Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2008
ΑΤΑΚΤΩΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΛΗΘΗ
Λύθηκε –θυμάσαι;– το φιογκάκι στα μαλλιά της
(ένα μωβ-ροζέ φιογκάκι στην αβρή της κόμη...)·
σάμπως καλογυαλισμένα μήλα οι δυο της ώμοι
γίνανε βορά του αλόγου που είταν και αναβάτης.
Κάλπαζαν οι πόθοι αφρίζοντας σε ωμά λιβάδια –
χαλινός δεν έσωσε ποτέ να τους βαστήσει
τότε. Το τριπόδισμά τους τώρα έχει πλέον δύσει
πίσω απ’ της μνήμης τις ακρώρειες. Σκοτάδια
μπλέχνονται μαζί με ζόφους και με ερέβη· ρέβει,
μαραζώνει ο ειρμός των καλπασμών καταμεσής στο
μαύρο βούρκο. Μήτε τα χρυσάφια δεν θα δεις στο
τέλμα μέσα από τα βλέμματά της... Ώσπερ σκεύη
κεραμέως συντριφτήκαν όλα (: λόγια, σκέψεις,
στοχασμοί) και ατάκτως σκορπιστήκαν στα λαγούμια
τ’ άγνωρα του νου. Θυμήσου: επιζούν σαν μούμια
που τη συντηρείς, ενώ όφειλες να την κηδέψεις.
Εύγε! Ειδικά η διαπίστωση στην τελευταία στροφή! Φανταστικοί στίχοι και άρτια τεχνική και γλώσσα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα σέβη μου!
@ γητεύτρια: Grazie!
ΑπάντησηΔιαγραφή