VICENTE ALEIXANDRE
ΑΙΩΝΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ
Το
ουράνιο σημάδι του έρωτα σ’ έναν έρημο κάμπο
όπου
εδώ και κάτι λεπτά δυο πόθοι επάλευαν,
όπου
ακόμα κι απ’ τον ουρανό ένα πουλί τελευταίο πάει πια, έφυγε:
φτέρωμα
καυτό που κάτι χέρια το έχουν συγκρατήσει.
Στάσου,
στάσου και πάντα περίμενε.
Πάντα
και πάντα θα κουβαλάς
την
έκπαγλη φρικίαση του δέρματος
που
το οικειώνονται τα ουράνια χέρια τα γεμάτα καλές αγγελίες
και
που εντέλει σε απέστειλαν στη ζωντανή ν’ αντικατοπτριστείς καρδιά,
σ’
εκείνο το κενό το σκοτεινό και στερημένο απ’ τους παλμούς
του
τυφλού, του κουφού και του θλιμμένου
που
έχει να κοιμάται στο χώμα η δίχως γλώσσα αδιαφάνειά του.
Ω
εσύ, θλιβή και αγέλαστη στιγμή οπού το μυστηριώδες πουλί
(αυτό
που δεν ξέρω, αυτό που κανείς δεν θα μάθει από πού μας έρχεται)
ζητάει
καταφύγιο στο στήθος τούτου εδώ του φιλημένου χαρτονιού,
του
φιλημένου απ’ το φεγγάρι που περνάει χωρίς ν’ ακούγεται,
σαν
φόρεμα μακρύ σερνάμενο ή σαν αόρατο άρωμα.
Ω
εσύ, καρδιά που δεν έχεις σχήμα καρδιάς.
άθλιο
κουτί, άμοιρο χαρτόνι που θέλεις να χτυπάς όσο κοιμάσαι,
ενώ
το πράσινο χρώμα των πλαϊνών σου δέντρων
τεντώνεται
σαν τίποτα κουφά κλαδιά που μεταξύ τους γίνονται ένα.
Ψυχρό
και πηγμένο φεγγάρι που θά ’δινες στα σώματα ποιότητα κρυστάλλου,
που
θά ’δινες και στις ψυχές φυσιογνωμία
ασπασμών – τώρα είσαι
σ’
ένα δάσος όλο φοινικόδεντρα, όλο ζευγαρωμένα περιστέρια,
όλο
κορυφές που συμπλέκονται σαν λιθάρια ασάλευτα!
Φεγγάρι,
φεγγάρι, ήχε, μέταλλο σκληρό ή φρικίαση:
φτερό,
φτέρωμα τρομακτικό που έρχεσαι κι αγγίζεις κάποιο αφτί,
που
ψελλίζεις των ουρανών το σκληρό συννέφιασμα
και
συνάμα μνημονεύεις ένα νερό που μοιάζει με αίμα!
Μετάφραση: Γιώργος
Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου