Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2024

ΤΑ ΧΕΡΙΑ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΤΑ ΧΕΡΙΑ

 

Για δες το χέρι σου πόσο αργά κινείται:

διάφανο και αισθητό διασχίζεται απ’ το φως,

όμορφο, ζωηρό, σχεδόν ανθρώπινο μέσα στη νύχτα.

Με φεγγαρόφωτο, με βουλιαγμένα μάγουλα,

με ασάφεια ονείρου –

δες το, έτσι μεγαλώνει, ενώ σηκώνεις το μπράτσο σου

σε μι’ ανώφελη αναζήτηση απολεσθείσας νύχτας,

κάποιου φτερού όλο από φως που σιωπηλό διαβαίνει

και με τη σάρκα του αγγίζει εκείνον τον ερεβώδη θόλο.

 

Δεν φωσφορίζει την οδύνη σου, δεν έχει παγιδέψει

τον καυτό παλμό μιας άλλης πτήσης.

Χέρι ιπτάμενο και καταδιωκόμενο: κι άλλο χέρι, ζευγάρι.

Γλυκά, σκοτεινά, χλομά – χέρια σταυρωμένα.

 

Οι ερωτικές επαγγελίες είσαστε, τα σημάδια

που αναγγέλλονται μέσα στ’ άηχα σκοτάδια.

Ουρανός  με αστέρια αφανισμένα είσαστε, ουρανός ζεστός,

πεδίο των αθόρυβων πτήσεων που συνηθίζεις στον εαυτό σου να προσφέρεις.

 

Χέρια εραστών που πέθαναν πρόσφατα,

χέρια με ζωή που πετάνε και ψάχνονται,

και, όταν συγκρούονται και συρρικνώνονται, ανάβουν

πάνω απ’ τους ανθρώπους κάτι φεγγάρια της μιας στιγμής μονάχα.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.



ΑΝΤΙΟ ΣΤΟΝ ΑΜΑΔΕΟ ΒΙΘΕΝΤΕ ΓΡΑΒΙΝΟ

 


AΝΤΙΟ ΣΤΟΝ ΑΓΑΠΗΤΟ MOY ΦΙΛΟ, ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ AMADEO VICEΝTE GRAVINO

Ha fallecido mi querido amigo y poeta Amadeo Vicente Gravino.

ΤΟ ΨΥΧΟΣ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΤΟ ΨΥΧΟΣ

 

Την αξιώνει την ειλικρίνειά της η αθωότητα

(κάτω από κάποιο βουνό ένα φεγγάρι ή το αναμενόμενο) –

η αθωότητα είναι βουβή (ψάρι, περίμενε με),

εδώ σε τούτον τον τοίχο είναι τα γράμματα.

Χαϊδεύω στήθη σεντεφένια,

ένα κιβώτιο αναπνέει και όλα πονάνε·

αυτή την κρυμμένη τέφρα χαϊδεύω,

και κάτω απ’ το καρμίνι τους βογκούν τα χείλη σου.

 

Δεν δραπετεύουν οι ψυχές σαν χάρτινα φύλλα·

εκείνο το χαρτί το διπλωμένο και πάλι διπλωμένο

πονάει περισσότερο, αν χαμογελάσουν,

όποτε διαφεύγει το φως δίχως να γίνεται αντιληπτό.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΥΠΑΙΘΡΟΣ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΥΠΑΙΘΡΟΣ

 

Παλιό πρωινό. Φιλοσοφία. Νέο

βλέμμα προς τον παλιό

ουρανό.

Μαζεμένα με το χέρι μου τα νήματα

σε σημείο νέο,

ακριβές, αληθινό.

 

Ύπαιθρε, τί περιμένω εγώ εδώ;

 

Ορισμό προσδοκώ

απ’ ό,τι είναι σκορπισμένο.

Υπέρτατη δόνηση των λεπτών

νημάτων, στον άνεμο, έτσι

δεμένα όπως είναι στο μέτωπό μου –

δόνηση μες στη σιωπή ηχηρότατη.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2024

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΛΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ

 


ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΛΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ,
στον χαλκέντερο εργάτη των γερμανικών γραμμάτων στην Ελλάδα.

Ο ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΤΟΥ ΣΚΟΤΟΥΣ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

Ο ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΤΟΥ ΣΚΟΤΟΥΣ

 

Με τα γαλάζια σου μάτια με κοιτάζεις εσύ

που από την άβυσσο εγεννήθηκες.

Κόμη έχεις νυχτερινή και βοστρυχώδη, και με κοιτάζεις,

ουρανέ μου παγωμένε και απαστράπτοντα που σε λατρεύω.

Κάτω απ’ το χιονισμένο σου μέτωπο

δύο σκληρές αψίδες απειλούν τη ζωή μου.

Μη με κεραυνοβολείς, μαλάκωσε, ω αγαπημένε, μαλάκωσε και τραγούδα.

Γεννήθηκες από μια μισάνοιχτη άβυσσο

μες στη νυχτερινή αγρυπνία του μοναχικού μου τρόμου.

Αχνός αβυσσαλέος σ’ έφτιαξε, σε σχημάτισε, σ’ έκανε πλάσμα πανέμορφο.

Σαν φυτό εφάνηκες που ακόμα λάμπει απ’ τον γυμνό του βράχο,

και από υπόγειες διαδρομές με εκόμισες στον κόσμο,

στην ουράνια κόλαση, ω του σκότους αρχάγγελε.

 

Το σώμα σου αντηχούσε από μακριά, απ’ του ορίζοντα την άκρη –

ατμώδης θάλασσα πυκνή σε τέρματα εκθαμβωτικά,

χείλη θανάτου και ολόγυρά μου όλο νυχτόβια πουλιά

που έκρωζαν τον πόθο τους με φτερά γεμάτα κόλλα.

 

Το αγέρωχο μέτωπό σου ακουμπούσε αστέρια

που δυστυχώς έσβηναν ασταμάτητα χωρίς ζωή,

και στα μεταλλικά, τα λεία και σκληρά ύψη τα μάτια σου

ήσαν οι φωστήρες κάποιου κατάδικου ουρανού.

 

Ανάσαινες χωρίς αέρα, στο στήθος μου όμως κάποιος σύστοιχος παλμός

έδινε αδιακόπως φτερούγες ζοφερές.

Ω, όχι, μη μ’ ακουμπάτε, αύρες ψυχρές,

ούτε κι εσείς απόμακρα χείλη, μεμβρανώδη πρελούδια

κάποιου έρωτα, κάποιου ίσκιου, κάποιου φιλημένου θανάτου.

 

Το επόμενο πρωί κάτι ξημέρωσε,

κάτι που διακρινόταν μόλις πίσω απ’ το γαλάζιο βουνό, κάτι ελαφρύ,

μπορεί ψευδαίσθηση, μπορεί και αυγή (ω πρωινή επιθυμία!),

μπορεί όμως και το αθώο πεπρωμένο μου φερμένο στο φως της μέρας.

 

Ωστόσο η νύχτα έπεσε βαριά στο τέλος.

Ω χείλη θολωμένα, ω φλεγόμενη σπλήνα,

ω θώρακα που εστάθηκες ορθός και με φωτιές εν γένει κατάσπαρτος,

κορμί που εσκλήρυνες με τόσα ερεβώδη φώτα, σθεναρά,

κι έκανες την κεφαλή ένα με τους ουρανούς τούς παγωμένους.

 

Γι’ αυτό και σε κοιτάζω εγώ. Γιατί ηγεμονεύει η νύχτα.

Γυμνέ άγγελε κάποιου νεκρού φωτός, αφέντη μου.

Γι’ αυτό κοιτώ το μέτωπό σου, όπου δύο αψίδες απαθείς

τη ζωή μου κυβερνούν σ’ έναν κόσμο από παντού μουντό και σβησμένον.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2024

ΤΥΠΟΣ



VICENTE ALEIXANDRE

 

ΤΥΠΟΣ

 

Πολύ μικρά τυπώνει το πόδι

τα ίχνη των δακτύλων

επάνω στην ψιλή άμμο

που τη φιλάει ο μακρόσυρτος άνεμος.

 

Τα σηκώνει και τα φέρνει

να με χτυπήσουν κατάστηθα·

εκεί, ζεστούς ακόμα, νιώθω

πέντε σάρκινους σβώλους.

 

Η απαλή χειρονομία που κάνει

το χέρι μου κόντρα στον άνεμο

είναι το καλούπι που σχεδόν αμέσως εγώ,

με πόδι φευγαλέο, του προσφέρω.

