VICENTE ALEIXANDRE
ΤΑ
ΧΕΡΙΑ
Για
δες το χέρι σου πόσο αργά κινείται:
διάφανο
και αισθητό διασχίζεται απ’ το φως,
όμορφο,
ζωηρό, σχεδόν ανθρώπινο μέσα στη νύχτα.
Με
φεγγαρόφωτο, με βουλιαγμένα μάγουλα,
με
ασάφεια ονείρου –
δες
το, έτσι μεγαλώνει, ενώ σηκώνεις το μπράτσο σου
σε
μι’ ανώφελη αναζήτηση απολεσθείσας νύχτας,
κάποιου
φτερού όλο από φως που σιωπηλό διαβαίνει
και
με τη σάρκα του αγγίζει εκείνον τον ερεβώδη θόλο.
Δεν
φωσφορίζει την οδύνη σου, δεν έχει παγιδέψει
τον
καυτό παλμό μιας άλλης πτήσης.
Χέρι
ιπτάμενο και καταδιωκόμενο: κι άλλο χέρι, ζευγάρι.
Γλυκά,
σκοτεινά, χλομά – χέρια σταυρωμένα.
Οι
ερωτικές επαγγελίες είσαστε, τα σημάδια
που
αναγγέλλονται μέσα στ’ άηχα σκοτάδια.
Ουρανός
με αστέρια αφανισμένα είσαστε, ουρανός ζεστός,
πεδίο
των αθόρυβων πτήσεων που συνηθίζεις στον εαυτό σου να προσφέρεις.
Χέρια
εραστών που πέθαναν πρόσφατα,
χέρια
με ζωή που πετάνε και ψάχνονται,
και,
όταν συγκρούονται και συρρικνώνονται, ανάβουν
πάνω
απ’ τους ανθρώπους κάτι φεγγάρια της μιας στιγμής μονάχα.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.