PABLO NERUDA
ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΘΟΝΟ
Ἕναν-ἕναν τοὺς ἐτίναξα ὅλους τοὺς φθονεροὺς
ἀπὸ τὸ πουκάμισό μου πάνω, ἀπὸ τὸ δέρμα μου,
τοὺς ἔβλεπα ἐκεῖ γύρω μου κάθε μέρα,
τοὺς παρατηροῦσα
στὸ διάφανο βασίλειο
κάποιας νεροσταγόνας·
τοὺς ἀγαποῦσα ὅσο μποροῦσα· στὴ δυστυχία τους
ἢ στὴν ἀμεροληψία τῶν ἔργων τους·
ἀλλὰ καὶ τώρα ἀκόμα δὲν ξέρω
πῶς καὶ πότε
ὑποκατέστησαν τὸν νάρδο ἢ τὶς λεμονιὲς
μὲ τὴν ἀμίλητη συνοφρύωση
καὶ μιὰ ρωγμὴ πῆγε καὶ φώλιασε ἐκεῖ ποὺ κανονικὰ
ἀνοιγόταν τοῦ χαμόγελου τὸ ἀστέρι.
*******
Μιλάω για ἐκείνη τὴ ρωγμὴ στὸ ἀνθρώπινο στόμα!
Γιὰ ἐκεῖνο τὸ μέλι ποὺ ἀντικαταστάθηκε!
Ὁ βαρὺς ἄνεμος τῆς ἐποχῆς
μὲ τὸ πέταγμά του
ἔφερε σκόνη, τρόφιμα,
σπόρους ξεκομμένους ἀπ᾽ τὸν ἔρωτα,
πέταλα μὲ κουλουριασμένα φίδια,
ἄγρια στάχτη νεκροῦ μίσους,
καὶ ὅλα τοῦτα
ἄνθισαν στὴν πληγὴ τοῦ στόματος,
ἔβαλαν μπροστὰ τὴ γεννήτρια τοῦ πάθους,
τὸ δὲ θλιβερὸ κατακάθι τῆς λήθης
ρίζωσε, βλάστησε καὶ πῆρε μπόι,
τοῦ φθόνου ἐγέννησε τὴ βιολετιὰ τὴ μέδουσα.
*******
Τί κάνεις, Πέτρο, ὅταν πιάνεις ψάρια;
Τὰ ξαναρίχνεις στὴ θάλασσα, σκίζεις τὰ δίχτυα,
κλείνεις τὰ μάτια μπροστὰ στὸ κίνητρο
τῆς μυχιότατης τεκνογονίας;
Ἄχ! Τὴν ἁμαρτία ἐγὼ τὴ λέω, τὴν ὁμολογῶ!
Ὅτιδήποτε μοῦ ᾽ρθεῖ ἀπὸ τὴ θάλασσα,
κοράλια, λέπια,
οὐρὲς οὐράνιων τόξων,
ψάρια ἢ λόγια ἢ φυτὰ χρυσωμένα
ἢ ἁπλῶς πέτρες τοῦ βυθοῦ, ὁτιδήποτε —
ἐγὼ τὸ σηκώνω ψηλὰ καὶ τῆς ψυχῆς μου τοῦ δίνω τὸ φῶς.
Ἐγώ, ὁ ψαράς, μάζεψα ὅλα τὰ χαμένα πράγματα
καὶ ἡ δουλειά μου ποτὲ δὲν ἔβλαψε κανέναν.
Κανέναν δὲν ἔβλαψα, ἐκτὸς κι ἂν ἴσως τραυμάτισα θανάσιμα
ὅποιον ἤθελε νὰ γεννηθεῖ καὶ πῆρε
ἀπὸ ἐμένα καὶ τὶς ἐκβολές μου τὸ τραγούδι ἐκεῖνο
ποὺ ἐσώπασε τὴν ἀτίθασή του κατάσταση·
ὅποιον δὲν ἤθελε
νὰ κολυμπάει στὸ στῆθος μου
καὶ ὅποιον ξέδεσε
τὴ δύναμή του,
ἀλλὰ ἦρθε ὁ ἄνεμος
καὶ σάρωσε τὴ φωνή του καὶ δὲν γεννήθηκαν
ἐκεῖνοι ποὺ ἤθελαν νὰ δοῦνε τὸ φῶς.
*******
Ὅπως τὸ δέντρο τοῦ δάσους
ἴσως κι ὁ ἄνθρωπος μεγαλώνει χωρὶς νὰ σέβεται
τὸ αὐτεξούσιο ποὺ τὸν περιβάλλει,
καὶ ξαφνικὰ
δὲν εἶναι μόνο ρίζα, ἀλλὰ καὶ νύχτα,
δὲν εἶναι μόνο καρποί, ἀλλὰ καὶ σκοτάδι,
σκοτάδι καὶ νύχτα ποὺ ἐγκαταλείφθηκαν
ἀπ᾽ τὸν χρόνο καὶ τὰ φυλλώματα ὅσο μεγάλωναν,
ὡσποὺ ἀπὸ τὴν ξαπλωμένη ὑγρασία
ὅπου περίμεναν τὰ βλαστήματα
δὲν ἔβρισκες πιὰ οὔτε ἴχνος ἀπ᾽ τοῦ φωτὸς τὰ δάχτυλα·
ὁ δὲ ἀδάπανος ἥλιος ἀρνήθηκε
τὸν πεινασμένο σπόρο
καὶ μὲς στὸν ἀπόλυτο ζόφο ἐπιδόθηκε
ἡ ψυχὴ στὶς ὀδυνηρές της στρεβλώσεις.
*******
Μπορεῖ καὶ νὰ μὴν ξέρω, ἴσως δὲν ἤξερα, δὲν ἔμαθα ποτέ.
Δὲν εἶχα χρόνο μὲς στὶς ἔγνοιες μου
νὰ δῶ, ν᾽ ἀκούσω, νὰ παραμονέψω καὶ νὰ νιώσω
ὅ,τι συνέβαινε, καὶ καθαρὰ ἀπὸ ἀγάπη
σκεφτόμουν ὅτι χρέος μου ἐμένα ἤτανε νὰ τραγουδάω,
νὰ τραγουδάω μεγαλώνοντας καὶ λησμονώντας πάντα,
νὰ παλεύω, ν᾽ ἀντιστέκομαι, νὰ μὴν πονάω·
εἶχα τὴν ἀγάπη, καὶ ἦταν ἡ δουλειά μου
νά ᾽μαι τὸ πρωὶ μὲ τοὺς ξυλουργούς,
τὸ βράδυ νὰ τὰ πίνω μὲ τοὺς ἀλογάρηδες
καὶ νὰ ξαμολάω τὴ γραφὴ τοῦ τραγουδιοῦ μου·
καὶ πίστευα ὅτι ὄντως τὸ ἔκανα,
εἴτε μὲ φλόγα
εἴτε χωρίς,
δίπλα στὴ νεροπηγὴ ἢ στὴ στάχτη·
ἐπίστευα ὅτι ἔδινα ὅ,τι εἶχα καὶ δὲν εἶχα,
ἐνῶ τσιμπιόμουν γιὰ νὰ μὴ μὲ πάρει ὁ ὕπνος,
στὸ κάθε μου ὄνειρο, στὴν κάθε μου ὥρα, σὲ ὅλη τὴ ζωή μου,
μὲ τὸ αἷμα μου καὶ τοὺς διαλογισμούς μου
καὶ μὲ ὅ,τι ἔμαθα ἀπ᾽ ὅλα τὰ πράγματα,
ἀπ᾽ τὸ γαρύφαλο, ἀπὸ τὴ γενναιοδωρία του,
ἀπὸ τὸ ξύλο καὶ ἀπὸ τὴν εὐωδιαστή του γαλήνη,
ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἔρωτα, ἀπ᾽ τὰ ποτάμια, ἀπὸ τὸν θάνατο,
ἀπ᾽ ὅ,τι μοῦ ἀπένειμε ἡ πόλη καὶ τὸ χῶμα,
ἀπ᾽ ὅ,τι μάζεψα ἐγὼ ὁ ἴδιος ἀπὸ κάποιο πράσινο κύμα
ἢ ἀπὸ κάποιο σπίτι ποὺ τ᾽ ἄφησε ἄδειο
ὁ πόλεμος, ἢ ἀπὸ κάποια λάμπα
ποὺ τὴ βρῆκα νὰ καίει στὴ μέση τοῦ φθινόπωρου,
ἔτσι καὶ ἀπ᾽ τὸν ἄνθρωπο καὶ τοὺς μηχανισμούς του,
ἀπ᾽ τὸν μικροὑπάλληλο καὶ τὶς σκοτοῦρες του,
ἢ ἀπ᾽ τὸ καράβι ποὺ διασχίζει τὴν ὁμίχλη·
ὅλα τοῦτα, κι ἀκόμα πιὸ πολλά, ποὺ ὄφειλα
σὲ κάθε ἄνθρωπο γιὰ τὴ ζωή του,
ἔκανα τὸ πᾶν νὰ τοῦ τὰ ξεπληρώσω, καὶ δὲν εἶχα
νόμισμα ἄλλο παρεκτὸς τὸ αἷμα μου.
*******
Τί νὰ κάνω τώρα ἐγὼ μὲ τὸν ἕναν καὶ τὸν ἄλλον;
Τί μπορῶ νὰ κάνω γιὰ νὰ ὑποκαταστήσω
αὐτὰ ποὺ ποτέ μου δὲν ἔκλεψα; Γιατὶ μοῦ ᾽φερε
ἡ ἄνοιξη ἐμένα κίτρινο στεφάνι
καὶ ποιός —ἐχθρικὸς καὶ μπερδεμένος— πῆγε
νὰ τὸ φτιάξει στὸ δάσος; Τώρα
εἶναι ἴσως πιὰ ἀργὰ νὰ βρεῖ
καὶ νὰ χύσει στὴν κούπα τῆς μνησικακίας
τὴν ἀργοπορημένη κρυστάλλινη ἀλήθεια.
Μπορεῖ ὁ χρόνος νὰ ἐσκλήρυνε τὴ φωνή,
τὸ στόμα, τὴ συμπόνια αὐτοῦ ποὺ προσβλήθηκε,
καὶ τώρα δὲν μπορεῖ πιὰ τὸ ρολόι νὰ γυρίσει
στὴν καθιέρωση τῆς τρυφερότητας.
*******
Τὸ ἀνελέητο μίσος εἶχε τὸν χρόνο
νὰ στήσει ἕνα φρενιασμένο περίπτερο
καὶ νὰ μοῦ ἑτοιμάσει ἕνα ἀνήμερο στεφάνι
μὲ ματωμένα καὶ σκουριασμένα ἀγκάθια.
Δὲν μ᾽ ἔκανε ἡ περηφάνεια νὰ φυλάξω
τὴν καρδιὰ μου ν᾽ ἀπέχει ἀπ᾽ τὸν τρόμο·
καὶ νὰ μὴν σπαταλήσω
γι᾽ ἀντεκδίκηση
ἢ στὸ κυνηγητὸ τῆς ἐξουσίας
οὔτε τὸν ὀνειροπόλο μου πόνο
οὔτε τὶς χαρὲς ποὺ ἔχω συνάξει.
Γι᾽ ἄλλον λόγο ἔγινε — γιατὶ ἤμουν ἀνυπεράσπιστος.
Ἔγινε γιατὶ σὲ κάθε δαγκωνιὰ
ἡ μέρα
ποὺ ξημέρωνε
μὲ χώριζε ἀπὸ τὸν ὅποιο καινούργιο πόνο,
μοῦ ἔδενε τὰ χέρια καὶ μεγάλωνε
ἡ λειχήνα στὴν πέτρα τοῦ στήθους μου,
ἡ περιπλοκάδα ξεχείλιζε ἀπὸ πάνω μου,
μικρὰ πράσινα χέρια μὲ σκέπαζαν,
κι ἔτσι βρέθηκα νά ᾽μαι χωρὶς πυγμὴ στὰ δάση
ἢ νὰ κοιμᾶμαι ὑπὸ τοῦ τριφυλλιοῦ τὴν αἰγίδα.
*******
Ὤ, ξέρω νὰ προστατεύω μέσα μου
τὴν πλεονεξία τῶν σπαθιῶν μου, βραδύνω
νὰ φτάσω στὴν ὀργή,
χαίρομαι
τὴν ἀντοχή, τὴ σκληράδα μου,
ἀλλὰ ὅταν τὸ τρυγόνι λαρυγγίζει στὸν πύργο,
καὶ ὅταν τεντώνει ὁ ἀγγειοπλάστης τὸ χέρι του
νὰ πιάσει τὸν πηλό, νὰ φτιάξει στάμνες,
τότε τρέμω ἐγὼ καὶ μὲ τρυπάει
τοῦ ἀέρα τὸ δόρυ:
καὶ φεύγει ἡ καρδιά μου μὲ τὰ περιστέρια παρέα.
Βρέχει — καὶ βγαίνω τὴ νεροποντὴ ν᾽ ἀπολαύσω.
*******
Βγαίνω γιὰ νὰ εἶμαι ὅ,τι ἀγαπῶ, ἡ γυμνὴ
ὕπαρξη τοῦ ἥλιου στὰ βράχια,
καὶ ὅ,τι μεγαλώνει, καὶ μεγαλώνει χωρὶς νὰ ξέρει
ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ καταργήσει τὸ μεγάλωμά του·
τὸ στάχυ νὰ γίνεται στάρι· καὶ νὰ εἶναι ἀμέτρητο
χωρὶς λόγο· διότι ἔτσι τοῦ ὁρίστηκε·
χωρὶς σειρὰ καὶ τάξη, χωρὶς ὁδηγίες,
καί, ἀνάμεσα στὰ ἀχώριστα πράγματα,
μπορεῖ τούτη ἡ μυστικὴ θέληση
καὶ αὐτὸς ὁ κραδασμὸς ὅλο καρβέλια καὶ ἄμμους
νὰ κατάφεραν νὰ ἐπιβάλλουν τοὺς ὅρους τους
γιὰ νὰ μὴν εἶμαι ἐγὼ ἐν τέλει παρ᾽ ἁπλῶς ζῶσα ὕλη
ποὺ ζυμώνει καὶ φουσκώνει τὰ ἐμβλήματά της
γιὰ νά ᾽ναι γόνιμη ἡ κάθε μέρα.
Ὁ φθόνος, ὅταν ἄστραψε
κι ἔστρεψε ἐνάντιά μου τὸ μαχαίρι του
κι ἔγινε ἔτσι ἐπάγγελμα κάποιων ἀνθρώπων,
ἴσως ἐτάισε τὴν ὑπόστασή μου μὲ τροφὴ
ποὺ δὲν τὴν εἶχα ἀνάγκη στὰ ἔργα μου,
μ᾽ ἕνα ὀξὺ ἐπιθετικὸ ποὺ μοῦ ἔδωσε
ἀπότομο κίνητρο γιὰ μία ὥρα,
τὴ γλώσσα τὴ διαβρωτικὴ στὸ νερὸ ἀπέναντι.
*******
Ὁ φθόνος, ἀστέρι
φτιαγμένο μὲ σπασμένα γυαλιὰ
πεσμένα
σὲ δρόμο πικρό,
ἴσως ἔγινε τὸ μετάλλιο ποὺ πάντα κοσμεῖ
τὸ ψωμὶ ποὺ φτιάχνω τραγουδώντας κάθε μέρα
ζυμώνοντάς το μὲ τὴν καλὴ καρδιὰ τοῦ φούρναρη
ποὺ χτυπάει μέσα μου.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου