VICENTE
ALEIXANDRE
ΟΥΡΑΝΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
Στον
Χούλιο Μαρούρι
Τίποτα
δεν ξέρω. Γι’ αυτούς τους λεπτούς και λυγερούς αγέρες, γι’ αυτά τα λεπτά, τα
λυγερά τα χέρια,
για
κείνα τα μάτια που ακόμα και στις συννεφιές αστράφτουν.
Ούτε
για σένα, πράσινο αιώνιο, κάλλος από καταβολών υπέροχο, νιότη τούτων εδώ των
κοιλάδων.
Ούτε
για εκείνο το τραγούδι που το μαντεύω σε κάτι χείλη ανάμεσα
και
που, μολονότι μακριά, ακούγεται – κι ακούς το μέλος του πως σιγά-σιγά λεπταίνει.
Τα
πάντα αγνοώ, περίφοβη ευσπλαχνία που σαν άλλο χέρι κατεβαίνεις, έρχεσαι στο
ήσυχό μου μέτωπο,
με
τα τρυφερά σου νανουρίσματα να με κοιμίσεις,
Ω
μοναξιά! Και με κλειστά τα μάτια μου σε ακούω,
χέρι
του Θεού φιλεύσπλαχνο, που πόση θέρμη μου χαρίζεις.
Μουσική
στα κουρασμένα αφτιά. Φως περασμένο από κρησάρα
για
τα θολά τα μάτια. Και γίνεται χαριτωμένη επιδερμίδα
στο
τραχύ ακόμα μέτωπό μου, καθώς από καιρό πια την αφθονία του δέχεται.
Αχ,
τι ανάπαυση, ω Ζωή! Δέντρα απαλά, συνεσταλμένα –
καθόλου
εδώ δεν επιμένουν. Σηκώνουν ήσυχα το φλιτζάνι τους ακολουθώντας καταπόδι έναν
ουρανό που σοβαρός-σοβαρός
τους
δείχνει συγκατάβαση. Α, όχι, τα χείλη μου ποτέ,
ποτέ
δεν έφυγαν μακριά σου, όγκε θερμέ μου εσύ και γενναιόδωρο οίδημα
ενός
γεμάτου και καθαρού ουρανού που κατεβαίνοντας φτάνει ίσαμε τα δικά μου χείλη.
Όμορφο
φως τα φιλιά σου: απτά, χειροπιαστά. Όμορφε ουρανέ, σάρκα
περίλεπτη,
τόσο αργή και άθικτη είσαι, που πιάνεις σήμερα και νανουρίζεις τη ζωή μου.
Με
αγγίζεις, με αγγίζεις γλυκά... Σε νιώθω. Μη σταματάς, ποτέ μην τελειώσεις, ποτέ,
όχι...
Μετάφραση: Γιώργος
Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου