FERNANDO CHARRY LARA
ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ
Την εικόνα σου ονειρευόταν,
κάτω απ’ το βαρύθυμο φεγγάρι, κι εύρισκε
ο έφηβος τού τότε
την έρημο και τη δίψα του στήθους του.
Φωτιά μακρινή μιας λάμψης παγωμένης,
φλόγα μπρος στην οποία ωχριά ακόμα και η αγωνία,
όντας ανάμεσα στα ψυχρά εχθρικά σύννεφα
σε φανταζόταν και ήταν
όπως ονειρεύεσαι τον θάνατο, ενώ ζεις.
Όλα, ωστόσο, ήτανε πολύ οικεία.
Ίσα-ίσα ένα δωμάτιο,
ίσα-ίσα το άγγιγμα ενός φτερού ή κάποιου έρωτα που διασχίζει νύχτες,
με αργή βαριεστημένη πτήση,
με απλώς τον θόρυβο και το γλίστρημα
της
βροχής στους λατρεμένους ώμους την ώρα του ύπνου.
Ναι, πες μου από πού ήρθες, όνειρο ή φάντασμα,
ίσαμε τη δική μου σκιά, γλυκιά εσύ κι επίμονη μορφή, κοντά μου;
Κι έτσι προβάλλεις τώρα
αμίλητη,
μέσ’ από τις αναμνήσεις –
το αγαπημένο σώμα προβαίνει,
και όταν ξυπνάς, στου κρεβατιού την άκρη,
μεταξύ λήθης και μαζεμένων χρόνων,
μισανοίγοντας στο θάμβος του τα μάτια σου,
βλέπεις πως σήμερα φεύγει μόνο η χάρη η μελαγχολική,
μι’ αόρατη ομορφιά καιρών αλλοτινών.
Μια μέρα υπάρχει μόνο, μια μέρα μόνο,
μια μόνο μέρα υπάρχει ανεξίτηλη,
και είναι αργό τρυπάνι ατέρμονο που ροκανίζει ίσκιους:
Δεν είμαι ούτε ο ένας ούτε ο άλλος,
ούτε χθες ούτε τώρα είμαι αυτός που ονειρευόμουν!
Ποιάν οχληρή μνήμη να ξανάβρω εγώ,
να λατρέψω ξανά την απληστία σου,
να σύρω το χέρι μου στην ακατάστατη κόμη σου,
χέρι ολόκληρο που αρέσκεται να ζώνει μέσες μες στο σιγηλό σκοτάδι.
Γίνε πάλι ο εαυτός σου
μι’ απάντηση υφάλμυρη και σχεδόν άναυδη,
απάντηση βγαλμένη από τη νύχτα
με ήχους θλιβερούς, με βράχους, με θρήνους φαγωμένους απ’ τη θάλασσα.
Μόνη σου εσύ, άστρο σεληνιακό και ηλιακό και πάντα φευγαλέο,
βλέπεις τον άντρα να χάνει τη μάχη του,
μα και μόνη σου εσύ με τα παραληρήματά σου,
σαν άλλη μυστική ερωμένη, ξέρεις
να τον αποζημιώνεις για την ήττα του.
Δες τον να περιπλανιέται στη γη μες στα σκοτάδια του:
κάρφωσέ τον με το σπαθί της αστραπής σου,
οδήγησέ τον στο νυχτερινό σας σταθμό,
αποξένωσέ τον με τον έρωτα και την περιφρόνησή σου.
Κι έπειτα, μέσα στην αιώνια σου γυμνότητα,
άσε μου το σώμα σου
και κάνε να νιώσω θερμά τα χείλη σου σαν σε φιλάω,
κι έτσι πάλι, ξύπνιος πια και στους ανθρώπους ανάμεσα,
κάμε με να σε θυμάμαι.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου