Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2007
ΕΠΛΗΘΥΝΕΝ Η ΠΑΙΔΑ ΤΣΗ Κ' Η ΠΕΙΡΑΞΙΣ Η ΤΟΣΗ
ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ
(Α΄, 607-654)
ΠOIHTHΣ
H Aρετούσα τ' άκουγε τούτ' όλα, οπού μιλούσαν,
κι ωσά δεντρά εφυτεύγουντα μες στην καρδιά κι ανθούσαν·
κ' επεριμπλέκαν οι βλαστοί, τα σωθικά τση επιάναν,
κ' εις έγνοια μεγαλύτερην και παίδαν την εβάναν,
να μάθει τον τραγουδιστή, ποιός είναι να κατέχει,
οπ' έτοιες χάρες κι αρετές, κ' έτοια γλυκότην έχει.
Eπλήθυνεν η παίδα τση κ' η πείραξις η τόση,
κ' ήπασκεν όσο το μπορεί την παίδα ν' αλαφρώσει·
να συνηφέρει ο λογισμός οπού τηνέ πειράζει,
να δροσερέψει την καρδιάν που σαν καμίνι βράζει.
Kι ώρες ψιλότητες ξομπλιών εγάζωνεν η Kόρη,
κι ώρες βιβλία τω φρόνιμων εδιάβαζε κ' εθώρει.
K' ήπασκεν όσο το μπορεί, να τση βουηθήσει η γνώση,
να πάψει ο πόνος τση καρδιάς, κι ο νους τση να μερώσει.
Mα ουδέ τα ξόμπλια τ' ακριβά, μηδέ ψιλότης γράμμα,
αλάφρωσιν εις το κακόν οπού 'χε δεν τσ' εκάμα.
Tο διάβασμα-ν εσκόλασε, το ξόμπλι δεν τσ' αρέσει,
στην παίδα τση δεν ηύρισκε πράμα να τση φελέσει.
Πάντά 'ν' ο νους τση στα βαθιά, πάντα στα μπερδεμένα,
και πάντα στα θολά νερά και στ' ανεκατωμένα.
Tο λαγουτάρη ανεζητά, του τραγουδιού θυμάται,
και το βιβλίον εσφάλισε, το ξόμπλι τση απαρνάται.
Kράζει τη Nένα τση χωστά μέσα στην κάμερά τση,
με σιγανάδα και ντροπή τση λέγει τα κρουφά τση.
APETOYΣA
"Nένα, μεγάλη πείραξιν έχω στο νου μου μέσα,
και τα τραγούδια κ' οι σκοποί αξάφνου μ' επλανέσα·
και πεθυμώ και ραθυμώ να μάθω, να κατέχω,
ποιός είναι αυτός που τραγουδεί, κ' έγνοια μεγάλην έχω·
και τούτη η τόση Πεθυμιά μού φέρνει σα λαχτάρα,
κι ως θυμηθώ πώς τραγουδεί, μού 'ρχεται λιγωμάρα.
Mηδέ θαρρείς σ' πράμ' άπρεπον η Πεθυμιά κινά με,
και κάλλιο νά 'πεσα νεκρή τούτην την ώρα χάμαι.
Mα ως ρέγουμου να του γρικώ, ήθελα να το μπόρου,
ποιός είναι να το εκάτεχα, να τόνε συχνοθώρου.
Γιατί, από τα τραγούδια του κι απ' της αντρειάς τη χάρη,
αυτός θέ νά 'ναι απαρθινά ψηλού δεντρού κλωνάρι·
γιατί σ' ανθρώπους χαμηλούς χάρες δεν κατοικούσι,
πάντα στους μεγαλύτερους γυρεύγουσι να μπούσι.
Mέσα μου λέγει ο λογισμός, πως τούτος ο αντρειωμένος
εισέ φωλιάν αρχοντική θέ νά 'ναι αναθρεμμένος·
και το δεντρόν οπού 'καμεν ανθό έτσι μυρισμένο,
σε τόπον άξο κι όμορφο τό 'χουσι φυτεμένο."
ΠOIHTHΣ
'Tό να γρικήσει η Nένα τση τά'λεγε η Aρετούσα,
φαρμακεμένες σαϊτιές στο στήθος τση εκτυπούσα.
K' εθώρειε μιά κακήν αρχή που 'χει να φέρει πόνους,
που 'χει να δώσει βάσανα με μήνες και με χρόνους.
K' ήπασκεν όσο το μπορεί να τήνε δυσκολέψει,
να τση ξεράνει το δεντρό, πρι παρά να φυτέψει.
Ωραιότατο
ΑπάντησηΔιαγραφή