VICENTE
ALEIXANDRE
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ
ΣΚΟΤΑΔΙΑ ΕΝΑΣ ΚΕΡΑΥΝΟΣ
Και
δεν ξέρουμε ούτε πού πάμε ούτε από πού ερχόμαστε.
Ρουβέν Δαρίο
Και
πού πάμε ξέρουμε και από πού ερχόμαστε. Ανάμεσα σε δύο σκοτάδια ένας κεραυνός.
Και
εκεί, στην ξαφνική τη φώτιση, έρχεται μια χειρονομία, μια χειρονομία μοναδική,
ένας
μορφασμός μάλλον, που φωτίζεται από ένα φως επιθανάτιου ρόγχου.
Αλλά
ας μην αυταπατώμεθα, ας μην μεγαλώσουμε άλλο. Με ταπεινοφροσύνη, με λύπη, με
συναίνεση, με τρυφερότητα
ας
καλωσορίσουμε αυτό που έρχεται: την ξαφνική επίγνωση μιας συνοδείας, κάπου εκεί
στην έρημο.
Κάτω
από ένα μεγάλο κρεμαστό φεγγάρι που διαρκεί όσο και η ζωή, εμείς,
όντας
τη στιγμή της λογοδοσίας ανάμεσα σε δύο αχανή σκοτάδια,
θα
δούμε τούτο το θλιμμένο πρόσωπο να στρέφει προς το μέρος μας τα μεγάλα ανθρώπινα
μάτια του,
δείχνοντάς
μας τον φόβο του και την αγάπη του για μας.
Και
ας φέρουμε τότε τα χείλη μας επάνω στο ζεστό μέτωπο και ας αγκαλιάσουμε
με
τα χέρια μας το αδύναμο σώμα, ασχέτως του αν ήδη τρέμουμε – ας τρέμουμε στην απέραντη πεδιάδα
όπου
τώρα μόνο του επιθανάτιου ρόγχου η σελήνη λάμπει.
Σαν
σε αντίσκηνο στην ύπαιθρο,
που
το δαγκώνει ο μανιασμένος άνεμος, άνεμος που έρχεται από τα απόκρυφα του χάους βάθη,
εδώ
το ανθρώπινο ζευγάρι, εσύ κι εγώ, αγαπημένη μου, τη μεγάλη νιώθουμε την άμμο που
μας περιμένει.
Και
δεν τελειώνει ποτέ – έτσι δεν είναι; Σε μια μακρά και ατελείωτη νύχτα, και
δίχως να το ξέρουμε, την έχουμε πέρα-δώθε τρέξει εμείς και ξανατρέξει.
Ίσως
μαζί, ω, όχι, ίσως μόνος του ο καθένας μας, σίγουρα μόνος του,
με
μιαν εξαρχής αόρατη κατάκοπη όψη, την έχουμε πέρα-δώθε τρέξει εμείς και
ξανατρέξει.
Και
μετά, όποτε τούτο το ξαφνικό κρεμαστό φεγγάρι, κάτω απ’ το οποίο θα έχουμε τον
εαυτό μας καλά αναγνωρίσει,
σιγά-σιγά
πιάνει να σβήνει,
εμείς
θα ξαναπιάνουμε το πηγαινέλα μας. Δεν ξέρω αν μόνος του ο καθένας μας, δεν ξέρω
αν συνοδευόμενος.
Δεν
ξέρω αν θα ξαναπατήσουμε τις ίδιες αμμουδιές κάνοντας μια νύχτα τον ίδιο δρόμο
– κατά τα πίσω όμως.
Μα
τώρα το κρεμασμένο φεγγάρι, το φεγγάρι το θα ’λεγες στραγγαλισμένο, λάμπει μια
στιγμή και μόνο.
Και
σε κοιτάζω. Άσε με να σε αναγνωρίζω.
Εσύ
είσαι, ω συνοδεία μου και μόνη μου ασφάλεια, η άμεση και στιγμιαία ανάπαυσή μου,
η ρητή αναγνώρισή μου εκεί που βρίσκομαι και είμαι.
Και
άσε με ν’ ακουμπήσω τα χείλη μου στο ζεστό σου μέτωπο — ω, πόσο το νιώθω.
Και
για μια στιγμή άσε με να κοιμηθώ στο στήθος σου, όπως θα κοιμηθείς κι εσύ στο
δικό μου,
ενώ
το φεγγάρι, μακρινό και ακαριαίο, θα μας κοιτάζει και με το ευσεβές μας φως θα
μας κλείσει μεμιάς τα μάτια.
Μετάφραση: Γιώργος
Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου