ΓΙΑΝΝΗΣ
ΡΙΤΣΟΣ
ΤΟ
ΑΔΙΑΒΑΤΟ
Δεν
ήταν η ομορφιά, η διάρκεια, μήτε το φως του ήλιου
μπαίνοντας
απ’ τα κάγκελα, χαράζοντας την πέτρινη γυναίκα
με
ρυθμικούς διαγώνιους ίσκιους, Ω περήφανο στήθος,
θηλή
ορθωμένη, δόσιμο του χεριού, ισχυρή καμπύλη
δεύτερη,
Τρίτη, Πέμπτη. Όταν οι άλλοι φύγανε το μεσημέρι,
αυτός
γονάτισε μπροστά στο βάθρο (κι ίσως έτσι σκυμμένος
νά
’γλειφε τα μαρμάρινα πόδια). Έξω απ’ τη μάντρα
«μαχαίρια
– φώναζε ο νεαρός τροχιστής – ακονίζω μαχαίρια».
Μεγάλα
κομμάτια ουρανός πέφτανε στα σπασμένα τζάμια.
Αθήνα,
1.Ι.73
Από
την ποιητική συλλογή: Προσωπίδες (1972-1973).
Από
το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ποιήματα», τ. ΙΑ΄, Κέδρος, Αθήνα 1993, σελ. 125.
Ορισμενοι γεννηθηκαν ποιητες!
ΑπάντησηΔιαγραφή