Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2007
ΑΧ, ΠΟΥ 'ΣΑΙ ΝΙΟΤΗ...
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
ΣΚΛΑΒΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ
(Πρόλογος)
Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμιση ώρα της νυχτός.
Kι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός
μπρος στο κάθε τραπεζάκι. "Γεια σου, Kωνσταντή βαρβάτε"!
― Kαλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;
Ένας σού δινε ποτήρι κι άλλος σού δινεν ελιά.
Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά.
Kι αν σε πείραζε κανένας, -αχ, εκείνος ο Tριβέλας!-
έκανες, πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας.
Xτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά...
H ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Tάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;
Aχ, πού σαι, νιότη, πού δειχνες πως θα γινόμουν άλλος!
ΔΕΛΦΙΝΙΩΝ ΚΟΛΥΜΠΙ ΣΤ' ΑΝΟΙΧΤΑ
ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ
ΤΟΝ ΟΡΘΡΟΝ ΤΟΝ ΕΡΧΟΜΕΝΟΝ
Δελφινιών κολύμπι στ’ ανοιχτά. Κι η νύχτα
μ’ ενύπνιο μοναδικό το μέγα θήραμα των αλιέων
ο Ιχθύς που σπαρταράει καθημαγμένος
στις σιδερένιες του Άδου σιαγόνες.
Θάλασσα αστρόβλητη, ενάλιος ουρανός
πλαγκτόν που εισρέει μέσα απ’ τ’ αδηφάγο
στόμα στη σκοτεινιά των σπλάχνων.
Ακινητεί σε γλυκασμό το Αρχαίο Κήτος
ρέει το γάλα της ηδύτητας στον ουρανίσκο του
χορταίνει ειρηνικά την "Βρώσιν" την αδιάβρωτον
μαζί μ’ όλα τα καταβροχθισμένα κόκκαλά μας
διάβροχα απ’ την αρμύρα ωκεανών δακρύων
γενεών και γενεών. Γλυμμένα από το κύμα
σε φλάουτα ουρανικά, να ορθρίζουμε τώρα
μέσα απ’ το κήτος του Ιωνά
τον όρθρον τον Ερχόμενον.
Από το βιβλίο: Μελισσάνθη, «Οδοιπορικό» Ποιήματα 1930 - 1984, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2000, σελ. 345.
Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2007
ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ ΟΙ ΜΑΝΤΡΕΝΤΕΟΥΣ
ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ ΟΙ MADREDEUS
O PASTOR
Ai que ninguém volta
ao que já deixou
ninguém larga a grande roda
ninguém sabe onde é que andou
Ai que ninguém lembra
nem o que sonhou
(e)aquele menino canta
a cantiga do pastor
Ao largo
ainda arde
a barca
da fantasia
e o meu sonho acaba tarde
deixa a alma de vigia
Ao largo
ainda arde
a barca
da fantasia
e o meu sonho acaba tarde
acordar é que eu não queria
Μουσική: Madredeus.
Στίχοι: Pedro Ayres Magalhães.
ΣΒΗΝΟΥΝ ΟΙ ΙΣΚΙΟΙ
EUGENIO MONTALE
ΤΑ ΣΚΟΥΛΑΡΙΚΙΑ
Σβήνουν όλοι των πτήσεων οι ίσκιοι στον υδράργυρο
του κατόπτρου. (Ούτε απ’ τη δικιά σου απόμεινε χνάρι.)
Πέρασε το σφουγγάρι, και τις ανυπεράσπιστες
εκυνήγησε λάμψεις έξω απ’ τον χρυσαφένιο δίσκο.
Τους λίθους, τα κοράλλια σου, την ισχύ της εξουσίας
που σε αρπάζει εγύρευα· αποφεύγω
τη θέαινα εκείνη που δεν σαρκώνεται, τους πόθους
κουβαλώ, ώσπου να τους κάψει τ’ αστροπελέκι σου.
Έλυτρα κροταλίζουν έξω, το ξόδι το τρελό
κροταλίζει και ξέρει πως δύο ζωές δεν λογαριάζονται,
καν δεν μετράνε. Απαλές μέσα στο κάδρο
γυρνούν της εσπέρας οι μέδουσες. Το είδωλό σου
θα ’ρθεί από κάτω: κοκκαλιάρικα χέρια
ανεβαίνουν έρποντας από χαμηλά
και κρεμάν στους λοβούς σου τα κοράλλια.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
ΓΙ' ΑΥΤΟ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ
ΧΑΜΗΛΟΦΩΝΩΣ
Διότι είσαι το πρώτο εφετινό χελιδόνι που μπήκε απ' το
φεγγίτη έκαμε τρεις γύρους στο ταβάνι και ήσουν κα-
τόπιν όλα μαζί τα χελιδόνια
Διότι είσαι μια μεριά ήρεμη της θάλασσας όπου το κύμα
Kόβει κομμάτια το φεγγάρι και το ρίχνει στην ψιλή άμμο
Διότι τα χέρια μου είναι άδεια σαν καρύδια που η ψίχα
τους φαγώθηκε από παράσιτα
Kι εσύ τα γέμισες με τα μαλλιά σου και το μέτωπό σου
Διότι στα μαλλιά σου περνώ τα δαχτυλά μου όπως περνάει
ο αγέρας από φύλλα κυπαρισσιού
Διότι είμαι ένα σπίτι εξοχικό κι έρχεσαι μόνη το καλοκαίρι
και κοιμάσαι
Kαι ξυπνάς πότε-πότε τα μεσάνυχτα ανάβεις τη λάμπα και
θυμάσαι
Διότι θυμάσαι
Γι' αυτό σ' αγαπώ κι ανάμεσα στα τελευταία πουλιά είμα-
στε μαζί
Kι απέναντί μας η θάλασσα φθείρεται ν' ανεβοκατεβαίνει
τα δέντρα
...πως πηγαίναμε σε μια κατηφοριά της Bάρκιζας
Kι ένα γύρω οι χρωματιστές πέτρες μάς ακολουθούσαν
Γιατί όταν σκύβω πάνω από πηγάδια βλέπω την επιφάνεια
του νερού και λέω: νά το ριζικό κι η ματιά της
Γιατί βλέπαμε μαζί τρεις τσιγγάνες κίτρινες τυλιγμένες
απ' το κόκκινο - σαν τα μάτια τού μπεκρή - λυκόφως
Kαι είπαμε νά το ριζικό νά οι αγάπες βγήκαν στους δρό-
μους για τον επιούσιο
Γιατί βλέπαμε μαζί τις τρεις τσιγγάνες
Nά 'ρχονται και να χάνονται
Γι' αυτό σ' αγαπώ
Kι ανάμεσα στα τελευταία πουλιά
Eίσαι κείνο που γλύτωσε απ' τα σκάγια
Γιατί είμαι γεμάτος από σένα και μπρος από κάθε τι
από σκέψη από αίσθηση κι από φωνή
Eίναι κάτι δικό σου που σαν αθλητής τερματίζει πρώτο
Γιατί τα βλέφαρά σου είναι βρύα σε σχισμάδες βράχων
Γι' αυτό σ' αγαπώ.
ΕΝΑ ΚΑΤΑΚΙΤΡΙΝΟ ΦΑΡΜΑΚΕΡΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
ΣΤΑΥΡΟΣ ΒΑΒΟΥΡΗΣ
ΕΡΧΟΤΑΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΒΡΟΧΗ
Ερχόταν πράγματι βροχή·
ο αέρας είχε σταματήσει
κι ο ουρανός χαμήλωνε σταχτής.
Μα μ’ όλες τις πρώτες ψιχάλες
Δεν έβρεξε στο τέλος.
Τώρα μου γράφεις· «Είπα ότι θα βρέξει…»
Εν τούτοις –είμαι βέβαιος– δεν έβρεξε.
Αυτό ’ναι γεγονός.
Κι εκτός αυτού, κατά το βράδυ, αργότερα
άνοιξε τον ουρανό ο αέρας που ξανάρχισε
κι ίσαμε τις τρεις
κυλούσε σαν να σάρκαζε
ένα κατακίτρινο φαρμακερό φεγγάρι.
Από το βιβλίο: Σταύρος Βαβούρης, «Ποιήματα», Ερμής, Αθήνα 1977, σελ. 150.
Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2007
Η 500ή ΑΝΑΡΤΗΣΗ: Η ΑΝΑΛΑΜΠΗ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
Ο ΛΑΜΠΡΟΣ
Απόσπασμα 32
Στην κορυφή της θάλασσας πατώντας
Στέκει, και δε συγχύζει τα νερά της,
Που στα βάθη τους μέσα ολόστρωτα όντας
Δεν έδειχναν το θείον ανάστημά της.
Δίχως αύρα να πνέη, φεγγοβολώντας
Η αναλαμπή του φεγγαριού κοντά της
Συχνότρεμε, σαν να ’χε επιθυμήσει
Τα ποδάρια τα θεία να της φιλήση.
ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ Ο ΜΠΟΡΧΕΣ
JORGE LUIS BORGES
AJEDREZ
I
En su grave rincón, los jugadores
rigen las lentas piezas. El tablero
los demora hasta el alba en su severo
ámbito en que se odian dos colores.
Adentro irradian mágicos rigores
las formas: torre homérica, ligero
caballo, armada reina, rey postrero,
oblicuo alfil y peones agresores.
Cuando los jugadores se hayan ido,
cuando el tiempo los haya consumido,
ciertamente no habrá cesado el rito.
En el Oriente se encendió esta guerra
cuyo anfiteatro es hoy toda la tierra.
Como el otro, este juego es infinito.
II
Tenue rey, sesgo alfil, encarnizada
reina, torre directa y peón ladino
sobre lo negro y blanco del camino
buscan y libran su batalla armada.
No saben que la mano señalada
del jugador gobierna su destino,
no saben que un rigor adamantino
sujeta su albedrío y su jornada.
También el jugador es prisionero
(la sentencia es de Omar) de otro tablero
de negras noches y blancos días.
Dios mueve al jugador, y éste, la pieza.
¿Qué Dios detrás de Dios la trama empieza
de polvo y tiempo y sueño y agonías?
Το ποίημα είναι ένα διπλό σονέττο. Ο Μπόρχες απαγγέλλει εδώ μόνο το πρώτο σονέττο.
Η ΑΣΤΡΑΠΗ ΜΕΣ ΣΤΟ ΦΥΤΙΛΙ
EUGENIO MONTALE
ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑΚΗ
Το φύσημα του αέρα δυναμώνει, το σκοτάδι
κόβεται βαθιά, ώς μέσα-μέσα,
η δε σκιά που ξαποστέλνεις στου φράχτη τα ερείπια
ανατριχιάζει σύγκορμη. Πολύ αργά πλέον τώρα,
αν θες να ξαναβρείς τον εαυτό σου.
Απάνω από τη φοινικιά σαλτάρει ένα ποντίκι,
και το τόξο της αστραπής είναι ήδη μες στη θρυαλλίδα –
πάνω στης ματιάς σου τα γαϊτανόφρυδα.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΑΤΑΟΥΑΛΠΑ ΓΙΟΥΠΑΝΚΙ: "ΜΙΚΡΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ"
ATAHUALPA YUPANQUI
PREGUNTITAS SOBRE DIOS
Un dia yo pregunte :
Abuelo, donde esta Dios ?
Mi abuelo se puso triste,
y nada me respondio.
Mi abuelo murio en los campos,
sin rezo ni confesion.
Y lo enterraron los indios
flauta de cania y tambor.
Al tiempo yo pregunte :
Padre, que sabes de Dios ?
Mi padre se puso serio
y nada me respondio.
Mi padre murio en la mina
sin doctor ni proteccion.
Color de sangre minera
tiene el oro del patron !
Mi hermano vive en los montes
y no conoce una flor.
Sudor, malaria, serpientes,
es la vida del leniador.
Y que nadie le pregunte
si sabe donde esta Dios.
Por su casa no ha pasado
tan importante senior.
Yo canto por los caminos,
y cuando estoy en prision
oigo las voces del pueblo
que canta mejor que yo.
Hay un asunto en la tierra
mas importante que Dios.
Y es que nadie escupa sangre
para que otro viva mejor.
Que Dios vela por los pobres ?
Tal vez si, y tal vez no.
Pero es seguro que almuerza
en la mesa del patron.
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΦΟΥΛΒΙΟ ΝΤΕ ΙΝΝΟΤΣΕΝΤΙΙΣ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο FULVIO DE INNOCENTIIS
VOCE 'E NOTTE
Si 'sta voce te scéta 'int''a nuttata,
mentre t'astrigne 'o sposo tujo vicino...
Statte scetata, si vuó' stá scetata,
ma fa' vedé ca duorme a suonno chino...
Nun ghí vicino ê llastre pe' fá 'a spia,
pecché nun puó sbagliá 'sta voce è 'a mia...
E' 'a stessa voce 'e quanno tutt'e duje,
scurnuse, nce parlávamo cu 'o "vvuje".
Si 'sta voce te canta dint''o core
chello ca nun te cerco e nun te dico;
tutt''o turmiento 'e nu luntano ammore,
tutto ll'ammore 'e nu turmiento antico...
Si te vène na smania 'e vulé bene,
na smania 'e vase córrere p''e vvéne,
nu fuoco che t'abbrucia comm'a che,
vásate a chillo...che te 'mporta 'e me?
Si 'sta voce, che chiagne 'int''a nuttata,
te sceta 'o sposo, nun avé paura...
Vide ch'è senza nomme 'a serenata,
dille ca dorme e che se rassicura...
Dille accussí: "Chi canta 'int'a 'sta via
o sarrá pazzo o more 'e gelusia!
Starrá chiagnenno quacche 'nfamitá...
Canta isso sulo...Ma che canta a fá?!..."
Στίχοι: Eduardo Nicolardi.
Μουσική: Ernesto De Curtis.
Τραγούδι του 1903.
Η ΜΙΛΟΝΓΚΑ ΤΟΥ ΜΑΝΟΥΕΛ ΦΛΟΡΕΣ
JORGE LUIS BORGES
MILONGA DE MANUEL FLORES
Manuel Flores va a morir.
Eso es moneda corriente;
morir es una costumbre
que sabe tener la gente.
Y sin embrago me duele
decirle adiós a la vida,
esa cosa tan de siempre,
tan dulce y tan conocida.
Miro en el alba mis manos,
miro en las manos las venas;
con extrañeza las miro
como si fueran ajenas.
Vendrán los cuatro balazos
y con los cuatro el olvido;
lo dijo el sabio Merlín:
morir es haber nacido.
¡Cuánta cosa en su camino
estos ojos habrán visto!
Quién sabe lo que verán
después que me juzgue cristo.
Manuel Flores va a morir.
Eso es moneda corriente;
morir es una costumbre
que sabe tener la gente.
Ερμηνευτές: Ubaldo de Lío και Roberto Villanueva.
Μουσική: Anibal Troilo.
Σκηνές από την ταινία Invasión του Hugo Santiago (1969).
ΟΛΕΣ ΟΙ ΘΩΠΕΙΕΣ ΕΠΙΖΟΥΝ
PAUL ELUARD
JE TE L’AI DIT
Je te l'ai dit pour les nuages
Je te l'ai dit pour l'arbre de la mer
Pour chaque vague pour les oiseaux dans les feuilles
Pour les cailloux du bruit
Pour les mains familières
Pour l'oeil qui devient visage ou paysage
Et le sommeil lui rend le ciel de sa couleur
Pour toute la nuit bue
Pour la grille des routes
Pour la fenêtre ouverte pour un front découvert
Je te l'ai dit pour tes pensées pour tes paroles
Toute caresse toute confiance se survivent.
*********
ΣΟΥ ΤΟ ’ΠΑ
Σου τό ’πα για τα σύννεφα
Σου τό ’πα για το δεντρί της θάλασσας
Για όλα τα κύματα για τα πουλιά μες στα φυλλώματα
Για τα χαλίκια του θορύβου
Για τα γνωστά μας χέρια
Για το μάτι που γίνεται τόπι ή τοπίο
Και το κομμάτι του ύπνου τού δίνει
Τον ουρανό του χρώματός του
Για όλη την πιωμένη νύχτα
Για τη γρίλλια των δρόμων
Για το ανοιχτό παράθυρο για το άθυρο μέτωπο
Σου τό ’πα για τους λογισμούς για τα λόγια σου
Όλες οι θωπείες επιζούν
Όπως επιζεί και η εμπιστοσύνη όλη.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2007
ΕΠΛΗΘΥΝΕΝ Η ΠΑΙΔΑ ΤΣΗ Κ' Η ΠΕΙΡΑΞΙΣ Η ΤΟΣΗ
ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ
(Α΄, 607-654)
ΠOIHTHΣ
H Aρετούσα τ' άκουγε τούτ' όλα, οπού μιλούσαν,
κι ωσά δεντρά εφυτεύγουντα μες στην καρδιά κι ανθούσαν·
κ' επεριμπλέκαν οι βλαστοί, τα σωθικά τση επιάναν,
κ' εις έγνοια μεγαλύτερην και παίδαν την εβάναν,
να μάθει τον τραγουδιστή, ποιός είναι να κατέχει,
οπ' έτοιες χάρες κι αρετές, κ' έτοια γλυκότην έχει.
Eπλήθυνεν η παίδα τση κ' η πείραξις η τόση,
κ' ήπασκεν όσο το μπορεί την παίδα ν' αλαφρώσει·
να συνηφέρει ο λογισμός οπού τηνέ πειράζει,
να δροσερέψει την καρδιάν που σαν καμίνι βράζει.
Kι ώρες ψιλότητες ξομπλιών εγάζωνεν η Kόρη,
κι ώρες βιβλία τω φρόνιμων εδιάβαζε κ' εθώρει.
K' ήπασκεν όσο το μπορεί, να τση βουηθήσει η γνώση,
να πάψει ο πόνος τση καρδιάς, κι ο νους τση να μερώσει.
Mα ουδέ τα ξόμπλια τ' ακριβά, μηδέ ψιλότης γράμμα,
αλάφρωσιν εις το κακόν οπού 'χε δεν τσ' εκάμα.
Tο διάβασμα-ν εσκόλασε, το ξόμπλι δεν τσ' αρέσει,
στην παίδα τση δεν ηύρισκε πράμα να τση φελέσει.
Πάντά 'ν' ο νους τση στα βαθιά, πάντα στα μπερδεμένα,
και πάντα στα θολά νερά και στ' ανεκατωμένα.
Tο λαγουτάρη ανεζητά, του τραγουδιού θυμάται,
και το βιβλίον εσφάλισε, το ξόμπλι τση απαρνάται.
Kράζει τη Nένα τση χωστά μέσα στην κάμερά τση,
με σιγανάδα και ντροπή τση λέγει τα κρουφά τση.
APETOYΣA
"Nένα, μεγάλη πείραξιν έχω στο νου μου μέσα,
και τα τραγούδια κ' οι σκοποί αξάφνου μ' επλανέσα·
και πεθυμώ και ραθυμώ να μάθω, να κατέχω,
ποιός είναι αυτός που τραγουδεί, κ' έγνοια μεγάλην έχω·
και τούτη η τόση Πεθυμιά μού φέρνει σα λαχτάρα,
κι ως θυμηθώ πώς τραγουδεί, μού 'ρχεται λιγωμάρα.
Mηδέ θαρρείς σ' πράμ' άπρεπον η Πεθυμιά κινά με,
και κάλλιο νά 'πεσα νεκρή τούτην την ώρα χάμαι.
Mα ως ρέγουμου να του γρικώ, ήθελα να το μπόρου,
ποιός είναι να το εκάτεχα, να τόνε συχνοθώρου.
Γιατί, από τα τραγούδια του κι απ' της αντρειάς τη χάρη,
αυτός θέ νά 'ναι απαρθινά ψηλού δεντρού κλωνάρι·
γιατί σ' ανθρώπους χαμηλούς χάρες δεν κατοικούσι,
πάντα στους μεγαλύτερους γυρεύγουσι να μπούσι.
Mέσα μου λέγει ο λογισμός, πως τούτος ο αντρειωμένος
εισέ φωλιάν αρχοντική θέ νά 'ναι αναθρεμμένος·
και το δεντρόν οπού 'καμεν ανθό έτσι μυρισμένο,
σε τόπον άξο κι όμορφο τό 'χουσι φυτεμένο."
ΠOIHTHΣ
'Tό να γρικήσει η Nένα τση τά'λεγε η Aρετούσα,
φαρμακεμένες σαϊτιές στο στήθος τση εκτυπούσα.
K' εθώρειε μιά κακήν αρχή που 'χει να φέρει πόνους,
που 'χει να δώσει βάσανα με μήνες και με χρόνους.
K' ήπασκεν όσο το μπορεί να τήνε δυσκολέψει,
να τση ξεράνει το δεντρό, πρι παρά να φυτέψει.
ΤΩΝ ΑΡΩΜΑΤΩΝ ΟΙ ΣΚΙΟΥΡΟΙ
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΚΑΝΕΛΛΗΣ
Η ΠΟΡΤΑ ΤΗΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ
Ι
Η μαργαρίτα με του πεπονιού τα μάγουλα
ανάβει σαν μπουκέτο από λουλούδια κολοκυθιάς
στην πόρτα του σπιτιού της που ’ναι χτισμένο με τυρί.
Από τις μάντρες του βουνού
έρχονται σαν τα τόπια οι σκύλοι των χρωμάτων.
Αυτός με το κοτλέ το κανελλί κουνάει και το καπέλο του.
ΙΙ
Στην πόρτα του σπιτιού της
που ’ναι χτισμένο με χαλβά
η Μαργαρίτα
μυρίζει σαν κοφίνι από πλεχτές κανέλλες.
Απ’ τις δαντέλλες της ορμούν
των αρωμάτων οι σκίουροι.
Η Μαργαρίτα
είναι γεμάτη κάστανα
η Μαργαρίτα
είναι καστανιά μ’ ένα χρυσό σκατζόχερο που βλέπει.
ΙΙΙ
Στην πόρτα του σπιτιού της
που ’ναι χτισμένο από μελόπιττες
της Μαργαρίτας η κοιλιά βουίζει ένα σταφύλι μέλισσες.
Της Μαργαρίτας ο μηρός είναι χνουδάτες πεταλούδες
μπράτσο του βόα
και κανόνι των «οχτώμισι».
Πάνω στη φτέρνα της πατάτας τους καπνίζουν τα κυκλάμινα
γαζιές και σέρτικο τριφύλλι.
Από τα νύχια της πετούν των σμαραγδιών οι κάνθαροι
η Μαργαρίτα είναι βασίλισσα από βούισμα και σμαράγδι.
Από το βιβλίο: Λευτέρης Κανέλλης, «Ο Νότιος», Κέδρος, Αθήνα 1977, σελ. 27-29.
"Μαργαρίτα" είναι η κ. Eva Mendez.
ΤΡΕΙΣ ΦΙΛΟΙ
ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
ΛΙΓΟ ΠΕΠΟΝΙ
Σε ρώτησα τι θέλεις να σου στείλω
κι είπες: «Τίποτα… Ή, αχ ναι, λίγο πεπόνι.»
Την ώρα που σε θέριζαν οι πόνοι,
θυμόσουν το μικρό δαρμένο σκύλο;
Ας μ’ αφήνανε (λίγο!...) να εξοκείλω
(χωρίς να με απειλούν βιασμοί και φόνοι)
πάνω στη χλόη – που με παραμορφώνει
σαν το είδωλό μου σε κάτοπτρο κοίλο.
Πώς ήταν όλα κάποτε μαγεία!
τρεχαντήρια, λαμπτήρες βολφραμίου,
κι οι ανθρώποι, κάτου στον Αερολιμένα,
που, αντίς για πρόσωπα, είχαν εκμαγεία
πριν πέντε δεκαετίες ξεσηκωμένα
από ήρωες του Πρώτου Παγκοσμίου.
Από το βιβλίο: Νίκος Παπαδόπουλος, In modo misto genuino (Ποιήματα 1964-2005), ύψιλον / βιβλία, Αθήνα 2005, σελ. 38.
**********
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΡΜΑΟΣ
NOSFERATU
Σ’ ένα μοναδικό στίχο με στόχαση να κρύβεσαι
Κι αυτός ο στίχος πόλη με τα κάστρα της
Χρειάζεται την ιστορία για να τραφεί
Και για να μαραθεί το φως των υπαλλήλων
Λέω θα πρέπει ν’ αλλοιώνεται φριχτά το πρόσωπό μου
Όταν αρχίζει να χαράζει όγκους περιγράμματα
Στο διάβα της ψυχής από τα τελευταία σπίτια
Ο σπλαχνικός καντηλανάφτης της υποταγής
Στη ρίζα του βουνού σύθαμπο ακόμα
Οι μισητές δυνάμεις στρατωνίζονται στο σώμα μου
Ενώ ένα χέρι αόρατο περνάει μεθοδικά
Και σβήνει τα χαρακτηριστικά μου σα σε μαυροπίνακα
Το βλέμμα κιόλας νεκρωμένο αιμοδοτείται
Στη θέση τής δικιάς μου η έρημη
Ψυχή των βρικολάκων
Μια θρυαλλίδα πάει κι έρχεται στον κόρφο μου όπως γέρνω
Και παρατάω ανάλαφρα να πέσει το κυβέρτι
Μα δεν ξυπάζεται σαν άλλοτε το μέσα ψυχομέτρι
Στις πλάτες νιώθω φιλικά να με χτυπούν
Παλάμες διδαγμένες τάξη από ληστές.
Από το βιβλίο: Δημήτρης Αρμάος, Μητρόπολη, Ανάτυπο από τα «Τετράμηνα» (τεύχος 39-40, Άμφισσα 1989, σελ. 2590-2591 / 9.
**********
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΑΡΧΕΤΥΠΙΚΟΣ ΤΣΑΜΙΚΟΣ ΣΤΗ ΝΑΠΟΛΗ
Εδώ τις κράζουν bambole, muñecas στη Σεβίλλη
τις κορασιές τις πάμπολλες με τα φρουτώδη χείλη
που σου ρουφάν απ’ το μυαλό τα λογικά ως τον πάτο
και δε σε σκιάζουν πόλεμοι και ταραχές αρμάτω
(Γειά σου, Μήτσο Αρμάε, με τα κλαρίνα σου!)
Βαράτε, κλαριντζήδες μου, στην Πιάτσα του Σαν Κάρλο
-la vita è breve e l’arte longa (io vedo, io pago, io parlo!-
κι οι κούκλες οι μελαχροινές φλαμένγκο ή ταραντέλλα
χορεύουνε για πάρτη μου φορώντας φουστανέλλα.
(Γειά σου, μωρ’ Παγκοσμιοποίηση, κουκλάρα μου!)
Ναπολιτάνες παν πολλές, το κλέος της γυναίκας,
και σεβιγιάννες έρχονται, las únicas muñecas
- από παντού φισκάρει ο τόπος και ασφυκτιούν οι χώροι·
μου ρίχνουν κι έναν τσάμικο σαν να’ν’ απ’ το Βραχώρι.
(Γειά μου κι εμένα, του τσαχπίνη, που τα γράφω σας!)
Νάπολη, 9.4.2005
Από το βιβλίο: Γιώργος Κεντρωτής, «Με απ’ όλα μέσα», Τυπωθήτω,Αθήνα 2006, σελ. 74-75.
Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2007
ΟΤΑΝ ΕΨΟΦΗΣΕ Ο ΠΙΝΟΤΣΕΤ...
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΚΟΝΤΕΥΕΙ ΠΙΑ ΝΑ ΞΕΒΡΩΜΙΣΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ
Γι' ακούστε 'δώ χαμπέρι πού 'χει γούστο,
που μόλις τ' άκουσα κι εγώ στη RAI:
Εψόφησε στο Τσίλι –λέει– ο Αουγούστο!
Ν' ανοίξω, λέω, κρασάκι, που βαράει
αμέσως στο κεφάλι... να γιορτάσω
το νέο. Τί πειράζει πού 'μαι μόνος;
Διαβάζω και δυο στίχους (Δάντη ή Τάσσο),
παρέας δίκην, και απ' του Ελικώνος
τα πνεύματα θα δροσιστούν οι σπείρες
του νου που θά 'χουνε καλά μουλιάσει
στον οίνο. Πίνω-πίνω, και σπινθήρες
του ήλιου θά 'χουνε τη μούρη μ' λιάσει,
ως θα προσμένω νά 'ρθει κι ο Αγιέντε
στην κάμαρά μου. Με φωνή μεγάλη
–"Στου διάβολου τα τάρταρα παγαίν'τε,
καθήκια!"– κράζω, σαν κειόν που εντελάλει,
στα πίσω χρόνια, τσ' είδησες στες ρούγες
του Τζάντε – "Παπαδόπουλοι, Τρουχίλοι,
Βιδέλες!..." Φίνες βγάνουνε φτερούγες
τα λόγια μου, καθώς τα λεν τα χείλη
στον αέρα, για να γίνουν σετ, και
με οσμές που θα φθονούσε και ο δυόσμος
ακόμη. Εψόφησε ο Πινοτσέτ! Αί,
κοντεύει πια να ξεβρωμίσει ο κόσμος!
Νάπολη, 10 Δεκεμβρίου 2006.
ΟΠΤΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ
ΦΑΙΔΩΝ ο ΠΟΛΙΤΗΣ (1928 - 1986)
ΡΟΔΟΝ ΓΛΥΚΥΠΙΚΡΟΝ
Είχε ρόδινα τα μάγουλα,
καστανόξανθα μαλλιά,
λεπτά χείλη, κερασιά,
σκούρο μέλι μάτια.
Στο φτωχόδρομο που ζούσε
χάλαγα τις σόλες μου·
πήγαινα-ερχόμουνα
μέρα-νύχτα μόνος μου.
Και σαν τύχαινε να βγει,
άνοιξη μπουμπουκιασμένη,
σ’ οπτικό συμπόσιο
αποζημιωνόμουνα.
Από το βιβλίο: Φαίδων ο Πολίτης, «Ποιήματα», Εισαγωγή – επιλογή Ντίνου Χριστιανόπουλου, Εκδόσεις Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 29.
Το ποίημα μάς το έστειλε η φίλη του ιστολογίου κ. Yamila Diaz.
ΒΟΣΤΡΥΧΟΥΣ ΚΙ ΕΝΘΥΜΙΑ ΚΑΠΟΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ (1921 - 2006)
ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ
ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ αύριο θα περπατήσεις
Στις φιλύρες το φεγγάρι θα μπερδεύεται
Στα κλωνιά κι ο λαγός θα τρέχει τρομαγμένος
Στη φωλιά του ο κόσμος πουθενά δεν είναι
Αγγελικός όπως επιμένουνε οι διαφημίσεις
Η κρύπτη μόνο θα διασώζει τα όνειρά σου
Απ’ το βωμό που αχόρταγος θα κατατρώγει
Χειρόγραφα υποσχέσεις εύσημα φιλίας
Βόστρυχους κι ενθύμια κάποιας άλλης εποχής
Έστω και τόσο αργά θ’ ακούσεις αύριο τη φωνή σου
Από το βιβλίο: Κλείτος Κύρου, «Εν όλω – συγκομιδή 1943 - 1997», Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1997, σελ. 203.
ΡΕΜΠΩ: ΑΛΧΗΜΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ
ARTUR RIMBAUD
ALCHIMIE DU VERBE
A moi. L'histoire d'une de mes folies.
Depuis longtemps je me vantais de posséder tous les paysages possibles, et trouvais dérisoires les célébrités de la peinture et de la poésie moderne.
J'aimais les peintures idiotes, dessus de portes, décors, toiles de saltimbanques, enseignes, enluminures populaires ; la littérature démodée, latin d'église, livres érotiques sans orthographe, romans de nos aïeules, contes de fées, petits livres de l'enfance, opéras vieux, refrains niais, rythmes naïfs.
Je rêvais croisades, voyages de découvertes dont on n'a pas de relations, républiques sans histoires, guerres de religion étouffées, révolutions de moeurs, déplacements de races et de continents : je croyais à tous les enchantements.
J'inventai la couleur des voyelles ! - A noir, E blanc, I rouge, O bleu, U vert. - Je réglai la forme et le mouvement de chaque consonne, et, avec des rythmes instinctifs, je me flattai d'inventer un verbe poétique accessible, un jour ou l'autre, à tous les sens. Je réservais la traduction.
Ce fut d'abord une étude. J'écrivais des silences, des nuits, je notais l'inexprimable. Je fixais des vertiges.
________________________________________
Loin des oiseaux, des troupeaux, des villageoises,
Que buvais-je, à genoux dans cette bruyère
Entourée de tendres bois de noisetiers,
Dans un brouillard d'après-midi tiède et vert ?
Que pouvais-je boire dans cette jeune Oise,
- Ormeaux sans voix, gazon sans fleurs, ciel couvert ! -
Boire à ces gourdes jaunes, loin de ma case
Chérie? Quelque liqueur d'or qui fait suer.
Je faisais une louche enseigne d'auberge.
- Un orage vint chasser le ciel. Au soir
L'eau des bois se perdait sur les sables vierges,
Le vent de Dieu jetait des glaçons aux mares ;
Pleurant, je voyais de l'or - et ne pus boire. -
________________________________________
A quatre heures du matin, l'été,
Le sommeil d'amour dure encore.
Sous les bocages s'évapore
L'odeur du soir fêté.
Là-bas, dans leur vaste chantier,
Au soleil des Hespérides,
Déjà s'agitent - en bras de chemise -
Les Charpentiers.
Dans leurs Déserts de mousse, tranquilles,
Ils préparent les lambris précieux
Où la ville
Peindra de faux cieux
O, pour ces Ouvriers charmants
Sujets d'un roi de Babylone,
Vénus ! quitte un instant les Amants
Dont l'âme est en couronne.
O Reine des Bergers,
Porte aux travailleurs l'eau-de-vie,
Que leurs forces soient en paix
En attendant le bain dans la mer à midi
__ La vieillerie poétique avait une bonne part dans mon alchimie du verbe.
Je m'habituai à l'hallucination simple : je voyais très franchement une mosquée à la place d'une usine, une école de tambours faite par des anges, des calèches sur les routes du ciel, un salon au fond d'un lac ; les monstres, les mystères ; un titre de vaudeville dressait des épouvantes devant moi.
Puis j'expliquai mes sophismes magiques avec l'hallucination des mots !
Je finis par trouver sacré le désordre de mon esprit. J'étais oisif, en proie à une lourde fièvre : j'enviais la félicité des bêtes, - les chenilles, qui représentent l'innocence des limbes, les taupes, le sommeil de la virginité !
Mon caractère s'aigrissait. je disais adieu au monde dans d'espèces de romances :
Chanson de la plus haute Tour
Qu'il vienne, qu'il vienne,
Le temps dont on s'éprenne
J'ai tant fait patience
Qu'a jamais j'oublie ;
Craintes et souffrances
Aux cieux sont parties.
Et la soif malsaine
Obscurcit mes veines.
Qu'il vienne, qu'il vienne,
Le temps dont on séprenne
Telle la prairie
A l'oubli livrée,
Grandie, et fleurie
D'encens et d'ivraies
Au bourdon farouche
Des sales mouches.
Qu'il vienne, qu'il vienne,
Le temps dont on s'éprenne
J'aimai le désert, les vergers brûlés, les boutiques fanées, les boissons tiédies. Je me traînais dans les ruelles puantes et, les yeux fermés, je m'offrais au soleil, dieu de feu.
"Général, s'il reste un vieux canon sur tes remparts en ruines, bombarde-nous avec des blocs de terre sèche. Aux glaces des magasins spendides ! dans les salons ! Fais manger sa poussière à la ville. Oxyde les gargouilles. Emplis les boudoirs de poudre de rubis brûlante..."
Oh ! le moucheron enivré à la pissotière de l'auberge, amoureux de la bourrache, et que dissout un rayon !
Faim
Si j'ai du goût, ce n'est guère
Que pour la terre et les pierres.
Je déjeune toujours d'air,
De roc, de charbons, de fer.
Mes faims, tournez. Paissez, faims,
Le pré des sons.
Attirez le gai venin
Des liserons.
Mangez les cailloux qu'on brise,
Les vieilles pierres d'églises ;
Les galets des vieux déluges,
Pains semés dans les vallées grises.
Le loup criait sous les feuilles
En crachant les belles plumes
De son repas de volailles :
Comme lui je me consume.
Les salades, les fruits
N'attendent que la cuillette ;
Mais l'araignée de la haie
Ne mange que des violettes.
Que je dorme ! que je bouille
Aux autels de Salomon.
Le bouillon court sur la rouille,
Et se mêle au Cédron.
Enfin, ô bonheur, ô raison, j'écartai du ciel l'azur, qui est du noir, et je vécus, étincelle d'or de la lumière nature. De joie, je prenais une expression bouffonne et égarée au possible :
Elle est retrouvée.
Quoi ? - L'Eternité.
C'est la mer mêlée
Au soleil.
Mon âme éternelle,
Observe ton voeu
Malgré la nuit seule
Et le jour en feu.
Donc tu te dégages
Des humains suffrages
Des communs élans
Et voles selon...
- Jamais d'espérance
Pas d'orietur.
Science et patience,
Le supplice est sûr.
Plus de lendemain,
Braises de satin,
Votre ardeur
Est le devoir.
Elle est retrouvée !
- Quoi ? - L'Eternité.
C'est la mer mêlée
Au soleil.
________________________________________
Je devins un opéra fabuleux : je vis que tous les êtres ont une fatalité de bonheur : l'action n'est pas la vie, mais une façon de gâcher quelque force, un énervement. La morale est la faiblesse de la cervelle.
A chaque être, plusieurs autres vies me semblaient dues. Ce monsieur ne sait ce qu'il fait : il est un ange. Cette famille est une nichée de chiens. Devant plusieurs hommes, je causai tout haut avec un moment d'une de leurs autres vies. - Ainsi, j'ai aimé un porc.
Aucun des sophismes de la folie, - la folie qu'on enferme, - n'a été oublié par moi : je pourrais les redire tous, je tiens le système.
Ma santé fut menacée. La terreur venait. Je tombais dans des sommeils de plusieurs jours, et, levé, je continuais les rêves les plus tristes. J'étais mûr pour le trépas, et par une route de dangers ma faiblesse me menait aux confins du monde et de la Cimmérie, patrie de l'ombre et des tourbillons.
Je dus voyager, distraire les enchantements assemblés sur mon cerveau. Sur la mer, que j'aimais comme si elle eût dû me laver d'une souillure, je voyais se lever la croix consolatrice. J'avais été damné par l'arc-en-ciel. Le Bonheur était ma fatalité, mon remords, mon ver : ma vie serait toujours trop immense pour être dévouée à la force et à la beauté.
Le Bonheur ! Sa dent, douce à la mort, m'avertissait au chant du coq,- ad matutinum, au Christus venit,- dans les plus sombres villes :
Ô saisons, ô châteaux,
Quelle âme est sans défaut ?
J'ai fait la magique étude
Du Bonheur, qu'aucun n'élude.
Salut à lui, chaque fois
Que chante le coq gaulois.
Ah! je n'aurais plus d'envie :
Il s'est chargé de ma vie.
Ce charme a pris âme et corps,
Et dispersé les efforts.
Ô saisons, ô châteaux,
L'heure de sa fuite, hélas !
sera l'heure du trépas.
Ô saisons, ô châteaux !
________________________________________
Cela s'est passé. Je sais aujourd'hui saluer la beauté.
ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΜΠΟΥΛΑΤ ΟΚΟΥΤΖΑΒΑ!
Булат Окуджава
капли датского короля
С детских лет поверил я,
Что от всех болезней
Капель датского короля
Не найти полезней.
И с тех пор горит во мне
Огонек той веры,
Капли датского короля
Пейте, кавалеры,
Капли датского короля
Пейте, кавалеры.
Капли датского короля
Или королевы,
Это крепче, чем вино,
Слаще карамели.
И сильнее клеветы,
Страха и холеры,
Капли датского короля
Пейте, кавалеры,
Капли датского короля
Пейте,пейте,кавалеры.
Рев орудий, посвист пуль,
Звон штыков и сабель
Растворяются легко
В звоне этих капель.
Солнце, май, Арбат, любовь,
Выше нет карьеры,
Капли датского короля
Пейте, кавалеры,
Капли датского короля
Пейте,пейте,пейте,кавалеры.
Укрепляйте организм,
Принимайте меры,
Капли датского короля
Пейте, кавалеры,
Капли датского короля
Пейте,пейте,пейте,кавалеры.
Белый свет я обошел,
Но нигде на свете
Мне, представьте, не пришлось
Встретить капли эти.
Если ж вам вдруг повезет,
Вы тогда без меры
Капли датского короля
Пейте,кавалеры,
Капли датского короля
Пейте,пейте,кавалеры.
Если ж вам вдруг повезет,
Вы тогда без меры
Капли датского короля
Пейте,кавалеры,
Капли датского короля
Пейте,пейте,пейте,кавалеры.
Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2007
ΥΠΝΟΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ
GEORG TRAKL
KLAGE
Schlaf und Tod, die düstern Adler
Umrauschen nachtlang dieses Haupt:
Des Menschen goldnes Bildnis
Verschlänge die eisige Woge
Der Ewigkeit. An schaurigen Riffen
Zerschellt der purpurne Leib
Und es klagt die dunkle Stimme
Über dem Meer.
Schwester stürmischer Schwermut
Sieh ein ängstlicher Kahn versinkt
Unter Sternen,
Dem schweigenden Antlitz der Nacht.
**********
ΘΡΗΝΟΣ
Ύπνος και θάνατος, μαύροι αετοί όλη τη νύχτα κρώζουν
γύρω από τούτο το κεφάλι:
του ανθρώπου η χρυσή εικόνα
καταποντίζεται στο σιδερένιο
της αιωνιότητας κύμα. Σε ξέρες φριχτές
συντρίβεται το πορφυρό κορμί·
πάνω απ’ τη θάλασσα
η σκοτεινή φωνή μοιρολογάει.
Αδελφούλα, δες
πώς έντρομη βουλιάζει η βάρκα
της βαριάς μελαγχολίας,
κάτω απ’ τ’ αστέρια,
κάτω απ’ της νύχτας τη βουβή, τη διάβουβη μορφή.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Η ΣΙΩΠΗ ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΦΟΡΑΣ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΛΑΣΚΑΡΗΣ
ΕΡΩΤΑΣ
Στην πρώτη επαφή που είχαμε,
μιλήσαμε όπως δυο ξένοι
για πράγματα αδιάφορα σχεδόν.
Στη δεύτερη μπορώ να πω το ίδιο,
με κάποια στη φωνή μας διαφορά,
ένα χρωμάτισμα.
Ώσπου στην Τρίτη,
τα λόγια μας ακολουθούσαν παύσεις –
εκείνες οι γλυκές σιωπές
του έρωτα.
Από το βιβλίο: Χρίστος Λάσκαρης, «Ποιήματα», Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2004, σελ. 65.
ΠΑΡΑΣΧΟΣ ΚΑΙ ΚΑΛΒΟΣ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΔΑΛΚΟΣ
ΑΧΙΛΛΕΥΣ ΠΑΡΑΣΧΟΣ
Όλα τα μάσησε ο Αχιλλεύς·
γι’ αυτόνα οι χυμώδεις δεσποινίδες,
γι’ αυτόν οι επευφημίες κι οι κραυγές.
Όλα τα μάσησε ο Αχιλλεύς:
ο επιδοτούμενος απατεώνας,
ο δημοσιοσχετίστας,
ο συνδικαλιστής του αισθήματος.
……………………………………...
Στην άλλη άκρη της αιθούσης,
στο τέλος της γιορτής,
ο λυπημένος Κάλβος
σέρνει αργά τα βήματά του
προς την έξοδο·
πάει να βάψη το δωμάτιό του μαύρο.
Από το βιβλίο: Χρίστος Δάλκος, «Νευρόσπαστο τηλεχειριστηρίου», Πλανόδιον, Αθήνα 2007, σελ. 10.
Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2007
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΘΡΥΛΙΚΗ ΤΙΤΑ ΜΕΡΕΓΙΟ
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η TITA MERELLO
EL CHOCLO
Con este tango que es burlón y compadrito
se ató dos alas la ambición de mi suburbio;
con este tango nació el tango, y como un grito
salió del sórdido barrial buscando el cielo;
conjuro extraño de un amor hecho cadencia
que abrió caminos sin más ley que la esperanza,
mezcla de rabia, de dolor, de fe, de ausencia
llorando en la inocencia de un ritmo juguetón.
Por tu milagro de notas agoreras
nacieron, sin pensarlo, las paicas y las grelas,
luna de charcos, canyengue en las caderas
y un ansia fiera en la manera de querer...
Al evocarte, tango querido,
siento que tiemblan las baldosas de un bailongo
y oigo el rezongo de mi pasado...
Hoy, que no tengo más a mi madre,
siento que llega en punta 'e pie para besarme
cuando tu canto nace al son de un bandoneón.
Carancanfunfa se hizo al mar con tu bandera
y en un pernó mezcló a París con Puente Alsina.
Triste compadre del gavión y de la mina
y hasta comadre del bacán y la pebeta.
Por vos shusheta, cana, reo y mishiadura
se hicieron voces al nacer con tu destino...
¡Misa de faldas, querosén, tajo y cuchillo,
que ardió en los conventillos y ardió en mi corazón.
Στίχοι: Enrique Santos Discepolo.
Μουσική: Ángel Villoldo.
Τραγούδι του 1947.
ΚΑΙ ΨΑΡΑΣ ΚΑΙ PESCATORE
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
Η ΜΟΥΣΙΚΗ: ΤΟΥ ΦΑΜΠΡΙΤΣΙΟ ΝΤΕ ΑΝΤΡΕ·
ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΜΙΣΑ-ΜΙΣΑ: ΔΙΚΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΔΙΚΑ ΜΟΥ.
Ο ΨΑΡΑΣ
Στον Χρήστο Βάθη
Στον ίσκιο του ήλιου που γέρνει
ψαράς υπνάκο πέφτει παίρνει·
μι’ αξίνα τη φάτσα του σκάβει,
χαμόγελα χίλια ξεθάβει.
Ληστής τρεχαλά στ’ ακρογιάλι
– δυό μάτια φίλου σαν αγκάλη,
δυό μάτια τόσα από τον τρόμο
μηνάν τον που ’χε κάμει δρόμο.
Ψαρά μου, θέλω –είπε– ψωμάκι,
με κυνηγάν χωροφυλάκοι!
Κρασάκι δώσε μου, ψαρά μου,
Διψώ, πεινώ, αχ συμφορά μου!
Στο φως ανοίγει βλέμμα ο γέρος,
προς του ληστή κοιτάει το μέρος·
κόβει ψωμί, κρασί κερνάει
το ληστή που διψάει-πεινάει.
Ψαράς-ληστής τακίμια-φίλοι
χωρίσαν· κούνησαν μαντήλι.
Τον ήλιο είχε ο ληστής μπροστά του,
και του ψαρά πολλά χρωστά του.
Ναι, του ψαρά πολλά χρωστά του,
που δεν θα βρούνε τα οστά του
οι κυνηγοί που τον ζητάνε
των νόμων σφάγιο να τον φάνε.
Καβάλλα φτάνουνε οι μπασκίνες
με κάννες γυαλισμένες, φίνες·
ρωτάν το γέρο αν πήρε μάτι
ληστή, του νόμου παραβάτη.
Στου ήλιου, όμως, τον ίσκιο έχει πιάσει
ο γέρος θέση να ξεσκάσει·
μι’ αξίνα τη φάτσα του σκάβει
χαμόγελα χίλια ξεθάβει
– μι’ αξίνα τη φάτσα του σκάβει
χαμόγελα χίλια ξεθάβει.
Από το βιβλίο: Γιώργος Κεντρωτής, «Με απ’ όλα μέσα», Τυπωθήτω, Αθήνα 2006, σελ. 47-48.
************************
Το πρωτότυπο:
FABRIZIO DE ANDRÈ
IL PESCATORE
All'ombra dell'ultimo sole
s'era assopito un pescatore
e aveva un solco lungo il viso
come una specie di sorriso.
Venne alla spiaggia un assassino
due occhi grandi da bambino
due occhi enormi di paura
eran gli specchi di un'avventura.
E chiese al vecchio dammi il pane
ho poco tempo e troppa fame
e chiese al vecchio dammi il vino
ho sete e sono un assassino.
Gli occhi dischiuse il vecchio al giorno
non si guardò neppure intorno
ma versò il vino e spezzò il pane
per chi diceva ho sete e ho fame.
E fu il calore di un momento
poi via di nuovo verso il vento
davanti agli occhi ancora il sole
dietro alle spalle un pescatore.
Dietro alle spalle un pescatore
e la memoria è già dolore
è già il rimpianto di un aprile
giocato all'ombra di un cortile.
Vennero in sella due gendarmi
vennero in sella con le armi
chiesero al vecchio se lì vicino
fosse passato un assassino.
Ma all'ombra dell'ultimo sole
s'era assopito il pescatore
e aveva un solco lungo il viso
come una specie di sorriso
e aveva un solco lungo il viso
come una specie di sorriso.
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΒΟΛΦ ΜΠΗΡΜΑΝ
WOLF BIERMANN
BALLADE VOM PREUSZISCHEN IKARUS
Da, wo die Friedrichstraße sacht
den Schritt über das Wasser macht
da hängt über der Spree
die Weidendammer Brücke. Schön
kannst du da preußens Adler sehn
wenn ich am Geländer steh
dann steht da der preußische Ikarus
mit grauen Flügeln aus Eisenguß
dem tun seine Arme so weh
er fliegt nicht weg - er stürzt nicht ab
macht keinen Wind - und macht nicht schlapp
am Geländer über der Spree.
Der Stacheldraht wächst langsam ein
tief in die Haut, in Brust und Bein
ins Hirn, in graue Zelln
Umgürtet mit dem Drahtverband
ist unser Land ein Inselland
umbrandet von bleiernen Welln
da steht der preußische Ikarus
mit grauen Flügeln aus Eisenguß
dem tun seine Arme so weh
er fliegt nicht hoch und er stürzt nicht ab
macht keinen Wind und macht nicht schlapp
am Geländer über der Spree.
Und wenn du weg willst, mußt du gehn
ich hab schon viele abhaun sehn
aus unserem halben Land.
Ich halt mich fest hier, bis mich kalt
dieser verhaßte Vogel krallt
und zerrt mich übern Rand
dann bin ich der preußische Ikarus
mit grauen Flügeln aus Eisenguß
dann tun mir die Arme so weh
dann flieg ich hoch, und dann stürz ich ab
mach bißchen Wind - dann mach ich schlapp
am Geländer über der Spree.
ΣΤΟ ΙΕΡΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
W.B. YEATS
SAILING TO BYZANTIUM
I.
That is no country for old men. The young
In one another's arms, birds in the trees
—Those dying generations— at their song,
The salmon-falls, the mackerel-crowded seas,
Fish, flesh, or fowl, commend all summer long
Whatever is begotten, born, and dies.
Caught in that sensual music all neglect
Monuments of unageing intellect.
II.
An aged man is but a paltry thing,
A tattered coat upon a stick, unless
Soul clap its hands and sing, and louder sing
For every tatter in its mortal dress,
Nor is there singing school but studying
Monuments of its own magnificence;
And therefore I have sailed the seas and come
To the holy city of Byzantium.
III.
O sages standing in God's holy fire
As in the gold mosaic of a wall,
Come from the holy fire, perne in a gyre,
And be the singing-masters of my soul.
Consume my heart away; sick with desire
And fastened to a dying animal
It knows not what it is; and gather me
Into the artifice of eternity.
IV.
Once out of nature I shall nevertake
My bodily form from any natural thing,
But such a form as Grecian goldsmiths make
Of hammered gold and gold enamelling
To keep a drowsy Emperor awake;
Or set upon a golden bough to sing
To lords and ladies of Byzantium
Of what is past, or passing, or to come.
********
ΓΙΑ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΕΚΑΝΑ ΠΑΝΙΑ
Ι.
Δεν είναι τόπος για τους γέροντες αυτός.
Οι νέοι πλέκουν έρωτες, στα δέντρα τα πουλιά
—αυτές οι θνήσκουσες γενιές— ψάλλουν διαρκώς,
ποτάμια οι σολομοί, θάλασσες τα σκουμπριά,
του θαλερού καλοκαιριού υμνεί ο σκοπός
κάθε μια γέννα, κάθε θάνατο ή σπορά.
Μες στων αισθήσεων το χορό όλοι αγνοούν
τα έργα του πνεύματος, που δεν γερνούν.
II.
Ο γέρος είναι πράγμα ουτιδανό, ελαφρύ,
ένα κουρέλι στο μπαστούνι που κρατά,
εξόν και ακόμη δυνατά μπορεί η ψυχή
να τραγουδά μες στη θνητή της φορεσιά·
κι άλλη δεν βρίσκεται του τραγουδιού σχολή
παρά στης ίδιας της ψυχής τα ωσαννά.
Γι' αυτόν το λόγο έκανα πανιά κι εγώ
στο ιερό Βυζάντιο για να 'ρθώ.
III.
Ω εσείς σοφοί, καταμεσής στη θεία πυρά
σάμπως πετράδι σε χρυσό ψηφιδωτό,
βγείτε απ' τη θεία την πυρά, στήστε χορό,
και στην ψυχή μου μάθετε να τραγουδά.
Σβήστε μου την καρδιά· άρρωστη απ' τον καημό
του πόθου, αιχμάλωτη στης σάρκας τη φθορά,
τον εαυτό της πια δεν ξέρει· πάρτε με εσείς
μέσα στην τέχνη της αιώνιας αστραπής.
IV.
Από τη φύση αν βγω, ποτέ ξανά κορμί
δεν θα γυρέψω εγώ από πράγμα φυσικό,
μα τη μορφή που οι χρυσικοί οι Γραικοί
φτιάχνουν με σμάλτο και σφυρήλατο χρυσό,
του βασιλιά τη νύστα για να διώχνει αυτή·
ή που κρεμούν σ' έναν χρυσόκλωνο κορμό
στου Βυζαντίου για να ψάλλει την Αυλή
αυτό που έφυγε, ή που φεύγει, ή που θα 'ρθεί.
Μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης.
Ο ΑΙΜΑΤΟΒΡΕΧΤΟΣ ΜΑΝΔΥΑΣ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ
ΑΘΩΣ ΔΗΜΟΥΛΑΣ
ΜΗΔΕΙΑ
Έπαιξες με τον Ιάσονα στους τόνους
τους πιο υψηλούς του πάθους. Και με τα ίδια
πάντα μέσα, τα μεγάλα: φόνους.
Θυσίασες τον αδελφό σου πρώτα (παιχνίδια
τα κομμάτια του, που μέτραγε σε πόνους
ο πατέρας σου και συ σε αργοπορία). Τα φίδια,
έπειτα, της εκδικήσεως σ’ έπνιξαν, Μήδεια.
Κι ακράτητη εξόντωσες τους δικούς σου γόνους.
Το δέρας το χρυσόμαλλο της ευτυχίας, του Φρίξου
το ανάθημα, ο Ιάσων έχει. Συ το μανδύα
τον αιματόβρεχτο της Μοίρας σου τυλίξου
και βάδισε, μέσ’ απ’ το Μύθο και τη φαντασία
των ανθρώπων, η συγκλονιστικότερη ιστορία
στου πεπρωμένου τους του τραγικού την εμπειρία.
Από το βιβλίο: Άθως Δημουλάς, «Τα ποιήματα, 1951-1985», εκδόσεις στιγμή, Αθήνα 1986, σελ. 71.
Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2007
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΜΠΟΥΛΑΤ ΟΚΟΥΤΖΑΒΑ
Ο Μπουλάτ Οκουτζάβα τραγουδάει το Prostite pehote και το Neistov i upryam
ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΧΑΡΟΝΤΙΣΣΑ Ή ΑΛΛΩΣ ΠΟΙΗΣΗ
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ
Ήδη αυτή η γενική μού κάθεται στο στομάχι.
(πώς ναν τη χτίσω τώρα την αρχή και τη συνέχεια –
εκείνο το υποχθόνιο κίτρινο
και το άγαμου έαρος η μαβιά τυραννίδα
θηλάζοντας απ’ την άρρωστη καθημερινότητα
στριφογυρίζει ώρα στο κεφάλι μου η λέξη ανθοσύνη…)
Επιτέλους: το ράδιο έτριζε ωσάν
τα ξύλα οπού καίγονται στο τζάκι.
Βαθμός αγέλης το άριστα (μα η αγκάλη-λάμψη;
τί γίνεται τώρα με τη λάμψη…).
Βρώσις και πόσις η παντέρημη διαύγεια
κι ο όσιος νους αποτίοντας
αυτό που ονομάζουμε χαρόντισσα ή άλλως ποίηση
ακόμη κι ο πιο πήλινος Ευριπίδης
είναι μια άγουρη φωτιά στο στόμα.
(Ωραίος εδώ πέρα θα ερχότανε
με οχταράκια Λειψίας ο Επίχαρμος,
εκείν’ η ολομόναχη βρυσούλα
η φρασούλα όπου βασιλεύει το φωνήεντο
εκείνος ο πεσμένος σπόνδυλος από λέξεις…)
Αλήθεια, μάνα μ’, ό,τι και να ειπείς ό,τι και ναν το κράξεις
οι λέξεις είν’ απλώς ανεμομάσημα
οι λέξεις είναι λάγνες κουταμάρες.
Φυλλώματα ορατά και διάτορα (μην τα συνεχίζεις).
Φαίνεται το χωράφι το απότιστο
φαίνεται και το ποτισμένο.
Άειντε ωρέ παλιοζωή εσύ τσαλακωμένη βρωμοτράπουλα
οπού μας έμαθες του λαθεμένου το μεγαλείο:
πως είν’ ετούτο το σωστό απ’ την ανάποδη –
σε τούτηνε τη θεονήστικη Πληρότητα
υπάρχοντας το μεγάλο Χαλάλι.
Κι όπως αρώτησα· τί είν’ αυτό το ξεροτράχαλο;
- Ο κόσμος,
μ’ αποκρίθηκε η νεάνιδα Περσεφόνη.
Μια φλόγα κουρευάμενη με των ομματιώνε
το αέναο ψαλίδι.
Μια φλόγα μεγαλόχαρη και πικροπαινεμένη
πό ’χει ανταρίτσα στην κορφή και καταχνιά στη ρίζα –
το λένε στο κρασάκι τους οι έρμοι ελληνάδες
όπ’ έχουν φως για σάβανο οι πολυβασανάδες.
Κι όποιος λαλεί την ερημιά στις μέρες μας απόδιαβος
κι ο θάνατος ολημερίς των σκοταδιών εργάτης
(ε, άντε στο διάολο, τό ’χεις πια παραχέσει…).
Διεκδικώ τα γερατειά μου· δεν το κατορθώνω.
Κι ο ασπρογάλαζος αϊτός στα σύρματα επιάστη·
για ιδές πώς κουρελιάστηκε
(εικόνα μέσ’ στο σούρουπο της θλίψεως -:
ο σπαραγμός ανυπεράσπιστος
κι ο πόνος που βραδυάζει προ του Διαστήματος)…
Εβγάτε όξω, ρε μανάρια, απ’ τις λέξεις
εβγάτε όξω δίχως πουκάμισα
στους μεγάλους αγώνες της ορατότητας.
Από το βιβλίο: Νίκος Καρούζος, «Τα ποιήματα», τ. Β (1979-1991), Ίκαρος, Αθήνα, 1994, σελ. 67-68.
Το ποίημα ανήκει στην ποιητική συλλογή «Ο Ζήλος του Μη-Σχετικού με Παροράματα» (Πολυπλάνο, Αθήνα 1980).
Το πορτραίτο του Νίκου Καρούζου φιλοτέχνησε ο ζωγράφος Αχιλλέας Χρηστίδης.
Η ΣΟΛΕΔΑΔ ΜΠΡΑΒΟ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΕΝΑ ΠΑΣΙΓΝΩΣΤΟ ΒΑΛΣ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Η SOLEDAD BRAVO
QUE NADIE SEPA MI SUFRIR
No te asombres si te digo lo que fuiste
una ingrata con mi pobre corazón,
porque el fuego de tus lindos ojos negros
alumbraron el camino de otro amor.
Y pensar que te adoraba tiernamente
que a tu lado como nunca me sentí
y por esas cosas raras de la vida
sin el beso de tu boca yo me vi
Amor de mis amores
reina mía ¿qué me hiciste?
que no puedo conformarme
sin poderte contemplar.
Ya que pagaste mal
a mi cariño tan sincero
lo que conseguirás
que no te nombre nunca más.
Amor de mis amores
si dejaste de quererme
no hay cuidado, que la gente
de esto no se enterará.
¿Qué gano con decir
que una mujer cambió mi suerte?
Se burlarán de mi
que nadie sepa mi sufrir.
Μουσική: Ángel Cabral.
Στίχοι: Enrique Dizeo.
ΤΑ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΑ ΒΟΥΛΚΑΝΑ
ΣΠΥΡΟΣ ΝΙΚΟΚΑΒΟΥΡΑΣ
ΝΕΑ ΜΟΥΣΑ
Πινδαρικής χαράς ουράνιο μάτι,
Άστραψε, αχτιδομίλησε και στάσου·
Και με την όψη ολάνοιχτη, γιομάτη
Άνοιξε τα παμπάλαια τα κλειστά σου
Ατέλειωτα καμίνια. Είναι ένθεο κάτι
Του αναβρασμού σου η δύναμη. Δικά σου
Με δίκης αγιασμό, το ακράτητο άτι
Γείρ’ το στα νέα λιβάδια τα πλατιά σου.
Της αστραπής η φλογισμένη κάννα
Με δοξασμένη αχτίδας άγια φούρια
Διαλάμπει στα παλάτια τα καινούρια
Πάνω από τα χρυσόστομα βουλκάνα,
Που μάγος ο ρυθμός ο νέος ανοίγει
Σατανικό πολύμορφο κυνήγι.
1951
Από το βιβλίο: Σπύρος Νικοκάβουρας, «Μια παρουσίαση από τον Θεοδόση Πυλαρινό», εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2007, σελ. 115-116.
Νέα Μούσα είναι η κ. Tamara Paganini.
Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2007
ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ & ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ
ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΤΟΥ 1974
Για μιαν Ελένη
Κοίτα που ψάχνουμε όλοι μας στα ερείπια
για τις ζαρτιέρες της Ωραίας Ελένης,
ενώ τα πράγματα είναι μάλλον ήπια
και μόδα Μάο ελάνσαρε ο Τσεκλένης.
Κι εγώ, που μέχρι εχθές καθόμουν κι άλειβα
κατράμι τις γαλέρες του Κολόμβου,
να φιάχνω τώρα Οικόσημα από χάλυβα
και γκόλφια περαστά σε σχήμα ρόμβου…
; Ζωή είν’ αυτή που κάνουμε, (ωχ!) μανούλα μου,
ούλοι τση γης εμείς οι κολασμένοι ; -
οι μεν κατ’ άνδρα στις ασκήσεις του Ουλαμού
κι οι επίλοιποι κα-ρα-βο-τσακισμένοι…
Από το βιβλίο: Νίκος Παπαδόπουλος, «In modo misto genuine» (Ποιήματα 1964-2005), ύψιλον / βιβλία, Αθήνα 2005, σελ. 26.
**********
ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ
ΜΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ
Η αηδία δεν είναι στάση πολιτική
το ξέρω, τό ’χω πει τόσες φορές σε τόσους,
ποτέ δεν οδηγεί στη δράση.
Είναι όμως μια αίσθηση πραγμάτων
σου επιτρέπει με τη γεύση με τη μυρουδιά
να καταλάβεις σε ποιο σημείο βρέθηκες
πού σ’ έφεραν οι επιταγές των άλλων
κι οι αρχικές δικές σου συναινέσεις.
Από το βιβλίο: Τίτος Πατρίκιος, «Αντικριστοί καθρέφτες», στιγμή, Αθήνα 1988, σελ. 30.
ΜΗ ΛΑΧΑΝΙΑΖΕΙΣ
ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ
ΣΕ ΦΙΛΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
παραίνεση ασυγχώρητα διδακτική,
σεμνή ωστόσο και αγαπητική,
με αφορμή το τελευταίο βιβλίο του
ΑΥΤΟ ΠΟΥ μου 'στειλες, Πολύκαρπε, το πήρα
με αδημονία φυσική, το ξέρεις. Όμως
δεν είδα να χαράζεται μέσα του δρόμος·
έχει, λένε, κι η πρόζα τη δική της λύρα,
που εδώ σαν νά 'χει βουβαθεί. Ζωηρός διαβάτης
μου φάνηκες, με δρασκελιές μεγάλες.
Μα η σκέψη άλλο ρυθμό ποθεί, ανάσες άλλες·
έτσι δεν φτάνει η φωνή τα όριά της.
Δώσε στον λόγο σου λόγο λοιπόν, μη βιάζεις
το βήμα σου άωρα. Για τον καιρό βεβαιώσου.
Μπρος στις σειρήνες της στιγμής μη λαχανιάζεις. —
Κοίτα ό,τι βγάζεις να 'ναι αλήθεια αντάξιό σου.
Γέρακας, 16. 12. 2006.
ΤΟ ΜΙΣΟΦΕΓΓΑΡΟ ΛΕΙΨΟ
ΑΙΜΙΛΙΑ ΔΑΦΝΗ (1881-1941)
ΑΓΩΝΙΑ
Κανείς δεν είναι, για να δει,
που μ' έχουν δέσει στο σταυρό
και μ' έν' αγκαθερό κλαδί
μου 'χουν πληγώσει το πλευρό.
Μονάχα τρέμει από ψηλά
το μισοφέγγαρο λειψό
και μες στο στόμα με φιλά
κάθε που λέω πως διψώ.
Το ποίημα μάς το έστειλε η εικονιζόμενη νεαρά κυρία Luisana Lopilato, εκ Μπουένος Άιρες.
ΟΦΗΛΙΑ
ARTHUR RIMBAUD
OPHÉLIE
I
Sur l'onde calme et noire où dorment les étoiles
La blanche Ophélia flotte comme un grand lys,
Flotte très lentement, couchée en ses longs voiles...
– On entend dans les bois lointains des hallalis.
Voici plus de mille ans que la triste Ophélie
Passe, fantôme blanc, sur le long fleuve noir;
Voici plus de mille ans que sa douce folie
Murmure sa romance à la brise du soir.
Le vent baise ses seins et déploie en corolle
Ses grands voiles bercés mollement par les eaux;
Les saules frissonnants pleurent sur son épaule,
Sur son grand front rêveur s'inclinent les roseaux.
Les nénuphars froissés soupirent autour d'elle;
Elle éveille parfois, dans un aune qui dort,
Quelque nid, d'où s'échappe un petit frisson d'aile :
– Un chant mystérieux tombe des astres d'or.
II
Ô pâle Ophélia ! belle comme la neige !
Oui tu mourus, enfant, par un fleuve emporté!
– C'est que les vents tombant des grands monts de Norwège
T'avaient parlé tout bas de l'âpre liberté;
C'est qu'un souffle, tordant ta grande chevelure,
A ton esprit rêveur portait d'étranges bruits;
Que ton cœur écoutait le chant de la Nature
Dans les plaintes de l'arbre et les soupirs des nuits;
C'est que la voix des mers folles, immense râle,
Brisait ton sein d'enfant, trop humain et trop doux ;
C'est qu'un matin d'avril, un beau cavalier pâle,
Un pauvre fou, s'assit muet à tes genoux !
Ciel! Amour! Liberté! Quel rêve, ô pauvre folle !
Tu te fondais à lui comme une neige au feu :
Tes grandes visions étranglaient ta parole
– Et l'infini terrible effara ton oeil bleu !
III
– Et le poète dit qu'aux rayons des étoiles
Tu viens chercher, la nuit, les fleurs que tu cueillis,
Et qu'il a vu sur l'eau, couchée en ses longs voiles,
La blanche Ophélia flotter, comme un grand lys.
Στην εικόνα βλέπουμε το έργο του Michel Cure : «Ophélie», λάδι σε καμβά, 160x180, (1990).
Η ΜΑΡΙΑ ΔΟΛΟΡΕΣ ΠΡΑΔΕΡΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΕΝΑ ΠΕΡΟΥΑΝΙΚΟ ΒΑΛΣΑΚΙ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Η MARIA DOLORES PRADERA
LA FLOR DE LA CANELA
Déjame que te cuente limeño,
déjame que te diga la gloria,
del ensueño que evoca la memoria
del viejo puente, del río y la alameda.
Déjame que te cuente limeño,
ahora que aún perfuma el recuerdo,
ahora que aún se mece en un sueño
el viejo puente, el río y la alameda.
Jazmines en el pelo y rosas en la cara,
airosa caminaba la flor de la canela,
derramaba lisura y a su paso dejaba
aromas de mixtura que en el pecho llevaba.
Del puente a la alameda, menudo pie la lleva
por la vereda que se estremece
al ritmo de su cadera,
recogía la risa de la brisa del río
y al viento la lanzaba
del puente a la alameda.
Déjame que te cuente limeño,
¡Ay!, deja que te diga moreno mi pensamiento,
a ver si así despiertas del sueño,
del sueño que entretiene, moreno,
tu sentimiento.
Aspira de la lisura que da la flor de canela,
adornada con jazmines matizando su hermosura,
alfombra de nuevo el puente,
que engalana la alameda,
que el río acompasara su paso por la vereda.
Στίχοι - Μουσική: Chabuca Granda.
Τραγούδι του 1950.
Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2007
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΜΑΡΙΑ ΣΑΛΓΑΔΟ
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η MARÍA SALGADO
SÓLO POR MIEDO
Que bonito es el miedo cuando es sincero,
qué brillante el futuro cuando es oscuro,
qué exquisito el delito cuando lo grito,
cuando lo grito ...
Una vida más tarde comprenderemos
que la vida perdimos...
sólo por miedo.
Qué belleza la vida cuando se olvida,
qué profunda la herida si está dormida,
qué segura una barca a la deriva,
a la deriva...
Una vida más tarde comprenderemos
que la vida perdimos...
sólo por miedo.
De qué sirve la calma si no me salva,
cuánto vale mi alma si no cabalga,
dónde va la esperanza si no me alcanza,
si no me alcanza...
Una vida más tarde comprenderemos
que la vida perdimos...
sólo por miedo.
Qué bonito es el miedo cuando es sincero,
qué salvaje el deseo cuando te veo,
quien pudiera decirte lo que te quiero...
cuánto te quiero.
Una vida más tarde comprenderemos
que la vida perdimos...
sólo por miedo.
Στίχοι: Juan Pablo Silvestre.
Μουσική: Pedro A. Burruezo και Juan Pablo Silvestre.
Ο ΚΑΠΙΤΑΝΙΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ
Η ΨΩΛΗ
Ω πούτσε, καπιτάνιε του ψωλώνε,
που σαν κομμάτι τράβο ξεφυτρώνεις,
παρπάλι, που τσι τρύπες του μουνιώνε
ξεσκλάς και με τον κώλο τσ’ ανταμώνεις,
Σώπρεπε στο ρουθούνι όντες θυμώνης,
για προφυλαχτικό του γυναικώνε,
ένα από κειά τα σίδερα να χώνης
που βάνουνε στη μούρη του σκυλιώνε.
Κι όντες σώρχεται η λύσσα να γαμήσης,
νά ’χει εκειός που σ’ έχει ασκιά σπασμένα,
να τρίβεσαι εκεί μέσα ώς ν’ αποχύσης.
Γιατί και ποιό μουνί κάνει για σένα
πούτσαρδε, καπιτάνιε του ψωλώνε,
που ημπορείς νά ’σαι αργούντουλας καϊκιώνε;
Από ένα μονόφυλλο που είχε τυπώσει στα "ΚΕΙΜΕΝΑ" ο αείμνηστος Φιλιππόβλαχος.
Ο ΣΕΡΒΙΟ ΤΟΥΛΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΚΟΥΡΤ ΤΟΥΧΟΛΣΚΥ!!!
KURT TUCHOLSKΥ
ZIEH DICH AUS, PETRONELLA!
Spielst du Sudermann oder Maeterlinck,
oder spielst du Mieze Stuckert,
dann denk: es ist ein eigen Ding,
das Herz, das unten puckert!
Es atmet klamm das Publikum,
es gäb` was drum, es gäb` was drum,
erhöre nur sein Flehen:
das Publikum will sehen.
Zieh dich aus Petronella, zieh dich aus!
Denn du darfst nicht ennuyant sein,
und nur so wirst du bekannt sein;
Und es jubelt voller Lust das ganze Haus:
"Zieh dich aus, Petronella, zieh dich aus!"
Nicht bei Lulu nur oder Wedekind
ist der Platz für deine Reize;
denn je nackter deine Schultern sind,
je mehr sagt man: "Det kleid se!"
Als lphigenie trägst du nur
,ne Armbanduhr, ,ne Armbanduhr,
ich seh` den weißen Nacken,
wie schön sind deine Backen!
Zieh dich aus Petronella, zieh dich aus!
Denn du darfst nicht ennuyant sein,
und nur so wirst du bekannt sein;
Und es jubelt voller Lust das ganze Haus:
"Zieh dich aus, Petronella, zieh dich aus!"
Und begleitet dich nach dein Souper
dein Amant in deine Wohnung,
hüllt er dich ein bei Eis und Schnee
in Nerz mit zarter Schonung.
Stehst du vor ihm so bloß und blaß
mit ohne was, mit ohne was,
spricht er zu dir, Cokettchen,
vor deinem weißen Bettchen:
Zieh dich aus Petronella, zieh dich aus!
Denn du darfst nicht ennuyant sein,
und nur so wirst du bekannt sein;
Und es jubelt voller Lust das ganze Haus:
"Zieh dich aus, Petronella, zieh dich aus!"
Denn du wirst ja darin flink sein,
und es kann ja bloß dein Ring sein 1
Und ich klatsch` auf deinen Rücken den
Applaus:
"Zieh dich aus, Petronella, zieh dich aus!"
Ερμηνευτής: Servio Tulio.
Πιάνο: Glauco Baptista.
Μουσική: Friedrich Hollaender.
21 Δεκεμβρίου 2006, Espaco Cultural Maurice Valansi, Rio de Janeiro.
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Η ΚΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΤΤΑ: "ΦΙΛΑ ΜΕ, ΦΙΛΑ ΜΕ ΠΑΛΙ"
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΕΝΑ ΜΠΟΛΕΡΟ: BÉSAME MUCHO
Φίλα με, φίλα με πάλι
σαν να μην έχει ετούτη η νύχτα
καμμιάν άλλη φορά.
Φίλα με, φίλα με πάλι·
τώρα που σ’ έχω, πώς τρέμω
μην και σε χάσω μετά.
Τα μάτια σου να βλέπω θέλω
και να ’σαι από δίπλα μου εσύ·
να σε κρατώ.
Μπορεί κάποια μέρα, ναι, νά ’ρθει
που άλλος θά ’σαι κι αλλού
πολύ μακριά από ’δώ.
Φίλα με, φίλα με πάλι
σαν να μην έχει ετούτη η νύχτα
καμμιάν άλλη φορά.
Φίλα με, φίλα με πάλι·
τώρα που σ’ έχω, πώς τρέμω
μην και σε χάσω μετά.
Από το βιβλίο: Γιώργος Κεντρωτής, «Με απ’ όλα μέσα», Τυπωθήτω, Αθήνα 2006, σελ. 56.
*********
Το Πρωτότυπο, της Consuelo Belasquez:
Bésame, bésame mucho
Como si fuera esta la noche
la última vez
Bésame, bésame mucho
que tengo miedo a perderte
perderte después
Quiero tenerte muy cerca
mirarme en tus ojos
verte junto a mí
Piensa que tal vez mañana
yo ya estaré lejos
muy lejos de aquí
Bésame, bésame mucho
Como si fuera esta la noche
la última vez
Bésame, bésame mucho
que tengo miedo a perderte
perderte después
Bésame, bésame mucho...
Ο ΑΝΙΔΕΟΣ
EUGENIO MONTALE
Η ΖΩΗ ΣΕ ΠΡΟΖΑ
Είναι γεγονός ότι η ζωή δεν εξηγείται
ούτε από τη βιολογία
oύτε από τη θεολογία.
Η ζωή έχει βάθος
ακόμη κι όταν περνάει αμέσως
σαν τη ζωή της πεταλούδας -
η ζωή παραμένει πλούσια
ακόμη κι όταν το χώμα είναι ξερό.
Ανελέητος είν' ο αγώνας
για να καταλήξει ανούσια κι αφόρητη.
Δεν μένει παρά το ασύνειδο βάθος
η τελευταία φάρσα του ξέπνοου θεάτρου μας.
Θα έστελνα σε καταναγκαστικά έργα ή στην κρεμάλα
όποιον την πιστεύει ή την υπομένει. Είναι φανερό ότι ο ανίδεος
αρκεί για να σκεπάζει το σκοτάδι.
Μετάφραση: Silio D'Aprile.
Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2007
ΟΥΤΕ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΕΠΙΜΟΜΦΟΣ ΛΟΓΟΣ ΑΤΑΛΑΝΤΟΥ ΣΤΙΧΟΠΛΟΚΟΥ
Πάρε τη συλλογή μου αυτή και δώσ’ τη
στα καροτσάκια, ευγενικέ, αναγνώστη.
Αν ζούσα, φέρ’ ειπείν, στην Αταλάντη,
θα είμουνα το τρισέγγονο του Δάντη·
μα εδώ που οι περιστάσεις μ’ έχουν φέρει,
δεν κάνω ο ύ τ ε για μπάτλερ του Σεφέρη.
Από το βιβλίο: Γιώργος Κεντρωτής, «Με απ’ όλα μέσα», Τυπωθήτω, Αθήνα 2006, σελ. 110.
ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΤΗΣ ΤΑ ΧΕΡΙΑ
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
Η ΦΑΡΜΑΚΩΜΕΝΗ
Τα τραγούδια μου τα ’λεγες όλα,
Τούτο μόνον δε θέλει το πης,
Τούτο μόνον δε θέλει τ’ ακούσης·
Αχ! την πλάκα του τάφου κρατείς.
Ω παρθένα! αν ημπόρειαν οι κλάψες
Πεθαμένου να δώσουν ζωή,
Τόσες έκαμα κλάψες για σένα,
Που ’θελ’ έχεις την πρώτη πνοή.
Συφορά! Σε θυμούμ’ εκαθόσουν
Στο πλευρό μου με πρόσωπο αχνό·
«Τι έχεις;» σού ’πα, και συ μ’ αποκρίθης:
«Θα πεθάνω, φαρμάκι θα πιω.»
Με σκληρότατο χέρι το πήρες,
Ωραία κόρη, κι αυτό το κορμί,
Oπού τού ’πρεπε φόρεμα γάμου,
Πικρό σάβανο τώρα φορεί.
Το κορμί σου εκεί μέσα στον τάφο
Το στολίζει σεμνή παρθενιά·
Του κακού σ’ αδικούσεν ο κόσμος
Και σου φώναξε λόγια κακά.
Τέτοια λόγια αν ημπόρειες ν’ ακούσης,
Οχ το στόμα σου τί ’θελε βγη;
«Το φαρμάκι που επήρα και οι πόνοι
Δεν εστάθηκαν τόσο σκληροί.»
Κόσμε ψεύτη! τες κόρες τες μαύρες
Kατατρέχεις όσο είν’ ζωντανές,
Σκληρέ κόσμε! και δεν τους λυπάσαι
Την τιμήν όταν είναι νεκρές.
Σώπα, σώπα! θυμήσου πως έχεις
Θυγατέρα, γυναίκα, αδελφή·
Σώπα! η μαύρη κοιμάται στο μνήμα,
Kαι κοιμάται παρθένα σεμνή.
Θα ξυπνήση την ύστερη μέρα,
Εις τον κόσμον ομπρός να κριθή,
Και, στον Πλάστη κινώντας με σέβας
Τα λευκά της τα χέρια, θα πη:
«Κοίτα μέσα στα σπλάχνα μου, Πλάστη!
Tα φαρμάκωσα, αλήθεια, η πικρή,
Kαι μου βγήκε οχ το νου μου, Πατέρα,
Που πλασμένα μου τά ’χες Εσύ·
Όμως κοίτα στα σπλάχνα μου μέσα,
Που το κρίμα τους κλαίνε, και πες,
Πες του κόσμου που φώναξε τόσα,
Εδώ μέσα αν είν’ άλλες πληγές.»
Τέτοια, ομπρός εις τον Πλάστη κινώντας
Τα λευκά της τα χέρια, θα πη.
Σώπα, κόσμε! κοιμάται στο μνήμα,
Kαι κοιμάται παρθένα σεμνή.
ΞΑΝΑΠΟΣΤΑΡΩ ΤΗ ΤΖΟΑΝ ΜΠΑΕΖ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Η JOAN BAEZ
HERE’S TO YOU
Here's to you Nicola and Bart
Rest forever here in our hearts
The last and final moment is yours
That agony is your triumph!
Μουσική: Ennio Morriconne.
Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2007
ΣΑΚΚΟ ΚΑΙ ΒΑΝΤΣΕΤΤΙ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Η JOAN BAEZ
HERE’S TO YOU
Here's to you Nicola and Bart
Rest forever here in our hearts
The last and final moment is yours
That agony is your triumph!
Μουσική: Ennio Morriconne.
Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2007
ΣΑΝ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΡΥΠΑΡΗΣ (1870-1942)
ΧΩΡΙΣΜΟΣ
Κ’ ήρθε μες στης αγάπης το μεθύσι
ο χωρισμός μιας πίκρα να μου βάλη
σαν και τούτη… κι ακόμα πιο μεγάλη,
τη θάλασσα που μας έχει χωρίση.
Μια θάλασσα και στην καρδιά έχω κλείση,
που όταν ακούει το κύμα στο ακρογιάλι
το αιώνιο του παράπονο να ψάλλη,
έναν θρήνον αντίφωνο θ’ αρχίση.
Αντίφωνο ένα θρήνο κ’ ένα κλάμα
που κλαίοντας με τη θάλασσαν αντάμα
βουρκώνει πέρα ώς πέρα το γιαλό.
Ως που στερνά της θάλασσας στον άμμο
ξεψυχούν οι καημοί ; και πάω και ’γώ
τους πόνους μου τραγούδια να σου κάμω.
Στην εικόνα η φιλόμουση κ. Analia Maiorana.