Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2019

1972



JORGE LUIS BORGES


1972

Φοβόμουν πως το μέλλον (που ήδη τώρα
εκπίπτει) διάδρομος βαθύς θε νά ’ταν
από οκνηρούς και αόρατους καθρέφτες,
μα και επανάληψη ματαιοτήτων,
και στο σκοτάδι, που προηγείται του ύπνου,
τους θεούς μου ικέτεψα (κι ας μη γνωρίζω
καν το όνομά τους) κάτι ή κάποιον να
μου στείλουν στις ημέρες μου σημάδι.
Μου τό ’καναν. Μου στείλαν την πατρίδα.
Οι πρόγονοί μου μ’ εκτοπίσεις και με
κατατρεγμούς, με πείνα και με μάχες
την υπηρέτησαν, και ιδού και πάλι
ο ωραίος κίνδυνος μπροστά μου εδώ είναι.
Δεν είμαι εκείνοι οι ίσκϊοι οι προστάτες
που με τους στίχους μου ύμνησα, ο δε χρόνος
να πέσουνε στη λήθη δεν αφήνει.
Είμαι τυφλός. Έκλεισα τα εβδομήντα.
Δεν είμαι ο Φραγκίσκος Μπόρχες που ’ρθε
απ’ της Ανατολής τις επαρχίες
και με δυο βόλια πέθανε στο στήθος
μ’ επιθανάτιους ρόγχους των ανθρώπων
στη μπόχα μέσα των νοσοκομείων,
αλλά η πατρίδα η εκκοσμικευμένη
σήμερα επιθυμεί να εμφανισθώ έξω
και με τη ζοφερή μου λόγια πένα –
με ακαδημαϊκές αναθρεμμένη
ασημαντότητες, και αμάθητη σε
αγώνες κι έργα του σπαθιού – να μάσω
το νταβαντούρι της εποποιίας,
τον τόπο μου να ορίσω. Αυτό και κάνω.




Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου