ΝΙΚΟΣ
ΚΑΣΣΙΟΣ
Ο
ΒΟΡΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΛΙΑ
Παραμονή
κακού καιρού, ανήμερα τσ’ αντάρας,
ερήμωσαν
οι γειτονιές κι οι πόρτες σφαλιχτήκαν.
Τον
κόσμο κούκλωσε πανί τση μαύρης κατσιφάρας
κι
ως και τ’ αγρίμια του βουνού μες στα σπηλιάρια μπήκαν.
Κι
όταν ενυχτομούντισε, ντράκαρε κουκοσάλι
κι
εκουφοβρόντα κι άστραφτε κι αψύς βοριάς εφύσα,
που
’σερνε ό,τι τ’ απάντηχνε στσ’ αγκάλης του τη ζάλη
κι
έσπα τα γέρικα κλαδιά και στράβωνε τα ίσα.
Μα
μια ελιά, γριά ελιά, χίλιω χρονώ γριούλα
δεν
έσπα, δεν ελύγιζε και τα κλαδιά τζη αντέχα
κι
αυτά πάλι τα φύλλα τους βαστούσαν πάνω ούλα
σαν
το μεγάλο μυστικό καλά να το κατέχα,
πως
μακριά απ’ το δεντρό που ’ν’ τση ζωής η φλέγα
φτάνει
για φύλλα και κλαδιά θανατερό χαμπέρι·
το
ξύλο τρώει η φωθιά, το φύλλο τρώει η αίγα,
και
μια για πάντα τση ζωής σβήνει το καντηλέρι.
Και
η ελιά εμίλιε ντους κι εγέμιζέ ντα θάρρος
με
λόγια της απαντοχής και λόγια μυαλωμένα
σαν
που τα λέει στ’ άρμενο του λιμανιού ο φάρος
κι
αντέχει αυτό στα κύματα κι ας είναι μανιασμένα.
– Φύλλα κλαδιά
μου αντέξετε, γύρω μη σκορπιστείτε,
μη σας ρημάξουν
του βοριά τα φοβερά τα βέλη.
Όσο σας είναι
βολετό πάνω μου κρατηθείτε
μα ο βοριάς
είναι βοριάς και να περάσει θέλει.
Κι ο άνεμος την
άκουσε και μάνισε άλλο τόσο.
– πασε σκύλα κι
άνομη και γροίκα είντα σου λέω.
Δεν θα σ’ αφήσω
μπλιο να ζεις μα χάμες θα σ’ απλώσω,
να δούνε φως οι
ρίζες σου και να ’ν’ το τελευταίο.
– Μη μου
φωνάζεις κυρ βοριά, τα λόγια σου μη χάνεις
κι αν το χεις
πως θα φοβηθώ, στο λέω, απελπίσου.
Όσο σ’ ακούει
χύμα μου και κάνε ό,τι είν’ να κάνεις
κι όσο μ’ ακούει
κι εμένανε θα στέκω απέναντί σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου