Κυριακή 31 Αυγούστου 2008
ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑΣ ΤΑ ΟΡΘΑ
Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
ΕΙΓΕ ΕΤΕΛΕΥΤΑ
«Πού απεσύρθηκε, πού εχάθηκε ο Σοφός;
Έπειτ’ από τα θαύματά του τα πολλά,
την φήμη της διδασκαλίας του
που διεδόθηκεν εις τόσα έθνη
εκρύφθηκ' αίφνης και δεν έμαθε κανείς
με θετικότητα τι έγινε
(ουδέ κανείς ποτέ είδε τάφον του).
Έβγαλαν μερικοί πως πέθανε στην Έφεσο.
Δεν τόγραψεν ο Δάμις όμως· τίποτε
για θάνατο του Aπολλωνίου δεν έγραψεν ο Δάμις.
Άλλοι είπανε πως έγινε άφαντος στην Λίνδο.
Ή μήπως είν’ εκείν’ η ιστορία
αληθινή, που ανελήφθηκε στην Κρήτη,
στο αρχαίο της Δικτύννης ιερόν.—
Aλλ’ όμως έχουμε την θαυμασία,
την υπερφυσικήν εμφάνισί του
εις έναν νέον σπουδαστή στα Τύανα.—
Ίσως δεν ήλθεν ο καιρός για να επιστρέψει,
για να φανερωθεί στον κόσμο πάλι·
ή μεταμορφωμένος, ίσως, μεταξύ μας
γυρίζει αγνώριστος.— Μα θα ξαναφανερωθεί
ως ήτανε, διδάσκοντας τα ορθά· και τότε βέβαια
θα επαναφέρει την λατρεία των θεών μας,
και τες καλαίσθητες ελληνικές μας τελετές.»
Έτσι ερέμβαζε στην πενιχρή του κατοικία—
μετά μια ανάγνωσι του Φιλοστράτου
«Τα ες τον Τυανέα Aπολλώνιον»—
ένας από τους λίγους εθνικούς,
τους πολύ λίγους που είχαν μείνει. Άλλωστε —ασήμαντος
άνθρωπος και δειλός— στο φανερόν
έκανε τον Χριστιανό κι αυτός κι εκκλησιάζονταν.
Ήταν η εποχή καθ’ ην βασίλευεν,
εν άκρα ευλαβεία, ο γέρων Ιουστίνος,
κ’ η Aλεξάνδρεια, πόλις θεοσεβής,
αθλίους ειδωλολάτρας αποστρέφονταν.
ΟΙ ΚΑΝΙΑ ΣΟΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΥΒΑ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ ΕΝΑΝ ΚΛΑΣΙΚΟ ΓΚΙΓΙΕΡΜΟ ΠΟΡΤΑΒΑΛΕΣ
ΟΙ CAÑA SON ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ GUILLERMO PORTABALES
EL CARRETERO
Por el camino del sitio mio
Un carretero alegre paso
Con su canciones que es muy sentida
Y muy guajira alegre cantó
Me voy al transbordador
A descargar la carreta (bis)
Para cumplir con la meta
De mi pequeña labor
A caballo vamos pa´l monte
A caballo vamos pa´l monte
Yo trabajo sin reposo
Para poderme casar (bis)
Y si lo llego a lograr
Seré un guajiro dichoso
A caballo vamos pa´l monte
A caballo vamos pa´l monte
Soy guajiro y carretero
Y en el campo vivo bien (bis)
Porque el campo es el eden
Más lindo del mundo entero
A caballo vamos pa´l monte
A caballo vamos pa´l monte
Chapea el monte, cultiva el llano
Recoge el fruto de tu sudor
ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΜΠΡΑΝΚΟΥΖΙ
JOHRGHOS KENTROTIS
CONSTANTIN BRÂNCUŞI
Modell sitzen.
Es ist der Raum,
den man gräbt,
um das Modell
mit Traum einzuräumen,
kaum auszugestalten:
den Gegenstand;
echt umgekehrt:
es ist der Gegenstand,
der den Objektraum
im Subjekttraum schafft:
das Modell.
Modell sitzen
räumlich
traumatisch.
Es ist der Raum selbst
–ein Zeittunnel
(schlicht im Mißtrauer),
der nur aus Ausdauer besteht–,
der sich blüht
zwischen dem Modell und ihm:
dem Bildhauer.
ΕΝΑ ΠΟΛΩΝΕΖΙΚΟ ΤΑΝΓΚΟ ΤΟΥ 1937 - ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΜΕΓΑΣ ΜΙΕΤΣΙΣΟΥΑΒ ΦΟΓΚ!
Ο MIECZYSŁAV FOGG ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΤΟ ΤΑΓΚΟ ΤΟΥ 1937 ZAGRAJCIE MI (: ΠΑΙΞΤΕ ΓΙΑ ΜΕΝΑ)
ΑΝΤΥ!
ENDRE ADY (1877-1919)
GÓG ÉS MAGÓG
Góg és Magóg fia vagyok én,
Hiába döngetek kaput, falat
S mégis megkérdtem tõletek:
Szabad-e sírni a Kárpátok alatt?
Verecke híres útján jöttem én,
Fülembe még õsmagyar dal rivall,
Szabad-e Dévénynél betörnöm
Új idõknek új dalaival?
Fülembe forró ólmot öntsetek,
Legyek az új, az énekes Vazul,
Ne halljam az élet új dalait,
Tiporjatok reám durván, gazul.
De addig sírva, kínban, mit se várva
Mégis csak száll új szárnyakon a dal
S ha elátkozza százszor Pusztaszer,
Mégis gyõztes, mégis új és magyar.
***********
GOG AND MAGOG
I am the Son of King Gog of Magog
I'm banging doors and walls to no avail -
yet I must ask this question as prologue:
may I weep in the grim Carpathian vale?
I came along Verecke's famous path,
old Magyar tunes still tear into my chest -
will it arouse your Lordships' righteous wrath
as I burst in with new songs from the West?
Pour in my ears your molten liquid lead,
let me become the new Vazul of songs -
let me not hear the new songs you have bred:
Come, tread me down in furious, evil throngs!
But to the end, tortured, expecting nothing,
the song keeps soaring on its new-found wings:
even if cursed by hundred Founding Fathers -
triumphant, new, Magyar, and true it rings.
Μετάφραση: Ádám Makkai.
Τη συνεργασία μάς την απέστειλε η νέα φίλη του ιστολογίου κ. Carina Zampini.
Σάββατο 30 Αυγούστου 2008
Η ΜΕΛΙΣΣΑ ΤΟΥ ΒΑΛΕΡΥ - ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΚΑΙ ΑΓΓΛΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
PAUL VALÉRY
L’ABEILLE
À Francis de Miomandre.
Quelle, et si fine, et si mortelle,
Que soit ta pointe, blonde abeille,
Je n’ai, sur ma tendre corbeille,
Jeté qu’un songe de dentelle.
Pique du sein la gourde belle,
Sur qui l’Amour meurt ou sommeille,
Qu’un peu de moi-même vermeille,
Vienne à la chair ronde et rebelle !
J’ai grand besoin d’un prompt tourment :
Un mal vif et bien terminé
Vaut mieux qu’un supplice dormant !
Soit donc mon sens illuminé
Par cette infime alerte d’or
Sans qui l’Amour meurt ou s’endort !
**********************
PAUL VALÉRY
THE BEE
So deadly delicate your sting!
Yet, O golden bee, I place
Over this soft curve, saddening,
Nothing but a dream of lace.
Prick the breast’s fine gourd and press
Home where love dies, where sleeps his spell!
Thus may some of my rosiness
Rise to the round and stubborn flesh!
I need a hurt that’s keen and swift.
A torment prompt and soon done with
Is better than one that sleeping lies.
O may my body be made warm
By this tiny gold alarm
Without which love sleeps or dies!
Μετάφραση: Lionel Abel.
Από το βιβλίο: "Selected Writings of Paul Valéry", σελ. 29.
ΦΡΑΝΣΙΣ ΠΟΥΛΕΝΚ!
FRANCIS POULENC
ΣΟΝΑΤΑ ΓΙΑ ΒΙΟΛΙ ΚΑΙ ΠΙΑΝΟ, έργο 119.
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
Βιολί: Polina Nazaykinskaya.
Πιάνο: Maxim Emelianychev.
25 October 2007 (Bogoliubov Arts Library, Moscow.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
Βιολί: Sean Lucas.
Πιάνο: Jean Wynia.
October 2006.
ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ
Βιολί: Xenia Akeynikova.
Πιάνο: Itamar Golan.
Concert in Belgrade.
ΑΠΟ ΑΠΟΥΣΙΑ Η ΖΩΗ ΜΕΘΑ
PAUL VALÉRY
ΤΟ ΠΑΡΑΘΑΛΑΣΙΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ
Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον
σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν.
Pindare, Pythiques, III.
Η στέγη αυτή η ατάραχη όπου οδεύουν περιστέρια,
από τα πεύκα ανάμεσα κι από τους τάφους πάλλει·
η Μεσημβρία συνθέτει εκεί με τα πυρά, δικαία,
τη θάλασσα, τη θάλασσα, που ξαναρχίζει πάντα!
Ω ανταμοιβή που αισθάνεσαι κατόπι από μια σκέψη
μακρό ένα βλέμμα στων θεών επάνω τη γαλήνη!
Ποιό έργο αγνό από αστραπές λεπτές καταναλίσκει
αμέτρητους αδάμαντες αφρού απαρατηρήτου,
και ποιά ησυχία φαίνεται να εγκυμονεί εδώ πέρα!
Όταν πάνω στην άβυσσο αναπαύεται ένας ήλιος,
άμεμπτα τεχνουργήματα μιάς αιωνίας αιτίας,
ο Χρόνος σπινθηροβολεί και το όνειρο είναι Γνώση.
Μόνιμος θησαυρός, λιτός της Αθηνάς ναός,
μάζα γαλήνης κι ορατή μια παρακαταθήκη,
σύνοφρυ νερόν, Οφθαλμέ που διατηρείς εντός σου
κάτω από πέπλο φλόγινο τόσο και τόσον ύπνο,
Ω σιωπή μου!... Οικοδόμημα μες στης ψυχής τα βάθη,
μα και χρυσό επιστέγασμα από κεραμίδια, Στέγη!
Ναέ του Καιρού που στοναχή μια μόνη σ’ αγκαλιάζει,
ανέρχομαι στο καθαρό σημείον αυτό κι εθίζω,
απ’ το θαλάσσιο βλέμμα μου περιτριγυρισμένος·
κι έτσι καθώς προς τους θεούς το υπέρατό μου δώρο,
το ανέφελο σπινθήρισμα ακατάπαυστα διασπείρει
επάνω στα ύψη τ’ άμετρα μιάν άκρα υπεροψία.
Όπως η οπώρα αναλύεται σε απόλαυση βραδεία,
όπως την απουσία της σε γλύκα μεταβάλλει
στο βάθος ενός στόματος όπου η μορφή της θνήσκει,
έτσι, στον τόπο αυτόν, ρουφώ τον μέλλοντα καπνό μου,
κι ο ουρανός προς την ψυχή την καταναλωμένη
των πολυτάραχων ακτών την αλλαγή αναμέλπει.
Ωραίε, πραγματικέ ουρανέ, κοίτα με που εξαλλάζω!
έπειτα από τόση έπαρση, έπειτα από την τόση
παράδοξη νωθρότητα, αλλά δύναμη γεμάτη,
εγκαταλείπομαι σ’ αυτό το διάστημα που λάμπει,
η σκιά μου επάνω στων νεκρών τις κατοικίες διαβαίνει
που με την άτονη, άρρωστη μεθίζει κίνησή της.
Μ’ εκτεθειμένη την ψυχή στου ηλιοστασίου τις δάδες,
σε υπερασπίζομαι λαμπρή, θαυμάσια δικαιοσύνη
του υπέρτατου, ηλιακού φωτός με τ’ ανοικτίτμονα όπλα!
Σε παραδίδω καθαρή στην αρχική σου θέση:
Αυτοπαρατηρήσου!... Αλλά το φως για ν’ αποδώσεις
ένα σκυθρωπόν ήμισυ από σκιά προϋποθέτει.
Ω μοναχά για με, σ΄εμέ μόνον, σ’ εμέ τον ίδιο,
εγγύτατα σε μια καρδιά, στου ποιήματος τις κρήνες,
ανάμεσα από το κενό και το συμβάν το γνήσιο,
προσμένω τον αντίλαλο του έσω σου μεγαλείου,
πικρόγευστη δεξαμενή, ηχηρή, σκοτεινιασμένη,
που πάντα ηχεί μες στην ψυχή μελλοντικό ένα κοίλον!
Ξεύρεις εσύ, αιχμάλωτη ψευδής των φυλλωμάτων,
κόλπε που τις ισχνές αυτές κιγκλίδες κατατρώγεις,
απόκρυφα εκθαμβωτικά, στα ολόκλειστα όμματά μου,
ποιό σώμα προς το τέλος του τ’ οκνό με παρασύρει,
προς την οστέινη αυτή γη ποιό μέτωπο το ελκύει;
Μια σπίθα εδώ στοχάζεται τους ιδικούς μου απόντες.
Όσιος, κλειστός, από φωτιά γεμάτος δίχως ύλη,
απόσπασμα χωμάτινο στο φως προσκομισμένο,
αρέσκομαι στον τόπο αυτόν, όπου πυρσοί δεσπόζουν,
μίγμα από δέντρα σκυθρωπά κι από χρυσό και λίθο,
όπου είναι τόσο μάρμαρο σε τόσες σκιές και τρέμει·
εδώ επάνω στους τάφους μου πιστός υπνώττει ο πόντος!
Σκύλα λαμπρή, απομάκρυνε τον κάθε ειδωλολάτρη!
Όταν μ’ ένα χαμόγελο ποιμενικό, μονήρης,
βόσκω για διάστημα μακρό, πρόβατα μυστηριώδη,
το ποίμνιο το κατάλευκο των ήρεμών μου τάφων,
τις φρόνιμες περιστερές διώξε από αυτό τον τόπο,
τα μάταια ονειροπολήματα, τους περίεργους αγγέλους!
Εδώ που τώρα βρίσκομαι το μέλλον είναι αργία.
Το έντομο κατακάθαρο την ξεραΐλα ξύνει·
τα πάντα κάηκαν, χώνεψαν κι ανεμοσκορπιστήκαν
δεν ξεύρω ούτε κι εγώ σε ποιά αδυσώπητη ουσία…
Από απουσία η ζωή μεθά, κι όλο πλαταίνει,
κι είναι η πικρία γλυκύτατη, και φωτεινό το πνεύμα.
Καλά που βρίσκονται οι νεκροί κρυμμένοι μες στο χώμα
που το μυστήριο των ρουφά και τους ξαναζεσταίνει.
Η Μεσημβία εκεί υψηλά, η ασάλευτη Μεσημβρία
ενδόμυχα στοχάζεται κι αυτοσυνεννοείται…
Συμπληρωμένη κεφαλή και διάδημα υπερτέλειο,
μόνον εγώ είμαι η μυστική παράλλαξις εντός σου.
Να συγκρατεί τους φόβους σου άλλον από εμέ δεν έχεις!
Οι αμφιβολίες, οι τύψεις μου, κι όλες μου οι αδημονίες
αποτελούν το ελάττωμα στον μέγα αδάμαντά σου…
Αλλά μέσα στη νύκτα των που μάρμαρα βαρύνουν,
ένας αμφίβολος λαός, στων δέντρων πλάι τις ρίζες
είναι καιρός που ανέλαβε το μέρος σου βραδέως.
Έχουν αναλυθεί εντελώς σε μια πηκτή απουσία,
η κατακόκκινη άργιλλος το πάλλευκο είδος ήπιε,
μες στα λουλούδια της ζωής το δώρο έχει περάσει!
Πού των νεκρών ευρίσκονται οι γνωστές, εγκάρδιες φράσεις,
οι αβρές, μοναδικές ψυχές, η ατομική των τέχνη;
Η νύμφη κλώθει μέσα εκεί όπου επλάθοντο τα δάκρυα.
Των κοριτσιών οι τσιριξιές καθώς τα γαργαλάνε,
τα μουσκεμένα βλέφαρα, τα μάτια και τα δόντια,
το στήθος το γοητευτικό που παίζει με τη φλόγα,
το αίμα που σπινθηροβολεί στα πρόθυμα τα χείλη,
τα λοίσθια δώρα, οι δάκτυλοι που τα υπερασπίζουν,
όλα πηγαίνουν μες στη γη και στην παιδιά επιστρέφουν!
Κι εσύ μεγάλη μου ψυχή, μια ρέμβη περιμένεις
που πλέον αυτά τ’ απατηλά τα χρώματα δεν θά ’χει
που εδώ στα σάρκινα όμματα χρυσός και κύμα κάνουν;
Θα τραγουδάς κι εσύ άραγες όταν καπνός θα γίνεις;
Εμπρός! Φεύγει το παν! Μεστή είναι η παρουσία μου πόρους,
ακόμη θνήσκει κι η σεπτή η ανυπομονησία!
Αθανασία λιπόσαρκη, επίχρυση και μαύρη,
παρηγορήτρα φοβερά δαφνοστεφανωμένη
που κάνεις απ’ το θάνατο μητρικόν ένα στέρνο,
τον δόλο τον ευσέβαστο και την ωραίαν απάτη!
Ποιός που να μην ξεύρει, ποιός που να μην τ’ αποφεύγει,
το γέλιο αυτό το ατέρμονο και το κενό κρανίο!
Βαθείς πατέρες, μυστικοί, ακατοίκητα κεφάλια,
που κάτω από το υπέρμετρο τόσων φτυαριών το βάρος,
είστε η γη και συγχίζετε διαρκώς τα βήματά μας,
ο σκώληξ ο αναπάρνητος, ο αληθινός ο σκώρος
διόλου για σας που υπνώττετε στην πλάκαν αποκάτω
δεν είναι, αυτός ζει από ζωή, ποτέ του δε μ’ αφήνει!
Αγάπη, νά ’ναι πιθανόν, ή του ευατού μου μίσος;
Τόσο σιμώνει προς εμέ το μυστικό του δόντι
που όλα μαζί τα ονόματα ημπορούν να του πηγαίνουν!
Τί όφελος! Βλέπει, βούλεται, ονειροπολεί και ψαύει!
Η σάρκα μου το ευχαριστεί κι ώς τη στρωμνή μου επάνω,
σ’ αυτό τον ζωντανόν εγώ κοιτάζω πως ανήκω!
Ω Ζήνων! Ζήνων μου σκληρέ! Ω Ζήνων μου Ελεάτη!
Μ’ έχεις μ’ αυτό το φτερωτό το βέλος διαπεράσει
που ξαπολιέται, πάλλεται και δεν πετά καθόλου!
Ο ήχος με ξαναγεννά και σφάζει-με το βέλος!
Αχ! Ο ήλιος… Για την ψυχή ποιά σκιά χελώνας είναι,
ο Αχιλλέας ακίνητος με βήματα μεγάλα!
Όχι, όχι!... Ορθός στον άλυτον αιώνα μέγα στάσου!
Κορμί μου, σύντριψε πια αυτό το σκεπτικό το σχήμα!
Στήθος μου, ρούφηξε βαθιά τη γέννηση του ανέμου!
Μιά δροσεράδα πραϋντική που η θάλασσα εξατμίζει,
μου ξαναδίνει την ψυχήν… Ω δύναμη από άλμη!
Για ν’ αναβλύσω ζωντανός, εμπρός! γοργά στο κύμα!
Ναι! Με παράνοιες, θάλασσα μεγάλη, προικισμένη,
ω δέρμα πάνθηρος στιλπνό και διάτρητη χλαμύδα
από πολλά, αναρίθμητα απεικάσματα του ήλιου,
ύδρα απόλυτη, απ’ την κυανή σάρκα σου μεθυσμένη,
που η σπινθηροβολούσα ουρά γυρίζει, σε δαγκώνει
μέσα σε κάποιο θόρυβο με τη σιωπή παρόμοιο,
σηκώνεται ο άνεμος!... Τη ζωή πρέπει να δοκιμάσεις!
Μου ανοιγοκλείνει ο απέραντος αέρας το βιβλίο,
το κύμα ως σκόνη αποτολμά απ’ τους βράχους ν’ αναβλύσει!
Πετάξατε, εκθαμβωτικές ολότελα σελίδες!
Κύματα, με χαρμόσυνα, φαιδρά νερά συντρίψτε
Τη στέγη αυτή την ήρεμη όπου βοσκούσαν φλόκοι!
Μετάφραση: Αναστάσιος Γιανναράς.
Πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ο Κύκλος», φ. 1, Νοέμβριος 1945, σελ. 2333.
Από το βιβλίο: PAUL VALÉRY «Το παραθαλάσσιο νεκροταφείο. Η νεαρή μοίρα», Μετάφραση – εισαγωγή Αναστάσιος Γιανναράς, Πλέθρον, Αθήνα 1979, σελ. 22-35.
Sète (Hérault) - Tombe de Paul Valéry au Cimetière Marin.
*******************************
PAUL VALÉRY
LE CIMETIÈRE MARIN
Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον
σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν.
Pindare, Pythiques, III.
Ce toit tranquille, où marchent des colombes,
Entre les pins palpite, entre les tombes ;
Midi le juste y compose de feux
La mer, la mer, toujours recommencée
Ô récompense après une pensée
Qu’un long regard sur le calme des dieux !
Quel pur travail de fins éclairs consume
Maint diamant d’imperceptible écume,
Et quelle paix semble se concevoir !
Quand sur l’abîme un soleil se repose,
Ouvrages purs d’une éternelle cause,
Le Temps scintille et le Songe est savoir.
Stable trésor, temple simple à Minerve,
Masse de calme, et visible réserve,
Eau sourcilleuse, Œil qui gardes en toi
Tant de sommeil sous un voile de flamme,
Ô mon silence !… Édifice dans l’âme,
Mais comble d’or aux mille tuiles, Toit !
Temple du Temps, qu’un seul soupir résume,
À ce point pur je monte et m’accoutume,
Tout entouré de mon regard marin ;
Et comme aux dieux mon offrande suprême,
La scintillation sereine sème
Sur l’altitude un dédain souverain.
Comme le fruit se fond en jouissance,
Comme en délice il change son absence
Dans une bouche où sa forme se meurt,
Je hume ici ma future fumée,
Et le ciel chante à l’âme consumée
Le changement des rives en rumeur.
Beau ciel, vrai ciel, regarde-moi qui change !
Après tant d’orgueil, après tant d’étrange
Oisiveté, mais pleine de pouvoir,
Je m’abandonne à ce brillant espace,
Sur les maisons des morts mon ombre passe
Qui m’apprivoise à son frêle mouvoir.
L’âme exposée aux torches du solstice,
Je te soutiens, admirable justice
De la lumière aux armes sans pitié !
Je te tends pure à ta place première,
Regarde-toi !… Mais rendre la lumière
Suppose d’ombre une morne moitié.
Ô pour moi seul, à moi seul, en moi-même,
Auprès d’un cœur, aux sources du poème,
Entre le vide et l’événement pur,
J’attends l’écho de ma grandeur interne,
Amère, sombre, et sonore citerne,
Sonnant dans l’âme un creux toujours futur !
Sais-tu, fausse captive des feuillages,
Golfe mangeur de ces maigres grillages,
Sur mes yeux clos, secrets éblouissants,
Quel corps me traîne à sa fin paresseuse,
Quel front l’attire à cette terre osseuse ?
Une étincelle y pense à mes absents.
Fermé, sacré, plein d’un feu sans matière,
Fragment terrestre offert à la lumière,
Ce lieu me plaît, dominé de flambeaux,
Composé d’or, de pierre et d’arbres sombres,
Où tant de marbre est tremblant sur tant d’ombres ;
La mer fidèle y dort sur mes tombeaux !
Chienne splendide, écarte l’idolâtre !
Quand solitaire au sourire de pâtre,
Je pais longtemps, moutons mystérieux,
Le blanc troupeau de mes tranquilles tombes,
Éloignes-en les prudentes colombes,
Les songes vains, les anges curieux !
Ici venu, l’avenir est paresse.
L’insecte net gratte la sécheresse ;
Tout est brûlé, défait, reçu dans l’air
À je ne sais quelle sévère essence…
La vie est vaste, étant ivre d’absence,
Et l’amertume est douce, et l’esprit clair.
Les morts cachés sont bien dans cette terre
Qui les réchauffe et sèche leur mystère.
Midi là-haut, Midi sans mouvement
En soi se pense et convient à soi-même…
Tête complète et parfait diadème,
Je suis en toi le secret changement.
Tu n’as que moi pour contenir tes craintes !
Mes repentirs, mes doutes, mes contraintes
Sont le défaut de ton grand diamant…
Mais dans leur nuit toute lourde de marbres,
Un peuple vague aux racines des arbres
A pris déjà ton parti lentement.
Ils ont fondu dans une absence épaisse,
L’argile rouge a bu la blanche espèce,
Le don de vivre a passé dans les fleurs !
Où sont des morts les phrases familières,
L’art personnel, les âmes singulières ?
La larve file où se formaient les pleurs.
Les cris aigus des filles chatouillées,
Les yeux, les dents, les paupières mouillées,
Le sein charmant qui joue avec le feu,
Le sang qui brille aux lèvres qui se rendent,
Les derniers dons, les doigts qui les défendent,
Tout va sous terre et rentre dans le jeu !
Et vous, grande âme, espérez-vous un songe
Qui n’aura plus ces couleurs de mensonge
Qu’aux yeux de chair l’onde et l’or font ici ?
Chanterez-vous quand serez vaporeuse ?
Allez ! Tout fuit ! Ma présence est poreuse,
La sainte impatience meurt aussi !
Maigre immortalité noire et dorée,
Consolatrice affreusement laurée,
Qui de la mort fais un sein maternel,
Le beau mensonge et la pieuse ruse !
Qui ne connaît, et qui ne les refuse,
Ce crâne vide et ce rire éternel !
Pères profonds, têtes inhabitées,
Qui sous le poids de tant de pelletées,
Êtes la terre et confondez nos pas,
Le vrai rongeur, le ver irréfutable
N’est point pour vous qui dormez sous la table,
Il vit de vie, il ne me quitte pas !
Amour, peut-être, ou de moi-même haine ?
Sa dent secrète est de moi si prochaine
Que tous les noms lui peuvent convenir !
Qu’importe ! Il voit, il veut, il songe, il touche !
Ma chair lui plaît, et jusque sur ma couche,
À ce vivant je vis d’appartenir !
Zénon ! Cruel Zénon ! Zénon d’Êlée !
M’as-tu percé de cette flèche ailée
Qui vibre, vole, et qui ne vole pas !
Le son m’enfante et la flèche me tue !
Ah ! le soleil… Quelle ombre de tortue
Pour l’âme, Achille immobile à grands pas !
Non, non !… Debout ! Dans l’ère successive !
Brisez, mon corps, cette forme pensive !
Buvez, mon sein, la naissance du vent !
Une fraîcheur, de la mer exhalée,
Me rend mon âme… Ô puissance salée !
Courons à l’onde en rejaillir vivant.
Oui ! Grande mer de délires douée,
Peau de panthère et chlamyde trouée,
De mille et mille idoles du soleil,
Hydre absolue, ivre de ta chair bleue,
Qui te remords l’étincelante queue
Dans un tumulte au silence pareil,
Le vent se lève !… Il faut tenter de vivre !
L’air immense ouvre et referme mon livre,
La vague en poudre ose jaillir des rocs !
Envolez-vous, pages tout éblouies !
Rompez, vagues ! Rompez d’eaux réjouies
Ce toit tranquille où picoraient des focs !
1920
Η ΒΑΛΕΡΙΑ ΛΙΜΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΑΣΤΟΡ ΠΙΑΣΣΟΛΛΑ
VALERIA LIMA
BALADA PARA UN LOCO
Las tardecitas de Buenos Aires tiene ese qué sé yo, ¿viste?
Salgo de casa por Arenales, lo de siempre en la calle y en mí,
cuando de repente, detrás de ese árbol, se aparece él,
mezcla rara de penúltimo linyera y de primer polizonte
en el viaje a Venus. Medio melón en la cabeza,
las rayas de la camisa pintadas en la piel,
dos medias suelas clavadas en los pies,
y una banderita de taxi libre en cada mano... Ja...ja...ja...ja...
Parece que sólo yo lo veo, porque él pasa entre la gente
y los maniquíes me guiñan, los semáforos me dan tres luces celestes
y las naranjas del frutero de la esquina me tiran azahares,
y así, medio bailando, medio volando,
se saca el melón, me saluda, me regala una banderita
y me dice adiós.
Ya sé que estoy piantao, piantao, piantao,
no ves que va la luna rodando por Callao
y un coro de astronautas y niños con un vals
me baila alrededor...
Ya sé que estoy piantao, piantao, piantao,
yo miro a Buenos Aires del nido de un gorrión;
y a vos te vi tan triste; vení, volá, sentí,
el loco berretín que tengo para vos.
Loco, loco, loco, cuando anochezca en tu porteña soledad,
por la ribera de tu sábana vendré, con un poema
y un trombón, a desvelar tu corazón.
Loco, loco, loco, como un acróbata demente saltaré,
sobre el abismo de tu escote hasta sentir
que enloquecí tu corazón de libertad, ya vas a ver.
Y así el loco me convida a andar
en su ilusión súper-sport,
y vamos a correr por las cornisas
con una golondrina por motor.
De Vieytes nos aplauden: Viva, viva...
los locos que inventaron el amor;
y un ángel y un soldado y una niña
nos dan un valsecito bailador.
Nos sale a saludar la gente linda
y el loco, pero tuyo, qué sé yo, loco mío,
provoca campanarios con su risa
y al fin, me mira y canta a media voz:
Quereme así, piantao, piantao, piantao...
trepate a esta ternura de loco que hay en mí,
ponete esta peluca de alondra y volá, volá conmigo ya:
vení, quereme así piantao, piantao, piantao,
abrite los amores que vamos a intentar
la trágica locura total de revivir,
vení, volá, vení, tra...lala...lara...
Στίχοι: Horacio Ferrer.
Μουσική: Astor Piazzolla.
Γράφτηκε το 1969.
Παρασκευή 29 Αυγούστου 2008
ΕΧΩ ΕΝΑ ΜΥΣΤΙΚΟ
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΑΛΙΚΗ ΒΟΥΓΙΟΥΚΛΑΚΗ
ΕΧΩ ΕΝΑ ΜΥΣΤΙΚΟ
Έχω ένα μυστικό κρυμμένο στης καρδιάς τα βάθη
κανείς δεν τό 'χει μάθει και ποτέ δεν θα το πω
να μείνει θέλω πάντα δικό μου, το μυστικό μου
αυτό το μυστικό το γλυκό μου, που τ' αγαπώ.
Έχω ένα μυστικό που όλα τα ομορφαίνει
και πρώτη μου φορά με πλημμυρίζει η χαρά.
Έχω ένα μυστικό που στην καρδιά μου μέσα λάμπει
το ξέρουνε οι κάμποι, τό 'χει μάθει το βουνό
το τραγουδούν τη νύχτα στα κλώνια όλα τα αηδόνια
και τό 'χουν γράψει τα χελιδόνια στον ουρανό.
Έχω ένα μυστικό που τη ζωή μου έχει αλλάξει
μα δεν τό 'χω σκοπό ποτέ μου να σάς το πω.
Έχω ένα μυστικό που μες στα χείλη μου έχει μπλέξει
κι είναι μια λέξη μόνο, μια λεξούλα, μόνο μια
σαν έλθει η νύχτα η ξελογιάστρα τη γράφουν τ' άστρα
κι όλο τη λένε μέσα στη γλάστρα τα γιασεμιά.
Έχω ένα μυστικό που τη ζωή μου έχει αλλάξει
μα δεν τό 'χω σκοπό ποτέ μου να σάς το πω.
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις.
Στίχοι: Αλέκος Σακελλάριος.
ΝΕΚΡΗΣ ΦΥΣΗΣ ΑΝΑΜΝΗΣΗ
LUDVÍK KUNDERA (1920)
ΤΑ ΑΧΛΑΔΙΑ
Τρία αχλάδια ζουμερά
τά ’δα στον μυχό της νύχτας
πάνω στ’ άδειο τραπέζι όπου
μόνο κάτι απ’ το φεγγάρι
είτανε ακόμα μεινεσμένο:
νεκρής φύσης ανάμνηση
σε χρόνους ευτυχείς
στην πρώτη σου εγκυμοσύνη
τότε που εντελώς απροόπτως
ο κόσμος έθαλλε υπέροχα στρογυλός
και χωρίς τα συνηθισμένα του αγκάθια
– είχαν όλα
με τρόπο φυσικό αποβληθεί
και πέσει στο χώμα.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
ΣΤΟ ΤΙΜΗΜΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
PIERRE JEAN JOUVE (1887-1976)
ΚΑΠΡΙΤΣΙΟ
Δίχως φρίκη διόλου αγάπη
για την αγάπη ώς το φόνο!
αιώρηση στιγμή αλογάριαστη
για να μάθει πως το βαρύ αμάρτημα
δε θα πλήξει εκείνον που δεν κριμάτισε ποτέ του
ο δρόμος του καπρίτσιου
αχαλίνωτος χιμάει πάνω στο τείχος:
στο τίμημα του θανάτου.
Μετάφραση: Νίκος Λεβέντης.
Από το βιβλίο: Πιέρ Ζαν Ζουβ, «Ποίηση», Αποδόσεις Νίκου Λεβέντη, Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 1997, σελ. 58.
Σχέδιο του ποιητή από τον Serge Poppoff (2008).
Τετάρτη 27 Αυγούστου 2008
Ο ΡΙΛΚΕ ΜΕΤΑΦΡΑΖΕΙ ΒΑΛΕΡΥ
PAUL VALÉRY (1871-1945)
LES PAS
Tes pas, enfants de mon silence,
Saintement, lentement placés,
Vers le lit de ma vigilance
Procèdent muets et glacés.
Personne pure, ombre divine,
Qu'ils sont doux, tes pas retenus !
Dieux !... tous les dons que je devine
Viennent à moi sur ces pieds nus !
Si, de tes lèvres avancées,
Tu prépares pour l'apaiser,
A l'habitant de mes pensées
La nourriture d'un baiser,
Ne hâte pas cet acte tendre,
Douceur d'être et de n'être pas,
Car j'ai vécu de vous attendre,
Et mon coeur n'était que vos pas.
********************
PAUL VALÉRY
DIE SCHRITTE
Deine Schritte, als meines Schweigens
Kinder, arglos und langsam gesetzt,
Nah’n sie dem Bette, wo ich mich eigens
Wachsam halte, und frieren jetzt.
Göttlicher Schatten, du Reine, du Gute,
O deiner Schritte verhaltener Gruß!
Was ich, ihr Götter, an Gaben vermute,
Kommt jetzt zu mir auf entkleidetem Fuß.
Wenn deine Lippen vielleicht schon vom Weiten
Jenem, der in mir sich bergen muß,
Seine unendliche Stillung bereiten
Endlich in dem nährenden kuß,
Eile mir nicht zum Vollzug, dem zarten,
Süße, drin Sein und Nichtsein stritt,
Denn ich lebte von Dich-Erwarten
Und main Herz war nichts als dein Schritt.
Μετάφραση: Rainer Maria Rilke.
Από το βιβλίο «Französische Gedichte in deutschen Übertragungen», Dobbeck-Verlag, Speyer 1946, σελ. 59.
ΣΑΝ ΤΟ ΡΥΑΚΙ...
FRANCISCO QUEVEDO
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΣΥΓΚΡΙΝΕΙ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΤΟΥ ΜΕ ΤΗ ΡΟΗ ΤΟΥ ΡΥΑΚΙΟΥ
Σα ρυάκι στρίβεις και λυγιέσαι και γλιστράς· και βάφει
τις ροές σου μυστικός ηχός: των λουλουδιών το χρώμα·
σαν τρέχεις είσαι δροσερότερη κι εσύ· κι ακόμα
λευκή είσαι σάμπως απ’ αφρούς, ξανθή σαν το χρυσάφι.
Κρυστάλλινα λογάρια σπαταλάς, καθώς εδάφη
απάτητα πατάς και πεθυμάς σε φρέσκο χώμα
τον έρωτα να ψάλλεις με των αηδονιών το στόμα.
Στο γέλιο σου όμως ’σένανε ο δικός μου θρήνος στράφι
πάει, μιας και διασκεδάζεις με το παίξε-παίξε υάλων,
λυγμών και ποταμίων υδάτων. Ρευματώδης σβήνει
στα χείλη σου η σαγήνη μ’ έναν στεναγμό μεγάλον,
και ξέξασπρη, χλωμή. Σαν την καρδιά μου είν’ κι εκείνη,
καθώς σε κοίτες ρέει κλαίγοντας στενές, μα μάλλον
αγάλλεται έχοντας στις άλυσες εμπιστοσύνη.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
ΤΡΙΑ ΣΟΝΕΤΤΑ ΤΟΥ ΚΡΙΣΤΟΒΑΛ ΔΕ ΚΑΣΤΙΓΕΧΟ
CRISTÓBAL DE CASTILLEJO (1490-1550)
[SI LAS PENAS QUE DAIS SON VERDADERAS]
Si las penas que dais son verdaderas,
Como bien lo sabe el alma mía,
¿Por qué no me acaban? y sería
Sin ellas el morir muy más de veras;
Y si por dicha son tan lisonjeras,
Y quieren retoçar con mi alegría,
Decid, ¿por qué me matan cada día
De muerte de dolor de mil maneras?
Mostradme este secreto ya, señora,
Sepa yo por vos, pues por vos muero,
Si lo que padezco es muerte o vida;
Porque, siendo vos la matadora,
Mayor gloria de Pena ya no quiero
Que poder alegar tal homicida.
*************
[MUSAS ITALIANAS Y LATINAS]
Musas italianas y latinas,
Gentes en estas partes tan extraña,
¿Cómo habéis venido a nuestra España
Tan nuevas y hermosas clavellinas?
O ¿quién os ha traído a ser vecinas
Del Tajo, de sus montes y campaña?
O ¿quién es el que os guía y acompaña
De tierras tan ajenas peregrinas?-
-Don Diego de Mendoça y Garcilaso
Nos truxeron, y Boscán y Luis de Haro
Por orden y favor del dios Apolo.
Los dos llevó la muerte paso a paso,
Solimán el uno y por amparo
Nos queda don Diego, y basta solo.
*************
[GARCILASO Y BOSCÁN, SIENDO LLEGADOS]
Garcilaso y Boscán, siendo llegados
Al lugar donde están los trovadores
Que en esta nuestra lengua y sus primores
Fueron en este siglo señalados,
Los unos a los otros alterados
Se miran, con mudança de colores,
Temiéndose que fuesen corredores
Espías o enemigos desmandados;
Y juzgando primero por el traje,
Paresciéronles ser, como debía,
Gentiles españoles caballeros;
Y oyéndoles hablar nuevo lenguaje
Mezclado de estranjera poesía,
Con ojos los miraban de estranjeros.
Με την ευγενή συνδρομή της εικονιζόμενης φίλης του ιστολογίου κ. Jessica Alba.
ΠΑΑΒΟ ΧΑΑΒΙΚΚΟ!
PAAVO HAAVIKKO (1931)
[JOSKUS ON LÄHDETTÄVÄ JA OLTAVA VALMIS]
Joskus on lähdettävä ja oltava valmis
ja sidottava paperinsa yhteen
vietäviksi ullakolle tilikirjojen joukkoon,
joskus on lähdettävä ja jätettävä askeleet käytäviin,
ja kuljettava läpi huoneitten muistamatta.
Puhutaan monista muutoksista,
mutta tämän ainoan haluaisin väistää
ja alkaa pitkän matkan menneisyyttä kohti,
hyödyttömiin päiviin,
jolloin suuret kukat paleltuvat pengermällä
ja kallis puunhakkaaja palkataan kantoa lohkomaan.
ja palata viileydessä autioihin taloihin,
joissa tavarat on koottu epätavallisiin paikkoihin,
mutta moni päivä ennallaan ja entisten kaltainen.
Από την ποιητική συλλογή: "Tiet etäisyyksiin" (1951).
Τρίτη 26 Αυγούστου 2008
ΣΑΝΤΟΡ ΒΕΡΕΣ!
SÁNDOR WEÖRES (1913-1989)
A BESZÉLŐ FORRÁS
megszólal a kimondhatatlan
de nem mondhatja ki önmagát
cselekszik a kezetlen
de csak a te kezeddel
megindul a lábatlan
de csak a te lábaddal
eszmél az eszetlen
de csak a te eszeddel
virágba borul a virágtalan
de csak a te virágoddal
gyümölcsbe merül a gyümölcstelen
de csak a te gyümölcsöddel
adakozik az adhatatlan
de csak a te adományoddal
irgalmaz az irgalmatlan
de csak a te irgalmaddal
imádkozik az imátlan
de csak a te imáddal
fényes lesz a fénytelen
de csak a te fényeddel
megszólal a kimondhatatlan
de csak a szívedben
Με την ευγενική συνδρομή της εικονιζόμενης κ. Αλύσα Μιλάνο.
ΠΕΡ' ΑΠ' Ο,Τ' ΕΙΝΑΙ ΦΘΑΡΤΟ...
SÁNDOR WEÖRES (1913-1989)
ΠΙΟ ΕΥΚΟΛΟ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΜΗ ΖΕΙΣ
Πιο εύκολο είναι να μη ζεις. Απ’ τα ερπετά
φοβούνται όσα έχουν στο σώμα αίμα καυτό.
Σχοινί ο θάνατος στον τράχηλο σφιχτό,
όλα τα χρόνια μας εφήμερα, πλαστά.
Κάποτ’ ελπίζω κι ονειρεύομαι κλεφτά
έν’ άλλο κόσμο, πέρ’ απ’’ ό,τ’ είναι φθαρτό.
Αχ και ν’ αλήθευε ζεστά τ’ όνειρο αυτό,
να φώτιζε ήλιος, παραμύθια που σκιρτά.
Πιο εύκολο είναι να μη ζεις. Και μοναχά
όποιος σα μύλος ροκανίζει τον καιρό,
σε μι’ αναχώρηση μπροστά λιποψυχά.
Σώματα πρόσχαρα και σβέλτα σε νερό.
Είδωλα πλέουνε σε πέλαγα ρηχά.
Μ’ απ’ το να ζεις, βρίσκω το θάνατο σκληρό.
Μετάφραση: Κώστας Ασημακόπουλος.
Από το βιβλίο: Κ. Ασημακόπουλος, «Ανθολογία ούγγρων ποιητών», Εκδόσεις Ροές, Αθήνα 1985, σελ. 204.
ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΑΡΚΟΡΑΣ (1826-1911)
ΡΕΓΓΙΝΑ ΣΚΑΡΠΑ
Εδώ, στου κόσμου τα’ άχαρο
και μολυσμένο χώμα,
πώς ένα πόδι αθάνατο
περιπλανιέται ακόμα;
Πνεύμα καλό, τί σ’ έφερε,
τί σε βαστάει στη γή;
Ξενιτεμένος άγγελος
είσαι, ακριβή παρθένα!
Του κάκου με ταπείνωση,
τ’ άσπρα φτερά κλεισμένα,
όλο το φως σου απόκρυψες
μες στην ωραία ψυχή.
Πούθε κρατείς, αμίλητα
σ’ εμάς το φανερώνει
ο ήλιος που σε χαίρεται,
τ’ αέρι που σε ζώνει,
όσα λουλούδια βγαίνουνε
στο δρόμο που διαβής.
Εδώ τί θέλεις; Κρίματα,
κλάψα παντού και λαύρα·
την αδικιά στα ολόχρυσα,
την αρετή στα μαύρα
θα ιδούν τ’ αθώα σου βλέμματα
στην εξορία της γης.
Σε κράζουν τ’ άστρα, που ’χανε
λάμψη από σε και χάρη
προτού ν’ ανοίξη απάντεχα
κι εκείθε να σε πάρη
νέος ουρανός αγνώριστος:
η μητρική αγκαλιά.
Σε κράζουν και τρεμάμενα
το βράδυ αν τ’ αγρικήσης,
έλα, σου λένε απόκρυφα,
έλα ψηλά να ζήσης!
Και με τ’ αγνά τους δάκρυα
σου βρέχουν τα μαλλιά.
Ξενιτεμένος άγγελος
είσαι, ακριβή παρθένα!
Του κάκου με ταπείνωση,
τ’ άσπρα φτερά κλεισμένα,
όλο το φως σου απόκρυψες
μες στην ωραία ψυχή.
Τούτα στο νου μου εφώναξα,
ευθύς που σ’ είδα ομπρός μου·
αλλά συ τώρα ξέφυγες
την τρικυμιά του κόσμου,
σα χελιδόνι πρόθυμο
την άνοιξη να βρη.
Αν, ω καλή, στα ονείρατα,
ως η ψυχή το ελπίζει,
ιδώ με μάτι αθάμπωτο
ποιά λάμψη σε στολίζει,
απ’ τες χρυσές αχτίνες σου
θα κλείσω μια στο νου.
Τότε, αναμμένη, ολόφλογη
από τα θεία σου κάλλη,
για σε τραγούδι αμίμητο
η φαντασία θα βγάλη·
τραγούδι που θα φαίνεται
σαν ήχος τ’ ουρανού.
[1875]
Από το βιβλίο: «Μαρκορά Άπαντα», αναστύλωσε Γ. Βαλέτας, Αθήνα, Εκδόσεις της Πηγής, 1950.
Το πορτραίτο του ποιητή είναι φιλοτεχνημένο από τον Νικηφόρο Λύτρα.
Δευτέρα 25 Αυγούστου 2008
LEOPOLDO LUGONES
ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ
Καράβι εωθινό και αφράτες
του αφρού οι στρωσιές απά’ στο κύμα·
ο αυγερινός μηνάει το σήμα
της μέρας στ’ ουρανού τις πλάτες.
Η θάλασσα με κάτι τούλια
μπλαβιά σφουγγίζει τα ξαφρίδια –
και φως σταλάζει από τα φρύδια
η λιγοθυμισμένη πούλια.
Στη ζωή μου πια δεν πάει σεγόντο
η αγάπη σου. Έτσι, δίχως φόβο
μην και πνιγεί σαν πέσει, μωβ ο
αυγερινός βουτάει στον πόντο.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
ΜΗ ΛΕΙΨΕΙ Η ΜΟΥΣΤΑΡΔΑ!
ORHAN VELI KANIK (1914-1950)
ΠΕΡΙ ΜΟΥΣΤΑΡΔΑΣ
Τι ανόητος που ήμουν!
Τόσος καιρός
και να μην καταλάβω
την κοινωνική
σημασία
της μουστάρδας!
«Κανείς δεν μπορεί
να ζήσει
χωρίς μουστάρδα»,
έλεγε και ξανάλεγε ο Abidin
σ’ αυτούς που ασχολούνται
με την ουσία των πραγμάτων.
Όχι πως είναι σοβαρό,
αλλά ας δώσει ο Θεός
να μη τη στερηθούμε!
Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας.
Παρμένο από το http://www.poiein.gr/
ΑΝΑΛΑΤΑ ΤΑ ΒΡΙΣΚΩ ΚΟΛΟΚΥΘΙΑ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΝΑΣ (1832-1896)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Του γκιόνη όποιος λέει πως η φωνή
στης φύσης τη μεγάλη αρμονία
δεν είναι αναγκαία –με συγχωρεί–
μα λέει μια μεγάλη ανοησία...
Μονότονο θα ήτανε το αηδόνι,
εάν δεν ήταν κι η φωνή του γκιόνη.
Γκιόνη φωνή κιαι αυτά τα στιχουργήματα
είναι, οπού τη νύχτα αντηχάει.
Δεν είναι από εκείνα τα ποιήματα
οπού η Μούσα μας κανοναρχάει...
Και αν κανένας τέτοια τα προσμένη,
Η γνώμη του θα έβγη γελασμένη.
Συμπέρασμα λοιπόν, λεπτό δεν δίνω
τί τύχη θε να λάβουν... Δεν με μέλει,
αν κανένας Ροΐδης... Τον αφήνω
ελεύθερον να ψάλη ό,τι θέλει…
Γιατί πρώτος κι εγώ –μα την αλήθεια! –
ανάλατα τα βρίσκω κολοκύθια.
Από τα «Έργα αργίας», Εν Αθήναις, Τυπογραφείον της Ενώσεως, 1883.
ΠΟΕ ΣΤΑ ΤΣΕΧΙΚΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΕΖΒΑΛ
EDGAR ALLAN POE
ANNABEL LEE
It was many and many a year ago,
In a kingdom by the sea,
That a maiden there lived whom you may know
By the name of Annabel Lee;
And this maiden she lived with no other thought
Than to love and be loved by me.
I was a child and she was a child,
In this kingdom by the sea;
But we loved with a love that was more than love-
I and my Annabel Lee;
With a love that the winged seraphs of heaven
Coveted her and me.
And this was the reason that, long ago,
In this kingdom by the sea,
A wind blew out of a cloud, chilling
My beautiful Annabel Lee;
So that her highborn kinsman came
And bore her away from me,
To shut her up in a sepulchre
In this kingdom by the sea.
The angels, not half so happy in heaven,
Went envying her and me-
Yes!- that was the reason (as all men know,
In this kingdom by the sea)
That the wind came out of the cloud by night,
Chilling and killing my Annabel Lee.
But our love it was stronger by far than the love
Of those who were older than we-
Of many far wiser than we-
And neither the angels in heaven above,
Nor the demons down under the sea,
Can ever dissever my soul from the soul
Of the beautiful Annabel Lee.
For the moon never beams without bringing me dreams
Of the beautiful Annabel Lee;
And the stars never rise but I feel the bright eyes
Of the beautiful Annabel Lee;
And so, all the night-tide, I lie down by the side
Of my darling- my darling- my life and my bride,
In the sepulchre there by the sea,
In her tomb by the sounding sea.
*********************
ANNABEL-LEE
Je to už mnoho a mnoho let
co v přímořském království
bydlela dívka, již poznali byste hned
podle jména Annabel-Lee -
ta žila jen jediné myšlence,
že má mne ráda tak jako já ji.
Já jsem byl dítě a ona též
v tom přímořském království,
a naše láska byla větší, než
láska a já a Annabel-Lee -
taková láska, že andělé
záviděli nám ji.
Tak stalo se, je to už mnoho let
v tom přímořském království
že vichřice změnila v ledový květ
mou krásnou Annabel-Lee -
a přijeli vznešení příbuzní
a odvezli mi ji,
aby ji položili do hrobu
v tom přímořském království.
Andělé sotva tak šťastní jsou,
tož záviděli mi ji -
hle! To byla příčina (jak každý ví
v tom přímořském království),
že přiletěl vítr z půlnočních mlh
a zabil mi mrazem mou Annabel-Lee.
Však naše láska déle potrvá
než lásky všech starších, než my -
však moudřejších, než-li jsme my
a nejenom andělé z blankytného ráje
ani démoni z podmoří
neodloudí mne od duše
té krásné Annabel-Lee.
Nevyjde měsíc, leč zbudit můj sen
o krásné Annabel-Lee
a nevyjdou hvězdy, leč roznítit zrak
mé krásné Annabel-Lee -
tak celou noc ležívám s bolestí
u krásné své mrtvé nevěsty,
v té truchlivé hrobce v přímoří,
v tom truchlivém hrobě při moři.
Μετάφραση στα τσεχικά: Vítěslav Nezval.
Εικονογράφηση: Pavel Růt.