VICENTE
ALEIXANDRE
ΤΑ
ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Μετά
από τα λόγια τα νεκρά,
απ’
αυτά που ακόμα λέγονται ή έχουν λεχθεί,
τί
ακριβώς περιμένεις; Φύλλα να πετούν στον αέρα,
μάλλον
χαρτιά ιπτάμενα. Ποιός ξέρει; Κάτι λόγια
χαλασμένα,
σαν την ηχώ ή το φως που πεθαίνει εκεί, μέσα σε νύχτα μεγάλη.
Όλα είναι νύχτα – νύχτα βαθιά.
Πεθαίνεις
σημαίνει ξεχνάς κάποιες λέξεις που ειπώθηκαν
σε
στιγμές οργής ή απόλαυσης, έκστασης ή εγκατάλειψης
όταν,
έχοντας ξυπνήσει η ψυχή, προβάλλει στα μάτια
μάλλον
σαν φως παρά με κάποιον ιδιαίτερο ήχο.
Ήχος
ιδιαίτερος δηλαδή, αφού είναι ήδη διαθέσιμος
δυνάμει
του ότι ως ήχος βρίσκεται σε ανοιχτή σελίδα,
και
ακουμπάει σε λέξεις, ή αυτές καταλαβαίνουν απ’ τον ήχο
τον
αέρα και μετά ξαποσταίνουν.
Όχι
με καμιά υπέρτερη δύναμη,
αλλά
με διάταξη, αν θέλετε, αλάνθαστη, άψογη.
Υπάκουα,
λοιπόν, τα λόγια αυτά επιμένουν
στη
δύναμή τους, όντας δε πειθήνια
δείχνονται
κυρίαρχα· κάτω απ’ το φως εμφανίζονται
με
γλώσσα ανθρώπινη που εφαρμοζόμενη τα εκφράζει.
Το
χέρι ανακόπτει
την
κίνησή του να τα βρει –
όχι
να τα βρει, να τα ανακαλύψει, χρήσιμα, καθώς, ενώ λάμπουν, αποκαλύπτουν·
και
όταν αποτυγχάνουν, απογοητευμένα, εξατμίζονται.
Έτσι
καμιά φορά συναντιούνται, κοιμούνται,
υπολείμματα
στο τέλος μιας πυρκαγιάς ανέγγιχτης
που,
κι αν πεθάνει, δεν ξεχνά,
μα
η μνήμη της την έχει αφήσει αδύναμη, και μένει εκεί, τη βρίσκεις.
Όλα
είναι νύχτα – νύχτα βαθιά.
Πεθαίνεις
σημαίνει ξεχνάς λέξεις, ελατήρια, γυαλιά, σύννεφα,
για
να επιμείνεις σε μια διάταξη
αόρατη
τη μέρα, αλλά βέβαιη τη νύχτα, σε μιαν απύθμενη άβυσσο.
Το
χώμα εκεί, αυστηρότατο,
δεν
επιτρέπει αγάπη άλλη εκτός απ’ το κέντρο ολόκληρο.
Κανένα
άλλο φιλί εκτός απ’ αυτό.
Ούτε
άλλη αγάπη από την αγάπη που, πνιγμένη, ακτινοβολεί συνέχεια λάμψεις.
Στις
νύχτες τις βαθιές
βρέθηκαν
ν’ ανταποκρίνονται τέλεια ανάμεσά τους
οι
λέξεις οι παρατημένες και οι λέξεις οι υπνώττουσες.
Στα
ιπτάμενα χαρτιά ποιός τις ξέρει; ποιός τις ξεχνά;
Μπορεί
κάποια στιγμή να βρουν απήχηση –ποιός ξέρει; –
σε
κάτι λίγες αδελφικές καρδιές. Μπορεί.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.