Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2008
ΝΑ ΚΟΒΩ ΤΟ ΨΥΧΡΟ ΝΕΡΟ ΜΕ ΤΟ ΤΡΕΛΟ ΜΟΥ ΧΕΡΙ
JUAN RAMÓN JIMÉNEZ
ΠΟΙΗΣΗ
Κάποτε νιώθω
καθώς το ρόδο
που θά ’μαι μια μέρα, καθώς το φτερό
που θά ’μαι μια μέρα.
Και με τυλίγει ένα άρωμα, ξένο και δικό μου,
δικό μου κι ενός ρόδου·
και με περισυλλέγει μια περιπλάνηση ξένη και δική μου
δική μου κι ενός πουλιού.
Τραγούδα, τραγούδα φωνή μου!
γιατί όσο υπάρχει ένα πράγμα
που δεν το είπες εσύ
δεν είπες τίποτα!
Ποίηση· δροσιά
της κάθε αυγής, κόρη
της κάθε νύχτας, ολόδροση, αγνή
αλήθεια των τελευταίων άστρων
πάνω στην τρυφερή αλήθεια των πρώτων λουλουδιών!
δροσιά, ποίηση·
πρωινή πτώση τ’ ουρανού πάνω στον κόσμο
Αυτή ’ναι η ζωή μου, εκείνη προς τα πάνω,
εκείνη της καθάριας αύρας,
του τελευταίου πουλιού,
των χρυσών κορυφών του σκοταδιού!
αυτή ’ναι η λευτεριά μου, να μυρίζω το ρόδο
να κόβω το ψυχρό νερό με το τρελό μου χέρι,
ν’ απογυμνώνω το δρυμό,
να παίρνω απ’ τον ήλιο το αιώνιο φως του!
Μετάφραση: Τάκης Βαρβιτσιώτης.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Νέα Πορεία» τον Μάρτιο του 1958.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου