ΝΙΚΟΣ ΜΟΣΧΟΒΑΚΟΣ
ΤΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΑ ΣΟΥ ΜΑΤΙΑ
για την Κυρά του Κάβο Γκρόσο
«Όσο
να λουσοχτενιστού
τη
σκάλα για να κατεβού
γιόμισε
η μάντρα κι η αυλή
μα
ο Νικολός δεν ήταν κει..»
Μανιάτικο Μοιρολόι
«Από
τον Κάβο Ματαπά
σαράντα
μίλια μακριά
κι
από τον Κάβο Γκρόσο
σαράντα
κι άλλο τόσο…»
Τραγούδι των ναυτικών
Τα
φθινοπωρινά σου μάτια
γεμάτα
σύννεφα ομίχλης
αναζητούν
μπροστά στ’ ατέλειωτο πέλαγος
κάπου
ν’ ακουμπήσουν.
Ελπίδα
είναι ο γιαλός
αγκάλη
το λιμάνι
πικρό
τ’ απομεσήμερο
η
μοναξιά φαρμάκι
κι
όπως κατηφορίζει ο ήλιος
δεμένος
στο κατάρτι του αύριο
τρισευτυχισμένοι
γλάροι χάνονται
σημάδια
στον ορίζοντα.
Κρυμμένες
γοργόνες Νηρηίδες
χαϊδεύουν
των κυμάτων τον αφρό
και
με λυμένα τα μαλλιά μοιρολογούν
κάθε
που χλομιάζει το φως
μαζί
με τη χήρα του κουρσάρου Σάσσαρη.
Που
ήσουν χθες;
Τώρα
που είσαι;
Το
εσπέρας ποιος θα ανάψει τη σελήνη;
Θα
φανούν οι γαλαξίες απόψε;
Στα
φθινοπωρινά σου μάτια
πεσμένα
φύλλα ’μυγδαλιάς
αναστατωμένη
η κόμη σου από τον Γαρμπή
κι η
μιλιά σου σβησμένο κάρβουνο.
Αξίζει
λοιπόν αυτή η έξοδος;
Αυτό
το συναρπαστικό ταξίδι;
Αυτή
η αναπόφευκτη αποδημία;
Αναρωτιέσαι
χωρίς απόκριση.
Μεταξωτά
απομεσήμερα
μαντήλι
στο κεφάλι
δυο
σκουλαρίκια που φοράς
κοραλλιών
απόγονοι
και
στα μάγουλά σου χαμόγελο
έσβηνε
των ανέμων η οργή.
Παράξενες
μουσικές ακούγονται
χρυσάνθεμα
που παίζουν φυσαρμόνικα
ένας
κόμπος η άλλοτε αγάπη
πότε
στο στήθος
πότε
στη μνήμη
με τα
ψαροπούλια να κατέχουν
πως η
μετριότητα είν’ οδύνη
κι η
λησμονιά οδύνη είναι
κι
αυτός που περίμενες και δεν φάνηκε
παντοτινή
οδύνη μένει.
Χορός
φυλακισμένων ονείρων
κάλπικες
στιγμές βεβαιότητας
αλλόκοτη
νεκροπομπή ξωτικών
στο
περιθώριο του απροσδόκητου χρησμού.
Από
ψηλά τα σύννεφα
μια
μπόρα ετοιμάζουν
ανάμεσά
τους ουρανός
γαλάζια
πεδιάδα
δάσος
πυκνό στην άκρη της
και
πιο μπροστά ο Οκτώβρης.
Κοπάδι
λύκων που το βράδυ
θα
κατέβουν αφηνιασμένοι
με
της ελευθερίας τη μέθη
εκτεθειμένοι
στην απόλυτη ξηρασία
δεν
θ’ αντέξουν της θάλασσας
την
οδυνηρή αρμύρα
και
δεν θα κορεστεί
της
δίψας τους η επιθυμία.
Ανικανοποίητοι
έτσι θα χαθούν
στο
αφιλόξενο τραχύ τοπίο
φθάνοντας
μέχρι των κυμάτων την κόψη
στη
μηρυκαστική δίνη
των
αχόρταγων νερών.
Κι
όπως όλα μετακομίζουν
στην
άκρη της μέρας
στην
υπόγεια διάβαση της υποψίας
δελφίνια
καβαλάνε τα κύματα
και
με τ’ αστραφτερά τους μάτια
ζωγραφίζουν
εικόνα ανεξίτηλη
του
κόσμου αυτού το μέγα άνθος.
Ανάμεσα
σε ρομαντικούς ανατροπείς
σε
ματαιόδοξους ιππότες
σε
αρχαίους οραματιστές
αλλά
και σοφούς
σε
απελπισμένους ναυτικούς
που
σκυλοπνίγηκαν κουρσεύοντας
στέκεσαι
απέθαντη
με τα
φθινοπωρινά σου μάτια
και
με την καρδιά σου
γεμάτη
αχινούς και μέδουσες
ακόμα
αναμένεις τη δικαίωση.
Ελπίδα
μένει ο γιαλός
αγκάλη
το λιμάνι
τραγουδάς
από μέσα σου
κι
ακόμα ατενίζεις
ψηλά
από τον Κάβο Γκρόσο
μέχρις
εκεί που δεν ξεχωρίζεις
που
είναι ο ουρανός
και
που η θάλασσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου