Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2010
ΣΕ ΤΟΣΕΣ ΔΙΑΝΟΙΕΣ, ΤΟΣΕΣ ΣΦΑΙΡΕΣ
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
ΣΑΠΦΩ
Γης δοξασμένης τέκνο εσύ, όπου ο κάθε ξένος
πατρίδα βρίσκει και θεούς η βαρβαρότης,
εδώ, αχ, σ’ αυτήν την πολυτάραχη ολιγόζωη
του χρόνου ακτή, όπου βρεθήκαμε, άκουσέ με
από τη σφαίρα των ασμάτων που ’χεις θρόνο.
Τη νύχτα ετούτη μ’ επισκέφτηκεν η κόρη –
της Λέσβου η Μούσα που είτονε. Κι είχε τον νου της
στην άβυσσο της ειμαρμένης, μην ιδώντας
τες θάλασσες, τους κάμπους γύρω ή τα βουνάκια,
σαν να της στάθηκε η χτίσις όλη ξένη.
Μα οχ τους πλησίον ουρανούς και οχ τους αλλάργα
τ’ αστέρια σύμπαντα και μ’ όλες τους τις χάρες
θωρούσαν τη Σαπφώ στη γης να βάνει ποδι
και δύστηνη και θεϊκή· κι από τον κόσμο
του αιθέρος τον ψηλό ένα γέλιο ωσάν βροχούλα
αγάπης άφραστης την κεφαλή τής λούζει,
τις δάφνες και τους στοχασμούς, και το παρθένο
στήθος που τό ’χουνε συντρίμμια κάμει οι πόνοι,
κι ελπίδα μόνη και θεός τού απόμεινεν ο βράχος.
Μα ομπρός της όντες μ’ είδε ολοξαφνίς η κόρη,
το βλέμμα μού γυρνά, το χέρι και το λόγο.
Γιομάτη που ’ναι, φευ, η γης από μυστήρια,
και τίποτα δεν ξεδιαλύνει ο τόπος που ’ρθα!
Στου τρίτου μου τ’ Απρίλη τ’ άνθισμα μιά μέρα,
στο δώμα όπου το φως (κακή μου τύχη) είδα
κι ενόσω εθαύμαζα την –που τρικυμισμένη
εχόρευε– καρδιά μου, στην παλάμη μέσα
κρατώντας την, εβγήκε ο ίσκιος μιάς γυναίκας
και μ’ ήχους άγνωστους στη γλώσσα μας μού είπε:
«Να ζήσεις πάρε λίγα χρόνια μες στες θλίψες
στης γης τη ράχη που θα σε θαυμάζει» – μου είπε
και αθάνατο κλωνάρι μού ’βαλε στην κόμη.
Εις όνειρο, εισέ όραμα ή κι αν αλλού συνέβη,
ο νους μου ’κείνη τη μορφή δεν ξαστοχάει,
οπού είτον τρομερή, κι ας βάσταε στην ειδή της
το κάλλος οπού ίδρυσε στο μάρμαρο ο Φειδίας.
Ποιός τώρα μα και πότε θα μου φανερώσει
εν τέλει την αλήθεια που όλο μου γυρεύω
σε τόσες διάνοιες, τόσες σφαίρες; – πλην ματαίως!...
Αυτά είπε και άλλα που αθετώ και δεν τα λέγω.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου