PABLO NERUDA
ΓΕΜΙΣΕ Ο ΚΟΣΜΟΣ
Ὄμορφα ἦταν τὰ πράγματα
ποὺ συσσώρευσε ὁ ὄψιμος ἄνθρωπος,
ὁ ἀχόρταγος παμφάγος βιομήχανος:
γνώρισα ἕναν πλανήτη γυμνὸ
ποὺ γέμισε σιγὰ-σιγὰ
ὅλο ἀλεσμένα ἐκμαγεῖα,
ὅλο ἀλουμνινένια λεμόνια,
κι ἐντόσθια ἠλεκτρικά,
ποὺ κόλλαγαν τὶς μηχανὲς καὶ τράνταζαν,
ἐνῶ ἐπάνω στὶς κουζίνες
χυνότανε ὁ συνθετικὸς Νιαγάρας.
Ἦσαν ἤδη ἀδιάβατοι
στὰ χίλια ἐννιακόσια ἑβδομήντα
οἱ δρόμοι καὶ οἱ κάμποι:
οἱ σακατεμένες ἀτμομηχανές,
οἱ θλιβερὲς μοτοσικλέτες,
τὰ σαράβαλα αὐτοκίνητα,
τῶν ἀεροπλάνων οἱ κοιλιὲς
εἰσέβαλαν στὴν ἄκρη τοῦ κόσμου·
δὲν μᾶς ἄφηναν νὰ κυκλοφοροῦμε,
δὲν μᾶς ἄφηναν ν᾽ ἀνθίζουμε,
γέμιζαν ἀμμουδιὲς καὶ κοιλάδες,
στραγκάλιζαν τὰ κωδωνοστάσια:
δὲν μποροῦσες νὰ δεῖς τὸ φεγγάρι.
Ἡ Βενετία ἐξαφανίστηκε
κάτω ἀπὸ τὴ γαζολίνη,
ἡ δὲ Μόσχα μεγάλωσε τόσο
ποὺ οἱ συμῆδες πέθαναν
ἀπ᾽ τὸ Κρεμλίνο ὣς τὰ Οὐράλια Ὄρη,
ἐνῶ τὸ Σικάγο ἐψήλωσε τόσο
ποὺ ξαφνικὰ κατέρρευσε
σὰν νά ᾽ταν τῶν ζαριῶν κουμάρι.
Τὸ τελευταῖο εἶδα νὰ πετάει πουλὶ
κοντὰ στὴ Μενδόσα, στὶς Ἄνδεις.
Κι ἔτσι καθὼς τὸ θυμᾶμαι, χύνω δάκρυα
ἀπὸ πενικιλίνη.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου