Δευτέρα 9 Απριλίου 2007
ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΣΥΛΛΑΒΟΙ ΤΗΣ «ΓΡΙΑΣ»
ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ
ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ
Ήρταν τα σφουγκαράδικα, ήρταν τα στοιχειωμένα,
ο βιολιτζής βαρεί βιολί κι όλα τα παληκάργια,
άλλος αρραβωνιάζεται κι άλλος παντρολογιέται
και σένα, γιέ μου ακριβέ, ήρτε το μήνυμά σου
και το πικρό χαμπάρι σου στη μάνα σου, πουλί μου.
Κι έκλεισε το σπιτάκι μας και ντύθηκε στα μαύρα
κι εγώ που λαφιαζόμουνα στον ύπνο που κοιμόμουν
μην ακουστεί περπατησιά, την πόρτα μην χτυπήσεις
κάθουμαι τώρα μοναχή, βαργιόπληγη λαφίνα
που της σκοτώσαν το παιδί και κλαίει και δε μερώνει.
Πάψε, καημένε βιολιτζή, για σύρε παραπέρα,
κι εγώ τραγούδια τραγουδώ του χάροντα ν’ αρέσουν
να λυπηθεί ο χάροντας καράβι ν’ αρματώσει
που να μη σκιάζεται καιρούς, να μη δειλιά φουρτούνες,
να πελαγώσει μ’ αντρειά με μια καλή συμπόνια,
να τρέξει μες στα πέλαγα, να ψάξει μες στα πλάτια
για να μου βρει το γιόκα μου το θαλασσοδαρμένο,
και νά ’ν’ η μέρα Κυργιακή να τρέξω να τ’ αλλάξω,
να σου τον στείλω στο γιαλό, στον καφφενέ που θά ’σαι
και τότε βάρα το βιολί, βάρα του να χορέψει…
Πάψε, καημένε βιολιτζή, για σύρε παρακάτω.
Από το αθηναϊκό περιοδικό «Πνευματική Ζωή», χρόνος Β΄, αρ. 34, 25.10.1938, σελ. 298.
ΕΝΥΧΤΩΣΕ ΚΑΙ ΚΑΡΤΕΡΩ
Ενύχτωσε και καρτερώ σαν το στοιχειό στο μώλο.
Οι βάρκες τραβηχτήκανε σ’ απανεμιό σημάδι,
αγέρας δέρνει το κορμί, αγέρας και το νου μου
και μια βροχή θεόλωλη τ’ αφτιά μ’ αγριοδέρνει.
Έγινε το τσεμπέρι μου κατάμαυρη παντιέρα
Και το κορμί μου, γιόκα μου, ασάλευτο κοντάρι,
Δεν το λυγίζει ο καιρός μήδ’ ο κακός αγέρας·
Μαζί μ’ αυτόν μοιρολογώ, μαζί μ’ αυτόνε σκούζω.
Απόψε, γιέ μου, που η βροχή τα πέλαγα πλαταίνει,
πού να ’σαι, πού να δέρνεσαι, πού θαλασσοκτυπιέσαι;
Μην είσαι ναύτης του καιρού, το χάρου καπετάνιος
και κυβερνάς του το σκαρί στη διάτα τη δική του;
Αχ, να τον αποκοίμιζες, αχ, να τον ξεγελούσες,
νά ’στρεφες το τιμόνι σου κατά το λιμανάκι…
Από το αθηναϊκό περιοδικό «Πνευματική Ζωή», χρόνος Γ΄, αρ. 47, 25.5.1939, σελ. 137.
ΜΟΝΑΧΑ Ο ΜΟΥΡΓΟΣ
Αχ, γιέ μου, πώς κατάντησα, λωλή κι αναμαλλιάρα,
ξετράχειλη, αδιάντροπη, βρεγμένη, γυμνοπόδα,
να γκεζεράω στο γιαλό σαν την κακιά γυναίκα,
να μπαίνω μες στον καφφενέ, να πιάνω την κουβέντα
με το Στρατή, με το Γκαβό, με τους καπεταναίους,
μη λάχει κι ήρτε μήνυμα, μη ξαφνικά γραφή σου.
Μηδ’ ο Στρατής, μηδ’ ο Γκαβός, μηδέ κι ο καπετάνιος,
μηδέ κι ο μούτσος του Γκαβού μού μένε για τα σένα.
Μονάχα ο Μούργος, γιόκα μου, το μπιστικό σκυλί σου,
με την ουρά πισώσκελα απόκοντα με παίρνει
σαν να μου λέει τ’ άμοιρο «Κάτσε, κυρά, στο σπίτι
κι ώς θα τον δω που θά ’ρχεται, θα τρέξω σαν και πρώτα
να φέρω σου το μήνυμα και το γλυκό χαμπάρι».
Αχ, γιέ μου, να γινότανε, αχ, γιέ μου, νά ’χε γίνει.
Από το αθηναϊκό περιοδικό «Πνευματική Ζωή», χρόνος Γ΄, αρ. 57, 25.11.1939, σελ. 294.
Χριστός Ανέστη μαιτρ
ΑπάντησηΔιαγραφήκι αφού με την Ευτυχία μπήκατε ολίγον και εις τους αγρούς του φίλου σας του στιχουργού μου ενεπιστεύθη να σας εγχειρίσω το κάτωθι ασμάτιον που εμπεριέχει και ολίγον από γριά.
ΑΝΤ. ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ
Για τον κυρ Απόστολο Κ.
Θα σου χτυπήσω μεσ' το βράδυ ένα αστέρι
για να μ'ανοίξεις δυο λεπτά και να σε δω
κι ένα τραγούδι θα σου στείλω απ' τ' Αλγέρι
που λυπημένος κάτι βράδια τραγουδώ
Με τα φτερά θα σου το στείλω του ανέμου
κι ο ουρανός θ' αλλάζει χρώματα καθώς
θα σε ρωτάω Αποστόλη αδερφέ μου
και θα σου λέω πες μου εσύ που σαι παθός
R
Που χαθήκαν οι αγάπες στα τραγούδια;
που χαθήκαν της καρδιάς οι μουσικές;
κι ένα τσούρμο θα μαζεύεις αγγελούδια
και θα παίζεις μελωδίες μαγικές
Θα συνδέσω κάποιο βράδυ τα ηχεία
με του ουρανού τους μυστικούς ενισχυτές
για να σ' ακούσω να ρωτάς την Ευτυχία
όπως μιλάνε οι τρελοί κι οι ποιητές
Θα της μιλάς για ένα νούφαρο χαμένο
μέσα στης λίμνης το θολό γλυκό νερό
κι αυτή με βλέμμα βλοσυρό και λυπημένο
θα σε ρωτάει με παράπονο πικρό
Που χαθήκαν οι αγάπες στα τραγούδια;
που χαθήκαν της καρδιάς οι μουσικές;
κι ένα τσούρμο θα μαζεύεις αγγελούδια
και θα παίζεις μελωδίες μαγικές
Εύγε τέκνον της Τσεχίας! Πες του φίλου σου του στιχουργού να σου δώσει να μου στείλεις κι άλλα.
ΑπάντησηΔιαγραφή