Τρίτη 22 Ιουλίου 2008
ΤΟ ΕΧΕΙ ΠΕΙ ΚΑΙ Ο ΒΑΚΩΝ!
BERTOLT BRECHT
Ο ΔΙ' ΕΠΑΓΩΓΗΣ ΕΡΩΣ
Αφιερώνεται στον Φραγκίσκο Βάκωνα,
τον εισηγητή της επαγωγικής μεθόδου
στις Φυσικές Επιστήμες.
Πειράματα είχε ως βάση ο μέγας Βάκων. Σιμώνει
νομίζω πια ο καιρός να βρει στον έρωτα μια θέση
το πείραμα· όθεν θα διαπιστωθεί αν θα μας αρέσει
να χουφτωνόμαστε όντας τυλιγμένοι στο σεντόνι.
Το χέρι μου, που ανέβηκε στου στήθους σου τα μέρη,
σ’ αρέσει; – πές μου… αχ, και να τό ’ξερα! Μπορεί στο βύθος
του κόλπου να μη φτάσει· ας βρει τουλάχιστον το στήθος!
Κι ο κόλπος μάλλον θα βρεθεί – μά μόνο με το χέρι;!
Εδώ ούτε «θέλω» ούτε «αποκρούω» χωράνε· κι ούτε, πάλι,
σημαίνουν δα στο πείραμα την τελευταία τη λέξη.
Χαρά θα πρέπει, αφού χ α ι ρ ό μ α σ τ ε, να μας διατρέξει
παντού, μιας και χαρά γεννούν οι πόθοι μας μεγάλη.
Οι πιθανότητες α υ τ ό ς να μπεί να ζευγαρώσει
ισούνται με όσες έχει α υ τ ή ζευγάρι του να νιώσει.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ ΟΙ ΛΕΝΤ ΖΕΠΠΕΛΙΝ
ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ ΟΙ LED ZEPPELIN
STAIRWAY TO HEAVEN
There's a lady who's sure all that glitters is gold
And she's buying a stairway to heaven
(And) when she gets there she knows if the stores are all closed
With a word she can get what she came for
Ooh ooh ooh...ooh...ooh ooh ooh
And she's buying a stairway to heaven
There's a sign on the wall but she wants to be sure
'Cause you know sometimes words have two meanings
In the tree by the brook there's a songbird who sings
Sometimes all of our thoughts are misgiven
Oooh...It makes me wonder
Oooh...It makes me wonder
There's a feeling I get when I look to the west
And my spirit is crying for leaving
In my thoughts I have seen rings of smoke through the trees
And the voices of those who stand looking
Oooh...It makes me wonder
Oooh...And it makes me wonder
And it's whispered that soon, if we all called the tune
Then the piper will lead us to reason
And a new day will dawn for those who stand long
And the forest will echo with laughter
Woe woe woe woe woe oh
If there's a bustle in your hedgerow
Don't be alarmed now
It's just a spring clean for the May Queen
Yes there are two paths you can go by
but in the long run
There's still time to change the road you're on
And it makes me wonder...ohhh ooh woe
Your head is humming and it won't go -- in case you don´t know
The piper's calling you to join him
Dear lady can you hear the wind blow and did you know
Your stairway lies on the whispering wind
And as we wind on down the road
Our shadows taller than our souls
There walks a lady we all know
Who shines white light and wants to show
How everything still turns to gold
And if you listen very hard
The tune will come to you at last
When all are one and one is all, yeah
To be a rock and not to roll
Ooooooooooooh
And she's buying a stairway to heaven
ΑΡΤΩ!
ANTONIN ARTAUD (1896-1948)
PETIT POÈME DES POISSONS DE LA MER
Je me suis penché sur la mer
Pour communiquer mon message
Aux poissons:
«Voilà ce que je cherche et que je veux savoir.»
Les petits poissons argentés
Du fond des mers sont remontés
Répondre à ce que je voulais.
La réponse des petits poissons était:
«Nous ne pouvons pas vous le dire
Monsieur
PARCE QUE»
Là la mer les a arrêtés.
Alors j'ai écarté la mer
Pour les mieux fixer au visage
Et leur ai redit mon message:
«Vaut-il mieux être que d'obéir?»
Je le leur redis une fois, je leur dis une seconde
Mais j'eus beau crier à la ronde
Ils n'ont pas voulu entendre raison!
Je pris une bouilloire neuve
Excellente pour cette épreuve
Où la mer allait obéir.
Mon coeur fit hamp, mon coeur fit hump
Pendant que j'actionnais la pompe
À eau douce, pour les punir.
Un, qui mit la tête dehors
Me dit: «Les petits poissons sont tous morts.»
«C'est pour voir si tu les réveilles,
Lui criai-je en plein dans l'oreille,
Va rejoindre le fond de la mer.»
Dodu Mafflu haussa la voix jusqu'à hurler en déclamant ces trois derniers vers,
et Alice pensa avec un frisson: «Pour rien au monde je n'aurai voulu être ce messager!»
Celui qui n'est pas ne sait pas
L'obéissant ne souffre pas.
C'est à celui qui est à savoir
Pourquoi l'obéissance entière
Est ce qui n'a jamais souffert
Lorsque l'être est ce qui s'effrite
Comme la masse de la mer.
Jamais plus tu ne seras quitte,
Ils vont au but et tu t'agites.
Ton destin est le plus amer.
Les poissons de la mer sont morts
Parce qu'ils ont préféré à être
D'aller au but sans rien connaître
De ce que tu appelles obéir.
Dieu seul est ce qui n'obéit pas,
Tous les autres êtres ne sont pas
Encore, et ils souffrent.
Ils souffrent ni vivants ni morts.
Pourquoi?
Mais enfin les obéissants vivent,
On ne peut pas dire qu'ils ne sont pas.
Ils vivent et n'existent pas.
Pourquoi?
Pourquoi? Il faut faire tomber la porte
Qui sépare l'Être d'obéir!
L'Être est celui qui s'imagine être
Être assez pour se dispenser
D'apprendre ce que veut la mer...
Mais tout petit poisson le sait!
Il y eut une longue pause.
«Est-ce là tout? demanda Alice timidement.»
Το ποίημα και το πορτραίτο του Αρτώ μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Carmen Electra.
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΤΖΟΥΖΕΠΠΕ ΝΤΙ ΣΤΕΦΑΝΟ
LIBERO BOVIO
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο GIUSEPPE DI STEFANO
TU CA NON CHIAGNE
Comm'è bella 'a muntagna stanotte,
Bella accussi nun l'aggio vista maie!
N'anema pare rassegnata e stanca
Solt' 'a cuperta 'e chesta luna janca.
Tu, ca nun chiagne,
e chiagnere me faie,
Tu, stanotte, addò staie?
Voglio a te!
Voglio a te!
Quest'uocchie te vonno
N'atra vota vedè!
Comm'è calma 'a muntagna stanotte
cchiù calma 'e mò nun l'aggio vista maie!
E tutto dorme, e tutto dorme o more,
e i sulo veglio
Δευτέρα 21 Ιουλίου 2008
ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ ΟΙ ΝΙΡΒΑΝΑ
αφιερωμένο στον γιό μου Δημήτρη
ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ ΟΙ NIRVANA
SMELLS LIKE TEEN SPIRIT
Load up on guns
Bring your friends
Its fun to lose
And to pretend
She’s overboard
Myself assured
I know I know
A dirty word
Hello (x 16)
With the lights out its less dangerous
Here we are now
Entertain us
I feel stupid and contagious
Here we are now
Entertain us
A mulatto
An albino
A mosquito
My libido
Yea
I’m worse at what I do best
And for this gift I feel blessed
Our little group has always been
And always will until the end
Hello (x 16)
With the lights out its less dangerous
Here we are now
Entertain us
I feel stupid and contagious
Here we are now
Entertain us
A mulatto
An albino
A mosquito
My libido
Yea
And I forget
Just what it takes
And yet I guess it makes me smile
I found it hard
Its hard to find
Oh well, whatever, never mind
Hello (x 16)
With the lights out its less dangerous
Here we are now
Entertain us
I feel stupid and contagious
Here we are now
Entertain us
A mulatto
An albino
A mosquito
My libido
Yea
ΑΓΡΙΟΦΡΑΟΥΛΑ
ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
ΑΡΧΟΜΕΝΟ ΣΟΥΡΟΥΠΟ
Είναι αρχόμενο σούρουπο· φέγγει ένα φως ιλαρόν
και είναι (εσπέρας προκείμενον) Σάββατο· στου ήλιου τη δύση,
όπου ευπρέπειαν (και λούσα!...) ενεδύσατο – και είμαι παρών,
τώρα που η Σουλαμίτις εδιάλεξε να τραγουδήσει.
Θά ’ν’ δε η διαδικασία κεκλεισμένων, βεβαίως, των θυρών,
για μια ομήγυρη ευάριθμη, πολλά εκλεκτή, που έχει κλείσει…
Κατά Λέρμοντοφ, ήρωας σωστός των δικών μας καιρών
(κυνισμού κράμα και άδολης καλαισθησίας, μα και φύσει
πικαρέσκο, παράτολμο πρόσωπο – λέει) δεν συνάδει
με εξωκλήσια και ευχές εκτενείς και τροπάρια τερπνά.
Λάθος! Όχι! Ταιριάζουν οι δυο όψεις, γιατί είναι σαν μέρα
θερινή –όπως καληώρα– και ηλιόλουστη, όπου έρχεται βράδι
και δροσίζει· κι η αρμύρα σ’ αγριοφράουλα, βλέπεις, γυρνά,
κι ευωδίζουν τα σύμπαντα και σφύζει όλη η πλάση πέρα.
Από το βιβλίο: Νίκος Παπαδόπουλος, «In modo misto genuino (Ποιήματα 1964-2005)», ύψιλον / βιβλία, Αθήνα 2005, σελ. 39.
ΓΙΟΖΕΦ ΧΑΫΝΤΝ: ΚΟΝΤΣΕΡΤΟ ΓΙΑ ΤΡΟΜΠΕΤΑ ΚΑΙ ΟΡΧΗΣΤΡΑ
JOSEPH HAYDN: ΚΟΝΤΣΕΡΤΟ ΓΙΑ ΤΡΟΜΠΕΤΑ ΚΑΙ ΟΡΧΗΣΤΡΑ
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
Τρομπέτα: Tom Bergeron.
O Shinik Hahm διευθύνει τη Yale Philharmonia.
Sprague Hall, 29 Φεβρουαρίου 2008.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
Τρομπέτα: Flávio Gabriel.
Ο Isaac Karabtchevsky διευθύνει την Orquestra Sinfônica de Porto Alegre.
ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ
Τρομπέτα:
Tine Thing Helseth.
Norwegian Chamber Orchestra.
ΑΝΤΟΝΙΟ ΓΑΜΟΝΕΔΑ!
ANTONIO GAMONEDA
VERANO 1966
Cuando me extiendo junto al mar,
existe el agua y su palpitación
y un cielo azul cuya profundidad
es demasiado grande para mí.
Sentir el mar, su lentitud viviente,
es la magnificencia y el olvido,
pero sentir la vida de los camaradas
en ser el camarada de uno mismo.
El cielo inmóvil tiene su razón, lo sé,
pero la razón que hay en nosotros
existirá aún cuando este cielo
hay sido borrado por el viento y el frío.
Το ποίημα μαζί με το πορτραίτο του ποιητή μάς τά έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Paz Vega, με τη διπλή παράκληση να τα αναρτήσουμε και να μεταφράσουμε το ποίημα. Η πρώτη παράκληση εκτελέστηκε ήδη. Για τη δεύτερη θα δούμε τί μπορούμε να κάνουμε καλοκαιριάτικα.
ΜΙΛΟΝΓΚΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΣΙΝΤΟ ΤΣΙΚΛΑΝΑ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΤΟ DUO MATE AMARGO
JORGE LUIS BORGES
JACINTO CHICLANA
Me acuerdo, fue en balvanera,
En una noche lejana,
Que alguien dejó caer el nombre
De un tal Jjacinto Chiclana.
Algo se dijo también
De una esquina y un cuchillo.
Los años no dejan ver
El entrevero y el brillo.
¡quién sabe por qué razón
Me anda buscando ese nombre!
Me gustaría saber
Cómo habrá sido aquel hombre.
Alto lo veo y cabal,
Con el alma comedida;
Capaz de no alzar la voz
Y de jugarse la vida.
Nadie con paso más firme
Habrá pisado la tierra.
Nadie habrá habido como él
En el amor y en la guerra.
Sobre la huerta y el patio
Las torres de balvanera
Y aquella muerte casual
En una esquina cualquiera.
Sólo dios puede saber
La laya fiel de aquel hombre.
Señores, yo estoy cantando
Lo que se cifra en el nombre.
Siempre el coraje es mejor.
La esperanza nunca es vana.
Vaya, pues, esta milonga
Para Jacinto Chiclana.
**************************
ΧΑΘΙΝΤΟ ΤΣΙΚΛΑΝΑ
Θυμάμαι, ήταν στην Μπαλβανέρα,
μια νύχτα ψυχρή, πλάνα,
που κάποιος να πέσει άφησε
κάποιον Χαθίντο Τσικλάνα.
Κάποιοι μιλούν ψιθυριστά
για μια γωνιά κι ένα μαχαίρι,
μα με τα χρόνια μόνο φαίνεται
η λάμψη απ’ ένα χέρι.
Ποιος ξέρει νά βρει το γιατί
που τ’ όνομα εκείνου ψάχνω.
Ας ήξερα πώς ήτανε
και τίνος ήταν σπλάχνο.
Ψηλό εμπρός μου τον θωρώ,
έντιμο και μετρημένο,
ατρόμητο πάντα στη ζωή
και ποτέ του νικημένο.
Όπως αυτός άλλος κανείς
τη γη τόσο γερά πατούσε.
Σε πόλεμο και σ’ έρωτα
κανείς όπως αυτός νικούσε.
Πάνω στις πλάκες μιας αυλής,
στις πύλες της Μπαλβανέρα,
ο χάρος πρόσμενε θρασύς
τη νύχτα κι όχι μέρα.
Μόνο ο Θεός να πει μπορεί
τη φύση την πιστή αυτού του άντρα,
γι’ αυτό κι εγώ δεν τραγουδώ
παρά για τη χρυσή αυτή χάντρα.
Το θάρρος πάντα βοηθά
μα και η ελπίδα η πλάνα,
μόνο που χάθηκαν τα δυό
για το σοφό Τσικλάνα.
Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη.
Η ΛΕΞΗ... Η ΛΕΞΗ... Η ΛΕΞΗ...
ΠΑΝΑΓΟΣ ΠΕΠΠΑΣ
ΠΕΝΤΕ ΤΡΙΠΤΥΧΑ
‘Όλα έχουν τη σημαία τους:
Ο δρόμος τη γυναίκα
η γυναίκα τα μαλλιά
η νύχτα τη σελήνη
το φως την ευχέρεια
η λέξη τα χείλη.
Άρα έχουν και πατρίδα:
Ο δρόμος το βλέμμα
η γυναίκα τη γόνδολα
η νύχτα τον εαυτό της
το φως το μάτι του ορφανού
η λέξη την ψυχή του Φειδιππίδη.
Δηλαδή, ένα συνεσταλμένο ελάφι
τρέχει στις προεκτάσεις.
Από το βιβλίο: Πανάγος Πέππας, «Ημερίδα», Εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα 2007, σελ. 26.
Κυριακή 20 Ιουλίου 2008
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΜΕΓΑΣ ΑΤΑΟΥΑΛΠΑ ΓΙΟΥΠΑΝΚΙ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ATAHUALPA YUPANQUI
EL POETA
Tú crees que eres distinto,
porque te dicen poeta,
y tienes un mundo aparte,
más allá de las estrellas.
Tú crees que eres distinto,
porque te dicen poeta,
y tienes un mundo aparte,
más allá de las estrellas.
De tanto mirar la luna,
ya nada sabes mirar.
Eres como un pobre ciego,
que no sabe a dónde va.
Vete a mirar los mineros,
los hombres en el trigal,
y cántale a los que luchan,
por un pedazo de pan.
Poeta de ciertas rimas:
vete a vivir a la selva,
y aprenderás muchas cosas,
del hachero y sus miserias.
Poeta de ciertas rimas:
vete a vivir a la selva,
y aprenderás muchas cosas,
del hachero y sus miserias.
Vive junto con el pueblo;
no lo mires desde afuera,
que lo primero es el hombre,
y lo segundo, poeta.
De tanto mirar la luna,
ya nada sabes mirar.
Eres como un pobre ciego,
que no sabe a dónde va.
Vete a mirar los mineros,
los hombres en el trigal,
y cántale a los que luchan,
por un pedazo de pan.
ΘΕΡΒΑΝΤΕΣ!
MIGUEL DE CERVANTES (1547-1616)
LA SENORA ORIANA A DULCINEA DEL TOBOSO
¡ Oh quién tuviera, hermosa Dulcinea,
por más comodidad y más reposo,
a Miraflores puesto en el Toboso,
y trocara su Londres con tu aldea !
¡ Oh quién de tus deseos y librea
alma y cuerpo adornara, y del famoso
caballero, que hiciste venturoso,
mirara alguna desigual pelea !
¡ Oh quién tan castamente se escapara
del señor Amadís, como tú hiciste
del comedido hidalgo Don Quijote !
Que así envidiada fuera, y no envidiara,
y fuera alegre al tiempo que fue triste,
y gozara los gustos sin escote.
Το σονέττο μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Alessandra Ambrosio.
Σάββατο 19 Ιουλίου 2008
ΜΕΘΥΣΚΟΝΤΕΣ
VÍTĚZSLAV NEZVAL
ΠΟΙΗΤΙΚΗ, ΙΙ
Ζούμε σε καιρούς οπού το δυνατό αδύνατο είναι
ανέφικτο σήμερα τριάντα χρόνους ποιήματα να γράψεις
τη μια στιγμή πρέπει να επινοούμε ύστερ’ απ’ την άλλη
να σώζουμε ό,τι ακόμη σώζεται
λεπτό να μην έχουμε στασιό και ησυχία
Ζήτω η φαμίλια του Αρλεκίνου
εσείς
παρά τις κακουχίες
τον κόσμο ελκυστικό κρατάτε
εμείς θά ’πρεπε ποιήματα να γράφουμε ελαστικά
μπας και χαρούμε λίγο μια σταλιά
πλήθος πράγματα θά ’πρεπε εμείς να διαψεύσουμε
μπας και δειχθούμε εν τέλει τρελοί τελείως
Ανακαλύψεις! Πολύ δύσκολο την σήμερον ημέρα
μέγας να γίνεις εφευρέτης
το ξέρετε καλά το χωνέψατε
τέσσερα να ζήσουμε θα πρέπει χρόνια
μες στην αμέριμνη μαγεία
πεντάρα για τους φυσικούς νόμου μη χαραμίζοντας
για να γίνουμε όντως θαύμα αμιγές
απ’ όπου μετά
ολόκληρον θα σέρνουμε τον βίο μας
σαν σκέλεθρο
και πέντε θα πρέπει χρόνια απερίσπαστοι
έως τρυγός να πιούμε τη ζωή
και τις υπόλοιπες ημέρες να ρεμβάζουμε
μεθύσκοντες
εν μέθη διατελούντες διαρκεί
διότι η δική μας ειμαρμένη
είναι με τον Λι-Τάι Πο δεμένη
1925
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΚΟΝΣΙΛΙΑ ΛΙΤΣΑΡΝΤΙ
LIBERO BOVIO
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η CONSIGLIA LICCIARDI
REGINELLA
Te si' fatta na vesta scullata,
nu cappiello cu 'e nastre e cu 'e rrose...
stive 'mmiez'a tre o quatto sciantose
e parlave francese...è accussí?
Fuje ll'autriere ca t'aggio 'ncuntrata
fuje ll'autriere a Tuleto, 'gnorsí...
T'aggio vuluto bene a te!
Tu mm'hê vuluto bene a me!
Mo nun ce amammo cchiù,
ma ê vvote tu,
distrattamente,
pienze a me!...
Reginè', quanno stive cu mico,
nun magnave ca pane e cerase...
Nuje campávamo 'e vase, e che vase!
Tu cantave e chiagnive pe' me!
E 'o cardillo cantava cu tico:
"Reginella 'o vò' bene a stu rre!"
T'aggio vuluto bene a te!
Tu mm'hê vuluto bene a me!
Mo nun ce amammo cchiù,
ma ê vvote tu,
distrattamente,
pienze a me!...
Oje cardillo, a chi aspiette stasera?
nun 'o vvide? aggio aperta 'a cajóla!
Reginella è vulata? e tu vola!
vola e canta...nun chiagnere ccá:
T'hê 'a truvá na padrona sincera
ch'è cchiù degna 'e sentirte 'e cantá...
T'aggio vuluto bene a te!
Tu mm'hê vuluto bene a me!
Mo nun ce amammo cchiù,
ma ê vvote tu,
distrattamente,
pienze a me!...
Στίχοι: Libero Bovio.
Μουσική: Gaetano Lama.
ΤΟΡΚΟΥΑΤΟΣ ΤΑΣΣΟΣ!
TORQUATO TASSO (1544-1595)
[AMORE ALMA È DEL MONDO, AMORE È MENTE]
AMORE alma è del mondo, Amore è mente
e ’n ciel per corso obliquo il sole ei gira,
e d’ astri erranti a la celeste lira
fa le danze lassù veloci o lente,
L’ aria, l’ acqua, la terra, e ’l foco ardente
regge, misto al gran corpo, e nutre e spira;
e quinci l’ uom desia, teme e s’ adira,
e speranza e diletto e doglia ei sente.
Ma, ben che tutto crei, tutto governi
e per tutto risplenda, e ’l tutto allumi,
più spiega in noi di sua possanza Amore;
e come sien de’ cerchi in ciel superni,
posta ha la reggia sua ne’ dolci lumi
de’ bei vostri occhi, e ’l tempio in questo core.
Το σονέττο μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του μπλογκ κ. Emilia Attias.
ΜΑΚΡΙΑ, ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ...
CESARE PAVESE
LONTANO, NELLA NOTTE
Lontano, nella notte, oltre la morte
sopra una stella azzurra
tra esistenze meravigliose
ancora quest'anima convulsa
nelle sue insoffribili vergogne
esasperanti
senza scampo, per tutto l'universo
dove dovró passare
e il pensiero che infine, nella luce
suprema soffriró ancora il tormento
di non aver urlato
che tanto era inutile.
O forse questa vita
è la sola concessa
e allora mi esaspera, mi taglia il respiro,
il pensiero di non aver urlato,
per la mia anima vile,
confuso a tutti i poveri impotenti
che marciscono sulla terra.
Παρασκευή 18 Ιουλίου 2008
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΒΙΡΧΙΝΙΑ ΛΟΥΚΕ
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η VIRGINIA LUQUE
SUEÑO DE JUVENTUD
Sufres porque me aleja
la fe de un mañana
que busco afanoso
tan sólo por ti.
Y es un collar de estrellas
que tibio desgranan
tus ojos hermosos
llorándome así.
Sueño de juventud
que muere en tu adiós,
tímida remembranza
que añoraré,
canto de una esperanza
que ambicioné
acariciando tu alma
en mi soledad.
Mi pobre corazón
no sabe pensar,
y al ver que lo alejan de ti
sólo sabe llorar,
sólo sabe gemir,
sangrando al morir
en tu adiós...
Lírico amor primero,
caricia y tortura,
castigo y dulzura
de mi amanecer.
Yo acunaré en un canto
tu inmensa ternura
buscando en mi cielo
tu imagen de ayer.
Στίχοι και μουσική: Enrique Santos Discepolo.
Βάλς του 1931.
ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΜΑΣ ΤΗ ΔΙΝΕΙ Η ΛΗΘΗ
BERTOLT BRECHT
ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ
Καλή είναι η λήθη – καλή!
Πώς αλλιώς, άραγε,
θα χώριζε ο γιός απ’ τη μάνα που τον εβύζαξε,
που του γιόμισε δύναμη χέρια-πόδια
και που τον εμποδίζει τώρα να δοκιμάσει
να δει αν και πως δουλεύει η δύναμη αυτή;
Και πώς αλλιώς θα παρατούσε ο μαθητής τον δάσκαλο
που τον εγιόμισε με γνώσεις;
Όταν ο μαθητής τη γνώση κατακτήσει,
το δικό του έπειτα πρέπει να τραβήξει δρόμο.
Στο σπίτι το παλιό
καινούργιοι μπαίνουν ένοικοι.
Αν αυτοί που τό ’χτισαν μέναν ακόμα μέσα,
για όλους τους εκεί μικρό θε νά ’τανε το σπίτι.
Καίει το τζάκι. Τον τζακά
κανείς δεν τον θυμάται.
Ούτε ο καματευτής γνωρίζει πια το στάρι
που ’χει γίνει ψωμί ζυμωμένο
και το τρώει.
Πώς θα σηκωνότανε το πρωί ο άνθρωπος,
αν δεν είτανε η νύχτα
απ’ τον νου να του σβήνει άχρηστα χνάρια;
Και πώς αυτός που έξη φορές χτυπήθηκε
και πίστομα και τις έξη βρέθηκε στο χώμα
θα σηκωνότανε
για έβδομη φορά
την πέτρινη να οργώσει γης,
στον απειλητικό ουρανό να πετάξει;
Η αδύναμη μνήμη – αυτή
ναι, α υ τ ή , η μνήμη η αδύναμη
στον άνθρωπο χαρίζει δύναμη.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΑΛΦΡΕΔΟ ΣΙΤΑΡΡΟΣΑ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ALFREDO ZITARROSA
STÉFANIE
Stéphanie no hay dolor mas atroz que ser feliz
decias anoche ouve-me por favor bésame aqui
Stéphanie sé que tu corazón fala de mim
y eso es dolor Stéphanie
Stéphanie yo ayer estaba solo y hoy también
pero en mi cama quedado el perfume de tu piel
te veo salir correr por el pasillo del hotel
la vida es cruel Stéphanie
Stéphanie hay una sombra oscura
tras de ti
de tu ternura recuerdo la mirada azul turquí
los pies calientes tus palabras de amor en portugués
pero no a ti Stéphanie
sé más valiente hazme saber si va a sobrevivir
entre la gente el color de tu pelo Stéphanie
debes vivir la soledad que sales a vender
sé más mujer Stéphanie
Stéfanie, yo tampoco te quiero, mas tu amor,
por el dinero, ha olvidado al obrero y al señor.
Esta canción que pregunta por ti, que no ha dormido,
es puro olvido, Stéfanie...
ΓΑΒΡΙΕΛΑ ΜΙΣΤΡΑΛ!
GABRIELA MISTRAL (1889-1957)
BESOS
Hay besos que pronuncian por si solos
la sentencia de amor condenatoria,
hay besos que se dan con la mirada
hay besos que se dan con la memoria.
Hay besos silenciosos, besos nobles
hay besos enigmaticos, sinceros
hay besos que se dan solo las almas
hay besos por prohibidos, verdaderos.
Hay besos que calcinan y que hieren,
hay besos que arrebatan los sentidos,
hay besos misteriosos que han dejado
mil suenos errantes y perdidos.
Hay besos problematicos que encierran
una clave que nadie ha descifrado,
hay besos que engendran la tragedia
cuantas rosas en broche han deshojado.
Hay besos perfumados, besos tibios
que palpitan en intimos anhelos,
hay besos que en los labios dejan huellas
como un campo de sol entre dos hielos.
Hay besos que parecen azucenas
por sublimes, ingenuos y por puros,
hay besos traicioneros y cobardes,
hay besos maldecidos y perjuros.
Judas besa a Jesus y deja impresa
en su rostro de Dios, la felonia,
mientras la Magdalena con sus besos
fortifica piadosa su agonia.
Desde entonces en los besos palpita
el amor, la traicion y los dolores,
en las bodas humanas se parecen
a la brisa que juega con las flores.
Hay besos que producen desvarios
de amorosa pasion ardiente y loca,
tu los conoces bien son besos mios
inventados por mi, para tu boca.
Besos de llama que en rastro impreso
llevan los surcos de un amor vedado,
besos de tempestad, salvajes besos
que solo nuestros labios han probado.
Te acuerdas del primero...? indefinible;
cubrio tu faz de cardenos sonrojos
y en los espasmos de emocion terrible,
llenaronse de lagrimas tus ojos.
Te acuerdas que una tarde en loco exceso
te vi celoso imaginando agravios.
te suspendi en mis brazos... vibro un beso,
y que viste despues...? Sangre en mis labios.
Yo te ensene a besar: los besos frios
son de impasible corazon de roca,
yo te ensene a besar con besos mios
inventados por mi, para tu boca.
Το ποίημα μάς το έστειλε η φίλη μας κ. Marianna Travaini.
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΘΡΥΛΙΚΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΤΗΣ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΤΗΣ
ΓΥΦΤΟΠΟΥΛΑ ΣΤΟ ΧΑΜΑΜ
Γυφτοπούλα στο χαμάμ
κι εγώ πληρώνω μπιρ ταμάμ
όσα όσα τα πλερώνω
να σε βλέπω μπιρ ταμαμ
Για να μπείς να κάνεις μπάνιο
να μην πέσω κι αποθάνω
τσίμπι ρίμπι γιάλα.
Όταν βάζεις το τσεμπέρι,
το λελούδι στο αυτί,
τα τσιγάρα ’ναι το χέρι
και στα κέντρα περπατείς.
Να χαρείς την εμορφιά σου,
το φουστάνι το μακρύ,
τ’ αψηλό σου το τακούνι,
περπατάς και τρέμει η γη.
Γυφτοπούλα μου γλυκιά
μού ’χεις κλέψει την καρδιά.
Μωρ’ μ' έκανες να τρελαθώ,
γιατί φως μου σ' αγαπώ.
Να χαρείς την εμορφιά σου,
την ποδιά σου την χρυσή,
αχ, ξεκάλτσωτη γυρίζεις
γυφτοπούλα μου εσύ.
Δεν μπορώ να καταλάβω,
τούρκα αν είσαι για ρωμιά
γιαν εγγλέζα για φραντσέζα,
που ’χεις τόση εμορφιά.
Όταν βάζεις το παπάζι
με τη φούντα την χρυσή
τρέμει ο ουρανός να πέσει
και τ’ αστέρια του μαζί.
Στίχοι, μουσική & ερμηνεία: Γιώργος Μπάτης.
ΛΑΙΜΗΤΟΜΟΣ
ΤΑΣΟΣ ΔΕΝΕΓΡΗΣ
ΜΑΥΡΟ ΑΓΚΑΘΙ
Και ξαφνικά την είδα
Γάτα με το κεφάλι μέσα στα σκουπίδια
Κι αμέσως γράφτηκε εικόνα
Που βγήκε από τα σκοτεινά
Μπουντρούμια της ψυχής μου
Πως είν’ εκείνη
Η μυστηριώδης
Ατλαντική
Άστραψε κάτι μέσα μου
Μια φλογερή χαρά
Πως ήμουν δήμιος
Και το μισάνοιχτο των σκουπιδιών καπάκι
Λαιμητόμος.
Και να σκεφτεί κανείς
Πως η αγάπη
Άδολη λένε πως είναι
Σαν τις γλαδιόλες
Ή σαν τα νήπια που αρμενίζουν μες στις κούνιες
Βαρκούλες φωτεινές στον ουρανό
30 Μαρτίου 1975
Από το βιβλίο: Τάσος Δενέγρης, «Ακαριαία», ύψιλον / βιβλία, Αθήνα 1985, σελ. 115.
Πέμπτη 17 Ιουλίου 2008
ΚΟΥΒΑΡΙΑΣΜΕΝΟΣ
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
ΤΟ ΚΟΥΒΑΡΙ
Η Φύλλις έφτιαχνε τον δροσερόν Απρίλη
κουβάρια με άσπρο νήμα. Εκεί που τα ετύλι-
χνε, αλλάργα μια της φεύγανε και ξετυλιόνταν,
στο χέρι της την άλλη πάλι μαζευόνταν.
Και λόγου μου, αχ, γιατί να μη γενώ κουβάρι;!
Δικός της θά ’μουν πάντα, για δικιά της χάρη.
Των κουβαριών της πόσο θά ’θελα τη μοίρα –
στα χέρια της που ετυλιχνόμουν να ετήρα!...
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ!
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ
Η ΠΟΛΗ
Θα ’ταν ωραία αν ’ρχότανε ξανά κειό το βαπόρι
νέρινη –πίσω– αφήνοντας κορδέλα και αλαφρό
κι ανάφωτο μές στη σιγή της νύχτας να επροχώρει
με μια στην πλώρη του –ανοιχτή– βεντάλια από αφρό.
Η Πολιτεία η λίθινη –ορθή οπτασία των φόντων–
τότε, σκυφτή δραπέτισσα στους δρόμους τους σβηστούς,
θά ’φευγε (αντάμα –ανάβοντας στα χάη των οριζόντων
τα φώτα της– χρυσές φωτιές ονείρου εις τους ιστούς.
Το ποίημα το αφιερώνουμε στην εικονιζόμενη καλή φίλη του ιστολογίου κ. Eugenia Silva, που μας ζήτησε να της "κρεμάσουμε" κάτι ελληνικό.
Η ΠΙΕΜΟΝΤΕΖΑ ΡΙΝΑ ΚΕΤΤΥ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΜΙΑ ΘΡΥΛΙΚΗ ΝΑΠΟΛΙΤΑΝΙΚΗ ΚΑΝΤΣΟΝΕΤΤΑ
SALVATORE DI GIACOMO
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η RINA KETTY
MARECHIARE
Quanno sponta la luna a Marechiare
pure li pisce nce fann' a l'ammore,
se revotano l'onne de lu mare,
pe la priezza cagneno culore
quanno sponta la luna a Marechiare.
A Marechiare nce sta na fenesta,
pe' la passione mia nce tuzzulea,
nu carofano adora int'a na testa,
passa l'acqua pe sotto e murmuléa,
A Marechiare nce sta na fenesta
Ah! Ah!
A Marechiare, a Marechiare,
nce sta na fenesta.
Chi dice ca li stelle so lucente
nun sape l'uocchie ca tu tiene nfronte.
Sti doje stelle li saccio io sulamente.
dint'a lu core ne tengo li ponte.
Chi dice ca li stelle so lucente?
Scetate, Carulì, ca l'aria è doce.
quanno maie tanto tiempo aggio aspettato?
P'accompagnà li suone cu la voce
stasera na chitarra aggio portato.
Scetate, Carulì, ca l'aria è doce.
Ah! Ah!
O scetate, o scetate,
scetate, Carulì, ca l'area è doce.
Στίχοι: Salvatore di Giacomo.
Μουσική: Francesco Paolo Tosti.
Εκτέλεση τραγουδιού: 1940.
ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ ΤΟ ΣΚΟΥΡΙΑΣΜΕΝΟ ΔΟΚΑΝΟ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ (1953)
Ο ΚΥΝΗΓΟΣ
Λύκος και πρόβατο στο ίδιο πάντα δόκανο
Κι ο κυνηγός βαρύς με το ντουφέκι του
Ξεχάστηκε στα ξέφωτα του δάσους
Τον πνίγει η ωραιότητα
Το ασήκωτο φορτίο της αγάπης
Που τρυφερά τον σπρώχνει προς τον φόνο.
«Τραγούδι ερωτικό είναι το έγκλημα»
Μέσα του λάμπει αιφνίδια μια σκέψη
«Και το χυμένο αίμα η ανταπόκριση
Δωράκι απ’ τη χαμένη παρθενία».
Στο πιο ψηλό σκαλί του χρόνου τώρα ο κυνηγός
Την ωραιότητα με πάθος στραγγαλίζει
Λάμπουν τα ρούχα του τα δάκρυά του λάμπουνε
Μισός το πρόβατο κι άλλος μισός ο λύκος
Ολόκληρος το σκουριασμένο δόκανο.
Από το βιβλίο: Αντώνης Φωστιέρης, «Το θα και το να του θανάτου», Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1987, σελ. 37.
Τετάρτη 16 Ιουλίου 2008
ΠΟΔΗΛΑΣΙΑ
VÍTĚZSLAV NEZVAL (1900-1958)
Η ΑΣΤΑΘΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Ποδηλασία είναι ο έρως μες στο τράφφικο·
τα νεύρα σου σωστά να τα εύρει – σούστες
και ισορροπία: να μην είναι ανεδαφικό
στον αέρα ν’ ανεμολογάνε οι φούστες
των κοριτσιών. Μαζί ψηλά σηκώνει
της Σταχτοπούτας το λιλά γοβάκι
που, ενώ ανεβαίνει, σουρουπώνει
στου ακονισμένου κώνου το κονάκι.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΖΑΝ ΓΚΑΜΠΕΝ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο JEAN GABIN
MAINTENANT JE SAIS
Quand j'étais gosse, haut comme trois pommes
J'parlais bien fort pour être un homme
J'disais : je sais, je sais, je sais, je sais
C'était l'début, c'était l'printemps
Mais quand j'ai eu mes dix-huit ans
J'ai dit : je sais, ça y est, cette fois, je sais
Et aujourd'hui, les jours où je m'retourne
J'regarde la Terre où j'ai quand même fait les cent pas
Et je n'sais toujours pas comment elle tourne !
Vers vingt-cinq ans, j'savais tout : l'amour, les roses, la vie, les sous
Tiens oui l'amour ! J'en avais fait tout l'tour !
Mais heureusement, comme les copains, j'avais pas mangé tout mon pain :
Au milieu de ma vie, j'ai encore appris.
C'que j'ai appris, ça tient en trois, quatre mots :
Le jour où quelqu'un vous aime, il fait très beau
J'peux pas mieux dire : il fait très beau !
C'est encore ce qui m'étonne dans la vie
Moi qui suis à l'automne de ma vie
On oublie tant de soirs de tristesse
Mais jamais un matin de tendresse !
Toute ma jeunesse, j'ai voulu dire "je sais"
Seulement, plus je cherchais, et puis moins j'savais
Il y a soixante coups qui ont sonné à l'horloge
J'suis encore à ma fenêtre, je regarde, et j'm'interroge :
Maintenant je sais, je sais qu'on n'sait jamais !
La vie, l'amour, l'argent, les amis et les roses
On n'sait jamais le bruit ni la couleur des choses
C'est tout c'que j'sais ! Mais ça, j'le sais !
Στίχοι: Jean-Loup Dabadie.
Μουσική: Philip Green.
Τραγούδι του 1974.
ΣΜΠΑΡΜΠΑΡΟ!
CAMILLO SBARBARO (1888-1967)
TALOR, MENTRE CAMMINO PER LE STRADE
Talor, mentre cammino per le strade
della città tumultuosa solo,
mi dimentico il mio destino d'essere
uomo tra gli altri, e, come smemorato,
anzi tratto fuor di me stesso, guardo
la gente con aperti estranei occhi.
M'occupa allora un puerile, un vago
senso di sofferenza ed ansietà
come per mano che mi opprima il cuore.
Fronti calve di vecchi, inconsapevoli
occhi di bimbi, facce consuete
di nati a faticare e a riprodursi,
facce volpine stupide beate,
facce ambigue di preti, pitturate
facce di meretrici, entro il cervello
mi s'imprimono dolorosamente.
E conosco l'inganno pel qual vivono,
il dolore che mise quella piega
sul loro labbro, le speranze sempre
deluse,
e l'inutilità della loro vita
amara e il lor destino ultimo, il buio.
Ché ciascuno di loro porta seco
la condanna d'esistere: ma vanno
dimentichi di ciò e di tutto, ognuno
occupato dall'attimo che passa,
distratto dal suo vizio prediletto.
Provo un disagio simile a chi veda
inseguire farfalle lungo l'orlo
d'un precipizio, od una compagnia
di strani condannati sorridenti.
E se poco ciò dura, io veramente
in quell'attimo dentro m'impauro
a vedere che gli uomini son tanti.
Το ποίημα μάς το ζήτησε η εικονιζόμενη φίλη μας κ. Alyssa Milano.
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΚΛΑΟΥΝΤΙΟ ΒΙΛΛΑ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο CLAUDIO VILLA
VECCHIA ROMA
Oggi er modernismo
der novecentismo
rinnovanno tutto va,
e l'usanze antiche e semplici
so' ricordi che sparischeno.
E tu Roma mia
senza nostargia
segui la modernità,
fai la progressista, l'universalista,
dici okey, hallo, thank you, ja ja.
Vecchia Roma
sotto la luna
nun canti più
li stornelli,
le serenate de gioventù.
Er progresso
t'ha fatta grande
ma sta città,
nun è quella
'ndo se viveva tant'anni fa.
Più nun vanno
l'innamorati
per Lungo Tevere,
a rubasse li baci a mille
sotto all'arberi.
E li sogni
sognati all'ombra
d'un cielo blù,
so' ricordi der tempo bello
che nun c'è più.
Mo le regazzette
con le polacchette
certo nun le vedi più.
Gli abiti scollati porteno
controluce trasparischeno.
Senza complementi,
nei caffè le senti
de politica parlar,
vanno a ogni comizio, chiedono il divorzio
mentre a casa se stà a digiunar.
Più nun vanno
l'innamorati
per Lungo Tevere,
a rubasse li baci a mille
sotto all'arberi.
E li sogni
sognati all'ombra
d'un cielo blù,
so' ricordi der tempo bello
che nun c'è più
Στίχοι: Martelli.
Μουσική: Ruccione.
Τραγούδι του 1951.
ΑΠ' ΤΟ ΛΥΓΜΟ
ΘΟΔΩΡΗΣ ΒΟΡΙΑΣ
ΣΤΗΝ ΠΕΙΣΜΩΜΕΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Η αλμύρα δε γιατρεύει τις πληγές μας
ούτε καράβια πια αντέχουν στην αγκάλη σου
και τα παιδιά σου -τα φεγγάρια σου-
δεν καθρεφτίζονται
στα δακρυσμένα μάγουλα των κοριτσιών.
Μαύρισαν τ' ακρογιάλια σου
κι όλα τα βοτσαλάκια γίνανε βλήματα,
τρυπάνε την καρδιά μας
αυτό το καλοκαίρι.
Αχ θάλασσα θάλασσα,
σαν έγιναν βραχονησίδες οι αναμνήσεις μας,
που δε στεριώνει πάνω τους σημαία,
εσύ μας κάκιωσες
κι ούτε που μας αφήνεις να βυθιστούμε στο κορμί σου.
Σαν από δάκρυ να γεννήθηκες,
θάλασσα θάλασσα.
Ο σκληρός σου Ποσειδώνας είναι αδέρφι μας,
συμπόνεσέ μας,
γιατί κι εμείς όπως ελόγου σου
απ’ το λυγμό ξεπεταχτήκαμε.
Τρίτη 15 Ιουλίου 2008
ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ
Αφιερώνεται στην Έλενα Σταγκουράκη
VÍTĚZSLAV NEZVAL (1900-1958)
ΠΟΙΗΤΙΚΗ
Πρωτίστως πρέπει η χλεύη στους σπαγκοραμμένους!
Εικόνα πυρκαγιάς, σαν εμπρηστής ωραίος!
Της πλέμπας οι ζονγκλαίρ στεφάνια κάνουν με αίνους
για να στεφεί και ο έρως – μόλις τελευταίος!
Η μπομπαρία, όλοι εμείς, θα βγούμε απ’ την καπνούρα
που πόρνες, αθλητές και ποιητές ενώνει.
Στη σόμπα, πίσω από τις πόρτες, θά ’ναι σκούρα·
στην Αυστραλία θ’ αναζητήσουμε τρομπόνι
καβάλα στ’ αερολεωφορεία (πλην, φευ, ματαίως!),
τα δε οδοφράγματα απ’ τη τζαζ θε ν’ αντηχήσουν·
απ’ τ’ αστικά καυκάλια γράσο θα ρέει έως
ελέφαντες να ρθούν το ντου να μας σαλπίσουν.
Στο προλετμπάρ οι νύφες φαίνεται να υφαίνουν
τραυλίζοντας στιχάκια που τους φέραν σφαίρες·
στα εκτρώματα απαγγέλλουν θάνατο· προφταίνουν
και τους γραφιάδες φτύνουν με τρελοπαντιέρες.
Φερσίματα κομψά έχουν – σαν των τσαρλατάνων.
Τις βαρετές στροφές στο βαριετέ θα φάνε
αβιάστως και εγκαρδίως – σαν ψαχνά θυσάνων.
Τα υπόλοιπα, ώς το τέλος, μόνα τους θα πάνε.
1924
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Ο ΝΑΡΘΙΣΟ ΓΕΠΕΣ ΠΑΙΖΕΙ ΦΡΑΝΘΙΣΚΟ ΤΑΡΡΕΓΑ
Ο NARCISO YEPES ΠΑΙΖΕΙ ΤΙΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΑΜΠΡΑ ΤΟΥ FRANCISCO TÁRREGA.
ΠΟΕ!
EDGAR ALLAN POE (1809-1849)
ANNABEL LEE
It was many and many a year ago,
In a kingdom by the sea,
That a maiden there lived whom you may know
By the name of Annabel Lee;
And this maiden she lived with no other thought
Than to love and be loved by me.
I was a child and she was a child,
In this kingdom by the sea;
But we loved with a love that was more than love-
I and my Annabel Lee;
With a love that the winged seraphs of heaven
Coveted her and me.
And this was the reason that, long ago,
In this kingdom by the sea,
A wind blew out of a cloud, chilling
My beautiful Annabel Lee;
So that her highborn kinsman came
And bore her away from me,
To shut her up in a sepulchre
In this kingdom by the sea.
The angels, not half so happy in heaven,
Went envying her and me-
Yes!- that was the reason (as all men know,
In this kingdom by the sea)
That the wind came out of the cloud by night,
Chilling and killing my Annabel Lee.
But our love it was stronger by far than the love
Of those who were older than we-
Of many far wiser than we-
And neither the angels in heaven above,
Nor the demons down under the sea,
Can ever dissever my soul from the soul
Of the beautiful Annabel Lee.
For the moon never beams without bringing me dreams
Of the beautiful Annabel Lee;
And the stars never rise but I feel the bright eyes
Of the beautiful Annabel Lee;
And so, all the night-tide, I lie down by the side
Of my darling- my darling- my life and my bride,
In the sepulchre there by the sea,
In her tomb by the sounding sea.
Το ποίημα μάς το έστειλε η καλή μας φίλη κ. Federica Ridolfi.
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΑΞΕΠΕΡΑΣΤΗ ΜΕΡΣΕΔΕΣ ΣΙΜΟΝΕ
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η MERCEDES SIMONE
MILONGA SENTIMENTAL
Milonga pa' recordarte.
Milonga sentimental.
Otros se quejan llorando
yo canto pa' no llorar.
Tu amor se seco de golpe
nunca dijiste por que.
Yo me consuelo pensando
que fue traición de mujer.
Varon, pa' quererte mucho,
varon, pa' desearte el bien,
varon, pa' olvidar agravios
porque ya te perdone.
Tal vez no lo sepas nunca,
tal vez no lo puedas creer,
tal vez te provoque risa
!verme tirao a tus pies!
Es facil pegar un tajo
pa' cobrar una traición
o jugar en una daga
la suerte de una pasión.
Pero no es facil cortarse
los tientos de un metejon
cuando estan bien amarrados
al palo del corazón.
Varon, pa' quererte mucho, etc.
Milonga que hizo tu ausencia.
Milonga de evocación.
Milonga para que nunca
la canten en tu balcon.
Pa' que vuelvas con la noche
y te vayas con el sol.
Pa' decirte que si, a veces,
o pa' gritarte que no.
Μουσική: Sebastian Piana.
Στίχοι: Homero Manzi.
ΑΛΛΟΥ
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΠΕΚΑΤΩΡΟΣ (1946-2006)
Μ’ ΕΝΑ ΦΟΡΕΙΟ ΑΠΟ ΦΩΣ
Αυτός ο θόρυβος
τί είναι
λίμνη
γέφυρα που την περνάς
τιμωρία
ή σάπιο ρούχο
μαρτύριο που σε γδέρνει
μήπως
αυτός ο θόρυβος
είναι μια ιαχή που σε σηκώνει
αργά αργά
μέσα στον χρόνο
μ’ ένα φορείο από φως
και σε πηγαίνει
αλλού
πλέοντας μέσα στην ησυχία
και σε χιλιάδες χρώματα.
Από το βιβλίο: Στέφανος Μπεκατώρος, «Πατριδογνωσία, 1968-1998», Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004, σελ. 230.
Δευτέρα 14 Ιουλίου 2008
Η ΜΙΡΕΙΓ ΜΑΤΙΕ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΤΗ "ΜΑΣΑΛΙΩΤΙΔΑ"
MIREILLE MATHIEU
CLAUDE JOSEPH ROUGET DE LISLE (1760-1836)
LA MARSEILLAISE
I
Allons ! Enfants de la Patrie !
Le jour de gloire est arrivé !
Contre nous de la tyrannie,
L'étendard sanglant est levé ! (Bis)
Entendez-vous dans les campagnes
Mugir ces féroces soldats ?
Ils viennent jusque dans vos bras
Égorger vos fils, vos compagnes.
Aux armes, citoyens !
Formez vos bataillons !
Marchons, marchons !
Qu'un sang impur...
Abreuve nos sillons !
II
Que veut cette horde d'esclaves,
De traîtres, de rois conjurés ?
Pour qui ces ignobles entraves,
Ces fers dès longtemps préparés ? (Bis)
Français ! Pour nous, ah ! Quel outrage !
Quels transports il doit exciter ;
C'est nous qu'on ose méditer
De rendre à l'antique esclavage !
Aux armes, citoyens !
Formez vos bataillons !
Marchons, marchons !
Qu'un sang impur...
Abreuve nos sillons !
III
Quoi ! Des cohortes étrangères
Feraient la loi dans nos foyers !
Quoi ! Des phalanges mercenaires
Terrasseraient nos fiers guerriers ! (Bis)
Dieu ! Nos mains seraient enchaînées !
Nos fronts sous le joug se ploieraient !
De vils despotes deviendraient
Les maîtres de nos destinées !
Aux armes, citoyens !
Formez vos bataillons !
Marchons, marchons !
Qu'un sang impur...
Abreuve nos sillons !
IV
Tremblez, tyrans et vous, perfides,
L'opprobre de tous les partis !
Tremblez ! Vos projets parricides
Vont enfin recevoir leur prix. (Bis)
Tout est soldat pour vous combattre.
S'ils tombent, nos jeunes héros,
La terre en produit de nouveaux
Contre vous tout prêt à se battre.
Aux armes, citoyens !
Formez vos bataillons !
Marchons, marchons !
Qu'un sang impur...
Abreuve nos sillons !
V
Français, en guerriers magnanimes
Portons ou retenons nos coups !
Épargnons ces tristes victimes,
A regret, s'armant contre nous ! (Bis)
Mais ce despote sanguinaire !
Mais ces complices de Bouillé !
Tous ces tigres qui, sans pitié,
Déchirent le sein de leur mère !
Aux armes, citoyens !
Formez vos bataillons !
Marchons, marchons !
Qu'un sang impur...
Abreuve nos sillons !
VI
Amour sacré de la Patrie
Conduis, soutiens nos bras vengeurs !
Liberté ! Liberté chérie,
Combats avec tes défenseurs ! (Bis)
Sous nos drapeaux que la Victoire
Accoure à tes mâles accents !
Que tes ennemis expirants
Voient ton triomphe et notre gloire !
Aux armes, citoyens !
Formez vos bataillons !
Marchons, marchons !
Qu'un sang impur...
Abreuve nos sillons !
VII
Peuple français, connais ta gloire ;
Couronné par l'Égalité,
Quel triomphe, quelle victoire,
D'avoir conquis la Liberté ! (Bis)
Le Dieu qui lance le tonnerre
Et qui commande aux éléments,
Pour exterminer les tyrans,
Se sert de ton bras sur la terre.
Aux armes, citoyens !
Formez vos bataillons !
Marchons, marchons !
Qu'un sang impur...
Abreuve nos sillons !
VIII
Nous avons de la tyrannie
Repoussé les derniers efforts ;
De nos climats, elle est bannie ;
Chez les Français les rois sont morts. (Bis)
Vive à jamais la République !
Anathème à la royauté !
Que ce refrain, partout porté,
Brave des rois la politique.
Aux armes, citoyens !
Formez vos bataillons !
Marchons, marchons !
Qu'un sang impur...
Abreuve nos sillons !
IX
La France que l'Europe admire
A reconquis la Liberté
Et chaque citoyen respire
Sous les lois de l'Égalité ; (Bis)
Un jour son image chérie
S'étendra sur tout l'univers.
Peuples, vous briserez vos fers
Et vous aurez une Patrie !
Aux armes, citoyens !
Formez vos bataillons !
Marchons, marchons !
Qu'un sang impur...
Abreuve nos sillons !
X
Foulant aux pieds les droits de l'Homme,
Les soldatesques légions
Des premiers habitants de Rome
Asservirent les nations. (Bis)
Un projet plus grand et plus sage
Nous engage dans les combats
Et le Français n'arme son bras
Que pour détruire l'esclavage.
Aux armes, citoyens !
Formez vos bataillons !
Marchons, marchons !
Qu'un sang impur...
Abreuve nos sillons !
XI
Oui ! Déjà d'insolents despotes
Et la bande des émigrés
Faisant la guerre aux Sans-Culottes
Par nos armes sont altérés ; (Bis)
Vainement leur espoir se fonde
Sur le fanatisme irrité,
Le signe de la Liberté
Fera bientôt le tour du monde.
Aux armes, citoyens !
Formez vos bataillons !
Marchons, marchons !
Qu'un sang impur...
Abreuve nos sillons !
XII
O vous ! Que la gloire environne,
Citoyens, illustres guerriers,
Craignez, dans les champs de Bellone,
Craignez de flétrir vos lauriers ! (Bis)
Aux noirs soupçons inaccessibles
Envers vos chefs, vos généraux,
Ne quittez jamais vos drapeaux,
Et vous resterez invincibles.
Aux armes, citoyens !
Formez vos bataillons !
Marchons, marchons !
Qu'un sang impur...
Abreuve nos sillons !
ΔΙΑ ΤΗΣ ΤΡΙΒΗΣ
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
Η ΚΑΡΔΙΑ Η ΑΝΑΙΣΘΗΤΗ
Για πές μου: Μα πώς γίνεται
ετούτη σου η καρδιά η ψυχρή
όλο να ερωτοδίνεται
στην πιο ευαίσθητη ψυχή;
Με τις κοτρώνες πόσο μοιάζεις,
που κρύες μνέσκουνε στες ράχες.
Τις τρίβεις, κι έτσι –ιδού! – πώς βγάζεις
φωτιά, που αλλιώς ποτέ δεν θά ’χες.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΣΑΡΑ ΜΟΝΤΙΕΛ
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η SARA MONTIEL
LOS PICONEROS
Ya se ocultó la luna, luna lunera
ya abierto su ventana la piconera, madre,
y el piconero, va a la sierra cantando
con el lucero, con el lucero.
Ya viene el día, ya viene madre,
ya viene el día, ya viene madre,
alumbrando su clara los olivares
alumbrando su clara los olivares.
¡Ay! Que me diga que si,
¡Ay! Que me diga que no.
Como no lo a querío ninguna
le quiero yo,
mi piconero como el picón.
Por su culpa culpita yo tengo,
negro negrito mi corazón.
Por su culpa culpita yo tengo,
negro negrito mi corazón.
Fajares se la lleva mi piconero
y un mar se ha desbordao de terciopelo
de terciopelo, madre y en el sombrero
una cinta que dice por ti me muero,
por ti me muero.
Ya viene el día, ya viene madre,
ya viene el día, ya viene madre,
alumbrando su clara los olivares
alumbrando su clara los olivares.
¡Ay! que me diga que si,
¡Ay! que me diga que no.
Como no lo a querío ninguna
le quiero yo,
mi piconero como el picón.
Por su culpa culpita yo tengo,
negro negrito mi corazón.
Por su culpa culpita yo tengo,
negro negrito mi corazón.
Στίχοι Ramón Perelló (1903-1978)/ μουσική Juan Mostazo
ΠΟΥΣΚΙΝ!
Александр Сергеевич Пушкин (1799-1837)
МОЙ ПОРТРЕТ
Вы просите у меня мой портрет,
Но написанный с натуры;
Мой милый, он быстро будет готов,
Хотя и в миниатюре.
Я молодой повеса,
Еще на школьной скамье;
Не глуп, говорю, не стесняясь,
И без жеманного кривлянья.
Никогда не было болтуна,
Ни доктора Сорбонны -
Надоедливее и крикливее,
Чем собственная моя особа.
Мой рост с ростом самых долговязых
Не может равняться;
У меня свежий цвет лица, русые волосы
И кудрявая голова.
Я люблю свет и его шум,
Уединение я ненавижу;
Мне претят ссоры и препирательства,
А отчасти и учение.
Спектакли, балы мне очень нравятся,
И если быть откровенным,
Я сказал бы, что я еще люблю...
Если бы не был в Лицее.
По всему этому, мой милый друг,
Меня можно узнать.
Да, таким, как бог меня создал,
Я и хочу всегда казаться.
Сущий бес в проказах,
Сущая обезьяна лицом,
Много, слишком много ветрености -
Да, таков Пушкин.
Το ποίημα για το πορτραίτο, αλλά και το πορτραίτο του Πούσκιν μας τα έστειλε η εικονιζόμενη καλή φίλη του ιστολογίου κ. Αλμουδένα Φερνάντες.
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΧΑΝΝΕΣ ΒΑΝΤΕΡ
HANNES WADER
ES IST AN DER ZEIT
Weit in der champagne im mittsommergrün
Dort wo zwischen grabkreuzen mohnblumen blüh'n,
Da flüstern die gräser und wiegen sich leicht
Im wind, der sanft über das gräberfeld streicht.
Auf deinem kreuz finde ich toter soldat,
Deinen namen nicht, nur ziffern und jemand hat
Die zahl neunzehnhundertundsechzehn gemalt,
Und du warst nicht einmal neunzehn jahre alt.
Ja, auch dich haben sie schon genauso belogen
So wie sie es mit uns heute immer noch tun,
Und du hast ihnen alles gegeben:
Deine kraft, deine jugend, dein leben.
Hat du, toter soldat, mal ein mädchen geliebt?
Sicher nicht, denn nur dort, wo es frieden gibt,
Können zärtlichkeit und vertrauen gedei'n,
Warst soldat, um zu sterben, nicht um jung zu sein.
Vielleicht dachtest du dir, ich falle schon bald,
Nehme mir mein vergnügen, wie es kommt, mit gewalt.
Dazu warst du entschlossen, hast dich aber dann
Vor dir selber geschämt und es doch nie getan.
Soldat, gingst du gläubig und gern in des tod?
Oder hast zu verzweifelt, verbittert, verroht,
Deinen wirklichen feind nicht erkannt bis zum schluß?
Ich hoffe, es traf dich ein sauberer schuß?
Oder hat ein geschoß dir die glieder zerfetzt,
Hast du nach deiner mutter geschrien bis zuletzt,
Bist du auf deinen beinstümpfen weitergerannt,
Und dein grab, birgt es mehr als ein bein, eine hand?
Es blieb nur das kreuz als die einzige spur
Von deinem leben, doch hör' meinen schwur,
Für den frieden zu kämpfen und wachsam zu sein:
Fällt die menschheit noch einmal auf lügen herein,
Dann kann es gescheh'n, daß bald niemand mehr lebt,
Niemand, der die milliarden von toten begräbt.
Doch finden sich mehr und mehr menschen bereit,
Diesen krieg zu verhindern, es ist an der zeit.
ΣΤΟΝ ΚΙΘΑΙΡΩΝΑ
ΤΑΣΟΣ ΓΑΛΑΤΗΣ
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ
Μα πώς να ζωντανέψω τις σκιές και τα φαντάσματα,
το αίμα, πώς να διαφεντέψω το αίμα
πού πλημμύρισε τις αγυιές της Θήβας
πνίγοντας παλάτια και χαμόσπιτα
πού πάει το αίμα, τί γυρεύει το αίμα.
Παρακαλώ ν’ αποσυρθούν οι τεχνικοί
να διαλυθούν τα σκηνικά
να γκρεμιστούν τα θεολογεία και τα βροντεία.
Παρακαλώ να πλησιάσουν οι ηθοποιοί
μοναδικό σκηνικό θα είναι το αίμα
τ’ ανάκτορα, τα πρόσωπα κι οι προσωπίδες
θ’ αναδυθούν από το αίμα.
Κι η μόνη μουσική που θ’ ακουστεί
θά ’ναι ο θρήνος ενός αγοριού στον Κιθαιρώνα.
Από το βιβλίο: Τάσος Γαλάτης, «Ο σημειωμένος», Τυπωθήτω, Αθήνα 2005, σελ. 73.
Κυριακή 13 Ιουλίου 2008
ΑΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΓΡΥ ΑΠΟ ΝΕΡΟ...
FEDERICO GARCÍA LORCA
ΓΑΘΕΛΑ ΤΗΣ ΦΥΓΗΣ
Εχάθηκα πολλές φορές στη θάλασσα
κι είχα τ’ αφτί γεμάτο λούλουδα φρεσκοκομμένα,
κι η γλώσσα μου είτανε γεμάτη αγάπη και αγωνία.
Πολλές φορές εχάθηκα στη θάλασσα,
ως χάνομαι και στην καρδιά κάτι παιδιών.
Δεν είναι νύχτα που θα δώσεις το φιλί
και δεν θα νιώσεις να χασκογελούν απρόσωποι όχλοι·
ούτ’ ένας δεν υπάρχει που θ’ αγγίξει νεογέννητο
και των αλόγων δεν θα λησμονήσει τα ασάλευτα κρανία.
Γιατί στο μέτωπο γυρεύουνε τα ρόδα νά ’βρουν
ένα σκληρό οστέινο τοπίο,
κι αυτό που νιώθουν πια τα χέρια των ανθρώπων
είν’ των ριζών μια μίμηση στο χώμα μέσα.
Ως χάνομαι μες στην καρδιά κάτι παιδιών,
εχάθηκα και πάμπολλες φορές στη θάλασσα.
Αν και δεν ξέρω γρυ από νερό, γυρεύω πάντα
τον θάνατο τον φωτεινό που θα με φάει.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΑΞΕΠΕΡΑΣΤΟΣ ΓΚΙΓΙΕΡΜΟ ΠΟΡΤΑΒΑΛΕΣ
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Ο GUILLERMO PORTABALES
AL VAIVÉN DE MI CARRETA
Al vaivén de mi carreta
Nació esta lamentación
Compay, oiga mi cuarteta
No tenemos solución, ¿tú ves?
¿Cuándo llegaré,
cuándo llegaré al bohío?
Trabajo para el inglés
¡Qué destino traicionero!
Luchando por un dinero
Que en mi mano no se ve, ¿tú ves?
¿Cuándo llegaré,
cuándo llegaré al bohío?
La vida del carretero
Es ir por cañaverales
Cruzando los pantanales
Sin encontrar su sendero
¿Cuándo llegaré,
cuándo llegaré al bohío?
ΓΚΙΝΣΜΠΕΡΓΚ!
ALLEN GINSBERG
VELOCITY OF MONEY
I’m delighted by the velocity of money as it whistles through the windows
of Lower East Side
Delighted by skyscrapers rising the old grungy apartments falling on
84th Street
Delighted by inflation that drives me out on the street
After all what good’s the family farm, why eat turkey by thousands every
Thanksgiving?
Why not have Star Wars? Why have the same old America?!?
George Washington wasn’t good enough! Tom Paine pain in the neck,
Whitman what a jerk!
I’m delighted by double digit interest rates in the Capitalist world
I always was a communist, now we’ll win
an usury makes the walls thinner, books thicker & dumber
Usury makes my poetry more valuable
my manuscripts worth their weight in useless gold -
Now everybody’s atheist like me, nothing’s sacred
buy and sell your grandmother, eat up old age homes,
Peddle babies on the street, pretty boys for sale on Times Square -
You can shoot heroin, I can sniff cocaine,
macho men can fite on the Nicaraguan border and get paid with paper!
The velocity’s what counts as the National Debt gets higher
Everybody running after the rising dollar
Crowds of joggers down broadway past City Hall on the way to the Fed
Nobody reads Dostoyevsky books so they’ll have to give a passing ear
to my fragmented ravings in between President’s speeches
Nothing’s happening but the collapse of the Economy
so I can go back to sleep till the landlord wins his eviction suit in court.
Το ποίημα μάς το έστειλε η φίλη τοιυ ιστολογίου κ. Barbara Chiappini.
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Ο ΜΕΓΑΣ ΝΙΚΟΣ ΞΥΛΟΥΡΗΣ: ΠΟΤΕ ΘΑ ΚΑΜΕΙ ΞΑΣΤΕΡΙΑ
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Ο ΝΙΚΟΣ ΞΥΛΟΥΡΗΣ
ΠΟΤΕ ΘΑ ΚΑΜΕΙ ΞΑΣΤΕΡΙΑ
Πότε θα κάμει ξαστεριά,
πότε θα φλεβαρίσει,
να πάρω το ντουφέκι μου,
την έμορφη πατρόνα,
να κατεβώ στον Ομαλό,
στη στράτα του Μουσούρου,
να κάμω μάνες δίχως γιους,
γυναίκες δίχως άντρες,
να κάμω και μωρά παιδιά,
να κλαιν' δίχως μανάδες,
να κλαιν' τη νύχτα για νερό,
και την αυγή για γάλα,
και τ' αποδιαφωτίσματα
τη δόλια τους τη μάνα...
ΔΙΠΛΑ ΣΤΟ ΝΥΣΤΑΓΜΕΝΟ ΔΑΣΟΣ
ΝΤΙΝΟΣ ΣΙΩΤΗΣ (1944)
ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΣ
Αντιγράφοντας το βηματισμό της προηγούμενης
εκδρομής επιστρέφω κάθε μέρα σε διαφορετικά
μέρη τίποτα δεν είναι το ίδιο παρόλο που όλα
επιδιώκουν να μοιάζουν μεταξύ τους οι νεκρές
φύσεις μετατρέπονται σε νεκρά τοπία μέσα σε
χειροπιαστούς καθρέφτες τα κάδρα αναζητούν
στα καμένα δάση τους κυνηγούς (οι φωτιές δεν
κερδίζονται εύκολα) τα πρωινά ξυπνούν νωρίς τις
εποχές οι επιστροφές γίνονται ολοένα και λιγότερο
περίπλοκες αφού δασοφύλακες και χωροφύλακες
κάνουν τα στραβά μάτια όταν η πυρκαγιά κοιμάται
κουρασμένη δίπλα στο νυσταγμένο δάσος
Τήνος 24 Αυγούστου 2007
Από το βιβλίο: Ντίνος Σιώτης, «Ποιήματα πυρκαγιάς», Τυπωθήτω, Αθήνα, 2007, σελ. 31.
Σάββατο 12 Ιουλίου 2008
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ Ο ΓΙΓΑΝΤΑΣ ΝΕΡΟΥΔΑ
Αφιερωμένο στον φίλο Λάμπρο Τσουκνίδα που μου θύμισε στα "ΛΕΞΙΔΙΑ" του την επέτειο των γενεθλίων του ποιητή.
PABLO NERUDA
ΜΑΓΝΗΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ
Μέσ’ από πλήθος έρωτες
και μέσ’ από τόσες και τόσες
περιπλανήσεις
πλάθονται, γεννιούνται τα βιβλία.
Δεν γράφουν για φιλιά
ή για τις ζώνες τις κλιματικές·
δεν γράφουνε γι’ ανθρώπους
που σαν την πλημμύρα σε πλακώνουν·
δεν γράφουν για γυναίκες
στην κάθε μια σταγόνα καθισμένες·
για την πείνα, για τους πόθους,
την οργή ή και για το τέρμα του δρόμου:
άρα, ούτε για ταμπέλες κάνουν
ούτε και σα ρολόγια λένε τίποτα.
Δεν έχουν μάτια
κι ούτε πρόκειται ποτέ τους να τ’ ανοίξουν.
Το στόμα τους είναι προδιαγεγραμμένο
νά ’χει απ’ τα πριν αποδημήσει.
Λάτρευα τα φύλλα συκής στα γεννητικά όργανα,
κι ανάμεσα από έρωτες και αίματα
έσκαψα κι έβγαλα έξω τους στίχους μου·
φύτεψα στην άνυδρη, ξεραμένη γης ένα ρόδο,
που τό ’θελαν δικό τους και η φωτιά και η δρόσος.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Από το βιβλίο: Pablo Neruda, «Η στείρωση των αστέρων», Τυπωθήτω, Αθήνα 2008, σελ. 87.
ΣΑΝ ΚΛΑΡΙ ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ
FEDERICO GARCÍA LORCA
ΚΑΣΙΔΑ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ ΣΤΗΝ ΥΠΑΙΘΡΟ
Ανθάκι γιασεμιού και ταύρος που τον έσφαξαν.
Πλακόστρωτο που πάει στο άπειρο. Γάλα. Σάλα. Άρπα. Κάμα.
Καμώνεται η κορασιά τον γιασεμένιο ταύρο
κι ο ταύρος είναι ωσάν μια ματωμένη εσπέρα που μουγκρίζει.
Αν είτανε ο ουρανός μικρούτσικο αγοράκι,
τα γιασεμιά θε νά ’σαν το μισό της μαύρης νύχτας
κι ο ταύρος ένα τσέρκι μπλε με δίχως ταυρομάχους
και μια καρδιά στο γείσο κάτω μιας κολόνας.
Πλην έλα οπού ’ναι ο ουρανός ελέφαντας,
το γιασεμί νερό χωρίς σταγόνα αίμα
και το κορίτσι σαν κλαρί νυχτερινό
στ’ απέραντο και σκοτεινό πλακόστρωτο ριγμένο.
Αναμεσίς στο γιασεμί και στον σφαγμένο ταύρο
ή γάντζος από φίλντισι ή κόσμος που κοιμάται.
Ελέφαντας στο γιασεμί και σκόρπια σύγνεφα
και μέσα στο ταυρί το σκέλεθρο της κόρης.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΑΝΕΠΑΝΑΛΗΠΤΗ ΜΑΡΙΑ ΤΕΡΕΣΑ ΒΕΡΑ
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η MARIA TERESA VERA
HE PERDIDO CONTIGO
Me quisiste, lo sé,
yo también te he querido.
Me olvidaste después,
pero yo no he podido.
A sufrir por tu amor
me condenó el destino.
Qué le vamos a hacer,
yo tenía que perder
y he perdido contigo.
Qué le vamos a hacer,
yo tenía que perder
y he perdido contigo.
Tantos amores buenos
que con fe me adoraron,
yo les negué el cariño
e inocente he quedado.
Pero fuiste tan cruel
que jugaste conmigo.
Qué le vamos a hacer,
yo tenía que perder
y he perdido contigo.
Qué le vamos a hacer,
yo tenía que perder
y he perdido contigo.
Tantos amores buenos
que con fe me adoraron,
yo les negué el cariño
e inocente he quedado.
Pero fuiste tan cruel
que jugaste conmigo.
Qué le vamos a hacer,
yo tenía que perder
y he perdido contigo.
Qué le vamos a hacer,
yo tenía que perder
y he perdido contigo.
(Yo tenía que perder y he perdido contigo) (x3)
Luché contra ti pero no he podido.
(Yo tenía que perder y he perdido contigo)
Y nadie puede negar, mujer, que yo te he querido.
(Yo tenía que perder y he perdido contigo)
Y ahora me ves por la puerta llorando, como un niño.
(Yo tenía que perder y he perdido contigo)
Ay, Juana, ven ya, yo no he podido.
(Yo tenía que perder y he perdido contigo)
Tenía que perder y he perdido contigo.
ΡΕΝΕ ΣΑΡ!
RENÉ CHAR (1907-1988)
J’HABITE UNE DOULEUR
Ne laisse pas le soin de gouverner ton coeur à ces tendresses parentes de l’automne auquel elles empruntent sa placide allure et son affable agonie. L’oeil est précoce à se plisser. La souffrance connaît peu de mots. Préfère te coucher sans fardeau: tu rêveras du lendemain et ton lit te sera léger. Tu rêveras que ta maison n’a plus de vitres. Tu es impatient de t’unir au vent, au vent qui parcourt une année en une nuit. D’autres chanteront l'incorporation mélodieuse, les chairs qui ne personnifient plus que la sorcellerie du sablier. Tu condamneras la gratitude qui se répète. Plus tard, on t’identifiera à quelque géant désagrégé, seigneur de l’impossible.
Pourtant.
Tu n’as fait qu'augmenter le poids de ta nuit. Tu es retourné à la pêche aux murailles, à la canicule sans été. Tu es furieux contre ton amour au centre d’une entente qui s’affole. Songe à la maison parfaite que tu ne verras jamais monter. A quand la récolte de l'abîme? Mais tu as crevé les yeux du lion. Tu crois voir passer la beauté au-dessus des lavandes noires...
Qu’est-ce qui t’a hissé, une fois encore, un peu plus haut, sans te convaincre?
Il n’y a pas de siège pur.
Η εικονιζόμενη παλιά φίλη του ιστολογίου κ. Λετισιά Καστά μάς παρακάλεσε να αναρτήσουμε το ποίημα αυτό του Σαρ που της αρέσει πάρα πολύ. Προθύμως το κάναμε.
ΛΙΣΤ ΚΑΙ ΠΕΤΡΑΡΧΗΣ 3 - ΤΡΑΓΟΥΔΑ Ο ΦΙΛΙΠ ΝΤΟ
Το υπ' αριθμ. 104 σονέττο του Πετράρχη είναι το ακόλουθο (σωστά καταταγμένο είναι το υπ' αριθμ. 134):
FRANCESCO PETRARCA
SONETTO CXXXIV: [PACE NON TROVO, E NON HO DA FAR GUERRA]
Pace non trovo, e non ho da far guerra,
E terno, e spero, ed ardo, e son un ghiaccio:
E volo sopra 'l cielo, e giaccio in terra;
E nulla stringo, e tutto 'l mondo abbraccio.
Tal m'ha in priggion, che non m'apre, nè serra,
Né per suo mi ritien, né scioglie il laccio,
E non m'uccide Amor, e non mi sferra;
Né mi vuol vivo, né mi trahe d'impaccio
Veggio senz'occhi; e non ho lingua e grido;
E bramo di perir, e cheggio aita;
Ed ho in odio me stesso, ed amo altrui:
Pascomi di dolor; piangendo rido;
Egualmente mi spiace morte e vita.
In questo stato son, Donna, per Voi.
Πιάνο: Svetlana Smirnova.