 

Τώρα όμως το πέρασμα, άπιαστο,

σηκώνεται και κάνει τον ζέφυρο θρύψαλα,

ενώ το πόδι, με μια ψιλή βροχή

άμμου, πέφτει και σκορπιέται παντού..

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΑΛΑΝΙΑ

 


Μια από τις σημαντικότερες επανεκδόσεις της τρέχουσας χρονιάς. Η πρώτη συγγραφική επιτυχία του κορυφαίου σκηνοθέτη Pier Paolo Pasolini, γραμμένη σε αργκό τολμηρή γλώσσα, με ιδιωματισμούς, άσπλαχνο ρεαλισμό και ωμότητα στις περιγραφές, κάτι που αναστάτωσε την φιλολογική και πολιτική ζωή της Ιταλίας το 1955 (όταν και κυκλοφόρησε το παρόν μυθιστόρημα).
Με εναλλαγές τρυφερότητας και απόλυτης σκληρότητας, ο Pasolini μετέτρεψε τον κινηματογραφικό του φακό σε πένα και κατέγραψε παραστατικά και με λεπτομέρειες ακριβείας την υποβαθμισμένη πλευρά της Ρώμης, τη ζωή των ανθρώπων της εργατικής τάξης και την αφύπνιση της κοινωνικής συνείδησης τα πρώτα χρόνια μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια παρέα παιδιών από τις φτωχές συνοικίες της Ρώμης παίζουν, ονειρεύονται, παρανομούν, διαπράττουν μικρά "εγκλήματα", ερωτεύονται, μπαινοβγαίνουν στην Κόλαση της πραγματικότητας και στα σύνορα μεταξύ εφηβείας και απότομης ενηλικίωσης.
Κινηματογραφικής ροής και έμπνευσης κοινωνικοπολιτικό μυθιστόρημα χτισμένο με τα υλικά της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ο Γιώργος Κεντρωτής "κεντάει" μεταφραστικά.
"ΑΛΑΝΙΑ"
Pier Paolo Pasolini
Εκδόσεις Gutenberg / σειρά Aldina

ΑΛΑΝΙΑ



Μου γράφει ο φίλος μου ο Γιάννης Σελιμάς :

"Επειδή η Ελλάδα ήταν με τα αλάνια, όταν οι παγκόσμιες δυνάμεις τα κανόνιζαν αλλιώς."

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2024

ΤΟ ΡΟΔΟ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΤΟ ΡΟΔΟ

 

Ξέρω ότι είσαι εδώ στο χέρι μου,

ρόδο ψυχρό, και σ’ έχω, σε κρατάω.

Ολόγυμνη η ασθενική ηλιαχτίδα

φτάνει πλάι σου. Ευωδιάζεις,

σκορπάς αρώματα. Από πού έρχεσαι,

παγωμένο ομοίωμα, που σήμερα

δεν μου λες την αλήθεια; Από κάποιο βασίλειο τάχα

του κάλλους μυστικό,

όπου χύνεις το άρωμά σου,

για να εισβάλει σ’ έναν ουρανό

όπου χαρούμενες θα είναι

μόνο οι αύρες σου, οι φωτιές σου

και οι ευωδιές σου;

Αχ, μόνο εκεί υπάρχουν πλάσματα

ουράνια που εσύ πας και τα μεθάς!

Εδώ όμως, ρόδο ψυχρό,

είσαι κρυφό και ασάλευτο·

ρόδο ωχρό και μικροκαμωμένο

που σε τούτο εδώ το χέρι προσποιείσαι

μιαν άλλη εικόνα σου στη γη.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΜΝΗΜΗ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΜΝΗΜΗ

 

Ιστιοφόρων  ολόκληρο δάσος.

Σε ρώτησα αν ζεις.

Για το ταξίδι – αν είδες πόσο ομαλά εκύλησε

πάνω στο μπράτσο μου

και πήγε τόσο πολύ μακριά μπροστά σου...

Ο ορίζοντας… ω ορίζοντα!

Ψέματα σου είπα·

υπάρχουν στροφές. Πολλές.

Άκουσέ με. Τ’ όνομά μου είναι κρίνο.

Δεν υγραίνω τα δόντια που προφέρουν,

μολονότι άνεμος φωτός μού κλείνει τα μάτια,

πάει και τρίβεται πάνω στη λεπτότητα που τα υπερασπίζεται.

Άκου, άκου εδώ. Είμαι το χαμένο φως

που το λιθοβολούνε τα νερά στα βάθη.

Είμαι η μνήμη σου η νεκρή στους τροπικούς,

όπου σε μιμούνται κάτι ψάρια από συμπαγές ατσάλι.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΤΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΤΡΕΛΩΝ

 


PAUL ELUARD

 

ΤΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΤΡΕΛΩΝ

 

Το κοιμητήρϊο αυτό το γέννησε η σελήνη

ανάμεσα σε δύο κύματα ουράνια μαύρα

το κοιμητήρϊο αυτό είναι πέλαγος της μνήμης

ζει με τρελούς ανέμους και μ’ ερειπωμένο πνεύμα

 

Τριακόσιοι τάφοι στη γυμνή τη γη επάνω απλωμένοι

για τρϊακόσιους νεκρούς με χωματένιες μάσκες

ανώνυμοι σταυροί παντού και σώμα μυστηρίου

η γης εσβήστη εχάθηκε και οι άνθρωποι αγνοούνται

 

Όλοι οι άγνωστοι επήραν απ’ τη φυλακή το εξιτήριο

χτενίστηκαν με απουσίες δεν φορούν παπούτσια

 

Μην έχοντας να περιμένουν τίποτα απολύτως

πεθάνανε οι άγνωστοι όλοι πέθαναν στη φυλακή τους

 

Το κοιμητήρϊό τους είναι τόπος άνευ λόγου

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2024

ΤΑ ΑΛΑΝΙΑ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ



ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ

ΤΑ ΑΛΑΝΙΑ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ
Το «Ragazzi di vita» το είχα διαβάσει ως «Τα παιδιά της ζωής» τον Ιανουάριο του 1981: αυτό «φανερώνει» η ημερολογιακή εγγραφή στην πέμπτη σελίδα του βιβλίου (με τη βιολετιά μπορντούρα στο εξώφυλλο) που έχω. Εκδόσεις Οδυσσέας, μετάφραση Βαγγέλης Ηλιόπουλος. Τότε, στα όχι ακόμα κλεισμένα 22 μου χρόνια, έμαθα ότι ο Παζολίνι δεν ήταν μόνο σκηνοθέτης. Σχεδόν όλο το λογοτεχνικό έργο του Παζολίνι το γνώρισα λίγο αργότερα, μεταξύ 1985 και 1989, στη Γερμανία, όπου έγραφα τη διδακτορική διατριβή μου. Στα γερμανικά τα πρώτα δύο χρόνια, στα ιταλικά κατόπιν με τη μέριμνα του φίλου μου Τζουζέπε Πίρας. Αφοσιώθηκα αμέσως στη μελέτη όχι μόνο του Παζολίνι, αλλά και πολλών άλλων ιταλών συγγραφέων –Παβέζε, Μοντάλε, Λούτσι, Μοράντε, Μπασάνι, Σάμπα... Γνώριζα ιταλικά από μικρός, αλλά τα βελτίωσα στη Γερμανία, παρακολουθώντας δωρεάν μαθήματα στο Πανεπιστήμιο. Μετά την επιστροφή μου στην Ελλάδα το 1990 οι κατοπινές μελέτες μου στη γλώσσα και οι επισκέψεις μου στην Ιταλία με οδήγησαν στο να καταπιαστώ και με παλαιότερους συγγραφείς (κυρίως με τον Πετράρχη και τον Βίκο) και με διαλέκτους.
Η πρόταση του Gutenberg να μεταφράσω το «Ragazzi di vita» ήταν τουλάχιστον κολακευτική. Είχα από ετών ήδη μελετήσει τον γλωσσολόγο Παζολίνι, είχα γνωρίσει και ασπασθεί τις απόψεις του περί λαϊκής γλώσσας, είχα μεταφράσει κείμενά του για τη γλώσσα και το γλωσσικό στιλ του Γκράμσι, είχα μεταφράσει και δημοσιεύσει στο διαδίκτυο τις «Στάχτες του Γκράμσι» και μερικά ακόμη ποιήματά του, είχα κάνει πανεπιστημιακές παραδόσεις, και στην Ελλάδα και στη Νάπολη, για το πώς αντιλαμβάνεται ο Παζολίνι «κινηματογραφικά» την πεζογραφία και «γλωσσολογικά» τον κινηματογράφο (δια της «biunìtà», της «δυο-ενότητας» λόγου και εικόνας), είχα μεταφράσει στη γλώσσα μας το «Μυθιστόρημα της Φεράρας» του Μπασάνι … – ένιωθα, άρα, ότι μπορούσα να δεχθώ την πρόταση. Υπήρχε, εξάλλου και η ιδεολογική συγγένειά μου με τον συγγραφέα.
Η μετάφραση των «Ragazzi di vita» από τον Βαγγέλη Ηλιόπουλο ήταν εξαιρετική. Είναι γνωστό ότι ο συγκεκριμένος μεταφραστής έχει προσφέρει εξαιρετικές μεταφραστικές εργασίες από τα ιταλικά στη γλώσσα μας τόσο στην πεζογραφία όσο και στο θέατρο. Μια νέα μετάφραση του έργου είναι μια καλώς εννοούμενη «πρόκληση». Εξάλλου τα κλασικά έργα μεταφράζονται και αναμεταφράζονται – ευτυχώς! Ενθυμούμενος τα ρητορικά έργα του Κικέρωνα (συμπατριώτη του Παζολίνι) λέω μαζί του ότι κάθε μεταφραστής, όντας actor / ηθοποιός, δρα/υποκρίνεται με το δικό του ερμηνευτικό στιλ στο έργο που καλείται να ερμηνεύσει. Μετέφερα το romanesco του Παζολίνι σε αστική διάλεκτο, όχι σε αργκό (δεν είναι το ίδιο) ούτε με «μάγκικα» λόγια. Τα romanesco τα μιλούν όλοι στη Ρώμη. Τα ελληνικά και αργκοτικά «μάγκικα», ως κρυπτική γλώσσα, τα μιλούσαν κάποιοι μόνο στην πιάτσα και όσο υπήρχε πιάτσα. Μετέφρασα τον τίτλο ως «Αλάνια», επειδή αυτό ακριβώς σημαίνει το «Ragazzi di vita»: «παιδιά του δρόμου». Μια ματιά σε οποιοδήποτε λεξικό λύνει την όποια απορία και διαλύει την όποια έκπληξη, γνήσια ή προσποιητή.
Ευχαριστώ την κ. Πόλυ Κρημνιώτη για τη φιλοξενία στην κυκλοφορήσασα ήδη από απόψε Αυγή της Κυριακής.

ΟΙ ΟΥΡΑΝΟΙ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΟΙ ΟΥΡΑΝΟΙ

 

Στων θαλασσών τη μέση και στις σφαίρες τις ψηλές,

κάτω απ’ τους βαθιούς διαύλους της ακμαίας θάλασσας,

ψάξτε να βρείτε τη ζωή: μπορεί σαν λάμψη ασταθή,

μπορεί και σαν βαθύ σκοτάδι για ένα και μόνο ένα στήθος.

 

Ίσως δονείται ο κόσμος κάτω απ’ τα σκληρά νερά,

ίσως υπάρχει αίμα, ίσως μι’ αδύναμη καρδιά να μην τα συγκινεί.

Πολύ ψηλά όντας πάνω σε στήθος ζωντανό βαραίνουν

που αμυδρά και αχνά ονειρεύεται ουρανούς γαλάζιους.

 

Στιβαρή η θάλασσα ανεβαίνει χωρίς φτερά να σε αγαπήσει,

ω ουρανέ κλιμακωτέ, όπου κανείς ποτέ δεν έχει ζήσει.

Στιβαρή ξεπροβοδίζει η θάλασσα τους νευρικούς αφρούς της

προβάλλοντας μετά τα καθαρά, τα ζωηρά της άστρα.

Στιβαρή, αλλοπαρμένη, σαν θηλυκός τιτάνας σηκώνει και βαστάει

ολόκληρο ουρανό ή το στήθος κάποιου έρωτα στην αγκαλιά της.

 

Αλλά όχι. Βεβαίως και στων υψών τα ύψη οι ουρανοί καθόλου

δεν κινούνται, δεν κρέμονται, δεν βαραίνουν, ούτε στης βαρύτητας υπόκεινται τον νόμο.

Φωτεινοί, χωρίς αναλογίες μεγεθών, σαν άλλη θάλασσα δεν χτυπούν, δεν πάλλονται·

και ούτε ποτέ χαμογελούν, ούτε γλιστράνε. Και δεν πετούν.

 

Για τα μάτια οι ουρανοί είναι φτερά και έχουν τα όρια τους.

Είναι με τα χείλη τους φιλιά, ή και φιλί με το φιλί πηγάδια.

 

Είναι ζύμη για όσα χέρια ζυμώνουν τη ζωή,

ζύμη σκληρή σαν ορίζοντες που πάλλονται με αίμα.

 

Είναι εκείνο το θλιμμένο αφτί που ακούει από μακριά

τον κόσμο να μουγκρίζει κλεισμένος στον αέρα, στον καθαρό αέρα.

Όμως τα γλυκά ποτήρια που τα δοκιμάζουν άλλα χείλη,

το ψύχος τους το μεταδίδουν με ζωή, με θάνατο ανάμεσα στους ήλιους.

 

Το ξέρω. Για τις απάνθρωπες φωτιές, διάφορα κρύσταλλα

περιέχουν μόνο μύες, καρδιές χωρίς άνθρωπο κανέναν.

Είναι ήλιοι ή είναι φεγγάρια. Το όνομά τους καμιά δεν έχει σημασία.

Είναι φως ή χιόνι ή θάνατος για τους ασάλευτους, τους δύσκαμπτους ανθρώπους.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2024

ΑΓΑΠΙΟΝΤΟΥΣΑΝ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΑΓΑΠΙΟΝΤΟΥΣΑΝ

 

Αγαπιόντουσαν.

Δεν το άντεχαν καθόλου το φως· χείλη μπλαβιασμένα το ξημέρωμα,

χείλη που βγαίνανε μέσ’ απ’ τη νύχτα ,

χείλη κομμένα, χωρισμένα, αίμα – αίμα όμως πού;

Αγαπιόντουσαν σ’ ένα κρεβάτι-πλοίο, μισό νύχτα, μισό φως.

 

Αγαπιόντουσαν όπως αγαπάει το άνθος τα κρυμμένα αγκάθια,

ή του καινούργιου κίτρινου το ερωτύλο πετράδι,

όταν τα πρόσωπα γυρνάνε μελαγχολικά αλλού, σάμπως

σεληνοτρόπια που λάμπουν ευθύς ως πάρουν το φιλί εκείνο.

 

Αγαπιόντουσαν τη νύχτα, τότε που τα ύπουλα σκυλιά

αλυχτούν κάτω απ’ το χώμα και οι κοιλάδες τεντώνονται

σαν ραχοκοκαλιές αρχαϊκές που νιώθουν να τις αγγίζουν πάλι:

χάδια, μετάξια, κάποιο χέρι, το φεγγάρι που έρχεται και τις θωπεύει.

 

Αγαπιόντουσαν από έρωτα μες στα χαράματα,

μες στις σκληρές κλεισμένες πέτρες της νύχτας –

σκληρές σαν τα παγωμένα από το διάβα των ωρών κορμιά,

σκληρές σαν τα φιλιά που δίνονται μόνο δόντι με δόντι.

 

Αγαπιόντουσαν το πρωί: γιαλός που ολοένα απλώνεται,

κύματα που χαϊδεύουν τα πόδια μέχρι πάνω στους μηρούς,

κορμιά που σηκώνονται από τη γη και αρμενίζουν για…

αγαπιόντουσαν το πρωί, πάνω από τη θάλασσα, στον ουρανό από κάτω.

 

Μεσημέρι τέλειο, και αγαπιόντουσαν με τόση οικειότητα,

θάλασσα ανοιχτή, τεράστια και νέα, οικειότητα αχανής,

του ζώντος όντος μοναξιά, ορίζοντες απομεμακρυσμένοι

και σαν κορμιά ενωμένοι στη μοναξιά, συνέχεια τραγουδώντας.

 

Αγαπώντας. Αγαπιόντουσαν σαν το λαμπρό φεγγάρι,

σαν εκείνη την ολοστρόγγυλη θάλασσα που στρώνεται σε τούτη την όψη·

έκλειψη νερού γλυκιά, μάγουλο σκοτεινιασμένο,

όπου πάνε κι έρχονται δίχως μουσική τα κόκκινα ψάρια.

 

Μέρα, νύχτα, όρθροι, εσπέρες, διαστήματα,

κύματα νέα, αρχαία, φευγαλέα, αέναα,

θάλασσα ή στεριά, πλεούμενο, κρεβάτι, φτερό, κρύσταλλο,

μέταλλο, μουσική, χείλια, σιωπή, χλωρίδα,

κόσμος, ηρεμία, η μορφή τους. Να το ξέρετε: αγαπιόντουσαν.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.