JORGE LUIS BORGES
ΣΙΜΟΝ
ΚΑΡΒΑΧΑΛ
Κάποτε
στους κάμπους του Αντέλο, στα 1890 τόσο,
τον
αντάμωσε ο πατέρας μου. Μπορεί ν’ αντάλλαξαν
και
κάτι λίγες λέξεις, ξεχασμένες τώρα.
Ένα
πράγμα απ’ αυτόν θυμόταν μόνο:
το
πίσω μέρος του μαύρου αριστερού χεριού του
νά
’ναι στις λαβωματιές γεμάτο. Στο Ράντσο
ο
καθένας ζούσε τη δική του μοίρα:
ο
ένας ήταν αλογοδαμαστής, ο άλλος γελαδάρης,
ο
τρίτος ήταν άπιαστος στο λάσο·
ο
Σιμόν Καρβαχάλ ήτανε τιγροδιώκτης.
Όποτε
τίγρης έμπαινε σε στάνη
ή
τον ακούγαν να ουρλιάζει στο σκοτάδι,
ο
Καρβαχάλ τον κυνηγούσε ως τα βουνά.
Επήγαινε
με το μαχαίρι και με τα σκυλιά του.
Κι
όταν τον εστρύμωχνε στους θάμνους,
έβαζε
να του ορμήσουνε οι σκύλοι.
Το
κίτρινο θηρίο εχίμαγε στον άντρα ενάντια
που
έσειε το πόντσο στο αριστερό του μπράτσο:
ασπίδα
και δόλωμα συνάμα. Η άσπρη του κοιλιά
έμενε
έκθετη. Και το ζώο ένιωθε
να
το τρυπάει το ατσάλι έως θανάτου.
Η
μάχη ήταν μοιραία και δεν τέλειωνε.
Γιατί
πάντα αυτός εσκότωνε τον ίδιο
αθάνατο
τίγρη. Και ας μην σας εκπλήσσει τόσο
η
μοίρα του. Η μοίρα του είναι μοίρα σας
και
μοίρα μου, μόνο που ο δικός μας τίγρης
παίρνει
μορφές που αλλάζουνε συνέχεια.
Λέγεται
μίσος, λέγεται αγάπη, λέγεται τύχη
–πες
το όπως θέλεις– κάθε στιγμή και ώρα.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου