Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2024

ΠΕΤΡΑΡΧΗΣ ΚΑΙ ΛΟΡΚΑ

 



ΠΕΤΡΑΡΧΗΣ ΚΑΙ ΛΟΡΚΑ

Πρώτες διορθώσεις τυπογραφικών δοκιμίων

ΘΛΙΨΗ Ή ΠΟΥΛΙ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΘΛΙΨΗ Ή ΠΟΥΛΙ

 

Τούτη η θλίψη πουλί είναι σαρκοφάγο·

και το σούρουπο προσφέρεται στη μοναξιά που μας φθείρει.

Μάταια τραγουδάει το ποτάμι στα δάχτυλα ή πιάνει να χτενίζει –

να χτενίζει κόμες, ψάρια, εξοντωμένα στήθη.

 

Τούτη η χάρτινη θλίψη του – από στρατσόχαρτο μάλλον·

ένα καλάμι γίνεται κουρασμένου ανεμόμυλου στήριγμα·

το ροζ χρώμα ντύνεται κίτρινο·

το ίδιο και τα μάτια χωρίς τα τσίνορά τους.

 

Το χέρι είναι μακρύ σαν το μέλλον κάποιου παιδιού·

μα γιατί να μεγαλώνει, αν το ποτάμι τραγουδάει τη θλίψη,

καθώς βλέπει να φτάνει σε νερά πιο ρωμαλέα,

που δεν μπορούν να καταλάβουν ό,τι δεν είναι τυραννία;

 

Φτάνει στην ακτή που είναι σαν μπράτσο από άμμους,

που είναι σαν παιδί που μεγάλωσε απότομα

και νιώθει αίφνης εκεί ένα πουλί να έχει καθίσει στον ώμο του.

Φτάνει σαν χείλη υφάλμυρα και πληγωμένα.

 

Πουλί που ραμφίζει κομματάκια αίμα,

αλάτι θαλασσινό ή ροδαλό για το κίτρινο πουλί,

για εκείνο το μακρύ χέρι από κερί φίνο και γλυκό

που τεντωμένο μες στο θαλασσόνερο χάνεται, τελειώνει.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2024

ΓΛΥΠΤΙΚΗ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΓΛΥΠΤΙΚΗ

 

Τεράστιο βουνό, όγκος μέγας,

όλο σκιές, σε τοπίο καστιλιάνικο.

Φαράγγι εγκάθετο, μες στη νύχτα, και πανέτοιμο

ενάντια στον περιβάλλοντα ορθώνεται χώρο.

Γλύπτη εσύ, που με το χέρι σου

τό ’φτιαξες, πιάσε

και παραμόρφωσε το συναίσθημα εκεί που με λαξεύεις,

την όψη μου σκλήρυνέ την,

σμίλεψέ την ζωντανή με το χέρι σου, σε βράχο συμπαγή.

Δηκτικέ καλλιτέχνη,

στα πλευρά χτύπησέ με.

Όλο ακμές να είναι και όλο δύναμη

τούτη δω η γωνία,

το δε φως των ματιών μου ας είναι μάρμαρο.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΙΣΚΙΟΣ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΙΣΚΙΟΣ

 

Δεν ξέρω τί έχω εγώ και τί έχεις εσύ,

ίσκιε μου, που αποτραβιέσαι μακριά μου·

ποιό ακρογιάλι μού γλείφει

τα πόδια και γυρνάει σ’ εσένα·

ποιά γέφυρα με συνδέει με κάποιο ποτάμι

κι ούτε που ξέρω καν εγώ αν θα πεθάνει·

σε ποιά δεντροκορφή θ’ ανεβαίνει

το μέτωπό μου στον άνεμο·

τί είδους ρίζες στην άμμο

θα είναι τα πόδια για μένα·

τί επενδύτης σκιάς μού είναι

η νύχτα, εντελώς αθόρυβα, εδώ τώρα.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024

Ο ΑΕΡΑΣ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

Ο ΑΕΡΑΣ

 

Πιο πολύ κι απ’ τη θάλασσα, ο αέρας,

πιο αχανής κι απ’ τη θάλασσα, είναι ήρεμος.

Υψηλό πέπλο διαύγειας άνευ ετέρου,

ίσως μια μέρα της γης ο φλοιός μπορέσει

να σε νιώσει ανθρώπινο. Ανίκητος

ο αέρας δεν ξέρει ότι έχει ζήσει στο στήθος σου.

Χωρίς μνήμη, αθάνατος, λάμπει ο αέρας – λάμπει.

 

Μετάφραση; Γιώργος Κεντρωτής.


ΚΗΠΟΣ ΤΗ ΝΥΧΤΑ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΚΗΠΟΣ ΤΗ ΝΥΧΤΑ

 

Φως και σιντριβάνι, λευκά, ζεστά.

Του κήπου η φωνή η ασημένια. Η νύχτα.

Ένα μονοπάτι ανεβαίνει και πεθαίνει.

Η ψυχή μου πάει από το δρόμο. Φωνές.

 

—Ω φεγγαρόφωτο του καθαρού σιντριβανιού!—

(Η ψυχή μου περνάει από τον κήπο. Το σιντριβάνι.)

—Ω ποτάμι καθαρό με την πεντακάθαρη λέμφο!—

(Η ψυχή μου περνάει από τον κήπο. Πεθαίνει...)

 

Των εύθυμων φωνών σβήνει ο απόηχος…

(Η ψυχή μου πάει από το δρόμο. Σελήνη.)

Του κήπου η φωνή η ασημένια. Η νύχτα.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2024

ΒΡΕΧΕΙ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΒΡΕΧΕΙ

 

Σήμερα το απόγευμα βρέχει, βρέχει πεντακάθαρη η εικόνα σου.

Στη μνήμη μου μέσα ανοίγει η μέρα.

Μπήκες. Δεν ακούω.

Η μνήμη μου την εικόνα σου μόνο μού δίνει.

Μόνο το φιλί σου ή η βροχή σου πέφτει στη μνήμη μου.

Βρέχει η φωνή σου, βρέχει και το λυπημένο φιλί σου,

το φιλί το βαθύ, φιλί μες στη βροχή μουλιασμένο.

Υγρά τα χείλη σου – υγρά.

Κάθυγρο και γεμάτο μνήμες κλαίει το φιλί

από ψηλά, από γκρίζους ουρανούς ευαίσθητους.

Βρέχει ο έρωτάς σου και βρέχει τη μνήμη μου,

πέφτει και πέφτει συνέχεια και συνέχεια.

Το φιλί πέφτει στο βάθος, στο βάθος,

και γκρίζα η βροχή πέφτει και πέφτει ακόμα συνέχεια.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΝΕΡΟ

 



VICENTE ALEIXANDRE

 

ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΝΕΡΟ

 

Θαλασσινό νερό, ποιός το νιώθει;

ποιός το έχει δει; ποιός το γνωρίζει;

ποιός θ’ αποκρυπτογραφήσει την κλείδα

του αλατιού; – με χάρισμα προορατικό αυτός…

Ουδέποτε αφρός ή χείλι καυτό.

Ίσκιος πικρός δίχως όνειρα.

Πεισματική, αποτυχημένη απόπειρα

ενός αίματος υπόγειου,

ενός έναστρου αίματος χυμένου,

τρελού και θλιμμένου απ’ ό,τι βλέπει στον ύπνο του.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΥΣΤΕΡΑ ΑΠ’ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΥΣΤΕΡΑ ΑΠ’ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ

 

Εσύ ξαπλωμένη εδώ, στου δωματίου το σκοτάδι,

σαν τη σιωπή που απομένει ύστερα απ’ τον έρωτα,

κι εγώ ανασηκώνομαι ελαφρά απ’ της ακινησίας μου τα βάθη να ’ρθώ

έως τα άκρα σου, τα περίλεπτα και τα σβησμένα, που τόσο μα τόσο γλυκά υπάρχουν.

Και με το χέρι μου επιθεωρώ της ενδοστρεφούς ζωής σου τ’ αχνογραμμένα σύνορα.

Και νιώθω τη μουσική, την αμίλητη αλήθεια του κορμιού σου,

που πριν λίγο ακόμα ακατάστατα σαν άλλη φωτιά τραγουδούσε.

Η ακινησία κανακεύει τη μάζα που με τον έρωτα έχασε τη συνεχή μορφή της,

για ν’ απογειωθεί μετά, να φύγει κατά πάνω, με ακέραιη την αδηφάγα παρατυπία της φλόγας,

για να γίνει ξανά το σώμα το αληθινό που εντός των ορίων του πλάθεται πάλι.

 

Αγγίζοντας αυτά τα άκρα, μεταξένια, άθικτα, χλιαρά, απαλότατα στη γυμνότητά τους μέσα,

μαθαίνεις ότι η αγαπημένη σου επιμένει σθεναρά στη ζωή της.

Στιγμιαία φθορά είναι ο έρωτας, μι’ ανάφλεξη και καύση είναι

και απειλεί το άσπιλο πλάσμα που αγαπάμε και που το καταπατά η φωτιά μας,

και μόνο όταν ξεκολλάμε από τα λερωμένα, τα σβησμένα φώτα του

το βλέπουμε

και αναγνωρίζουμε τη ζωή ως τέλεια, καθότι φρεσκοζυμωμένη –

τη σιωπηλή και ζεστή ζωή που μας καλούσε από τη γλυκιά της εξώτερη περιφέρεια.

Να του έρωτα το τέλειο κύπελο που (γεμάτο ίσαμε πάνω

με το γαλήνιο αίμα του) λάμπει χρυσαφωμένο τώρα.

Να τα στήθη, η κοιλιά της, ο στρογγυλός μηρός της, το τέλεια φινισρισμένο πόδι της,

και πάνω από τους ώμους ο λαιμός της με κάτι νέα και απαλά φτερά,

το μάγουλο που δεν καίει ούτε καίγεται, ειλικρινέστατο έως αφελείας στο μόλις γεννημένο ρόδο του,

και το μέτωπο όπου ζει η καθημερινή σκέψη του έρωτά μας, αυτού που μένει ξάγρυπνος μες στις φωτοχυσίες.

Στη μέση, με τη σφραγίδα της λαγαρής της όψης,

που τη θερμαίνει χωρίς ιδιαίτερο ζήλο το κίτρινο απομεσήμερο,

βρίσκεται το στόμα, μια φίνα ρωγμή ανοιχτή και διάφανη στα φώτα.

Ω φοβερό κλειδί του σκεύους της φωτιάς,

το λεπτό σου αγγίζω δέρμα με τούτα τα δάχτυλα

που φοβούνται και συνάμα γνωρίζουν τα πάντα,

ενώ ακουμπάω το στόμα μου επάνω στη θαμπή σου την κόμη.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2024

ΔΥΟ ΤΣΙΓΓΑΝΙΚΑ

 


ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΕΤΡΑΤΟΣ

 

ΔΥΟ ΤΣΙΓΓΑΝΙΚΑ

 

Ι

Μέσα στη φωτιά χορεύεις

Μα η φωτιά είσαι σύ

Στο φουστάνι σου η νύχτα

Μαύρη και χρυσή

 

Αστραπές απ’ το μαχαίρι

Βάζω για χορδές

Πριν ο Έρωτας με πάρει

Την πληγή μου δες

 

(Ρεφραίν)

Άνοιξε φτερό η φωτιά

Μοναχή της να πετάξει

Μα η δική σου η ματιά

Ό,τι αγάπησα θα κάψει

Παίζει ο άνεμος βιολί

Χόρεψε σαν πεταλούδα

Πάνω στου κορμιού τη φλούδα

Ξέρει δρόμους το φιλί

 

Με λεπίδι ακονισμένο

Την καρδιά μου βρες

Της αγάπης μας οι νύχτες

Ήτανε μικρές

 

Εγώ φύλαξα το δάκρυ

Το πετράδι σου

Έχει αίμα και δε σβήνει

Το σημάδι σου

 

(Γραμμένο κάπου στη δεκαετία του 90 – στο τέλος ίσως.)

 

ΙΙ

Ποιός στου έρωτα τ’ αμάξι

Που ’χει για τροχούς φεγγάρια

Νιό πουλάρι έχει ζεμένο

Και δεν πιάνεται

 

Ποιός στον ουρανό ανεβαίνει

Και μαχαίρι ακονίζει

Με των αστεριών τ’ ακόνια

Κι είναι αθάνατος

 

Δάκρυ και κρασί στον κάμπο

Ποιός ζητάει να σκορπίσει

Μαύρος νάρκισσος να γίνει

Η αγάπη του

 

Με κουρσάρικες παντιέρες

Ποιός στο πέλαγο γυρίζει

Και στολίζεται κοράλλια

Με το χάραμα

 

Πούλιες και χρυσούς πλανήτες

Ποιός φοράει στο γιλέκο

Και γαμπρός στο πόρτο βγαίνει

Και σε καρτερεί

 

Τ’ ουρανού τραβάει ο δρόμος

Σε δυό σύννεφα ξωκλήσι

Που ντυμένο είναι βελούδα

Για το γάμο σου

 

Ξύπνα αγάπη μου κι ανέβα

Σε χρονιάρικο αλογάκι

Κι είμαι εγώ που τις οπλές του

Χρυσοκάρφωσα

 

(Αυτό είναι γραμμένο το 2018 – έτσι, λορκικό για μια παράσταση.)



ΥΠΟΘΗΚΗ


 

Η 365η ΚΑΙ ΑΚΡΟΤΕΛΕΥΤΙΑ ΠΡΩΙΝΗ ΣΚΕΨΗ-ΥΠΟΘΗΚΗ...

... του στρατηγού Λι Γιουν Τσεχ προς τον γιό του, τον υπολοχαγό Λι Σιάο Τσεχ:

Αν γυμνώσεις το σπαθί, δεν το ξαναθηκαρώνεις αναίμακτο, γιατί θα σ' το βουτήξει εύκολα μετά ο εχθρός και θα σ' το χώσει βαθιά στον αφεδρώνα μαζί με το θηκάρι του.

ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΤΩΝΗ ΠΕΤΡΑΤΟ


ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΤΩΝΗ ΠΕΤΡΑΤΟ


Και καφέδες και (πιο ύστερα) μπιρίτσες με τον Αντώνη Πετράτο, στον Κορυδαλλό, στο Americano.
Θέματα: Ποίηση ( 30 λεπτά) και Ολυμπιακός (90 λεπτά). Κατ' ουσίαν μονοθεματική ήταν η συζήτηση, αφού η Ποίηση και ο Ολυμπιακός ταυτίζονται!

Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΚΑΝΤ

 


CÉSAR CANTONI

 

Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΚΑΝΤ

 

Ο Καντ, που ουδέποτε βγήκε έξω από την Καινιξβέργη

–λέγεται μάλιστα ότι ήταν απρόθυμος

να βγει έξω κι απ’ το σπίτι του–,

έφτασε να γνωρίσει τον κόσμο

πιο καθαρά

από τον οποιονδήποτε πολυταξιδεμένο,

πράγμα που σε βάζει να σκέφτεσαι

–κι ας φαίνεται περίεργο–

ότι ο κόσμος όλος χωράει σ’ ένα δωμάτιο.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.



ΣΥΜΦΩΝΙΚΗ ΝΥΧΤΑ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΣΥΜΦΩΝΙΚΗ ΝΥΧΤΑ

 

Λυπημένα γάντια η μουσική φοράει,

ένα σχεδόν διάφανο πέπλο στην όψη της,

ή, κάτι φορές, όταν είναι η μελωδία θερμή,

μπερδεύεται στη ζώνη αγκομαχώντας σαν καλούπι σιδερένιο.

 

Ίσως γυρεύει ένα καλούπι να βάλει την καρδιά στη γλώσσα,

να δώσει στ’ όνειρο μια κάποια γαλάζια γεύση,

το πρόπλασμα να φτιάξει ενός χεριού που τυλίγει επακριβώς τη μέση

και, αν χρειαστεί, μάς τεμαχίζει σαν τίποτα αδύναμα σκουλήκια.

 

Τα κεφάλια θα έπεφταν επάνω στη δονούμενη χλόη,

εκεί όπου η γλώσσα σταματάει σε μια γλυκιά γεύση βιολιών,

εκεί όπου έρχεται ο κέδρος ο αρωματικός και τραγουδάει

σαν άλλη αιώνια κόμη.

 

Τα στήθη στο χώμα έχουν σχήμα άρπας,

μα πόσο βουβά τότε κρύβουν το φιλί τους,

εκείνο το νερένιο άρπισμα που κάνουν τα χείλη

όταν πλησιάζουν το ποτάμι ενόσω τραγουδούν οι λύρες.

 

Εκείνη η οικεία διεκπεραίωσή μας απέναντι,

των χεριών η συντομότατη κλίμακα στης ροής την ώρα:

τί βαρύτητα έχει, όταν τα μετακάρπια έχουν ήδη χωριστεί,

αφού άφησαν το αίμα τους σαν νότα χλιαρή να τρέξει, να χαθεί…

 

Τότε κυκλοφορούν ακόμα στους λαιμούς γλυκές μελωδίες,

υπάρχει μια κραυγή από βιόλες και αστέρια

και ένα φεγγάρι χωρίς άκρη, με το τόξο του σπασμένο,

στέλνει σιωπηλά τα φώτα του χωρίς ξυλεία.

 

Πόσο θλιβερό ένα κορμί διαλυμένο τη νύχτα, τί σιωπή,

πόσο μακρινό το μουγκρητό κάτι ανήκουστων φθόγγων,

τί φούγκα από λευκά σαν το κόκαλο φλάουτα,

όταν απομακρύνεται το στρογγυλό φεγγάρι χωρίς αφτιά ν’ ακούνε.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024

ΠΟΙΗΜΑ ΕΡΩΤΙΚΟ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΠΟΙΗΜΑ ΕΡΩΤΙΚΟ

 

Σ’ αγαπώ του ανέμου όνειρο· όνειρο

απ’ τον Βορρά λησμονημένo, κυλάς μαζί με τα δάχτυλά μου, συμπλέεις

στου κόσμου τα γλυκά πρωινά με το κεφάλι κάτω, ανάποδα,

όταν είναι εύκολο να χαμογελάς γιατί είναι απαλή η βροχή.

 

Ταξίδι στην αγκαλιά του ποταμού είναι απόλαυση·

ω ψάρια εσείς, φίλοι μου, το μυστικό για πείτε μου των ανοιχτών ματιών,

των βλεμμάτων μου που τραβούν ίσια για τη θάλασσα

κρατώντας των μακρινών πλοίων τις καρίνες.

 

Σας αγαπώ, ταξιδιώτες του κόσμου, όσους κοιμόσαστε επάνω στο νερό,

άνδρες που πάτε στην Αμερική να βρείτε ρούχα,

όσους αφήνετε την οδυνηρή σας γύμνια στο γιαλό

και κατεβάζετε στων πλοίων τις κουβέρτες του φεγγαριού την αχτίδα.

 

Να περπατάς και νά ’σαι στο περίμενε είναι χαρά, είναι ομορφιά,

ο άργυρος και ο χρυσός δεν έχουν αλλάξει την ουσία τους,

σαλτάρουν στα κύματα, βουτάνε στην ξεφλουδισμένη πλάτη

και παίζουν μουσική ή κάνουν όνειρα για τις ξανθότερες κόμες.

 

Στον βυθό κάποιου ποταμού δραπετεύει ο πόθος μου

από τ’ αμέτρητα χωριά που κράταγα στ’ ακροδάχτυλά μου,

εκείνα τα σκοτάδια που ντυμένος στα μαύρα

τα έχω αφήσει πια πολύ πίσω σχεδιασμένα στην πλάτη μου.

 

Η ελπίδα είναι η γη, είναι το μάγουλο,

είναι ένα απέραντο βλέφαρο όπου και ξέρω ότι υπάρχω.

Θυμάσαι; Για τον κόσμο γεννήθηκα μια νύχτα οπού η ελπίδα

ήταν το άπαν και παραμένει το κλειδί των ονείρων.

 

Ψάρια, δέντρα, πέτρες, καρδιές, μετάλλια,

πάνω στα ομόκεντρα και, ναι σταματημένα κύματά σας,

κινούμαι εγώ και, αν γυρίσω, θα ψάξω να βρω τον εαυτό μου, ω κέντρο, ω κέντρο,

μονοπάτι, ταξιδιώτες του κόσμου, του ήδη υφιστάμενου μέλλοντος

πέρ’ απ’ τις θάλασσες και μέσα στους παλμούς μου που σφύζουν.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.