροι θα σου κλείνουνε, με πονηριά το μάτι.
Κι όσοι για τα ματάκια σου, τα μαύρα τσιμπηθούνε,
και ρέστα από χιλιάρικο, ποτέ δε θα ζητούνε.
Στίχοι: Κώστας Κοφινιώτης.
Μουσική: Μάρκος Βαμβακάρης.
Πρώτη εκτέλεση: Μάρκος Βαμβακάρης.
Η ΩΡΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΟΣ
ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ
ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Στο περιβολάκι
μπρος στην εκκλησιά
θύμιζες πουλάκι
σ’ άγρια φυλλωσιά
δυόσμο κι αγιοκέρι
κράταγες στο χέρι
κι έλεγες «Ραββί
σώσε μας και πάλι»
ήτανε Μεγάλη Παρασκευή
Νύχτες κι άλλες νύχτες
γύρισε η χρονιά
τού πολέμου οι δείχτες
σήμαναν εννιά
κι είδαμε να βγαίνει
μ’ όψη κολασμένη
μέσα απ’ το κλουβί
το φριχτό τσακάλι
ήτανε Μεγάλη Παρασκευή
Τα παιδιά φευγάτα
άδεια τα χωριά
πάλευαν τα νιάτα
για την λευτεριά
κι όταν ήρθα λίγο
να σε δω πριν φύγω
έκλαιγες βουβή
με σκυφτό κεφάλι
ήτανε Μεγάλη Παρασκευή
Από τον δίσκο «Νυν και Αεί» (1974).
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος.
Ερμηνεία: Βίκυ Μοσχολιού.
Ε Κ Ε Ι Ν Ω Ν . . .
ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ (1921 - 2006)
ΚΙΒΩΤΟΣ ΤΟΥ ΝΩΕ
Ήταν κι η επανάσταση
πέρα από κάθε κίνητρο
μια ιδεώδης διέξοδος
Τόσες ζητωκραυγές
τόσα όνειρα
τόσες αστραπές
πού να χωρέσουν
Ύστερα από την καταστολή
οι θλιβεροί επιζώντες
είκοσι χρόνια περιφέρουν
τα λείψανα της πυρκαγιάς
Κι αναλογίζονται με κάποιο φθόνο
τις αναλλοίωτες μορφές Εκείνων
που έπεσαν σε μιαν ακμή
Από το βιβλίο: Κλείτος Κύρου, «Εν όλω – συγκομιδή 1943 - 1997», Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1997, σελ. 162.
Ο ΠΑΒΑΡΟΤΤΙ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΜΟΤΣΑΡΤ
WOLFGANG AMADEUS MOZART
UN’AURA AMOROSA
Un’aura amorosa
Del nostro tesoro
Un dolce ristoro
Al cor porgerà;
Al cor che, nudrito
Da speme, da amore,
Di un’esca migliore
Bisogno non ha.
Λιμπρέττο: Lorenzo da Ponte.
Όπερα: Così fan tutte (1790), KV 588, Πράξη I, Σκηνή III.
Ο ΓΟΛΓΟΘΑΣ ΤΟΥ ΕΚΠΤΩΤΟΥ
MANUEL ALTOLAGUIRRE
PARA ALCANZAR LA LUZ
Dicen que soy un ángel
y, peldaño a peldaño,
para alcanzar la luz
tengo que usar las piernas.
Cansado de subir, a veces ruedo
(tal vez serán los pliegues de mi túnica),
pero un ángel rodando no es un ángel
si no tiene el honor de llegar al abismo.
Y lo que yo encontré en mi mayor caída
era blando, brillante;
recuerdo su perfume,
su malsano deleite.
Desperté y ahora quiero
encontrar la escalera,
para subir sin alas
poco a poco a mi muerte.
**********
ΕΚΠΤΩΤΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ
Λένε πως άγγελος είμαι
και, σκαλί το σκαλί,
τα μέλη μου να σύρω πρέπει,
στο φως, ψηλά, για ν’ αποφτάσω.
Καταπονημένος από τ’ ανέβασμα
φορές-φορές κατρακυλώ.
-Οι πτυχώσεις να φταίν του χιτώνα μου;-
Μα άγγελος εν πτώσει,
δίχως στην κόλαση να φτάσει,
άγγελος δεν λογίζεται.
Κι αυτό που εγώ
στην πτώση τη μεγάλη μου αντάμωσα,
γλυκό ήταν κι εκτυφλωτικό·
το άρωμά του θυμάμαι,
την κολασμένη του λαγνεία.
Τώρα πια σηκώθηκα
και τη σκάλα νά ’βρω θέλω,
λίγο-λίγο ν’ ανεβώ
-με τα φτερά μου δίχως-
το Γολγοθά μου.
Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη.
Αφιερωμένο από τη μεταφράστρια στον Locus Solus.
Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2008
Ω ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΠΡΟΣΦΙΛΗΣ ΚΑΙ ΜΟΙΡΑΙΑ!
GIUSEPPE VERDI
VA, PENSIERO, SULL’ALI DORATE
Va, pensiero, sull'ali dorate;
Va, ti posa sui clivi, sui colli,
Ove olezzano tepide e molli
L'aure dolci del suolo natal!
Del Giordano le rive saluta,
Di Sionne le torri atterrate...
Oh mia patria si bella e perduta!
O membranza sì cara e fatal!
Arpa d'or dei fatidici vati,
Perché muta dal salice pendi?
Le memorie nel petto raccendi,
Ci favella del tempo che fu!
O simile dei Solima ai fati
Traggi un suono di crudo lamento,
O t'ispiri il Signore un concento
Che ne infonda al patire virtù!
Giuseppe Verdi, «Nabucco» (1842), 3η πράξη.
Metropolitan Opera House 2001, διευθύνει ο James Levine.
ΠΑΛΙΟΚΟΥΒΕΝΤΕΣ
BERTOLT BRECHT
ΣΟΝΕΤΤΟ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ.15
(Η ΧΡΗΣΗ ΧΥΔΑΙΩΝ ΛΕΞΕΩΝ)
Εγώ ο άμετρος, που ζω μετρίως, στα τρία μου
σας γράφω, φίλοι να το ξέρετε! Σο-
βαρά ποθώ χυδαία να σας ξεχέσω
- ανάγκη δεν σας έχω… μήτε χρεία μου!
Στο πήδημα τα λόγια φτιάχνουν καύλα:
το χαίρεται ο γαμιάς να λέει γα-μή-σι
- κι αυτός, που λέξεις έχει να σκορπίσει,
ποτέ του δεν θα κοιμηθεί σε τάβλα.
Γαμίκουλες καλούς η γλώσσα θά ’χει στέψει,
μόνο όταν το κοράσι τούς πιπώσει
στεγνά κι αγρίως -κοντά στο νου κι η γνώση.
Στεγνός στο πνεύμα μόνο μην και μείνω!
Η τέχνη του άντρα λέει: γαμώ με σκέψη∙
κι η πολυτέλεια: να γελάω, όταν χύνω!
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Από το βιβλίο: Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Σάουνα και συνουσία», ύψιλον / βιβλία, Αθήνα 2005, σελ. 43.
Η ΗΦΑΙΣΤΕΙΩΔΗΣ ΩΡΑ
ΝΙΚΟΣ ΛΑΖΑΡΗΣ
ΟΡΑΜΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ
Τι νύχτες λοιπόν
κατρακυλώντας οι βροχές
σιδερώνουν τον ποταμό
και τρίζουν υπόκωφα
τα στεφάνια των αστεριών
το πλήθος βλέπω βουβό
να παρελαύνει στα μνήματα
(τόση απόγνωση, τόση αντοχή).
Κάποτε ο κραδασμός
του παγωμένου ονείρου
έξω από το σελοφάν θα μετρηθεί
τα μάτια της γάτας θα γυαλίσουν
παράξενα στο πλακόστρωτο
και της καρδιάς τα φύλλα
θα ταραχθούν
στο σπάνιο εκείνο χώνεμα
του τριαντάφυλλου
με τη γλυκιά
ηφαιστειώδη ώρα.
Από το βιβλίο: Νίκος Λάζαρης, «Η ένταση είναι διαρκής», Ποιήματα 1975-2002, Τυπωθήτω, Αθήνα 2006, σελ. 54.
ΤΑ ΩΡΑΙΑ ΩΔΙΚΑ ΠΟΥΛΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΑ
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ
Παρ’ όλο που σε όλη μου τη ζωή βιαζόμουν, η νύχτα μ’ έβρισκε πάντα απροετοίμαστο ή μάζευα τα φύλλα του φθινοπώρου, έχουν μια μυστηριώδη τύχη που μας ξεπερνά και γενικά τ' ανθρωπιστικά αισθήματα δε σ’ ανεβάζουν ψηλά, το πολύ να φτάσεις ώς τη λαιμητόμο ή έστω ώς το παράθυρο μιας γυναίκας με κόκκινα μαλλιά, και λέω κόκκινα γιατί αγαπώ το μέλλον, όπως και τα φαρμακεία τη νύχτα μοιάζουν με φανταστικές εξόδους κι οι ποιητές ονειρεύονται ρωμαϊκές γιορτές ή αρνούνται να πεθάνουν, κατά τα άλλα συνήθως καίγομαι, έτσι ξεχειμωνιάζω καλύτερα ή στα σπίτια που μ’ έδιωχναν άφηνα πάντα πίσω απ’ την πόρτα ένα τσεκούρι.
Aλλά οι καλύτερες στιγμές μου είναι τα βράδια, όταν ανοίγω το παράθυρο κι αφήνω
ελεύθερα τα ωραία ωδικά πουλιά που εκγυμνάζω τις ατέλειωτες ώρες της αιχμαλωσίας.
Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2008
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΑΝΤΡΙΑΝΑ ΒΑΡΕΛΑ
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ADRIANA VARELA
MALENA
Malena canta el tango como ninguna
y cada verso pone su corazón.
A yuyo de suburbio su voz perfuma.
Malena tiene pena de bandoneón.
Tal vez allá, en la infancia, su voz de alondra
tomó ese tono oscuro de callejón;
o acaso aquel romance que sólo nombra
cuando se pone triste con el alcohol...
Malena canta el tango con voz de sombra;
Malena tiene pena de bandoneón.
Tu canción
tiene frío del último encuentro.
Tu canción
se hace amarga en la sal del recuerdo
Yo no sé
si tu voz es la flor de una pena,
solo sé
que al rumor de tus tangos, Malena,
te siento más buena,
más buena que yo.
Tus ojos son oscuros como el olvido;
tus labios, apretados como el rencor;
tus manos, dos palomas que tienen frío;
tus venas tienen sangre de bandoneón...
Tus tangos son criaturas abandonadas
que cruzan sobre el barro del callejón
cuando todas las puertas están cerradas
y ladran los fantasmas de la canción.
Malena canta el tango con voz quebrada;
Malena tiene pena de bandoneón.
Στίχοι: Homero Manzi.
Μουσική: Lucio Demare.
Τραγούδι του 1941.
ΕΔΩ ΧΤΥΠΑΕΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΣΙΚΕΛΙΑΣ
VITTI NA CROZZA
Vitti na crozza supra nu cannuni
fui curiuso e ci vossi spiare
idda m'arrispunniu cu gran duluri
murivi senza un tocco di campani
Si nni eru si nni eru li me anni
si nni eru si nni eru un sacciu unni
ora ca sugnu vecchio di ottant'anni
chiamu la morti i idda m arrispunni
Cunzatimi cunzatimi lu me letto
ca di li vermi su manciatu tuttu
si nun lu scuntu cca lume peccatu
lu scuntu allautra vita a chiantu ruttu
C’è nu giardinu ammezu di lu mari
tuttu ntessutu di aranci e ciuri
tutti l'acceddi cci vannu a cantari
puru i sireni cci fannu all'amuri
Τίτλος και σκηνές από μια ταινία του Pietro Germi (1950).
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Η ΤΖΟΝΙ ΜΙΤΣΕΛ
JONI MITCHELL
THE CIRCLE GAME
Yesterday a child came out to wonder
Caught a dragonfly inside a jar
Fearful when the sky was full of thunder
And tearful at the falling of a star
Then the child moved ten times round the seasons
Skated over ten clear frozen streams
Words like, when youre older, must appease him
And promises of someday make his dreams
And the seasons they go round and round
And the painted ponies go up and down
Were captive on the carousel of time
We cant return we can only look behind
From where we came
And go round and round and round
In the circle game
Sixteen springs and sixteen summers gone now
Cartwheels turn to car wheels thru the town
And they tell him,
Take your time, it wont be long now
Till you drag your feet to slow the circles down
And the seasons they go round and round
And the painted ponies go up and down
Were captive on the carousel of time
We cant return we can only look behind
From where we came
And go round and round and round
In the circle game
So the years spin by and now the boy is twenty
Though his dreams have lost some grandeur coming true
Therell be new dreams, maybe better dreams and plenty
Before the last revolving year is through
And the seasons they go round and round
And the painted ponies go up and down
Were captive on the carousel of time
We cant return, we can only look behind
From where we came
And go round and round and round
In the circle game
Live το 1966.
ΑΠΟ ΤΟ ΛΙΚΝΟ ΩΣ ΤΟΝ ΤΑΦΟ
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΕΝΙΟ ΤΟΥ ΟΡΘΡΟΥ ΜΟΥ
Tο διαμαντένιο του όρθρου μου πετράδι!
―Σ' αγαπώ με το πάθος που δεν ξέρει
παρά εσένα ουρανό κ’ εσένανε άδη,
με το πάθος τυφλό του σφιχτοχέρη.
Σ’ αγαπώ με τον ήλιο, με το αστέρι
που ολογλυκαίνει το πικρό αχνό βράδι,
και με του Γεναριού το καλοκαίρι,
μ’ εσάς της μυγδαλιάς ολόανθοι κλάδοι.
Σ’ αγαπώ με της άνοιξης τ’ αηδόνια,
με τα ξερά τα φύλλα που χρυσάφι
στρώνουν ταπί στ’ Άγιου Aντρεός το μήνα.
Σ’ αγαπώ με της θλίψης τα τρηδόνια
και με της αναγάλλιασης τα κρίνα.
M’ όσα οι κούνιες κρατάν και μ’ όσα οι τάφοι.
ΟΙ ΣΑΛΠΙΓΓΕΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΟΝΑΣ
Η ΗΤΤΑ
Νεαροί παλαιστές του τατουάζ
κρατούν την ήττα στα χέρια τους
Οι λαβές, τα μπράτσα των αγαλμάτων
ούτε σήμερα έφεραν ρεκόρ
Κούκλες από χώμα της Κίνας
την επιθυμητή νίκη τούς δείχνουνε
Μπαίνουν αμίλητοι στα αποχωρητήρια
στα λούνα παρκ χάνονται
Τώρα το θόρυβο από τα φερμουάρ
για σάλπιγγες στον ύπνο τους
εκλαμβάνουν
Προηγούμαι – λέει η φωνή
Έπομαι – λέει η ηχώ της.
Από το βιβλίο: Γιώργος Χρονάς, «Ο αναιδής θρίαμβος», Οδός Πανός, Αθήνα 1984, σελ. 21.
Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2008
H ΝΤΡΑΝΓΚΕΤΑ, Η ΚΑΜΟΡΑ ΚΑΙ Η ΜΑΦΙΑ
Ακούμε το παραδοσιακό καλαβρέζικο τραγούδι Ndrangheta, Camurra e Mafia από τον μοναδικό Οτέλλο Προφάτσιο.
ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΓΕΝΕΘΛΙΩΝ ΤΟΥ ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΑΝ ΠΟΕ ΣΗΜΕΡΑ
ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ Ο JOHN ASTIN:
EDGAR ALAN POE
THE RAVEN
Once upon a midnight dreary, while I pondered weak and weary,
Over many a quaint and curious volume of forgotten lore,
While I nodded, nearly napping, suddenly there came a tapping,
As of some one gently rapping, rapping at my chamber door.
`'Tis some visitor,' I muttered, `tapping at my chamber door -
Only this, and nothing more.'
Ah, distinctly I remember it was in the bleak December,
And each separate dying ember wrought its ghost upon the floor.
Eagerly I wished the morrow; - vainly I had sought to borrow
From my books surcease of sorrow - sorrow for the lost Lenore -
For the rare and radiant maiden whom the angels named Lenore -
Nameless here for evermore.
And the silken sad uncertain rustling of each purple curtain
Thrilled me - filled me with fantastic terrors never felt before;
So that now, to still the beating of my heart, I stood repeating
`'Tis some visitor entreating entrance at my chamber door -
Some late visitor entreating entrance at my chamber door; -
This it is, and nothing more,'
Presently my soul grew stronger; hesitating then no longer,
`Sir,' said I, `or Madam, truly your forgiveness I implore;
But the fact is I was napping, and so gently you came rapping,
And so faintly you came tapping, tapping at my chamber door,
That I scarce was sure I heard you' - here I opened wide the door; -
Darkness there, and nothing more.
Deep into that darkness peering, long I stood there wondering, fearing,
Doubting, dreaming dreams no mortal ever dared to dream before
But the silence was unbroken, and the darkness gave no token,
And the only word there spoken was the whispered word, `Lenore!'
This I whispered, and an echo murmured back the word, `Lenore!'
Merely this and nothing more.
Back into the chamber turning, all my soul within me burning,
Soon again I heard a tapping somewhat louder than before.
`Surely,' said I, `surely that is something at my window lattice;
Let me see then, what thereat is, and this mystery explore -
Let my heart be still a moment and this mystery explore; -
'Tis the wind and nothing more!'
Open here I flung the shutter, when, with many a flirt and flutter,
In there stepped a stately raven of the saintly days of yore.
Not the least obeisance made he; not a minute stopped or stayed he;
But, with mien of lord or lady, perched above my chamber door -
Perched upon a bust of Pallas just above my chamber door -
Perched, and sat, and nothing more.
Then this ebony bird beguiling my sad fancy into smiling,
By the grave and stern decorum of the countenance it wore,
`Though thy crest be shorn and shaven, thou,' I said, `art sure no craven.
Ghastly grim and ancient raven wandering from the nightly shore -
Tell me what thy lordly name is on the Night's Plutonian shore!'
Quoth the raven, `Nevermore.'
Much I marvelled this ungainly fowl to hear discourse so plainly,
Though its answer little meaning - little relevancy bore;
For we cannot help agreeing that no living human being
Ever yet was blessed with seeing bird above his chamber door -
Bird or beast above the sculptured bust above his chamber door,
With such name as `Nevermore.'
But the raven, sitting lonely on the placid bust, spoke only,
That one word, as if his soul in that one word he did outpour.
Nothing further then he uttered - not a feather then he fluttered -
Till I scarcely more than muttered `Other friends have flown before -
On the morrow he will leave me, as my hopes have flown before.'
Then the bird said, `Nevermore.'
Startled at the stillness broken by reply so aptly spoken,
`Doubtless,' said I, `what it utters is its only stock and store,
Caught from some unhappy master whom unmerciful disaster
Followed fast and followed faster till his songs one burden bore -
Till the dirges of his hope that melancholy burden bore
Of "Never-nevermore."'
But the raven still beguiling all my sad soul into smiling,
Straight I wheeled a cushioned seat in front of bird and bust and door;
Then, upon the velvet sinking, I betook myself to linking
Fancy unto fancy, thinking what this ominous bird of yore -
What this grim, ungainly, ghastly, gaunt, and ominous bird of yore
Meant in croaking `Nevermore.'
This I sat engaged in guessing, but no syllable expressing
To the fowl whose fiery eyes now burned into my bosom's core;
This and more I sat divining, with my head at ease reclining
On the cushion's velvet lining that the lamp-light gloated o'er,
But whose velvet violet lining with the lamp-light gloating o'er,
She shall press, ah, nevermore!
Then, methought, the air grew denser, perfumed from an unseen censer
Swung by Seraphim whose foot-falls tinkled on the tufted floor.
`Wretch,' I cried, `thy God hath lent thee - by these angels he has sent thee
Respite - respite and nepenthe from thy memories of Lenore!
Quaff, oh quaff this kind nepenthe, and forget this lost Lenore!'
Quoth the raven, `Nevermore.'
`Prophet!' said I, `thing of evil! - prophet still, if bird or devil! -
Whether tempter sent, or whether tempest tossed thee here ashore,
Desolate yet all undaunted, on this desert land enchanted -
On this home by horror haunted - tell me truly, I implore -
Is there - is there balm in Gilead? - tell me - tell me, I implore!'
Quoth the raven, `Nevermore.'
`Prophet!' said I, `thing of evil! - prophet still, if bird or devil!
By that Heaven that bends above us - by that God we both adore -
Tell this soul with sorrow laden if, within the distant Aidenn,
It shall clasp a sainted maiden whom the angels named Lenore -
Clasp a rare and radiant maiden, whom the angels named Lenore?'
Quoth the raven, `Nevermore.'
`Be that word our sign of parting, bird or fiend!' I shrieked upstarting -
`Get thee back into the tempest and the Night's Plutonian shore!
Leave no black plume as a token of that lie thy soul hath spoken!
Leave my loneliness unbroken! - quit the bust above my door!
Take thy beak from out my heart, and take thy form from off my door!'
Quoth the raven, `Nevermore.'
And the raven, never flitting, still is sitting, still is sitting
On the pallid bust of Pallas just above my chamber door;
And his eyes have all the seeming of a demon's that is dreaming,
And the lamp-light o'er him streaming throws his shadow on the floor;
And my soul from out that shadow that lies floating on the floor
Shall be lifted - nevermore!