CESARE PAVESE
ΚΑΘΕ
ΒΡΑΔΥ ΑΡΓΑ, ΓΥΡΝΩΝΤΑΣ ΑΠ’ ΤΙΣ ΜΕΡΙΜΝΕΣ ΤΟΥ ΒΙΟΥ
Κάθε
βράδυ αργά, γυρνώντας απ’ τις μέριμνες του βίου,
μπροστά
σε τούτο το τραπέζι
ανάβω
ένα τσιγάρο –
καπνίζω
μόνος την ψυχή μου.
Να
βασανίζεται στα δάχτυλά μου εκεί τη νιώθω,
να
καίγεται, να λειώνει.
Μου
ανεβαίνει ύστερα ώς τα μάτια με κούραση μεγάλη
μ’
έναν καπνό φασματικό
και
με τυλίγει ολόκληρον,
λίγο-λίγο,
μ’ ένα πυρετό κατάκοπο.
Του
βίου η τύρβη και τα χρώματα
ούτε
πια που την αγγίζουν:
μόνη
με τον εαυτό της έχει ίσαμε μέσα ποτιστεί
από
κορεσμό και θλίψη
για
τα χρώματα ακριβώς και για την τύρβη.
Στο
δωμάτιο είναι ένα φως βίαιο,
μα
και γεμάτο μισοσκόταδα.
Έξω
η σιωπή – η αιώνια της νύχτας η σιωπή.
Μέσα
στην ψυχρή ωστόσο μοναξιά
η
ταλαίπωρη ψυχή μου
έχει
ακόμα τόση δύναμη,
που
συγκεντρώνεται στον εαυτό της, μαζεύεται
και
φλέγεται με άψη εντελώς σπασμωδική.
Συσπάται
στα χέρια μου, ασπαίρει,
Και
μετά, κατεστραμμένη, λειώνει και διαλύεται
σ’
ένα σύννεφο ωχρό
που
δεν είναι πια εκείνη,
μα
που όλο διπλώνεται και πιο πολύ απ’ τον πόνο.
Έτσι
κάθε βράδυ αργά, εγώ δεν έχω σωτηρία,
και
μες στην πιο βαθειά σιωπή,
όντας
ολομόναχος, ανάβω, καίω την ψυχή μου
[14
Μαΐου 1928]
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου