JORGE LUIS BORGES
ΚΟΜΠΑΣΜΟΣ
ΑΤΑΡΑΞΙΑΣ
Γραφές φωτός εφορμούν στη σκιά, πιο
σπάταλες κι από
μετέωρα.
Η αγνώριστη πόλη κατεβαίνει από ψηλά
δεινή στον κάμπο.
Βέβαιος
εγώ για τη ζωή και για τον θάνατό μου, παρατηρώ
τους φιλόδοξους θέλοντας να
καταλάβω τί θέλουν.
Αχόρταγη
είναι η μέρα τους σαν το λάσο στον αέρα.
Η
νύχτα τους είναι εκεχειρία οργής μες στο σίδερο, έτοιμη
πάντοτε να ξαναρχίσει τον πόλεμο.
Μιλάνε
για ανθρωπισμό.
Ο
δικός μου ανθρωπισμός έγκειται στην αίσθηση ότι είμαστε
φωνές της ίδιας αθλιότητας –
ονόματά της.
Μιλάνε
για πατρίδα.
Η
δική μου πατρίδα είναι το ακκόρντο μιας κιθάρας, κάτι
πορτραίτα κι ένα παλιό σπαθί, και
η πρόδηλη ικεσία
του λιβαδιού, όταν πέφτει το
δείλι.
Ο
χρόνος με κρατάει ζωντανό.
Πιο
αμίλητος απ’ τη σκιά μου, διαχωρίζω την οχλαγωγία
της επηρμένης απληστίας τους.
Είναι
απαραίτητοι, μοναδικοί, τους αξίζει το αυριανό
ξημέρωμα.
Τ’
όνομά μου εμένα είναι κάποιος και οποιοσδήποτε.
Περνάω
περπατώντας αργά σαν κι εκείνον που έρχεται
από τόσο πολύ μακριά, που δεν
περιμένει πως
θα φτάσει ποτέ του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου