Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2008
ΤΟ ΑΝΘΟΣ ΤΗΣ ΩΡΑΙΑΣ ΛΕΞΗΣ
JOSÉ HIERRO (1922-2002)
PARA UN ESTETA
Tú que hueles la flor de la bella palabra
acaso no comprendas las mías sin aroma.
Tú que buscas el agua transparente
no has de beber mis aguas rojas.
Tú que sigues el vuelo de la belleza, acaso
nunca jamás pensaste cómo la muerte ronda
ni cómo vida y muerte -agua y fuego- hermanadas
van socavando nuestra roca.
Perfección de la vida que nos talla y dispone
para la perfección de la muerte remota.
Y lo demás, palabras, palabras, y palabras,
¡ay, palabras maravillosas!
Tú que bebes el vino en la copa de plata
no sabes el camino de la fuente que brota
en la piedra. No sacias tu sed en agua pura
con tus dos manos como copa.
Lo has olvidado todo porque lo sabes todo.
Te crees dueño, no hermano menor de cuanto nombras.
Y olvidas las raíces ( «Mi Obra», dices ), olvidas
que vida y muerte son tu obra.
No has venido a la tierra a poner diques y orden
en el maravilloso desorden de las cosas.
Has venido a nombrarlas, a comulgar con ellas
sin alzar vallas a su gloria.
Nada te pertenece. todo es afluente, arroyo.
Sus aguas en tu cauce temporal desembocan.
Y hechos un solo río os vertéis en el mar
«que es el morir», dicen las coplas.
No has venido a poner orden, dique. Has venido
a hacer moler la muela con tu agua transitoria.
Tu fin no está en ti mismo ( «Mi Obra», dices ), olvidas
que vida y muerte son tu obra.
Y que el cantar que hoy cantas será apagado un día
por la música de otras olas.
Από τη συλλογή: «Quinta del 42», 1952.
*********************
ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΕΣΤΕΤ
Εσύ που οσμίζεσαι το άνθος της ωραίας λέξης
ίσως δεν καταλαβαίνεις τις χωρίς άρωμα δικές μου.
Εσύ που ψάχνεις το νερό που τρέχει διάφανο
δεν πρέπει να πιεις τα κόκκινα νερά μου.
Εσύ που ακολουθείς το πέταγμα της ομορφιάς, ίσως
ποτέ δεν σκέφτηκες πώς μας φλερτάρει ο θάνατος
ούτε πώς ζωή και θάνατος – νερό και φωτιά- αδελφωμένα
σκάβουν σιγά σιγά το βράχο μας.
Τελειότης της ζωής που μας διαπλάθει και μας ετοιμάζει
για του θανάτου την τελειότητα τη μακρινή.
Τα υπόλοιπα, λέξεις, λέξεις, όλο λέξεις,
Αχ! Τι θαυμάσιες λέξεις!
Εσύ που πίνεις το κρασί στην ασημένια κούπα
δεν γνωρίζεις το δρόμο της πηγής που αναβλύζει
στην πέτρα. Δεν χορταίνεις τη δίψα σου στο καθαρό νερό της
με τα δυο χέρια σου σαν κούπα.
Τα ξέχασες όλα γιατί τα ξέρεις όλα.
Περνάς για αφεντικό, κι όχι αδελφός μικρός των όσων ονομάζεις.
Και ξεχνάς ( «Το Έργο Μου», λες) ξεχνάς
ότι ζωή και θάνατος είναι το έργο σου.
Δεν ήρθες στη γη να βάλεις σύνορα και τάξη
στην θαυμαστή αταξία των πραγμάτων.
Ήρθες να τα ονομάσεις, να τα μεταλάβεις
χωρίς να υψώσεις φράχτες για τη δόξα σου.
Τίποτα δεν σου ανήκει. Όλα πλημμύρα είναι, χείμαρρος.
Και τα νερά σου στη χρονική σου κοίτη εκβάλλουν.
και γινωμένα ένα ποτάμι τα ρίχνεις στη θάλασσα
«που είναι ο θάνατος» όπως λέει κι ο στίχος.
Δεν ήρθες για να βάλεις τάξη, σύνορο. Ήρθες
να κάνεις για ν’ αλέσει η μυλόπετρα με το περαστικό νερό σου.
Το τέλος σου δεν βρίσκεται σε σένα ( «Το Έργο Μου», λες) , ξεχνάς
ότι ζωή και θάνατος είναι το έργο σου.
Και πως το άσμα που σήμερα λες σβηστό θα ‘ναι μια μέρα
από τη μουσική άλλων κυμάτων.
Μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης.
Δεν τη χορταίνω την πέτρα στην ποίηση. "Σώμα είναι η πέτρα που πίστεψε", "Άκου το θόρυβο/Βάλε τ' αυτί στην πέτρα", "Και τα σε μας αόρατα/με τ' αυτί στην πέτρα/σοβαρός και μόνος προσέχει"...και από σημέρα,"δε χορταίνεις τη δίψα σου στο καθαρό νερό της/με τα δυο σου χέρια σαν κούπα".
ΑπάντησηΔιαγραφή@ churchwarden: Ο Ρίτσος είναι γεμάτος πέτρες. Και πολλοί άλλοι βεβαίως. Καλλημέρα.
ΑπάντησηΔιαγραφή